Στην ιστορία
πολλών προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκουμε διδακτικές εικόνες και ορισμούς
της προσευχής. Ο Ιακώβ π.χ. μας διδάσκει ότι η προσευχή είναι πάλη με τον Θεό.
Ο Μωϋσής και ο Ηλίας μας δείχνουν ότι προσευχή είναι μία συνεχής συνομιλία και
ένας ζωντανός διάλογος μαζί του. Ο Δαβίδ νιώθει την προσευχή ως θυμίαμα, που
αναδίδεται από την φλογισμένη ευγνώμονη καρδιά. Αλλά το άρθρο αυτό θα σταθεί
στην ωραιότατη εικόνα της προσευχής, που μας δίνει η Άννα, η μητέρα του προφήτη
Σαμουήλ. Είχε ΄ρθεί με κατώδυνη ψυχή και δάκρυα στα μάτια προς τον Κύριο, να
του ζητήσει μέσα απ΄ τα στείρα σπλάγχνα της ένα παιδί γι΄ Αυτόν. Ανάβλυζαν από
την καρδιά της τα λόγια της προσευχής και κινούσαν τα χείλη της, αλλά χωρίς
φωνή· φώναζε και βοούσε η ψυχή της.
–Τι να κάνω; Όχι, δεν είμαι μεθυσμένη ούτε έχω
πιεί, αλλά «εκχέω την ψυχήν μου ενώπιον Κυρίου».