Γεροντικό του Σινά :

–«Έλεγον περί του Αββά Σισώη, ότι ότε έμελλε τελευτάν, καθημένων των πατέρων προς αυτόν, έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, και λέγει αυτοίς: ιδού ο Αββάς Αντώνιος ήλθε, και μετά μικρόν λέγει, ιδού ο χορός των προφητών ήλθε, και πάλιν το πρόσωπον αυτού περισσώς έλαμψε και είπεν, ιδού ο χορός των αποστόλων ήλθε, και εδιπλασίασε το πρόσωπον αυτού πάλιν, και ιδού αυτός ως μετά τινων λαλών, και εδεήθησαν αυτού οι γέροντες, λέγοντες: μετά τίνος ομιλείς πάτερ; Ο δε έφη, ιδού οι άγγελοι ήλθον λαβείν με και παρακαλώ ίνα αφεθώ μετανοήσαι μικρόν, και λέγουσιν αυτώ οι γέροντες: ου χρείαν έχεις μετανοήσαι πάτερ. Είπε δε αυτοίς ο γέρων: φύσει ουκ οίδα εμαυτόν ότι έβαλον αρχήν, και έμαθον πάντες ότι τέλειός εστι, και πάλιν άφνω εγένετο το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, και εφοβήθησαν πάντες. Και λέγει αυτοίς: βλέπετε, ο Κύριος ήλθε, και λέγει : φέρετέ μοι το σκεύος της ερήμου, και ευθέως παρέδωκε το πνεύμα, και εγένετο ως αστραπή, και επλήσθη όλος ο οίκος ευωδίας».                                                                                

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


Τό δεύτερο θαῦμα εἶναι ὅτι στήν πέτρα εἰς τήν ὁποία ἀπεκεφάλισαν τούς ὁσιομάρτυρες πατέρες τῶν Καρυῶν καί εὑρίσκετο ἀπέναντι ἀπό τό Πρωτᾶτο, τιμωμένη δεόντως ἀπό τούς πατέρες, ὁσάκις ἐχιόνιζε κατά τήν διάρκεια τοῦ χειμῶνος, εἰς αὐτήν δέν ἐστέκετο οὔτε μία νιφάδα χιονιοῦ. Αὐτήν τήν πέτρα προσφάτως τήν μετέφερον εἰς το ἀριστερό κλίτος τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, μετά ἀναμμένης κανδήλας ὑπεράνω αὐτῆς, ἴσως μέ τόν λογισμό νά φυλαχθῆ ὡς κειμήλιο εἰς τόν κεντρικό ναό τῶν Καρυῶν.
Τά ἄλλα θαύματα εἶναι τιμωρητικά καί ἀναφέρονται εἰς αὐτούς πού ἐπρόδωσαν καί συλλειτούργησαν μέ τους λατινόφρονες. Ἀναφέρεται κατ’ ἀρχάς διά τούς
συλλειτουργήσαντας μοναχούς τῆς Μ. Λαύρας τά ἑξῆς: «Οὗτοι οἱ λατινόφρονες ἐλθόντες καί εἰς τήν Λαύραν ἐγένοντο διά τόν φόβον τῆς καταδίκης τοῦ θανάτου δεκτοί ὑπό τινων Μοναχῶν αὐτῆς, εἰς τούς ὁποίους καί ἔδωσαν πολλά ἱερά σκεύη, δηλαδή Ἅγια Ποτήρια, Εὐαγγέλια, θυμιατήρια και λοιπά, ἅτινα ἐξ ἄλλων ἱερῶν Μονῶν ὡς λῃσταί ἐσύλησαν ἐκεῖνοι δέ οἵτινες συνεκοινώνησαν μετά τῶν ἀνωτέρω λατινοφρόνων μετά θάνατον ἔμειναν τυμπανιαῖοι καί τά ἄθλια αὐτῶν σώματα, μαῦρα ὄντα καί ἀποπνέοντα ὀσμήν δυσώδη, δέν ἐτάφησαν ἐν τῷ κοινῷ κοιμητηρίῳ, ἀλλ’ ἐκτός αὐτοῦ εἰς ἕν ὑπόγειον σπήλαιο τό ὁποῖον περιέφραξαν, ὡς ἀλλότρια καί ξένα τῆς Ἁγίας Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας και τῶν ὀρθῶν δογμάτων αὐτῆς» (ὅπ. ἀν., 4 Ἰανουαρίου, σελ. 95).
Τά σημαντικώτερα ὅμως εἶναι δύο θαύματα τά ὁποῖα ἀναφέρονται ἀπό τούς ἱστορικούς διά τούς συλλειτουργήσαντας μέ τούς λατινόφρονες μοναχούς τῆς μονῆς Ξηροποτάμου. Τό ἕνα εἶναι ὁ σεισμός πού ἔγινε καί κατέστρεψε την μονή, τόν ὁποῖο περιγράφει ὁ Μ. Γεδεών: «...καί τόν βουνόν ὑπερβάς, (ὁ αὐτοκράτωρ) ἐν τῇ τοῦ Ξηροποτάμου λεγομένῃ
Μονῇ ἀφίκετο · οἱ δέ ἐν αὐτῇ οἰκοῦντες, συσχεθέντες φόβῳ, καί ἀντί τῶν αἰωνίων τά πρόσκαιρα προτιμήσαντες, ὡς ὁ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα ἔκπτωτος, ἐπί κακῷ τῷ τῆς Λαύρας ζηλώσαντες ὑποδείγματι, ὁμοίως αὐτόν, ὑπεδέξαντο μετά φώτων καί κρότων καί μεγάλης τιμῆς, εἶτα ἐν τῷ ναῷ εἰσελθόντες ὁμοῦ τήν λειτουργίαν τῶν ἀζυμιτῶν ἐτέλεσαν, τούς αἱρετίζοντας μνημονεύσαντες · ὁ δέ ἐπιβλέπων ἐπί την γῆν Κύριος καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν, θᾶττον συσσείσας μετ’ ἤχου τήν γῆν, τόν μέν ναόν κατέβαλε, τούς δ’ ἐν αὐτῷ ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης κατέχωσε, καί τά τῆς Μονῆς τείχη ἀνέτρεψεν, ἕνα μόνον καταλιπών ἐκ τῶν τοίχων κεκλιμμένον καί αὐτόν, εἰς σημεῖον ταῖς μετέπειτα γεννεαῖς · ὁ δέ βασιλεύς καί οἱ σύν αὐτῷ ἰδόντες, καί αἰσχυνθέντες, τά πρόσωπα ἐντροπῇ καλύψαντες ταῖς ναυσίν ἐπιβάντες, τά ἴδια κατέλαβον εἰς τ’ ἀνάθεμα. Ταῦτα δέ πάντα συνέβησαν κατά τό χιλιοστόν διακοσιοστόν ὀγδοηκοστόν σωτήριον ἔτος» (Γεδεών, Ὁ Ἄθως, σελ. 143). Ἐδῶ ἀναφέρεται καθαρά ἡ ἐν τῇ Λειτουργίᾳ μνημόνευσις τῶν αἱρετικῶν καί ἡ ἐκ τῆς Λειτουργίας αὐτῆς ἐπελθοῦσα ταχέως ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Τό δεύτερο εἶναι ὅτι πρός τιμωρίαν τῶν πατέρων τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, μετά τήν λειτουργία αὐτή καί την μνημόνευσι τῶν αἱρετικῶν δέν ἐφύτρωσε πλέον τό μανιτάρι κάτω ἀπό τήν ἁγ. Τράπεζα κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγ. Τεσσαράκοντα μαρτύρων, εἰς τούς ὁποίους τιμᾶται το Καθολικόν καί τό ὁποῖον ἔκοπτον οἱ Πατέρες καί ἔβαζαν δι’ εὐλογία εἰς τό φαγητό πού παρέθετον. 


Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος : Δια να μην αμαρτάνωμεν


 … Δια να μην αμαρτάνης του λοιπού σου δίδω τας εξής πατρικάς συμβουλάς. 
1 ) Να προσεύχεσαι αδιαλείπτως νοερώς, μετά προσοχής, επιμελείας και συναισθήσεως να λέγης διαφόρους προσευχάς, όσας γνωρίζης και ιδίως την σύντομον προσευχήν . Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, και το Δόξα σοι ο Θεός, Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς κ.λ.π. Να προσεύχεσαι και όταν περιπατής καθ’ οδόν, και όταν εργάζεσαι, και όταν πίπτης εις την κλίνην να αναπαυθής, και όταν εγείρεσαι και εν παντί καιρώ και πάση ώρα. Όταν, λοιπόν, προσεύχεσαι μετ’ ευλαβείας, επιμελείας, προσοχής και κατανύξεως ο εχθρός δεν πλησιάζει , αλλά και αν πλησιάση και όσας φοράς πλησιάση φεύγει, αναχωρεί άπρακτος… 
2 ) Να ενθυμήσθε πάντοτε τον Θεόν. Επειδή το αμαρτάνειν γίνεται , λέει ο Μ. Βασίλειος ,κατ’ απουσίαν Θεού. Όταν λησμονήσωμεν τον Θεόν , λησμονήσωμεν ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, και μας βλέπει και τίποτε δεν τον λανθάνει ή καλόν ή κακόν. Τότε δεν θα αμαρτάνωμεν. Πώς ποιήσω το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου μου και αμαρτήσομαι, είπεν ο νέος Ιωσήφ ο σώφρων, ο ανδρείος κατά την ψυχήν, ο ωραίος και πάγκαλος, εις την ασελγεστάτην κυρίαν του, η οποία τον παρεκίνει προς αμαρτίαν . Και ούτω έφυγε την αμαρτίαν , ο δε προφητάναξ Δαβίδ, ηλικιωμένος , υπανδρευμένος, με παιδιά , ελησμόνησε τον Θεόν , αμάρτησε , και αφού μετενόησε πικρά , επενθούσε, ενήστευε, ηγρύπνει και εστέναζε δια την αμαρτίαν. Δια να μην αμαρτήση εις το εξής εσκέπτετο πάντοτε ότι ο Θεός ήτο έμπροσθέν του. « Προωρώμην τον Κύριόν μου, ότι δια παντός ενώπιόν μου εστι, ίνα μη σαλευθώ » , έλεγε. 
3 ) Να ενθυμήσαι τον θάνατον. Μνήσθητι, τέκνον μου, των εσχάτων σου και ουχ αμαρτήσεις , μας συμβουλεύει ο Σοφός Σειράχ. Εκείνος που ενθυμείται διαρκώς τον θάνατον, λέγει ο Μ. Βασίλειος, ή τελείως ή ολίγον θέλει αμαρτήσει… 
4 ) Να αγαπήσης τον Θεόν με όλην σου την ψυχήν, την καρδίαν, την δύναμιν και την διάνοιαν, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Αγάπην όμως όχι ψευδή, με λόγια, αλλά πραγματικήν, και όταν αγαπά τις τον Θεόν ολοψύχως μένει μαζί με τον Θεόν μένει μαζί με αυτόν. Πού πλέον να πλησιάση ο πονηρός, η αμαρτία; … 
Αυτάς τας τέσσερας πατρικάς συμβουλάς , αγαπητόν μου τέκνον, σου δίδω και ως παρακαταθήκην σου αφήνω, και αν αυτάς φυλάξης μετά προσοχής και επιμελείας θα σωθής και θα κερδίσης την βασιλείαν των ουρανών , της οποίας είθε να αξιωθώμεν πάντες. 

Μετά πατρικής αγάπης και εγκαρδίων ευχών 
Φιλόθεος Ζερβάκος Αρχιμ. 

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Πίστις και γνώσις.


