Γ. Κασιμάτης : Αντίσταση στην Εποχή της Τεχνολογικής Φεουδαρχίας


 Ο Ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, Γιώργος Κασιμάτης, σε μια καταιγιστική συνέντευξη, εφ όλης της ύλης στον 98.4 , αναλύει, γιατί σήμερα το ζήτημα είναι ότι το υπερκέρδος και η συσσώρευση κεφαλαίου, δεν εξαρτάται πλέον αποκλειστικά και μόνο από την υπεραξία που βγαίνει μέσα από την κλασσική παραγωγική διαδικασία. Αλλά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, γι αυτό και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν αποτελεί τη μόνη πηγή υπεραξίας στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα και την τεχνολογική έκρηξη που σήμερα αξιοποιεί. Όπως είπε, η εκμετάλλευση σήμερα παίρνει και άλλες μορφές και πιο σκληρές. Αυτό όμως δημιουργεί ανισορροπία και εκτροπή , παραμόρφωση και αναχαίτηση της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, τονίζει ο Γ. Κασιμάτης, έχουμε μια άλλου είδους διαμόρφωση των παραγωγικών σχέσεων οι οποίες όχι μόνο επηρεάζονται από τον νέο τρόπο παραγωγής, αλλά διαστρεβλώνονται όλο και περισσότερο και για τον επιπλέον λόγο, ότι αφίστανται της παραγωγής. Από την άλλη η διαστρέβλωση της παραγωγικής διαδικασίας, εκτρέπει και το κοινωνικό περιεχόμενο της εργασίας, διευκολύνει την κατάργησή της και το προϊόν της εργασίας, γίνεται ελάχιστα κοινωνικό έως άχρηστο. Ζούμε κατέληξε στην εποχή της τεχνολογικής φεουδαρχίας και η μόνη αντιπαραβολή σε αυτήν όσο δεν υπάρχει πειστικό αντίπαλο αφήγημα, είναι έστω μια ήπιας μορφής αντίστασης στον καταιγισμό της τεχνολογικής αποχαύνωσης, που οδηγούνται οι κοινωνίες.

Η δύναμη της προσευχής στη ζωή μας -- του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη Ομ. Καθ. Παν. Αθηνών

Το θέμα που μου ζητήθηκε να αναπτύξω είναι: «η δύναμη της προσευχής στη ζωή μας». Είναι ένα θέμα πάρα πολύ πλούσιο σε προβληματισμούς που έχουν άμεση σχέση με την πραγματοποίηση της κατ’ εξοχήν αυτής πνευματικής λειτουργίας που λέγεται προσευχή.

Αν αναζητήσει κανείς ένα διάγραμμα αυτού του θέματος, θα δει ότι πραγματικά δεν μπορεί να ξέρη από που πρέπει ν’ αρχίσει και που πρέπει να τελειώσει. Κι αυτό γιατί, όπως καταλαβαίνουμε, η προσευχή δεν είναι μια διδακτική ενότητα, δεν είναι ένα μάθημα που μπορεί κανείς να διδάξει σε ορισμένη ώρα. Δεν είναι προσδιορισμένο θεωρητικά αυτό το βιωματικό πνευματικό γεγονός. Όταν κανείς μιλά για την προσευχή, καταλαβαίνει ότι μιλάει για ένα μυστήριο. Γιατί, όπως ξέρουμε, η προσευχή είναι, στην απλούστερη διατύπωσή της, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, ή τουλάχιστον μια βασική μορφή της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Και ασφαλώς ό,τι προσεγγίζει τον Θεό δεν είναι εύκολο να μελετηθεί και να προσδιοριστεί. Γι’ αυτό ομολογώ, ότι κι εγώ δεν μπόρεσα πολύ εύκολα να καταλάβω τι θα έπρεπε να πω. Κατέληξα όμως στο συμπέρασμα, ότι μάλλον πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει ένα βασικό θέμα μέσα στο όλο πρόβλημα της δυνάμεως της προσευχής, που είναι οι όροι υπό τους οποίους η προσευχή αποβαίνει ένα δυναμικό στοιχείο της ζωής του ανθρώπου. Νομίζω ότι άμεσα δεν θα ενδιέφερε το να μάθει κανείς τι είναι η δύναμη της προσευχής ή πως εκδηλώνεται. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ενός κατηχητικού μαθήματος. Ίσως περισσότερο βασικό είναι να σταματήσει κανείς σ’ αυτό το ιδιαίτερο πρόβλημα και να διερωτηθεί υπό ποιούς ακριβώς όρους, βάσει ποιών προϋποθέσεων, η προσευχή μας δίνει δύναμη, γίνεται πηγή δυνάμεως.

ΠΩΣ ΘΑ ΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. -- π. Γεώργιος Αγγελακάκης

Κυριακή, 30 Μαΐου 2021

Ομιλία: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 23-5-21. π. Γεώργιος Αγγελακάκης : «ΜΗΝ τολμήσει άνθρωπος που έκανε το εμβόλιο να έρθει να κοινωνήσει».

 

 

Αγωνιστικό Φρόνημα --- Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Η πίστη σε ιδανικά και αξίες αποτελούν την βασική προϋπόθεση για να αγωνίζεται κανείς και να προσδοκά  την εξέλιξη του μέλλοντος του, δηλονότι η πίστη αποτελεί απολύτως αναγκαία συνθήκη σιδηράς διεκδίκησης, αρκεί να εμπνέεται κανείς από την ύπαρξη ένα σκοπούμενου συλλογικού οράματος, ενός ενεργού ιδεώδους, χάριν του οπίου θα ενδυναμώνει εσαεί το αγωνιστικό του φρόνημα.

Η σκόπιμη καλλιέργεια μηδενιστικών κοινωνικών προτύπων εις την σημερινή καθημαγμένη κοινωνία ή η παρέλκυση αυτής, εκ της παραπληροφορήσεως των Μ.Μ.Ε, αποτελούν ανυπερθέτως σκόπιμες σοβούσες καταστάσεις, οι οποίες κατατείνουν νομοτελειακά, προς την διάπλαση μίας διανοητικά λοβοτομημένης, και κριτικά εξαρθρωμένης μάζας ως προς τον τρόπο σύλληψης και ερμηνείας των γεγονότων, με αποτέλεσμα να τείνει αφεύκτως προς τον μηδενισμό.

Τη ΛΑ΄ (31η) Μαΐου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΡΜΕΙΟΥ.

Ερμείας ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μάρκου Αυρηλίου, του και Αντωνίνου καλουμένου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ρξα΄ - ρπ΄ (161 – 180) στρατιώτης υπάρχων εις την πόλιν της Καππαδοκίας την λεγομένην Κόμανα, γέρων την ηλικίαν και λευκόθριξ. Ούτος λοιπόν δια την εις Χριστόν ομολογίαν και πίστιν συλληφθείς εφέρθη εις τον ηγεμόνα Σεβαστιανόν, και επειδή δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, πρώτον μεν συνέτριψαν τας σιαγόνας αυτού, εξέδαρον το δέρμα του προσώπου του και εξερρίζωσαν τους οδόντας του. Έπειτα ανάψαντες κάμινον, έρριψαν τον Άγιον εις αυτήν.

Ή πιστεύομεν ή δεν πιστεύομεν

Εις τα ζητήματα της πίστεως δεν χωρούν ανθρώπινοι συναισθηματισμοί. Αείποτε η Εκκλησία του Χριστού «δια τους λόγους των χειλέων Του εφύλαξεν οδούς σκληράς». Μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή πιστεύομεν ή δεν πιστεύομεν. Ή ο από δέκα αιώνων Καθολικισμός περιέπεσεν εις αιρέσεις, οπότε πρέπει να τας αποβάλη και κατόπιν να έλθη προς ένωσιν Δογματικήν και Εκκλησιαστικήν ή δεν έχει αιρέσεις οπότε η Εκκλησία μας πλανάται επί δέκα αιώνας. Και όχι μόνον δέκα αιώνας, αλλά πλανάται μεθ' όλων των Οικουμενικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων, και τα πάντα γίνονται άνω κάτω. Και κατά συνέπειαν πρέπει να διορθώσωμεν Ιερούς Κανόνας, να συμπληρώσωμεν το Σύμβολον της Πίστεως, να διασκευάσωμεν τα λειτουργικά μας βιβλία, να χρίσωμεν με ασβέστη τους τοιχογραφημένους αγίους Πατέρας μας και να καύσωμεν τας φορητάς εικόνας των, αφού επλανήθησαν και πλανούν και ημάς τόσους αιώνας. Πρέπει να παύσωμεν του λοιπού να λέγωμεν εις τας προσευχάς  μας «δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Πρέπει να κλαύσωμεν δια τα πλήθη των Ομολογητών, που εμαρτύρησαν ματαίως και προ του σχίσματος και μετά το σχίσμα. Και πρέπει να σβήσωμεν πλέον και την ιεράν κανδήλαν, που καίει ακοίμητα εις την είσοδον του Ναού του Πρωτάτου, επάνω εις τα άγια λείψανα των Αγιορειτών Πατέρων, που εμαρτύρησαν από τους Ενωτικούς του 13ου αιώνος, διότι δεν εδέχθησαν το μνημόσυνον του Πάπα. Εάν δεν είναι αιρετική η παπική Εκκλησία, τότε τα θαύματα των αγίων Ομολογητών της Ορθοδοξίας είναι δαιμονικαί απάται. Εάν δεν είναι οι Λατίνοι αιρετικοί, πρέπει να καύσωμεν όλους τους αντιλατινικούς λόγους του Μ. Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Καβάσιλα, Ιωσήφ Βρυεννίου, Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Γενναδίου του Σχολαρίου και τόσων ιερωτάτων θεολόγων μέχρι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως και τας Συνοδικάς αποφάσεις. Τότε τι χρειάζονται το «Πηδάλιον», το «Ωρολόγιον», το «Τριώδιον»; Να τα ρίψωμεν εις το πυρ και να ομολογήσωμεν ότι επλανήθημεν! 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Περιέχων ερμηνευμένον τον θαυμάσιον διάλογον του Σωτήρος προς την Σαμαρείτιδα ως και τα της επιστροφής αυτής και πολλών Σαμαρειτών (Ιωάν. δ: 5 – 42). Πραγματευόμενος δε και περί της πανταχού παρουσίας του Θεού.

«Γύναι, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται ώρα, ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί… Αλλ’ έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. δ: 21 – 23). Διήρχετο ποτέ ο Σωτήρ ημών, αγαπητοί, την Σαμάρειαν και έφθασεν έξωθι της πόλεως Συχάρ. Ήτο ήδη μεσημβρία και ο ήλιος έφλεγεν υπερβολικά· οι Μαθηταί είχον πορευθή εις την πόλιν εκείνην, ίνα αγοράσωσι τροφάς, ο δε Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκάθισεν, ως έτυχεν, ίνα αναπαυθή εις την πηγήν, εις το φρέαρ εκείνο το ονομαστόν, όπερ το πάλαι είχεν ορύξει αυτός ο Πατριάρχης Ιακώβ. Ενώ δε ανεπαύετο εκεί, ιδού έρχεται εκ της πόλεως Σαμαρείτις γυνή, ίνα αντλήση ύδωρ εκ της πηγής. Ιδούσα δε τον Ιησούν εγνώρισεν Αυτόν ευθύς ότι ήτο Ιουδαίος, εκ της ενδυμασίας Αυτού, μετ’ ολίγον δε και εκ της φωνής· διότι παρ’ αυτής ο Κύριος ύδωρ ζητεί, διψών κυρίως την σωτηρίαν αυτής. Ούτως άρχεται ωραίος διάλογος μεταξύ του Σωτήρος και της γυναικός, ήτις ακούσασα τον λόγον «Δος μοι ποιείν» (Ιωάν. δ: 7), εκπλήττεται και απορεί, πως ο Κύριος, Ιουδαίος ων, παρ’ αυτής ύδωρ ζητεί.

Sunday of the Samaritan Woman

One of the most ancient cities of the Promised Land was Shechem, also called Sikima, located at the foot of Mount Gerazim. There the Israelites had heard the blessings in the days of Moses and Jesus of Navi. Near to this town, Jacob, who had come from Mesopotamia in the nineteenth century before Christ, bought a piece of land where there was a well. This well, preserved even until the time of Christ, was known as Jacob's Well. Later, before he died in Egypt, he left that piece of land as a special inheritance to his son Joseph (Gen. 49:22). This town, before it was taken into possession by Samaria, was also the leading city of the kingdom of the ten tribes. In the time of the Romans it was called Neapolis, and at present Nablus. It was the first city in Canaan visited by the Patriarch Abraham. Here also, Jesus of Navi (Joshua) addressed the tribes of Israel for the last time. Almost three hundred years later, all Israel assembled there to make Roboam (Rehoboam) king.