«Και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπευκουλάτωρα, επέταξεν ενεχθήναι την καφαλήν αυτού» (Μάρκου στ:27).
Θαύμα φαίνεται και παράδοξον άκουσμα, πως ο Ηρώδης απετόλμησεν ή να είπω καλλίτερα ετυφλώθη, ώστε να αποκεφαλίση τοιούτον καρπόν στείρας, τον οποίον δια να δείξη ο Θεός πόσης τιμής είναι άξιος προμηνύει δι’ Αγγέλου αυτόν τον καρπόν, ότι εγεννήθη, δια να θρέψη πολλάς ψυχάς. Εφάνη εις τον κόσμον, δια να αρπάση πολλούς από την απάτην του κόσμου. Αυτόν θερίζει παράκαιρα ο Ηρώδης και παρανομώτατα, όπου δεν ήγγιξε τινός, όχι με το έργον, αλλ’ ουδέ με την σκιάν. Αυτόν όπου ήτο εις τους αμαρτωλούς συγχώρησις, εις τους μετανοούντας διδασκαλία, εις τους δικαίους τελείωσις, και απλώς ειπείν εις πάντας διδασκαλείον αγιωσύνης και τελειότητος. Τον τοιούτον, λέγω, πως ετόλμησε να αποκεφαλίση ο Ηρώδης; Θαύμα το έχουσιν οι πολλοί, αλλ’ εγώ δεν το νομίζω πράγμα παράδοξον, διδαχθείς από τον φωστήρα των Νυσσαέων, όστις γράφει ότι όλη η ζωή του ανθρώπου είναι ένας καιρός αρμόδιος δια να αγαπά τον Θεόν, και να απομακρύνηται και να χωρίζηται παντάπασιν από τον διάβολον· εκείνος δε όστις παύση εις ολίγον διάστημα της ζωής από του να αγαπά τον Θεόν, έξω γίνεται φωτός, και της αγάπης Αυτού κεχώρισται· εκείνος όστις χωρισθή του Θεού εξ ανάγκης γίνεται έξω και του φωτός· όθεν ενούται με τον διάβολον, όστις παίρνει μέσα εις τα ιδικά του βάραθρα τούτον τον χωρισμένον από της αγάπης και του φωτός του Θεού, και ακολουθεί εις αυτόν σκότος και διαφθορά, πανωλεθρία και θάνατος. Και λοιπόν τι παράδοξον είναι, αν ίσως και τυφλός ο Ηρώδης, χωρισμένος της προς τον Θεόν αγάπης, δουλωμένος από το σκότος της προς την Ηρωδιάδα μανίας, αποτολμά να κάμη τοιούτον φόνον;