Η πίστις εις τον Κύριον Ιησούν και η γνώσις του Κυρίου Ιησού αποτελούν ουσιαστικήν και αδιάσπαστον ενότητα. Αυτά τα δύο είναι εν εν τη Εκκλησία. Και ως εν δίδονται δια του Αγίου Πνεύματος δια τα ενάρετα έργα, πρωτίστως δε δια την ταπεινοφροσύνην. «Ενότης γαρ πίστεως το μη διαφωνείν περί τα δόγματα. Τούτο γαρ επίγνωσις του Υιού του Θεού, το μη διαφωνείν περί αυτού» (Οικουμενίου  PG.  118,  c.  1220C). «Τούτο γαρ εστιν ενότης πίστεως, όταν πάντες εν ώμεν, όταν πάντες ομοίως τον σύνδεσμον επιγινώσκωμεν. Μέχρι τότε εργάζεσθαι χρη, ει δια τούτο χάρισμα έλαβες, ίνα άλλους οικοδομής… Όταν δε πάντες ομοίως πιστεύωμεν, τότε ενότης εστιν» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομ. ΧΙ, 3  PG.  62.  C. 83). «Τότε γαρ η αληθής ενότης της πίστεως, τότε επιγινώσκομεν τον Υιόν του Θεού, όταν και εν τοις δόγμασιν ορθοδοξώμεν και της αγάπης σύνδεσμον συντηρώμεν. Αγάπη γαρ ο Χριστός» (Θεοφυλάκτου,  PG.  124,  c. 1088A). β)  Να «καταντήσωμεν εις άνδρα τέλειον». Αλλά τι είναι ο τέλειος άνθρωπος και τις είναι ο τέλειος άνθρωπος; Μέχρι της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού επί της γης, οι άνθρωποι δεν εγνώριζον ούτε τι είναι ο τέλειος άνθρωπος ούτε ποίος είναι ο τέλειος άνθρωπος. Το πνεύμα του ανθρώπου δεν ήτο ικανόν να επινοήση και να δημιουργήση την εικόνα του τελείου ανθρώπου ούτε ως επινόησιν και ιδεώδες, ούτε ως πραγματικότητα. Αυτό ήτο και η αιτία των τόσων περιπλανήσεων εις αναζήτησιν του ιδεώδους ανθρώπου εκ μέρους των πλέον εκλεκτών στοχαστών του ανθρωπίνου γένους. Δια πρώτην φοράν με την εμφάνισιν του Θεανθρώπου μεταξύ των ανθρώπων οι άνθρωποι απέκτησαν την επίγνωσιν τι είναι ο τέλειος άνθρωπος και ποίος είναι ο τέλειος άνθρωπος, διότι Τον είδαν εις την πραγματικότητα, εν μέσω των. Το ερώτημα είναι: Πως θα φθάσωμεν εμείς «εις άνδρα τέλειον»; Η μοναδικότης του Μοναδικού έγκειται, ακριβώς, εις το ότι Αυτός και είναι τέλειος άνθρωπος και έδωκεν εις όλους την δυνατότητα όχι μόνον να έλθουν με μοναδικόν τρόπον εις επαφήν με τον «τέλειον άνθρωπον», αλλά και να γίνουν σύσσωμοί Του, κοινωνοί και «μέλη του σώματος αυτού εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφ. 5, 30). Πως; Μόνον από κοινού «συν πάσι τοις αγίοις», μέσω των αγίων ευαγγελικών αρετών και μέσω της καθολικής και αγίας ζωής της Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία δεν είναι άλλο παρά ο «τέλειος άνθρωπος» εις την πορείαν του δι΄ όλων των αιώνων προς την τελικήν πραγμάτωσιν του θείου σχεδίου περί του κόσμου. Ούτως εδόθη δυνατότης και εις τον ελάχιστον μεταξύ μας, εις τον πλέον περιφρονημένον και ευτελή να καταντήση από κοινού «συν πάσι τοις αγίοις» με την βοήθειαν των ευαγγελικών αρετών, εις «άνδρα τέλειον». Ελέχθη «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες…  εις άνδρα τέλειον». Τούτο σημαίνει ότι αυτό δεν δίδεται εις τον υπερήφανον απομονωμένον, αλλ΄ εις τον ταπεινόν «καθολικόν» άνθρωπον, δίδεται δια την κοινωνίαν «συν πάσι τοις αγίοις». Κάθε χριστιανός ζων «συν πάσι τοις αγίοις» εις το Θεανθρώπινον σώμα του «τελείου ανδρός», του Χριστού, αποκτά και ο ίδιος την τελειότητα αυτήν, κατά το μέτρον του κόπου του, γίνεται ο ίδιος τέλειος άνδρας. Ούτως εις την Εκκλησίαν γίνεται δι΄ έκαστον προσιτόν και πραγματοποιήσιμον εκείνο το θείον ιδεώδες και ο σκοπός: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5, 48). Ο άγιος Απόστολος εξαίρει με ιδιάζοντα τρόπον ότι ο σκοπός της Εκκλησίας είναι «ίνα παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού» (Κολ. 1, 28). 

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


Οἱ μονές λοιπόν πού ἀναφέρονται ὅτι συμβιβάστηκαν καί
συλλειτούργησαν ἦσαν ἡ Μεγ. Λαύρα καί ἡ μονή Ξηροποτάμου. Αὐτές δέ πού ἐκράτησαν τήν πίστι καί τήν ὁμολογία ἦσαν ἡ Ἰβήρων, ἡ Βατοπεδίου, ἡ Ζωγράφου καί ἡ σκήτη τῶν Καρυῶν. Συνολικῶς ἐθανατώθησαν 74 μοναχοί. Ὁ ἀριθμός αὐτός διεσώθη ἴσως κατά τήν παράδοσιν, διότι οἱ συναξαριστές, τά ἁγιολόγια καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἀριθμοῦν μόνον τούς εἴκοσι ἕξι (26) ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς
Ζωγράφου καί τούς δώδεκα (12) Βατοπεδινούς μοναχούς, μαζί μέ τόν ἡγούμενόν των, ὀνόματι Εὐθύμιον. Διά τους ὑπολοίπους γίνεται ἀναφορά χωρίς συγκεκριμένο ἀριθμό.
Δέν πρέπει νά παραλειφθοῦν ἀπό τήν ἀναφορά μας αὐτή στούς ἐν λόγῳ ὁσιομάρτυρες καί τά θαύματα, τά ὁποῖα ἐτέλεσε ὁ Θεός διά νά δείξη τήν ἀνάπαυσί Του καί εὐαρέσκεια στούς ὁμολογητές ὁσιομάρτυρες καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τήν τιμωρία τῶν προδοσάντων τήν πίστιν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Ἀναφέρεται κατ’ ἀρχάς στήν διήγησι τῶν ὁσιομαρτύρων τῆς μονῆς Ζωγράφου τό θαῦμα τῆς Παναγίας, ἡ εἰκόνα τῆς ὁποίας ὡμίλησε στόν μοναχό πού ἀσκήτευε πλησίον τῆς μονῆς καί τόν ἐπρόσταξε νά εἰδοποιήση τούς πατέρες διά τήν ἔλευσι τῶν λατινοφρόνων. Ἡ διήγησις ἐκ τοῦ
συναξαριστοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Κατ’ ἐκεῖνον δέ τόν φρικτόν καί φοβερόν διά τό Ἅγιον Ὄρος καιρόν, πλησίον τῆς Μονῆς Ζωγράφου ἠγωνίζετο κατά μόνας εἷς Μοναχός, ἔχων συνήθειαν ἱεράν νά ἀναγινώσκῃ πολλάκις καθ’ ἑκάστην τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Θεοτόκου ἐνώπιον τῆς θείας Εἰκόνος αὐτῆς. Ἐν μιᾷ λοιπόν τῶν ἡμερῶν, ὅτε εἰς τά χείλη τοῦ Γέροντος ἀντηχοῦσεν ὁ Ἀρχαγγελικός ἀσπασμός τῆς Ὑπεραγίας παρθένου Μαρίας, τό “Χαῖρε”,
ἀκούει αἴφνης ὁ Γέρων ἐκ τῆς ἁγίας αὐτῆς Εἰκόνος τους ἑξῆς λόγους · “Χαῖρε καί σύ, Γέρον τοῦ Θεοῦ!” · ὁ δέ Γέρων ἐγένετο ἔντρομος. “Μή φοβοῦ”, ἐξηκολούθησεν ἡσύχως ἡ ἐκ τῆς Εἰκόνος θεομητορική φωνή, “ἀλλ’ ἀπελθών ταχέως εἰς τήν Μονήν, ἀνάγγειλον εἰς τούς ἀδελφούς καί εἰς τον Καθηγούμενον ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ τε καί τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις λοιπόν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ ἄς κρυφθῇ, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ πειρασμός · οἱ δέ ἐπιθυμοῦντες μαρτυρικούς στεφάνους ἄς παραμείνωσιν ἐν τῇ Μονῇ · ἄπελθε λοιπόν ταχέως”» (Μέγας Συναξαριστής, 22 Σεπτεμβρίου, σελ. 486).