«εἰσελεύσονται... λύκοι βαρεῖς, μὴ φειδόμενοι τοῦ
ποιμνίου» (Πράξ. 20, 29-30)
Καίρια σηµασία γιὰ
τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου, ποὺ µᾶς παρέδωσε ὁ Εὐαγγελιστὴς
Λουκᾶς στὸ βιβλίο τῶν «Πράξεων». Μὲ τὸν θεῖο φωτισµὸ του ὁ Ἀπόστολος
προδιαγράφει τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τὶς περιπέτειές της µέσα στὸν κόσµο. Καὶ
τονίζει ἀπερίφραστα ὅτι τὸ µεγαλύτερο κακὸ θὰ εἶναι ἡ ἐµφάνιση τῶν «λύκων», ποὺ
θὰ τολµοῦν θρασύτατα νὰ παίρνουν τὴν θέση τῶν Ποιµένων. Ποιµένες καὶ «λύκοι»
παρουσιάζονται παράλληλα ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ οὐρανοµήκης διαφορά
τους. Ποιµένες τῆς ποίµνης τοῦ Χριστοῦ Πνευµατοπρόβλητοι ἐπίσκοποι τοῦ ποιµνίου
εἶναι οἱ γνήσιοι Ποιµένες. Ἐπιφορτισµένοι δηλαδὴ µὲ τὴν ἀδιάκοπη φροντίδα καὶ τὴν
ἐπίβλεψη τῶν πιστῶν, γιὰ νὰ µείνουν µέσα στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ σωθοῦν. Ὅ,τι
περισσότερο βαρύνει στὴ συνείδηση τῶν Ποιµένων εἶναι, ὅτι τὸ ποίµνιο, τὸ σύνολο
τῶν πιστῶν, δὲν ἀνήκει σ᾽ αὐτούς, δὲν εἶναι δικό τους, ἀλλὰ τοῦ ΜΟΝΟΥ Μεγάλου
Ποιµένος, τοῦ Χριστοῦ. Σῶµα δικό Του εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
----------------------------------
Ο/Η ΚΑΤΑΚΟΜΒΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ είπε...½
ΤΙ ΕΤΙ ΧΡΕΙΑΝ ΕΧΟΜΕΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Το 1975 ο πρώην αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κυρός Αθηναγόρας Κοκκινάκης στην «Ομολογία Θυατείρων», που συνέταξε συνοδικά, δήλωσε ότι «όλοι οι χριστιανοί πιστεύουν στο ίδιο βάπτισμα, διά του οποίου όλοι έχουν γίνει μέλη του σώματός του, της Εκκλησίας».[1] Δέκα χρόνια αργότερα ο λαϊκός τότε θεολόγος Ιωάννης Ζηζιούλας, (νυν Μητροπολίτης Περγάμου), ανανέωσε την εν λόγω κακόδοξη θεωρία και πρότεινε «να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τη βάσει…της βαπτισματικής ενότητος». Ισχυριζόταν ότι το βάπτισμα είναι εκείνο που διαγράφει τα όρια της Εκκλησίας και ότι όλοι οι χριστιανοί είναι βαπτισμένοι. Και ότι «εντός του βαπτίσματος ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία».[2] Έξι χρόνια αργότερα, (1993), στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου συντάχθηκε η γνωστή «δήλωση του κοινού βαπτίσματος», (παράγραφος 13), που συνυπέγραψαν Ορθόδοξοι και Παπικοί στην οποία επαναλαμβάνεται η ίδια κακόδοξη θεωρία. Έμπρακτη εφαρμογή αυτής της θεωρίας συναντούμε το 2004, όταν οι επισκοπές της Αυστραλίας των Πατριαρχείων Οικουμενικού, Αντιοχείας και Ρουμανίας υπέγραψαν το λεγόμενο «Συμφωνητικό έγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας με το οποίο αναγνώρισαν το μυστήριο του βαπτίσματος, που τελείται στις ετερόδοξες κοινότητες και προώθησαν τη χρήση ενός κοινού «πιστοποιητικού βαπτίσματος». Άλλη περαιτέρω έμπρακτη εφαρμογή αποτελεί η παρά πάνω «κοινή δήλωση του βαπτίσματος» από την Νέα Ζηλανδία η οποία είναι κάτι ανάλογο με το «πιστοποιητικό βαπτίσματος» της Αυστραλίας.
Το ότι η εν λόγω θεωρία έρχεται σε τελεία αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία μόλις είναι ανάγκη να τονιστεί. Ο αρχ. π. Κύριλλος Κωστόπουλος, ιεροκήρυκας και Δρ. Θεολογίας, είχε γράψει γύρω από την πλάνη αυτή μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο Μ. Βασίλειος στον Α´ κανόνα του το τονίζει κατηγορηματικώς: “Εκείνο γαρ έκριναν οι παλαιοί δέχεσθαι βάπτισμα, το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον”. Είναι φανερό ότι αυτή η οικονομία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στους Παπικούς ή τους Προτεστάντες για δύο λόγους: 1. Δεν ορθοδοξούν ως προς το δόγμα της Αγίας Τριάδος, (Filioque). 2. Δεν είναι το βάπτισμά τους σύμφωνο με την Αγιογραφική και Πατερική προτροπή, (γίνεται δια ραντισμού). Η Βαπτισματική Θεολογία ομιλεί για αποδοχή του βαπτίσματος των αιρετικών και παράλληλα παραδέχεται την παραμονή στις αιρετικές δοξασίες κάθε αποκοπείσης ομάδος από το Σώμα της Μιας Εκκλησίας. Κατά συνέπεια το περιεχόμενο του Ζ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο αναφέρεται στην υποδοχή των επιστρεφόντων στην Εκκλησία από την αίρεση, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εδώ» (Ιστ. https://orthodoxostypos.gr/%CF%85%CF%8).
Ο/Η ΚΑΤΑΚΟΜΒΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ είπε...
2/2
Αξίζει να σχολιασθεί εδώ η παρά πάνω μαρτυρία του Μ. Βασιλείου ο οποίος θεωρεί ως δεκτό και έγκυρο και παρεκτικό αγιαστικής Χάριτος μόνο το βάπτισμα εκείνο «το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον», το βάπτισμα δηλαδή που δεν παρεκκλίνει προς την αίρεση, ούτε στο ελάχιστο. Αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομοφώνως μαρτυρούν και διακηρύσσουν στα συγγράμματά τους, ότι προϋπόθεση του εγκύρου βαπτίσματος είναι η ορθή πίστη του βαπτιζομένου, η οποία όμως υφίσταται μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατ’ επέκταση κάθε άλλο βάπτισμα που τελείται εκτός της Εκκλησίας, μέσα στον χώρο της αιρέσεως, είναι άκυρο και μη παρεκτικό αγιαστικής Χάριτος. Για παράδειγμα ο Μέγας Αθανάσιος, σε ομιλία του «Κατά Αρειανών» αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Διά τούτο γουν και ο Σωτήρ ουκ απλώς ενετείλατο βαπτίζειν, αλλά πρώτον φησί, Μαθητεύσατε. Είτα ούτω, Βαπτίζετε εις όνομα Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος. Ίνα εκ της μαθήσεως η πίστις ορθή γένηται και μετά πίστεως η του βαπτίσματος τελείωσις προστεθή. Πολλαί γουν και άλλαι αιρέσεις, λέγουσαι τα ονόματα μόνον, μη φρονούσαι δε ορθώς, ως είρηται, μηδε την πίστιν υγιαίνουσαν έχουσαι, αλυσιτελές έχουσι και το παρ’ αυτών διδόμενον ύδωρ, λειπόμενον ευσεβεία».[3]
Το συμπέρασμα είναι, ότι εκείνο που χαράσσει τα όρια της Εκκλησίας δεν είναι το βάπτισμα, αλλά η ορθή πίστη. Προηγείται πάντοτε η ορθή πίστη και έπεται το βάπτισμα το οποίο χορηγείται ως επιστέγασμα της αποδοχής της ορθής πίστεως. Επομένως οι ισχυρισμοί ότι «το βάπτισμα είναι εκείνο που διαγράφει τα όρια της Εκκλησίας και ότι όλοι οι χριστιανοί (Ορθόδοξοι και Ετερόδοξοι), είναι βαπτισμένοι», όπως επίσης και ότι «εντός του βαπτίσματος ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία» είναι κακόδοξοι και ξένοι προς την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Κατ’ επέκταση και η ενότητα μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροδόξων δεν επιτυγχάνεται επί τη βάσει ενός «χριστιανικού» βαπτίσματος, αλλά επί τη βάσει της ορθής πίστεως. Επειδή όμως αυτή υφίσταται μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, προϋποθέτει την επιστροφή των αιρετικών στην Ορθοδοξία. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει σχετικά: «Όταν πάντες ομοίως πιστεύομεν, τότε ενότης εστίν».[4]
ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΔΩ
http://aktines.blogspot.com/2022/03/blog-post_70.html#more