Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε τα θόλο του ουρανού. Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. Η μέρα είναι έμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.
Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες. Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές.