Συνεζητήθη τελευταίος μεταξύ θεολόγων και θεολογούντων το
ζήτημα της Μάρθας και της Μαρίας, δηλαδή της πρακτικής και θεωρητικής ζωής.
Ποία είναι πλέον ευάρεστος εις τον Θεόν. Είναι γνωστή η ευαγγελική ιστορία.
Όταν ο Κύριος Ιησούς περιήρχετο τας κώμας διδάσκων, εισήλθεν εις το εν Βηθανία
σπίτι του Λαζάρου. Αι αδελφαί υπεδέχθησαν τον θείον Διδάσκαλον με χαράν. Και η
μεν Μάρθα μετουσίωσε τον ενθουσιασμόν της, εις την φροντίδα της τιμητικωτέρας
και πλουσιωτέρας φιλοξενίας· η δε Μαρία, έκθαμβος από την ακτινοβολίαν του την
θείαν, «καθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε των λόγων αυτού».
Η Μάρθα «περισπωμένη περί πολλήν διακονίαν» απετάθη προς τον Κύριον·
«Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν;» Σύστησέ της
να με βοηθήση. Τότε ο Κύριος απεκρίθη το μνημειώδες: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς
και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερίδα
εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής…» (Λουκ. ι: 41-42).
Εκ της ιστορίας αυτής, πολλοί συνάγουν μονομερές συμπέρασμα. Ότι η Μάρθα
κατεδικάσθη· ότι η διακονία της απερρίφθη ολοσχερώς. Εν τούτοις δεν είναι
αληθές αυτό. Διότι αν δεν υπήρχεν η Μάρθα να διακονήση δεν θα ημπορούσε να
καθήση η Μαρία, ακούουσα των λόγων του Κυρίου. «Δια γαρ της Μάρθας εμακαρίσθη η
Μαρία», λέγει ο Αββάς Ησαΐας. Ο Κύριος αξιολόγησε το έργον των
δύο αδελφών και προεκρίθη το της Μαρίας. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι απερρίφθη
η διακονούσα Μάρθα. Δι’ εκείνην την ώραν, συγκριτικώς, η στάσις της Μαρίας
έναντι του έργου της Μάρθας, ήτο ασφαλώς η πλέον θεάρεστος.