....Το τι έγινε εκείνο το βράδυ, το διηγείται ο ίδιος ως εξής: «Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα την αγρυπνία μου, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδιά μου αγάπη προς τον Θεό. Έξαφνα πολλαπλασιάσθηκε τόσο πολύ, που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά θαύμαζα με έκπληξιν το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα ν΄ αγκαλιάσω και ν΄ ασπασθώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίσι και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα.
Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστόν μας, που αισθανόμουν ότι ήταν Παρών, αλλά δεν μπορούσα να Τον ιδώ, για να προσπέσω στους άχραντους πόδας Του και να τον ρωτήσω, πως πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος; Είχα, τότε, μίαν λεπτή πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η Βασιλεία των ουρανών, που ο Κύριός μας λέγει ότι ευρίσκεται εντός ημών και έλεγα: «ας μείνω, Κύριέ μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτε». Αυτό κράτησε αρκετήν ώρα και σιγά-σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάστασι πάλι και περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έρθη η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό το πράγμα και πως έγινε. Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη ολόφωτη, όταν πήγα τρέχοντας και τον ευρήκα έξω απ΄ το κελλί του να περπατάη στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε, άρχισε να μειδιά και πριν του βάλω μετάνοια, μου είπε: --Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάζου να κάμης κτήμα σου αυτή την Χάρι και να μη σου την κλέψη η αμέλεια. Έπεσα αμέσως στα πόδια του και με δάκρυα του είπα: --Είδα, Γέροντα, είδα ο ανάξιος πάσης της κτίσεως την Χάρι και την αγάπη του Χριστού μας και κατάλαβα τώρα την παρρησία των Πατέρων και την δύναμι των ευχών......
Ναι, η Θεία Χάρη έρχεται, πλησιάζει ως δύναμη πνοής ανέμου. Όπως περιγράφεται στη Παλαιά Διαθήκη η πνοή ανέμου στο Προφήτη, ως θρόισμα φύλλων, ως βουητό με δύναμη αέρα. Και πλημμυρίζει η καρδιά, ξεχειλίζει από απροσδόκητη χαρά, τί χαρά Θεέ μου, πόση χαρά να αντέξει το σάπιο κορμί του ανθρώπου; Κι εκείνη η αγάπη, πόση αγάπη να αντέξει το φθαρτό σώμα του αμαρτωλού; Μα τί είναι τούτο που ζω; Δε γελώ, δεν πίνω, δε κέρδισα το λαχείο! Αυτό είναι φωτιά, καίγομαι από ανείπωτη χαρά, φλέγομαι από άφραστη αγάπη! Μα δεν είμαι στο μοναστήρι κάτω από το βλέμμα της Θεοτόκου, δε προοσεύχομαι στο άγιο λείψανο του αγίου, δεν έκλαψα ποτέ στην εικόνα του Χριστού όπως με θέλει να κλαίω. Είμαι στην Ομόνοια, στην οχλαγωγία και την αχλή της ηδονής του κόσμου, ανάμεσα στο πλήθος και το βουητό των αυτοκινήτων. και συ Κύριε εδώ με βρήκες καλύτερο; Εδώ στο βούρκο της πόλης; Και να μη γνωρίζω τί συμβαίνει; Κοιτάζω τον ουρανό, χλωμός όπως τον ξέρω, μα δεν ακούω κανέναν ήχο, μια σιωπή γαλήνης και παραδείσου στο πλέον μολυσμένο σημείο της πόλης. Να θέλεις να φωνάξεις δυνατά και να μη βγαίνει φωνή, σας αγαπάω πολύ, κι εσένα, κι εσένα, κι εσένα, κι εσένα, και το ντουβάρι, και τη κολόνα, και τη σκόνη, και το ασθμαίνον φυτό στην άκρη της ασφάλτου, και το καπνισμένο από τα καυσαέρια δέντρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή