Ενώ το θέμα παραμένει εις το σκότος. -- Του ιατρού κ. Κυπριανού Χριστοδουλίδη

Ώρισαν και ημέραν εορτής δωρητών σώματος δια κοινής αποφάσεως Εκκλησίας-Πολιτείας.

Προβάλλονται απαράδεκτες αντιλήψεις.

Εις την εποχήν του πλουραλισμού, των συναινετικών διεργασιών και των πάσης φύσεως διαλόγων, δια των οπτικοακουστικών μέσων συνήθως, είναι επόμενον κάθε είδους άποψις να γίνεται ευμενώς δεκτή. Με μίαν όμως εξαίρεσιν. Όταν δια τινος αναφοράς, γνώμης ή απόψεως, η όψις του λόγου καθίσταται ευκρινεστάτη και τα πράγματα ορίζονται ως έχουν. Τότε, εις την περίπτωσιν δηλαδή της τελικής διατυπώσεως κάποιου νοήματος δια εν συγκεκριμένον θέμα, η άποψις αυτή δεν γίνεται δεκτή. Και ο λόγος είναι διότι το «πνεύμα» του πλουραλισμού, ήγουν η επιχειρηματολογία της αντιλογίας, εκφυλίζεται και εν τέλει, ακυρώνεται. Εις την εποχήν της φαυλότητος «δεν θέλομεν τοποθετήσεις, αλλά απόψεις».

Με έκπληξιν ήκουσε ο γράφων τον ανωτέρω λόγον όταν, παρευρεθείς εις συγκέντρωσιν διαφωτίσεως του κοινού δια την δωρεάν σώματος, υπεστήριξε δια επιστημονικών επιχειρημάτων ότι ο φερόμενος ως κλινικώς νεκρός ασθενής δεν είναι νεκρός. Και διηρωτήθη ενώπιον συναδέλφων του ιατρών κατά πόσον, ο νεκρός κατά τον εγκέφαλον – μόνον –δωρητής σώματος, θνήσκει αφ΄ εαυτού ή αποθανούται υπό των ιατρών; Αποτέλεσμα της παρεμβάσεως του γράφοντος ήτο να εγερθή ευθύς ο αρμόδιος της ανθρωπιστικής συνάξεως όστις, δια να καθησυχάση το ακροατήριον, έσπευσε να δηλώση: «Δεν θέλουμε τοποθετήσεις, αλλά απόψεις». Η ζημία όμως, εγένετο. Ουδείς εκ των παρευρισκομένων, οι οποίοι προσήλθον προς διαφώτισιν και εγγραφήν εις την λίσταν της δωρεάς – ήτο άλλως τε και ο σκοπός της συναθροίσεως--, ετόλμησε να αποκτήση την ζείδωρον ταυτότητα του δωρητού. Συρομένη εις το άρμα της κοσμικής εξουσίας, η σεπτή ιεραρχία της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας διέπραξεν ένα ακόμη ατόπημα. Δια υπουργικής αποφάσεως (Γ.Υ.  8284/6.11.90) κατέστη γνωστόν ότι απεφασίσθη από τούδε και εις το εξής, να εορτάζεται πανελληνίως η μνήμη των δωρητών οργάνων σώματος. Ως ημέρα δε, επελέγη η Κυριακή του Καλού Σαμαρείτου. Εις το υπουργικόν έγγραφον υπενθυμίζεται ότι:  «η Εκκλησία της Ελλάδος ανέπτυξε ιδιαίτερα αξιόλογη πρωτοβουλία για την ανατροπή των προκαταλήψεων, που εμπόδιζαν μέχρι σήμερα να λάβει η δωρεά σώματος έκταση ανάλογη με την σπουδαιότητα που έχει» και προτείνεται, προς τους αποδέκτας του υπουργικού φετφά, «με κάθε ενδεικνυόμενο μέσο να προβείτε στην ευρεία διαφώτιση του λαού ευαισθητοποιώντας την κοινή γνώμη». Τέλος, όπως γίνεται εις όλας τας περιπτώσεις εκκοσμικεύσεως του εκκλησιαστικού φρονήματος, δεν παραλείπεται να σημανθή «η αναγκαιότητα στενής συνεργασίας των (πολιτικών) υπηρεσιών με την Εκκλησία, η οποία, ως γνωστόν, στέκεται αρωγός στο έργο μας» -- των κοσμικών αρχόντων, εννοείται. Διερωτώμεθα λοιπόν, ποίος σοφός (και που;), ποίος (και που;) γραμματεύς, υπέδειξε και υπέβαλε την Κυριακήν του καλού Σαμαρείτου ως ημέραν αρμόζουσαν εις το «πνεύμα»της δωρεάς και την μνήμην όσων εδωρήθησαν ή μέλλεται εμπράκτως να σφαγιασθούν, δια να χαρίσωμεν ημείς οι επιστήμονες αυτό το οποίον ο αγαθός Θεός δεν δίδει εις μερικούς ανθρώπους. Την υγείαν, δηλαδή. Και ούτως υπερβαίνομεν και την ειδωλολατρικήν Μυθολογίαν των προγόνων μας, που εφαντάσθησαν τας μεταμοσχεύσεις (περίπτωσις του Αχιλλέως), αλλά και αυτούς τούτους τους τραγικούς μας ποιητάς οι οποίοι, σημειωτέον, απέφυγον να θυσιάσουν, έστω και ποιητική αδεία, την Ιφιγένειαν. Φεύ, της αθλιότητος των καλλιτεχνούντων φιλοσόφων. Οίμοι, της ηλιθιότητος των φιλοσοφούντων καλλιτεχνών—επιστημόνων. Ας συγχωρηθή όθεν εις τον γράφοντα μικρά τις παρατήρησις προερχομένη εκ της πείρας αυτού και η οποία πείρα, απεκομίσθη από την συμπλήρωσιν του κύκλου των ιατρικών σπουδών εν τη Εκκλησία και ουχί εις Πανεπιστημιακάς σχολάς της αλλοδαπής. Και λέγομεν ευθύς ότι η γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτου δεν αποτελεί απλήν υπενθύμησιν του χρέους όλων μας προς τον πάσχοντα συνάνθρωπόν μας. Αλλά και δεν εξαντλείται με αυτό. Προέχει η αποστομωτική απάντησις προς την αλαζονικήν οίησιν και την έπαρσιν εκ των αδιαμφισβητήτων γνώσεων («Και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν (…) ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον Ιησούν· και τις εστί μου ο πλησίον» Λκ. ι΄ 25-29).  Και ο πλησίον εδηλώθη δια της γνωστής παραβολής. Ως προς τας παραβολάς είναι γνωστή η ερώτησις των μαθητών και γνωστή, επίσης, η απάντησις που τους εδόθη: «υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται». Ο ατυχής, τώρα, νομικός μολονότι ορθώς απεκρίθη – ίσως, διότι ήτο «κλητός» και όχι «εκλεκτός»-- είναι μάλλον απίθανον να διέγνωσε ποίος εις την πραγματικότητα είναι ο πλησίον και ημείς, επ΄ ουδενί θα διενοούμεθα να υπερκάμψωμεν τον παραβολικόν λόγον. Θα αναγράψωμεν απλώς τον λόγον του προφήτου Ησαϊου, δια να καταστήσωμεν εμφανεστάτην την απόστασιν και την διαφοράν του πλησίον της παραβολής, από τον θεωρούμενον ως πλησίον ασθενούντα άνθρωπον, η σωτηρία του οποίου εικάζεται ως δεδομένη δια των μεταμοσχεύσεων – ανάγνωθι, εθελοντική ευθανασία και δωρεά σώματος. Το χωρίον δεν είναι άλλον από το: «εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ΄ εμού· μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων» (Ησ.  κθ΄ 13). «Τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; ο δε είπεν· ο ποιήσας το έλεος μετ΄ αυτού. Είπε νουν αυτώ ο Ιησούς· πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ούτω λοιπόν και οι επακολουθήσαντες νομικοί, οι την σήμερα φέροντες τον τίτλον του επιστήμονος, ακολουθούν την εντολήν του «πορεύου και ποίει ομοίως». Με μίαν όμως σημαντικήν διαφοράν. Αν και ανά τους αιώνας επορεύθησαν, δεν έμαθον την εντολήν «έλεον θέλω και ου θυσίαν». Το χειρότερον, διέστρεψαν την αλήθειαν και εξέλαβον το έλεος ως θυσίαν. Ομοίως, τολμούν και εξισώνουν την εν καιρώ πολέμου θυσίαν με τα ποικίλα πλήγματα και τραύματα που υφιστάμεθα εν καιρώ ειρήνης, ευδαιμονισμού και σαρκολατρείας, προκειμένου να πεισθώμεν ότι ο ελέφας και η μύγα είναι το ίδιον. Επειδή αμφότερα έχουν προβοσκίδα! Εάν οι πεφωτισμένοι επιστήμονες θέλουν να λέγουν το φως σκότος, ημείς δεν δυνάμεθα να τους εμποδίσωμεν. Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν. Δεν δυνάμεθα όμως να σιωπήσωμεν προ του ορατού, πλέον, κινδύνου μαζικών δολοφονιών εν ονόματι της προοδευτικότητος της Επιστήμης και, αλλοίμονον, μιας σφοδρώς παρεξηγημένης Χριστιανικής Ηθικής. Δια του λόγου το αληθές αντιγράφομεν από το βιβλίον του πρωτοπρεσβυτέρου Ευ. Μαντζουνέα («Αι μεταμοσχεύσεις εις την ελλαδικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν») τα ακόλουθα που αφορούν, αφ΄ ενός εισήγησιν πολιτικού ανδρός σχετικήν με την περί μεταμοσχεύσεων νομοθεσίαν και αφ΄ ετέρου, τα σχόλια του συγγραφέως π. Ευαγγέλου. Και πρώτον τα όσα υπεστήριξε ο ιατρός –βουλευτής Γεώργιος Κτενάς: «Να οδηγηθή η Κοινωνία εις το άμεσον μέλλον εις την αποδοχήν της αφαιρέσεως οργάνων από νεκρόν και χωρίς την συγκατάθεσιν των συγγενών. Να αλλάξη δηλαδή η σημερινή νοοτροπία, και να μη αντιμετωπίζεται με την σημερινήν δυσμένειαν η αφαίρεσις οργάνων. Να θεωρείται ως κάτι φυσικόν και επιβεβλημένον (…) και εις αυτό πρέπει να συμβάλουν όλοι όσοι δύνανται και ιδιαιτέρως ο τύπος». (Πρακτικά Βουλής σελ. 301 – 302/1983). Και τώρα τα σχόλια του π. Μαντζουνέα: «…Από την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου πληροφορούμεθα ότι οι νεκροί ενδιαφέρονται δι΄ ημάς. Άλλο ότι πρέπει να διαφωτισθή το κοινόν και άλλο να αλλάξη νοοτροπίαν. Να πεισθή δηλαδή το κοινόν ότι πρέπει να μάθη να αγαπά τόσον τον συνάνθρωπόν του, ώστε και να θυσιάζεται δι΄ αυτόν» (Εδάφια εκ του ειρηθέντος βιβλίου, σελ. 34). Ως προς τους ισχυρισμούς του κ. ιατρού—βουλευτού είναι φανερόν ότι ο προοδευτικός ούτος ανήρ θεωρεί τον εγκεφαλικόν θάνατον ως πλήρη θάνατον. Και δεν υποβάλλεται εις τον κόπον να διερωτηθή διατί, τάχα, είναι απαραίτητον, δια να επιτύχουν οι μεταμοσχεύσεις, η καρδία πρέπει να λειτουργή και οι πνεύμονες να εργάζωνται; Το σημαντικώτερον, δεν μας λέγει διατί η ζώσα καρδία του πάσχοντος, που αποκαθιστά την υγείαν ενός άλλου ασθενούς, να μη αποκαθιστά την υγείαν (την ψυχικήν εννοείται) του προοδευτικώς θνήσκοντος, αλλά και πάντων ημών. Οι οποίοι, μολονότι ζώμεν εκ της καρδίας, ουδέποτε αντιλανβανόμεθα ότι εκ της δυνάμεως αυτής λογιζόμεθα (έχομε λογισμούς και νοήματα) και υπάρχομε, και ενεργούμε το πλήθος των ανομιών μας. Και ας μας επιτρέψη ο καλός ούτος πολιτικός να του ειπούμε ότι, αν θεωρή μηχανικήν αντλίαν την καρδιά, μηχανικήν σκέψιν έχει και μηχανικήν νοοτροπίαν θέλει να μας επιβάλη. Κατ΄ επέκτασιν, και μηχανιστικόν ανθρωπισμόν εισηγείται. Και αι μηχαναί, το γνωρίζει ασφαλώς, δεν σκέπτονται. Είναι άψυχαι και εν πολλοίς απάνθρωπαι. Αυτό θεωρεί «φυσικόν και επιβεβλημένον»; Δια τον συγγραφέα, τώρα, των μεταμοσχεύσεων «εις την ελλαδικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν» τι να είπη κανείς. Θα αρκεσθούμε εις ένα μόνον. Είναι ενδεχόμενον οι νεκροί να ενδιαφέρωνται δι΄ ημάς. Αλλά, δια να γνωρίζωμεν τι ακριβώς θέλουν δεν θα πρέπει, βεβαίως, να καταφύγωμεν εις τα μέντιουμ, τον πνευματισμόν, τους διαλογισμούς και άλλα τινά. Η ημετέρα Ορθόδοξος Παράδοσις μας καλεί «αχειροποιήτως» να νεκρώσωμεν τα μέλη υμών τα επί της γης (Κλ. γ΄ 5). Πως τούτο επιτυγχάνεται παρέλκει των αρμοδιοτήτων του συντάκτου της παρούσης αναφοράς, μάλλον, και όχι απόψεως. Πάντως, δύναται να λεχθή ότι οι Νηπτικοί Πατέρες διδάσκουν απλανώς την ακριβή οδόν της νεκρώσεως εν ζωή, δια να δυνηθώμεν να γνωρίσωμεν ποίον είναι το αληθές ενδιαφέρον των κεκοιμημένων και προσφιλών ημών πατέρων και αδελφών και παντός πνεύματος δικαίου και εν Κυρίω τελειωθέντος. «Όταν – βεβαίως—φησίν ο Μέγας Βασίλειος, εύρη ο Θεός καθαράν την καρδίαν από πάντων των κοσμικών πραγμάτων και μαθημάτων – και – τότε ως πτυχείον άγραφον γράφει τα εαυτού δόγματα». Εξ αυτών δυνατόν να είναι και το σχέσιν έχον με την δωρεάν του σώματος.

 

Κυπριανός Χριστοδουλίδης

Ιατρός Παθολόγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου