«Οἱ περισσότεροι ἀδελφοί, ἔχοντας πάρει θάρρος ἀπὸ τὴν ἐξορία μου, ἐλέγχουν μὲ αὐστηρότητα τοὺς ἀλιτήριους (Λατινόφρονες) καὶ παραβάτες τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῶν πατρικῶν θεσμῶν. Τοὺς διώχνουν ἐπίσης ἀπὸ παντοῦ ὡς καθάρματα, χωρὶς νὰ ἀνέχωνται νὰ συλλειτουργοῦν μαζί τους, οὔτε νὰ τοὺς μνημονεύουν καθόλου στὰ Μυστήρια ὡς Χριστιανούς…
»Νὰ
συμβουλεύσῃς δὲ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποφεύγουν μὲ κάθε τρόπο τὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν λατινόφρονα μητροπολίτη τους καὶ οὔτε νὰ
συλλειτουργοῦν μαζί του, οὔτε νὰ τὸν μνημονεύουν καθόλου, οὔτε νὰ τὸν θεωροῦν
ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὡς μισθωτὸ λύκο. Ἐπίσης νὰ μὴ λειτουργοῦν καθόλου σὲ λατινικὲς
ἐκκλησίες, γιὰ νὰ μὴ ἔλθῃ καὶ σὲ μᾶς ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπῆλθε στὴν Κων/πολι,
ἐξ αἰτίας τῶν παρανομιῶν ποὺ ἔγιναν ἐκεῖ…
»Νὰ
ἀποφεύγεται λοιπὸν καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί, τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς
ἀκοινωνήτους καὶ τὸ μνημόσυνο τῶν ἀμνημονεύτων. Φευκτέον αὐτούς (τοὺς
λατινόφρονες) ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως» (ὅπ. παρ., σελ. 297-298).