Η δυνατότητα της απελευθερώσεως του σαρκικού ανθρώπου από τα δεσμά της δαιμονικής βίας ως πρόβλημα αυτογνωσίας. --- του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη Καθηγητού Παν. Αθηνών

Το πρόβλημα της απελευθερώσεως του σαρκικού ανθρώπου, από τον τυραννικό και θανάσιμο εναγκαλισμό του με τη δαιμονική βία, δεν ήταν πρόβλημα μιας απλής υπερβάσεως της αδυναμίας του να αποτινάξει το δαιμονικό αυτό ζυγό. Δεν είχε ο άνθρωπος αυτός απλώς ανάγκη από μια ενίσχυση των εξασθενημένων, από την πράξη της παραβάσεως της εντολής του Θεού, ψυχοσωματικών του δυνάμεων, για να επιχειρήσει τήν προσπάθεια της απελευθερώσεώς του από την τυραννία της δαιμονικής βίας.

Αυτό το έννοιωθε και ο ίδιος ο σαρκικός άνθρωπος, αφού εβίωνε ανελέητα τις πολυποίκιλες, καταστροφικές γι’ αυτόν, συνέπειες της δουλωτικής υποταγής του στις απαιτήσεις της βίας αυτής. Καταλάβαινε, με βαθειά ασφαλώς πικρία, ότι η λύτρωσή του ήταν ήδη, ως νοητική σύλληψη, στη σχηματική της επιβαλ¬λομένη διαδικασία, ένα σύνθετο πρόβλημα, δηλωτικό του συμπλέγματος μεγάλου πλήθους νοητικών και συλλογιστικών αδιεξόδων, που του συνειδητοποιούσαν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της πρακτικής της υλοποιήσεως.

– Ποιός θα μπορούσε, αλήθεια, να τα βάλει με την ανυπέρβλητη δαιμονική λογική και πονηρία, ώστε να εξουδετερώσει αποτελεσματικά τις σκοτεινές της μεθοδείες και τα σατανικά τεχνάσματα της επίμονης κυριαρχίας της πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό;

Μια τέτοια κατανόηση, εκ μέρους του σαρκικού ανθρώπου, της αδυναμίας του να υπερβολή τη δαιμονική βία σε πονηρία και δύναμη διαπλάταινε την απορία του πέρα από τα όρια του “ποιός”, στην οξύτητα του προβληματισμού του “πώς”. “Ποιος” αλλά και “πώς”!

– Ποιός θα τον λυτρώσει και πώς;

*

Γι’ αυτό το λόγο η τραγική, σε τόνο απελπισίας πανικού, κραυγή του· “τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;”, δεν προσδίδει μονοσήμαντη έμφαση, ως προς το πρόσωπο μόνο, του αναζητουμένου λυτρωτή. Στην αόριστη αντωνυμία “τίς”, στην οποία υποδηλώνεται όλο το νοηματικό περιεχόμενο αυτής της κραυγής, εγκρύπτεται συγχρόνως και το “πώς”. “Ποιός” θα με σώσει από τον εαυτό μου, που είναι σώμα θανάτου και “πώς” θα με σώσει;

Τα δύο αυτά σκέλη του προβληματισμού της λυτρώσεώς του, από την τυραννία της δαιμονικής βίας, το “ποιός” και το “πώς” καθήλωναν το σαρκικό άνθρωπο στην προσδοκία μιας αναπάντεχης, φωτιστικής ρωγμής, στο σύμπλεγμα των αδιεξόδων της πραγματοποιήσεως της βασικής υπαρξιακής του επιθυμίας να λυτρωθεί από το ζυγό της βίας αυτής.

*

Από το πρώτο σκέλος του προβληματισμού της λυτρώσεώς του, ο σαρκικός άνθρωπος, απέκλειε αυτονόητα το ενδεχόμενο αυτός ο “ποιός” ή ο “κάποιος” να είναι άνθρωπος. Μια τέτοια σκέψη ήταν αδύνατο να φιλοξενηθεί στο ταλαίπωρο πνεύμα του, έστω και ως υπόθεση.

– Τότε, ποιός άλλος θα μπορούσε να είναι ο σωτήρας του από τον εαυτό του;

Ένα τέτοιο ερώτημα, αν και αγωνιώδες και κρίσιμο, από τη φύση του, ήταν πάντοτε ένας νυγμός αυτογνωσίας, για το συγκεχυμένο, από τη θολωτική εμπειρία της βρώσεως του απαγορευμένου καρπού, πνεύμα του σαρκικού ανθρώπου. Γιατί ένα τέτοιο ερώτημα έρριχνε συγχρόνως φωτιστικές, για την αυτοσυνειδησία του, ματιές έξω από τον εαυτό του. Σε μια άλλη κατεύθυνση. Σ’ ένα φυγόκεντρο, ψυχολογικά και πνευματικά, αναζητητικό προσανατολισμό!

*

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, δηλ. αυτονόητο, ότι, με την πράξη της παραβάσεως της εντολής του Θεού, η ψυχοδυναμική λειτουργικότητα του ανθρωπίνου προσώπου διαμορφώθηκε σε μια κεντρομόλο, εγωκεντρική, περιέλιξη γύρω από τον εαυτό του.

Η δαιμονική υποβολή· “Και έσεσθε ως Θεοί”, που διεπότισε τον ανθρώπινο ψυχισμό, κατά την τελεσιουργία της πράξεως αυτής, έστησε στο κέντρο του ψυχισμού αυτού το λάβαρο της αυτοσυνειδησίας της θεοποιήσεως· Ηοmο Ηοmini Deus! Ο άνθρωπος θεός του εαυτού του! Η αυτοθεοποίηση αυτή του ανθρωπίνου προσώπου, δυνάμει της δουλείας του στη δαιμονική λογική και στη δαιμονική αλαζονεία, περιέλιξε το ανθρώπινο εγώ γύρω από τον εαυτό του, με δαιμονική κεντρομόλο, σταθερή και αμετάτρεπτη λειτουργικότητα!

Σ’ αυτή την ποιότητα υπάρξεως και σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής το Εγώ γνωρίζει και αναγνωρίζει μόνο το έγώ! Δηλ. μόνο το είδωλο του δαιμονοποιημένου εαυτού του, την ιδεατή του εικόνα, τη στημένη για τη δόξα και το υπεροχικό μεγαλείο του εαυτού του!

Σε μια τέτοια περίπτωση αυτοθεώσεως, δαιμονικής ποιότη¬τος, ο σαρκικός άνθρωπος έχει ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις αυτονομίας και απόλυτης υπαρξιακής αυτοτέλειας. Ταυτισμένος με τον εαυτό του, στο βαθμό που είναι ανίκανος για αντικειμενικές κρίσεις και εκτιμήσεις έξω από τον εαυτό του, δεν μπορεί να αντιληφθεί, ότι λειτουργεί κάτω από τη δέσμευση ενός υποκειμενισμού, που είναι γέννημα θρέμμα μιας δαιμονικής αλαζονείας, ενός εγωκεντρικού δαιμονισμού.

Σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση είναι τυφλός για κάθε γεγονός, που συμβαίνει έξω από τον εαυτό του και όμως αφορά τον εαυτό του. Δεν βλέπει έξω από τον εαυτό του, ό,τι σχετίζεται με τον εαυτό του και λειτουργεί ως νυγμός η πρόκληση αυτογνωσίας!

Βλέπει μόνο μέσα στον εαυτό του… τον εαυτό του, χάριν του εαυτού του και της αυτοθεΐας του!

