«Προς σε ήρα τους
οφθαλμούς μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Ιδού, ως οφθαλμοί δούλων… ούτως οι
οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως ου οικτειρήσαι ημάς». Ι. Ψαλτήρ.
Επί των μεμβραΐνων Κωδίκων, από του Ι΄ και εντεύθεν
αιώνος, που έχουν εναποτεθή εις τας πολυτιμοτάτας βιβλιοθήκας του Αγίου Όρους,
έχουν φιλοτεχνηθή εξαίσιαι μικρογραφίαι, με ανάλογα θέματα προς τα κείμενά των.
Αι μικρογραφίαι αυταί θεωρούνται ως αριστουργήματα τέχνης, τόσον δια την
τελειοτάτην μικροσκοπικήν απόδοσιν προσώπων και αντικειμένων εις πολύ μικράν
επιφάνειαν, όσον και δια την θεσπεσίαν και πνευματικωτάτην σύνθεσιν. Επίσης
θάμβος και έκπληξιν προκαλούν τα θεία χρώματα, τα οποία εχρησιμοποίησαν οι
μακάριοι εκείνοι αδελφοί αγιογράφοι. Είναι τόσον άρτιοι από πάσης απόψεως αι
«υοιθέσεις» των περί ων πρόκειται μικρογραφιών, ώστε, αι δύο μεγάλαι
αγιογραφικαί Σχολαί, Μακεδονική και Κρητική, αίτινες κατέλιπον ακατάλυτα από
τον χρόνον υπέροχα μνημεία Τέχνης εν ταις ι. Μοναίς του Αγίου Όρους, κατά τας
δύο περιόδους του ΙΔ΄και ΙΣΤ΄αιώνος της ακμής των, αυταί αι ίδιαι να μη
δημιουργήσουν τίποτε ιδικόν των, αλλά να μιμηθούν, δουλικώς θα ελέγομεν, τας
μικρογραφίας των κωδίκων κατά τε την σύνθεσιν και την χρωματικήν απόδοσιν. Εκάστη, βεβαίως, Σχολή έθηκεν επί των έργων
της την ιδίαν σφραγίδα της τεχνοτροπίας της. Η μεν υπό τον Πανσέληνον
Μακεδονική, την μεγαλοφυά κίνησιν, ήτις είναι συνδυασμός σαρκός και πνεύματος· η δε Κρητική, συνεπεστέρα προς την μοναστικήν πνευματικότητα, απέδωκε, δι’
αφαιρέσεως της σαρκός, μόνον το πνεύμα, όπερ ως αγιότης ενοικεί εις τας ψυχάς
των αγίων. Ως ήτο επόμενον, εις τας εκ μιμήσεως των κωδίκων αγιογραφίας,
αίτινες καλύπτουν τας επιφανείας των εσωτερικών χώρων των ι. Ναών,
Παρεκκλησίων, Τραπέζης, απεδόθησαν πιστώς και τα θέματα των Ευαγγελιστών και
των συγγραφέων αγίων μας. Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου κ.α. Οι συγγραφείς
άγιοι και Ευαγγελισταί παριστάνονται συνήθως ή με τον μαθητήν-γραφέα αυτών, ή
μόνοι. Και εις τας δύο αυτάς περιπτώσεις έχουν έντονα εστραμμένον το πρόσωπον
προς τον ουρανόν, ως εάν εζήτουν εκείθεν την έλλαμψιν δια να γράψουν ορθά, ενώ
η ευλογούσα παντοκρατορική χειρ του Κυρίου εξερχομένη εκ του ουρανού, αλληγορεί
ότι δίδεται πλούσιος ο φωτισμός εις τον αιτούντα. Και ούτω διδασκόμεθα εποπτικώς,
ότι μόνον εκ του «πατρός των φώτων καταβαίνει πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα
τέλειον», αλλά κατόπιν επιμόνου ζητήσεως, αυτό τούτο οχλήσεως του Θεού,
διαρκούς προσεδρείας, «αναιδούς» προσκαρτερήσεως εν τη προσευχή, τέλος,
αδιαστάτου προσκολλήσεως με το Πνεύμα του Κυρίου. Η αναφερθείσα στάσις των
αγίων, ενθυμίζει το υπό του Προφήτου Σαμουήλ, «λάλει Κύριε και ακούει ο δούλος
σου», ως και το υπό του Προφητάνακτος Δαβίδ λεχθέν, «ακούσομαι τι λαλήσει εν
εμοί Κύριος ο Θεός», τα οποία αποτελούν υποδείγματα σχέσεως ανθρώπου και Θεού.
Αλλά εκφράζουν και την αναγκαιότητα, όπως είμεθα πάντοτε με αγαπητικήν διάθεσιν
και πίστιν θερμήν εστραμμένοι τον νουν και την καρδίαν προς την πηγήν του
φωτός, του «φωτίζοντος πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Η εικών των
συγγραφέων Πατέρων, την οποίαν είδον πολλάκις εις τους Κώδικας και την
Εκκλησίαν της Ι. Μονής μας, μου ήρχετο επιμόνως εις τον νουν, ως μοναδική
έκφρασις της οφειλομένης στάσεως του ανθρώπου έναντι του Θεού, κατά τας αγίας
ημέρας του Πάσχα, ότε ευρέθην εις τον πολυθόρυβον κόσμον δι΄ ασθένειαν σαρκός,
και εξ αφορμής μιας φράσεως του ιερού Ψαλτήρος, την οποίαν μετεχειρίσθη
συνέκδημος και ομόψυχος γέρων Μοναχός εις κύκλον ευσεβούς οικογενείας. Ο γέρων
αδελφός μου, παρ’ ότι τυγχάνει μύστης της κατά λόγον σιωπής και εραστής της
περί εαυτόν μελέτης, παρεκλήθη υπό της ευλαβεστάτης οικοδεσποίνης να απαντήση
εις ένα αγωνιώδες ερώτημά της:
«--Διατί, Πάτερ, όταν ιστάμεθα εν τω ι. Ναώ και ακούομεν μετά προσοχής
και κατανύξεως των αιθερίων εκκλησιαστικών ύμνων, τότε και η ψυχή μας αγάλλεται
και συνυμνεί τον Κύριον και προσεύχεται «εν πνεύματι και αληθεία», η δε καρδία
μας φθέγγεται μυστικώς ρήματα αγάπης, και ενώ δεν προλαμβάνομεν να εξέλθωμεν
του ι. Ναού, η καρδία μας ψύγεται, η ψυχή ναρκούται και πλήθος ματαίων λογισμών
κυκλώνουν τον νουν μας;