*

Αλλά κάθε ματιά του σαρκικού άνθρωπου προς τα έξω, έκτος του εαυτού του, σαν προέκταση της προσδοκίας του για λύτρωση και απελευθέρωση, από τη δουλεία της δαιμονικής βίας, ήταν πράγματι ένα άνοιγμα δρόμου, στην πορεία του προς την ολοκλήρωση του απαραίτητου όρου της απελευθερώσεώς του αυτής, την κατάκτηση δηλ. ενός ωρισμένου βαθμού αυτογνωσίας!

Όσο ο σαρκικός άνθρωπος είχε τη συνειδησιακή αυτάρκεια και ανάπαυση του καθολικού, σχεδόν, σκοτασμού της αυτοσυνειδησίας του, έβλεπε μόνο προς τον εαυτό του, τον ειδωλοποιημένο, υπεροχικό, με ψευδαισθήσεις αυτοθεώσεως και φαντασιώσεως υπεροχικής αυτονομίας, εαυτό!

Από τη στιγμή όμως, που η δουλεία της δαιμονικής βίας του έγινε αφόρητη, από κάθε άποψη και τον έκανε να κραυγάσει· Ποιός λοιπόν θα με λυτρώσει από το σώμα του θανάτου τούτου, άρχισε να ωριμάζει για ένα διάλογο με κάποιο άλλο. Με τον,.. άλλο!

Άρχισε να αναζητά τον άλλο!

Αυτό το γεγονός έδειχνε ήδη, ότι, η κραυγή απογνώσεως, που στέλνει μήνυμα για άμεση βοήθεια σε κάποιον άγνωστο και ακαθόριστο, εκ των προτέρων, λυτρωτή, επιστρέφει το σαρκικό άνθρωπο στη συνέχιση του διαλόγου, που διέκοψε στον Παράδεισο, απορρίπτοντας τη θεοκίνητη πρόκληση για μετάνοια, προκειμένου να παραδοθεί στις οδυνηρές υπαρξιακές περιπέτειες, που προέκυψαν από την αποστασία του από το διάλογο αυτό!

*

“Τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;”

Αυτό είναι το έσχατο όριο απελπισίας της αυτοσυνειδησίας του σαρκικού ανθρώπου, που ήδη έχει πορευθεί σ’ ένα μακρύ δρόμο δαιμονικής δουλείας και τυραννίας αλλά επίσης και δαιμονικής αυτονομίας και υπαρξιακής αυτοτέλειας, δηλ. μοναξιάς!

Συγχρόνως αυτό είναι το “κέντρο”, που ραγίζει και σπάει το κέλυφος του δαιμονικού επικαλύμματος της αυτοσυνειδησίας του σαρκικού ανθρώπου, για να διαπεράσει, μέσα στον πυκνό σκοτασμό της, μια ακτίνα, αμυδρά ακτίνα, φωτιστικής αυτογνωσίας. Γιατί από εκεί και πέρα, η επίμονη και αγωνιώδης αναζήτηση του λυτρωτή, ενός λυτρωτή, είναι συγχρόνως αναζήτηση του εσωτέρου πραγματικού εαυτού του ανθρώπου αυτού.

Είναι αλήθεια ότι η μοναξιά της δαιμονικής υπαρξιακής αυτοτέλειας του σαρκικού ανθρώπου, η εγωκεντρική του περιέλιξη και η ψευδαίσθηση της αυτοθεΐας του, τον έκαναν να αισθάνεται μια αυτάρκεια “αυτοσυνειδησίας”,

που εκείνος ήταν φυσικό να ταυτίζει με την ικανότητα της αυτογνωσίας του. Σε μια τέτοια ψυχολογική κατάσταση, αυτό το είδος της μοναξιάς είναι το καλύτερο δείγμα εγκλωβισμού του ανθρώπου στην τυφλωτική, γι’ αυτόν, κυριαρχία της δαιμονικής βίας.

Η εσωτερική όμως ανάγκη για αναζήτηση του άλλου, ως λυτρωτή και απελευθερωτή από τα ανυπόφορα πλέον δεινά της βίας αυτής, φέρνει το σαρκικό άνθρωπο, επί τέλους, απέναντι στην εικόνα και την πραγματικότητα του πλησίον. Ποιός θα με σώσει; Ποιός είναι αυτός;

*

Μια τέτοια ερώτηση, επίμονη και αγωνιώδης, ανοίγει δρόμο προς την αναζήτηση ενός λυτρωτή, στην εικόνα του οποίου, ο σαρκικός άνθρωπος προσδοκά να καθρεπτίσει τον άγνωστο εαυτό του! Γιατί ο προσδωκόμενος λυτρωτής θα είναι εικόνα του αυθεντικού εαυτού του, αφού πρέπει να τον σώσει από την αυτοσυνειδησία της δαιμονοποιημένης (παραποιημένης από την πράξη της παραβάσεως της εντολής του Θεού) εικόνος του εαυτού του!

*

Μια τέτοια προσδοκία δεν ανταποκρινόταν μόνο στις πνεματικές-θεωτικές διαστάσεις της λυτρωτικής

αναγκαιότητος του σαρκικού ανθρώπου αλλά, πρώτα-πρώτα, στις ψυχολογικές απαιτήσεις και στους ψυχολογικούς όρους της πραγματοποιήσεως του έργου της αυτογνωσίας του, ως αναγκαίου, πρωτίστως, περάσματος στο δρόμο της σωτηρίας του, δηλ. της θεώσεώς του!

Η αυτοσυνειδησία, εκ μέρους του σαρκικού ανθρώπου, του συμπλέγματος του υπαρξιακού του προβληματισμού, καθήλωνε την αναγκαιότητα της σωτηρίας του, πρώτα-πρώτα, στις ενδοψυχικές του δυσαρμονίες, τις συγκρούσεις του και τις αντιφατικές του βιωματικές καταστάσεις. Για το λόγο αυτό η προσδοκία της σωτηρίας του αυτής είχε πρώτα-πρώτα αφετηρία ψυχολογική.

Αλλά η ψυχολογική αυτή αναγκαιότητα απαιτούσε το καθρέπτισμα της εικόνος του εαυτού του σαρκικού ανθρώπου στην εικόνα του λυτρωτή του, ως του κατ’ εξοχήν πλησίον του!

*

Πράγματι, στο ψυχολογικό πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων, έχει ήδη βεβαιωθεί, όχι μόνο επιστημονικά (θεωρητικά) αλλά και εμπειρικά, ότι μπορώ να συνειδητοποιώ την ταυτότητά μου, επειδή υπάρχουν και άλλες ανθρώπινες ταυτότητες. Το περίγραμμα, τουλάχιστον, της ταυτότητός μου, ως προσωπικής μου εικόνος, το συνειδητοποιώ (άμεσα ή έμμεσα), επειδή βρίσκομαι απέναντι στον πλησίον μου.

Αν ήμουν απόλυτα μόνος (και έρημος) στο γήινο πλανήτη και ζούσα χωρίς την παρουσία και τη σχέση μου προς τον πλησίον, θα ήταν ίσως προβληματική, αν μη αδύνατη, η πρόοδός μου στην αυτογνωσία μου. Αυτό το γεγονός, μεταξύ βέβαια άλλων, πρέπει να ήταν μια αιτία για τη θεϊκή διαπίστωση• “Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον”.

Εξάλλου, όταν ένα βασικό πόρισμα της σύγχρονης ψυχολογίας με πληροφορεί, ότι τον πλησίον μου τον γνωρίζω μόνο τόσο, όσο γνωρίζω τον εαυτό μου, μου συνειδητοποιεί το γεγονός, ότι στο πρόσωπο και στην εικόνα, τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά γενικά του πλησίον μου μελετώ και συγχρόνως αναζητώ (συνήθως μη συνειδητά) το δικό μου εαυτό!

Ναι! ο πλησίον μου, ως πρόκληση και ερέθισμα της αυτοσυνειδησίας μου, προωθεί την αυτογνωσία μου. Όσο μπορώ να ζω τον πλησίον μου και να διεισδύω στη δική του ψυχολογία και συμπεριφορά (όταν, ιδιαίτερα, τον “ξετινάζω” με την… κριτική μου) ανοίγω παράθυρα αυτογνωσίας μέσα μου, έστω και κάτω από το “παραβάν” του ασυνειδήτου μου!

Πάντως τέτοια παράθυρα, σε ανύποπτο χρόνο, συνεργούν στη συνειδητοποίηση της μη, μέχρι τη στιγμή εκείνη, συνειδητοποιημένης ψυχολογικής μου συμπεριφοράς και αντιδράσεως στα ερεθίσματα της καθημερινότητος.

*

Η αναζήτηση επομένως λυτρωτή, από τον σαρκικό άνθρωπο, ανταποκρινόταν, πρώτα-πρώτα, στην προσδοκία του να συναντήσει τον πραγματικό, τον αληθινό εαυτό του, στην υπαρξιακή λειτουργικότητα και συμπεριφορά τού κατ’ εξοχήν πλησίον, του άλλου, του δυναμένου να τον σώσει από τον αλύτρωτα δαιμονοποιημένο εαυτό του.

*

Η άμεση και αυθόρμητη μετάβαση του Αποστόλου των

Εθνών από την απελπιστική κραυγή: “Τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου”, στην ομολογία·

“Ευχαριστώ τω Θεώ διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών”, παρουσιάζει το νέο Αδάμ (τον “καινό” άνθρωπο), που ανταποκρίνεται στην προσδοκία του σαρκικού ανθρώπου (“και αυτός προσδοκία εθνών) για την αποκάλυψη του πραγματικού, του αυθεντικού και γνησίου εαυτού του.

*

Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, λυτρώνοντας το σαρκικό άνθρωπο από τον εγκλωβισμό του στη δαιμονική βία, στην αμαρτία, ενήργησε ως μέθοδος αυτογνωσίας για τον άνθρωπο αυτό.

– “Το γαρ αδύνατον του νόμου, εν ω ησθένει διά της σαρκός, ο Θεός τον εαυτού υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτία εν τη σαρκί”.

Ο Θεός έστειλε τον Υιό του, ως λυτρωτή του σαρκικού ανθρώπου, “εν ομοιώματι σαρκός”, με ανθρώπινο σώμα, που έμοιαζε με το δικό μας σώμα. Έτσι ο σαρκικός άνθρωπος, στεκάμενος ενώπιον του λυτρωτή του, εστέκετο ενώπιον του εαυτού του, αφού ο λυτρωτής του ήταν ο νέος Αδάμ, το νέο πρότυπο του εαυτού του!

*

Το πρόβλημα λοιπόν της απελευθερώσεως του σαρκικού ανθρώπου από τη δουλεία του στη δαιμονική βία και στη θυγατέρα της την αμαρτία, ήταν οπωσδήποτε πρόβλημα αυτογνωσίας του ανθρώπου αυτού, αφού, η πραγματική γνώση του εαυτού του, θα του συνειδητοποιούσε από τι έπρεπε να λυτρωθεί, πως έπρεπε (πως μπορούσε) να λυτρωθεί και από ποιόν μόνο ήταν δυνατό να λυτρωθεί!

Ο Χριστός, ως μέθοδος σωτηρίας του άνθρωπου από την τυραννία της δαιμονικής βίας επρόκειτο, ως πρότυπο του “καινού ανθρώπου”, να αποτελεί και καθρέπτη και εικόνα αυτογνωσίας του σαρκικού ανθρώπου, που θα περνούσε από την τυραννία της βίας αυτής στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, γινόμενος “σύμμορφος της εικόνος του υιού αυτού”!

 

(Ιωάννη Κορναράκη, «Βία. Η οδός του Θεού», εκδ. Αφων Κυριακίδη, Θεσ/νἰκη, σ. 106-115)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου