ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Περιέχων ερμηνευμένον τον θαυμάσιον διάλογον του Σωτήρος προς την Σαμαρείτιδα ως και τα της επιστροφής αυτής και πολλών Σαμαρειτών (Ιωάν. δ: 5 – 42). Πραγματευόμενος δε και περί της πανταχού παρουσίας του Θεού.

«Γύναι, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται ώρα, ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί… Αλλ’ έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. δ: 21 – 23). Διήρχετο ποτέ ο Σωτήρ ημών, αγαπητοί, την Σαμάρειαν και έφθασεν έξωθι της πόλεως Συχάρ. Ήτο ήδη μεσημβρία και ο ήλιος έφλεγεν υπερβολικά· οι Μαθηταί είχον πορευθή εις την πόλιν εκείνην, ίνα αγοράσωσι τροφάς, ο δε Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκάθισεν, ως έτυχεν, ίνα αναπαυθή εις την πηγήν, εις το φρέαρ εκείνο το ονομαστόν, όπερ το πάλαι είχεν ορύξει αυτός ο Πατριάρχης Ιακώβ. Ενώ δε ανεπαύετο εκεί, ιδού έρχεται εκ της πόλεως Σαμαρείτις γυνή, ίνα αντλήση ύδωρ εκ της πηγής. Ιδούσα δε τον Ιησούν εγνώρισεν Αυτόν ευθύς ότι ήτο Ιουδαίος, εκ της ενδυμασίας Αυτού, μετ’ ολίγον δε και εκ της φωνής· διότι παρ’ αυτής ο Κύριος ύδωρ ζητεί, διψών κυρίως την σωτηρίαν αυτής. Ούτως άρχεται ωραίος διάλογος μεταξύ του Σωτήρος και της γυναικός, ήτις ακούσασα τον λόγον «Δος μοι ποιείν» (Ιωάν. δ: 7), εκπλήττεται και απορεί, πως ο Κύριος, Ιουδαίος ων, παρ’ αυτής ύδωρ ζητεί.

Διότι, ως ο Ευαγγελιστής παρατηρεί, τοσούτον άσπονδον μίσος είχον οι Ιουδαίοι κατά των Σαμαρειτών, ώστε εις ουδεμίαν συνάφειαν ήρχοντο μετ’ αυτών. Αλλ’ ο Ιησούς, όστις ύδωρ εζήτει, ίνα λάβη αφορμήν να φωτίση και σώση αυτήν, απαντά προς αυτήν: «Αν εγνώριζες τις είναι ο μετά σου λαλών, συ θα εζήτεις παρ’ Αυτού ύδωρ ζων, χαρίσματα ζωοποιούντα την ψυχήν και προξενούντα την αιώνιον ζωήν, και αυτός προθύμως θα σοι έδιδεν αυτά άνευ αναβολής» (Ιωάν. δ: 10). Τους λόγους τούτους βεβαίως ήτο αδύνατον τότε να εννοήση η γυνή, ουδέ τις ήτο ο ενώπιον αυτής ιστάμενος ηδύνατο να φαντασθή. Περί αναβλύζοντος ύδατος νομίζει ότι ο Ιησούς ομιλεί, και δια τούτο προς Αυτόν παρατηρεί: «Κύριε, αφού παρ’ εμού να πίης θέλεις, ύδωρ βεβαίως δεν έχεις, αλλ’ ούτε άντλημα φέρεις· πόθεν λοιπόν το αναβλύζον ύδωρ θα έχης»; (Ιωάν. δ: 11). Ο δε Σωτήρ περί του ζώντος Ύδατος, των ζωηρύτων χαρισμάτων του Πνεύματος, εξακολουθεί: «Πας, λέγει προς αυτήν, όστις πίνει εκ του ύδατος τούτου, πάλιν διψά· όστις δε πίνει εκ του ύδατος, όπερ εγώ θα δώσω εις αυτόν, εις τον αιώνα δεν θα διψά, αλλά τούτο θα γίνη εντός αυτού πηγή, εξ ης θα αναβλύζη πάλιν ύδωρ αιωνίου ζωής, θα οδηγή δηλαδή και ούτος άλλους εις αυτήν» (Ιωάν. δ: 14). Ούτω κατέδειξεν, ότι δεν πρόκειται περί ύδατος υλικού, και ότι αυτός είναι πολύ ανώτερος του Ιακώβ. Αλλ’ η Σαμαρείτις έτι γήϊνα φρονεί, οία γυνή ασθενής· εν όμως ηλεκτρίζει αυτήν, ο λόγος του Ιησού, ότι το ύδωρ Του κάμνει τον πίνοντα αυτό ποτέ να μη διψά. Όθεν τον Σωτήρα παρακαλεί να δώση το αθάνατον τούτο ύδωρ εις αυτήν, ίνα μη διψά, μηδέ έρχηται εκεί όπως αντλή. Εις το αίτημα τούτο της Σαμαρείτιδος ο Ιησούς ουδόλως απαντά, διότι δεν ήτο ακόμη εις κατάστασιν να δεχθή την μεγάλην ταύτην δωρεάν. Είχεν αναφλεχθή εν τη καρδία αυτής ο πόθος να λάβη το ύδωρ το ζων, αλλ’ εκώλυε την πλήρωσιν του πόθου τούτου μέγα κώλυμα, ο αμαρτωλός βίος αυτής, η μετά ανδρός παράνομος συνοίκησις αυτής. Δια τούτο, όπως το κώλυμα τούτο αρθή, διατάττει να φέρη αυτόν εκεί, μεταστρέφων ούτως αποτόμως τον λόγον εις παραγγελίαν δυναμένην να κάμη αυτήν να εννοήση ότι ενώπιον αυτής είναι ο καρδιογνώστης Θεός, και συνάμα να συναισθανθή, ότι είναι γυνή αμαρτωλός, και να ζητήση παρ’ αυτού την άφεσιν των αμαρτιών και την χάριν και τον φωτισμόν, το ύδωρ εκείνο το ζων, όπερ είναι άλλης φύσεως και ουχί, ως εφρόνει μέχρι τούδε, υλικόν. «Ύπαγε, λέγει προς αυτήν, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε, όπως λάβης το ύδωρ το ζων» (Ιωάν. δ: 16). Η Σαμαρείτις, φλεγομένη υπό του πόθου να λάβη αυτό, «δεν έχω άνδρα» (Ιωάν. δ: 17) αμέσως απαντά, και ψεύδεται ούτω φανερά, διότι νομίζει τον Ιησούν άνθρωπον απλούν μη γινώσκοντα τα κρυπτά. Ο δε Σωτήρ, ο πάντοτε προς τους αμαρτωλούς επιεικής, ταύτην με λόγους βαρείς δεν επιτιμά, την ακολασίαν και το ψεύδος αυτής δεν στηλιτεύει, αλλά μετά γλυκύτητος δια των ιδίων αυτής λόγων ελέγχει. «Καλώς είπας, λέγει, ότι άνδρα δεν έχεις· διότι πέντε άνδρας έλαβες, και τώρα αυτός, τον οποίον έχεις, δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου» (Ιωάν. δ: 18). Εις το άκουσμα τούτο η Σαμαρείτις εκπλήττεται και ταράττεται, διότι αισθάνεται, ότι ο ενώπιον αυτής νέος Ισραηλίτης πάντα όσα κατά τον βίον της έπραξε, γνωρίζει. Κατάνυξις τότε και συντριβή την καρδίαν της πληροί και εν ταυτώ πόθος, όπως παρά του παντογνώστου φωτισθή. Αν και γυνή αμαρτωλός, ήτο όμως εις την θρησκείαν των πατέρων της προσκεκολλημένη στερεώς. Όθεν ζητεί παρ’ αυτού την λύσιν του εξής σπουδαιοτάτου ζητήματος. «Ημείς, λέγει, οι Σαμαρείται φρονούμεν, ότι η τω Θεώ ευπρόσδεκτος λατρεία είναι η προσφερομένη επί του όρους τούτου (δεικνύουσα το ενώπιον αυτών υψούμενον όρος Γαριζίν), διότι ρητώς εν τω Δευτερονομίω γράφει ο Μωϋσής: «Και δώσεις ευλογίαν επ’ όρος Γαριζίν» (Δευτερ. ια: 29), «υμείς δε οι Ιουδαίοι λέγετε, ότι ο εν Ιεροσολύμοις ναός είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνήται ο Θεός» (Ιωάν. δ: 19 – 20). Αν και είσαι Ισραηλίτης, επειδή όμως είσαι φιλαλήθης και τα πάντα γινώσκεις, ως προφήτης γινώσκεις βεβαίως και περί του τις έχει δίκαιον· όθεν περί τούτου φώτισόν με συ, διότι είμαι γυνή αμαθής». Ας αισχυνθώμεν, αγαπητοί, ημείς οι λεγόμενοι Χριστιανοί, οι μηδεμίαν έχοντες περί ζητημάτων της πίστεως ημών προθυμίαν και σπουδήν, οι μένοντες όλως αδιάφοροι προς την θρησκείαν ημών και ψυχροί, απέναντι αμαθούς και αμαρτωλής γυναικός δεικνυούσης δια ζητήματα της θρησκείας της ενδιαφέρον τόσον ζωηρόν. Φθάνει πλέον ο Ιησούς τον σκοπόν, προς τον οποίον συνήψε τον διάλογον αυτόν μετά της γυναικός, την είσοδον του φωτισμού εν τη διανοία αυτής και της σωτηρίας εν τη καρδία αυτής. «Γύναι, λέγει προς αυτήν, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται καιρός, και ούτος είναι ο παρών, καθ’ ον εγώ ο του Θεού Υιός σάρκα φορώ, ότε ούτε εις το όρος αυτό, ούτε εις τα Ιεροσόλυμα αποκλειστικώς θα προσκυνήσωσιν οι άνθρωποι του λοιπού τον Θεόν· διότι ο Θεός είναι πάντων των ανθρώπων Πατήρ, και ως ακούει τον επικαλούμενον Αυτόν από του ύψους του όρους Γαριζίν και από του βάθους τον ναού της Ιερουσαλήμ, ούτως ακούει και τον επικαλούμενον Αυτόν από παντός τόπου εν πάση στιγμή» (Ιωάν. δ: 21 – 23). Κηρύξας ούτως ο Σωτήρ την οικουμένην πάσαν ναόν κατάλληλον προς λατρείαν του Θεού, διδάσκει ακολούθως δια τρόπου θαυμαστού, συντόμου και υψηλού, πως πρέπει να τελήται η λατρεία του Θεού. «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Των λόγων τούτων, των ακουσθέντων παρά την ιστορικήν εκείνην του Ιακώβ πηγήν, υψηλότεροι ούτε αντήχησαν, ούτε θα αντηχήσωσι ποτε επί γης! Το όμοιον δια του ομοίου μόνον δύναται να λατρευθή, διότι μόνον όμοιον προς όμοιον επικοινωνεί. Ο Θεός είναι απόλυτον Πνεύμα, άπειρον έχον νουν και απεριόριστον δύναμιν και ελευθερίαν· αλλά και ο άνθρωπος είναι πνεύμα· πνεύμα όμως πεπερασμένον και ατελές, περιωρισμένον έχον νουν και θέλησιν ασθενή. Μόνον λοιπόν δια του νοός και της καρδίας το ανθρώπινον πνεύμα δύναται εις επαφήν προς το απόλυτον πνεύμα να έλθη και αυτό να λατρεύση. Λατρεύομεν τον Θεόν εν πνεύματι, όταν τον νουν ημών ανυψώμεν προς Αυτόν ελεύθερον προλήψεων και πλανών, και όταν την καρδίαν ημών αφοσιώμεν προς Αυτόν απηλλαγμένην αισχρών επιθυμιών και ολεθρίων παθών. Αλλά και εν αληθεία, είπεν ο Σωτήρ, οφείλομεν να λατρεύωμεν τον Θεόν. Τότε δε τοιαύτην λατρείαν προσφέρομεν τω Θεώ, όταν δεν είμεθα προσηλωμένοι, ως οι Ιουδαίοι, μόνον επί τύπων ξηρών, αλλά την προς τον Θεόν αφοσίωσιν και αγάπην ημών εκδηλώμεν δι’ έργων αγαθών προ του θελήματος του Σωτήρος το θέλημα ημών θυσιάζοντες και τον νόμον του Θεού, όστις κατά την Γραφήν είναι η υψίστη αλήθεια, ακριβώς φυλάττοντες. Είναι λοιπόν η εν πνεύματι λατρεία πάσα θεωρητική αρετή· η δε εν αληθεία λατρεία πάσα πρακτική αρετή. Δι’ αμφοτέρων τούτων αναδείκνυνται οι αληθινοί προσκυνηταί, οι γνήσιοι οπαδοί του Ιησού, όστις παρά το φρέαρ του Ιακώβ ώρισε την τελείαν ταύτην λατρείαν και ταύτην προώρισε να καταστή καθολική και παγκόσμιος της ανθρωπότητος λατρεία. Προ του μεγάλου φωτός των ουρανίων τούτων αληθειών η Σαμαρείτις καταπλαγείσα έκθαμβος μένει και μετά ταπεινώσεως προς τον Σωτήρα λέγει· «Γνωρίζω εκ των Γραφών, ότι μέλλει να έλθη ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος θα φέρη πάντα εις φως» (Ιωάν. δ: 25). Εις ουδένα έτερον τόσον καθαρώς και τόσον σαφώς εφανέρωσεν ο Ιησούς εαυτόν, εις ουδένα έτερον είπε ρητώς: «Εγώ ειμί (ο Μεσσίας) ο λαλών σοι» (Ιωάν. δ: 26) ή εις την γυναίκα ταύτην δια την πίστιν και τον ζήλον, τον οποίον έδειξε προς Αυτόν. Και ενώ οι βασιλείς της γης, θέλοντες ενίοτε να συνομιλήσωσι προς απλούς και αμαθείς, κρύπτουσιν την βασιλικήν αυτών μεγαλοπρέπειαν υπό ιδιωτικήν μορφήν, ο Βασιλεύς του ουρανού και της γης εις την γυναίκα ταύτην την ευτελή εδήλωσε την κρυπτομένην Αυτού μεγαλειότητα, την όντως έξοχον και βασιλικήν. Και κατά τούτον τον καιρόν επανήλθον οι Μαθηταί Αυτού και εθαύμασαν, ότι ωμίλει μετά γυναικός και μάλιστα Σαμαρείτιδος· ουδείς όμως είπε· «Τι ζητείς; Ή τι λαλείς μετ’ αυτής»; (Ιωάν. δ: 27), τον οφειλόμενον σεβασμόν τηρούντες προς τον θείον Διδάσκαλον αυτών. Η δε γυνή επλήσθη του ζώντος ύδατος, όπερ εγένετο εντός αυτής πηγή, δι’ ης τους εν τη πόλει επότισε, διότι εις την πόλιν έδραμε μετά σπουδής και έλεγε προς τους εκεί: «Δεύτε ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα, όσα εποίησα· μη τι ούτος εστιν ο Χριστός»; (αυτόθι 29). Πολλοί λοιπόν εκ της πόλεως εξήλθον και ήρχοντο προς τον Ιησούν. Εν δε τω μεταξύ οι Μαθηταί παρεκάλουν Αυτόν να φάγη. Αλλ’ ο Ιησούς, έχων εστραμμένην την προσοχήν Αυτού προς την επιστροφήν των προσερχομένων, λέγει προς τους Μαθητάς Αυτού: «Η μάλλον ποθητή εις εμέ τροφή, την οποίαν υμείς αγνοείτε, είναι να τελειώσω το μέγα έργον, δια το οποίον ήλθον εις τον κόσμον, την σωτηρίαν των ανθρώπων. Δεν λέγετε υμείς, ότι μετά τέσσαρας μήνας έρχεται ο θερισμός του σίτου; Αλλ’ ο πνευματικός θερισμός ήδη επέστη. Υψώσατε τους οφθαλμούς υμών και ίδετε τους Σαμαρείτας προς εμέ ερχομένους, ίδετε τους πνευματικούς αγρούς ετοίμους προς θερισμόν. Ούτοι εκαλλιεργήθησαν πρότερον υπό των Προφητών, υμείς δε ήδη δια του Ευαγγελίου μου μέλλετε να θερίσητε αυτούς, να εισαγάγητε τους παρεσκευασμένους υπό των Προφητών εις την αιώνιον ζωήν, ίνα και υμείς χαίρητε εν τη αιωνιότητι απολαμβάνοντες μέγαν μισθόν, αλλά και οι κοπιάσαντες Προφήται μεθ’ υμών» (Ιωάν. 34 – 38). Εκ της πόλεως εκείνης πολλοί των Σαμαρειτών είχον πιστεύσει εις Αυτόν δια τον λόγον της γυναικός, ότι είπε προς αυτήν όσα έπραξεν. Ότε δε ήλθον προς Αυτόν, παρεκάλεσαν Αυτόν να μείνη παρ’ αυτοίς, και έμεινε δύο ημέρας εκεί. Και πολύ περισσότεροι επίστευσαν εις Αυτόν, διότι ιδίοις ωσίν ήκουσαν τον θείον Αυτού λόγον και επληροφορήθησαν πλέον ακριβώς, ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου ο Χριστός. Ο Σωτήρ ημών, αγαπητοί, σήμερον την πανταχού παρουσίαν του Θεού κηρύττει· διότι παριστά πάσαν την κτίσιν ως μέγαν ναόν, από του οποίου, είπε, θ’ ανέρχηται προς τον Θεόν η εν πνεύματι και αληθεία λατρεία. Περί της πανταχού παρουσίας του Θεού και ημείς δια βραχέων σήμερον θέλομεν ομιλήσει και τας εξ αυτής προερχομένας μεγάλας ωφελείας λίαν συντόμως θέλομεν απαριθμήσει. Ο Θεός, αδελφοί, ως άπειρος, είναι επέκεινα τόπου και χρόνου. Δεν περιορίζεται, ως ημείς, υπό χρόνου, διότι είναι αϊδιος· δεν περιορίζεται υπό τόπου, διότι είναι πανταχού παρών. Πάσα η κτίσις κηρύττει την παρουσίαν Αυτού. Πανταχού καταφαίνεται, κατά τον θείον Παύλον, η πανσοφία και παντοδυναμία Αυτού. «Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης εις το είναι αυτούς αναπολογήτους» (Ρωμ. α: 20). Και εν τη τρικυμία του χειμώνος και εν τη δροσερά αύρα του έαρος και εν τω καύσωνι του θέρους και εν τη αφθονία του φθινοπώρου η παντοδύναμος Αυτού χειρ αναφαίνεται, και η ισχύς αυτού βασιλεύει και εις τους απωτάτους κόσμους, οίτινες εις ημάς μένουσιν άγνωστοι. Και όχι μόνον δια των δημιουργημάτων Αυτού τούτον παρόντα κατανοούμεν, αλλά και δια των ομμάτων της πίστεως ενώπιον ημών θεωρούμεν, ως ο Προφητάναξ λέγει· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστι» (Ψαλμ. ιε: 8), διότι περιβάλλει το παν και εν παντί τόπω είναι παρών. «Που πορευθώ, άδει ο αυτός εστεμμένος του Ισραήλ ποιητής, από του πνεύματός σου; Και από του προσώπου σου που φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, συ εκεί ει· εάν καταβώ εις τον Άδην, πάρει· εάν αναλάβω τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου» (Ψαλμ. ρλη: 7 – 10). Όθεν τα πάντα βλέπει, τα πάντα ακούει, τα πάντα γινώσκει. Βλέπει πάσας ημών τας πράξεις και ακούει πάντας ημών τους λόγους και γινώσκει επακριβώς πάσας τας επιθυμίας των καρδιών ημών και εξερευνά πάντα λογισμόν του νοός ημών. Δεν παρατηρεί, ως οι άνθρωποι, μόνον τα έξω, δεν κρίνει μόνον κατά τα φαινόμενα, αλλά και εις τας διαθέσεις εισδύει και τα ελάχιστα εν ημίν συμβαίνοντα διακρίνει. Η παρουσία αύτη του Υψίστου πανταχού από περάτων έως περάτων καθαγιάζει την γην και πάντα τόπον εις ναόν Θεού μεταποιεί· διότι δι’ αυτής επουράνιος καθίσταται η επίγειος του ανθρώπου διαμονή. Δι’ αυτής ο δυστυχής αισθάνεται παραμυθίαν και αναψυχήν, δι’ αυτής ο ενδοιαστής στηρίζεται και την πίστιν του αναζωπυρεί. Μόνος δε ο αμαρτωλός από της πανταχού του Πλάστου παρουσίας τρέμει και ζητεί να κρυβή και δια τούτο μακράν του ιερού τούτου Ναού εις το εξώτερον σκότος θέλει ποτέ καταδικασθή. Τρέμει και φρίττει ο αμαρτωλός την πανταχού παρουσίαν του Θεού, διότι αναλογιζόμενος, ότι ο Θεός είναι πλησίον του, δικαίως αναμένει την τιμωρίαν και καταδίκην του. Αν ο Ιακώβ, ότε την μυστηριώδη κλίμακα εκείνην είδε και εν τη κορυφή αυτής τον Θεόν, μετά φόβου ανέκραξεν· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος, ουκ έστι τούτο αλλ’ η οίκος Θεού» (Γεν. κη: 17). Πως εκ φόβου και τρόμου την καρδίαν να μη σπαράσσηται και από προσώπου της γης να μη χάνηται ο αμαρτωλός, όταν αυτός ο σκώληξ της γης λαμβάνη την τόλμην ν’ αμαρτάνη, δηλαδή να προσβάλλη Εκείνον, ενώπιον του Οποίου τα τάγματα των Αγγέλων φρίττουσι μη φέροντα κατά πρόσωπον εις τούτον ν’ ατενίσωσιν; Και προσπαθεί μεν ο αμαρτωλός αμαρτάνων, τα αμαρτήματα αυτού ν’ αποκρύπτη και αγωνιά τα αίσχη αυτού να περικαλύπτη· πλην μάτην κοπιά. Κρύφθητι, όσον θέλεις, αμαρτωλέ, όταν την αμαρτίαν εκτελής· είσελθε εις τα βαθύτατα μέρη της γης· το παντέφορον του Υψίστου όμμα πανταχού δε παρακολουθεί. Εις αυτό τα πάντα είναι καταφανή. Η νυξ δεν δύναται να αποκρύψη απ’ αυτού τα εγκληματικά σου σχέδια. Αυτός γινώσκει την πορεία αυτών, δεν αγνοεί δε και την αρχήν, ότε το πρώτον συνελαμβάνοντο, ως επίσης και το τέλος αυτών. Και αν όρη ολόκληρα επί τα αμαρτήματά σου σωρεύσης, εις μάτην· ο Ύψιστος δια μέσου αυτών τα πάντα διαβλέπει εναργώς. Και συ, πλεονέκτα, τον οποίον η σφοδρά του χρήματος επιθυμία ωθεί εις επιορκίαν, στάσου ολίγον και συλλογίσθητι, τι πράττεις. Ενώπιον του θρόνου του Θεού ιστάμενος τολμάς τον Ύψιστον να χλευάζης; Ή δεν βλέπεις τον θρόνον τούτον, όστις πανταχόθεν σε περιβάλλει; Πάσα η γη μίαν μόνην βαθμίδα του μεγάλου τούτου θρόνου αποτελεί. Μη λοιπόν νόμιζε, ότι ο Ύψιστος είναι υψηλά και δεν σε φθάνει. Όχι· η πνοή του εν παντί τόπω και χρόνω σε περιβάλλει, και απόδειξις ότι αναπνέεις· η πρόνοιά του σε ευεργετεί και απόδειξις η ζωή σου και η φωνή, δι’ ης ψευδορκών την αιώνιον καταδίκην σου προκαλείς. Αλλ’ ο αμαρτωλός εις τοσούτον ευρίσκεται σκοτασμόν, ώστε ν’ αδιαφορή παντάπασι περί Θεού, περί ενός δε μόνον να φροντίζη, πως από των ομμάτων των ανθρώπων τα αμαρτήματά του ν’ αποκρύπτη. Ίδετε τον επιθυμούντα τα αλλότρια να σφετερισθή· πέριξ αυτού δεξιά και αριστερά παρατηρεί, μη τον βλέπη τις. Και όταν ουδείς τον βλέπη, λαμβάνει το ξένον πράγμα και φεύγει και δια την επιτηδειότητά του καυχάται και χαίρει. Πλην τι το όφελος εις αυτόν, αν κατώρθωσε να μένη άγνωστος εις τους ανθρώπους, αφού ο Θεός τον βλέπει; Τι το όφελος εις αυτόν, αν κατώρθωσε να διαφύγη των ανθρώπων την ποινήν, αφού δεν δύναται ν’ αποφύγη του Θεού την οργήν, όστις εν μια στιγμή δύναται ν’ αφανίση ουρανόν και γην; Πλην όσον και αν κατορθώση ο αμαρτωλός να διαπράττη την αμαρτίαν εν τω κρυπτώ, όσον και αν επιτυγχάνη ουδείς ν’ ανακαλύπτη αυτόν πράττοντα το κακόν, η παρουσία όμως του Θεού ελέγχει αυτόν. Δια τί τρέμει η χειρ του διαπράττοντος την αμαρτίαν, ενώ αμαρτάνει εν τω σκότει μακράν των οφθαλμών των ανθρώπων εν τη ερημία; Διατί ισχυρώς πάλλεται η καρδία αυτού και προ του ελαχίστου θορύβου; Διατί κλονείται το σώμα του και προς τον ελαφρότατον ήχον σειομένου φύλλου; Διότι μυστηριώδης φωνή, φωνή εξερχομένη από του βάθους της συνειδήσεως αυτού, ψιθυρίζει εις αυτόν: «Δεν είσαι μόνος εν τη ερημία ταύτη· είναι παρών ο Θεός, όστις υπέρ του αδικουμένου υπό σου αγρυπνεί και την αμαρτίαν σου ημέραν τινά θα κάμη εις πάντας καταφανή, όσον και αν προσπαθής συ να κρύπτης αυτήν». Τρέμει λοιπόν ο αμαρτωλός, διότι αναλογίζεται πόσα κακουργήματα ήλθον αίφνης εξ απροσδοκήτων περιστάσεων εις το φως· και δικαίως φρίττει ο δυστυχής, μη και το έγκλημα αυτού ανακαλυφθή, καθόσον μάλιστα καθ’ εκάστην βλέπει, ότι ως τα κύματα της θαλάσσης εκβράζουσιν εις τα παράλια τα εν αυτή ερριμένα πτώματα, ούτω και ο καιρός φέρει κακουργήματα εις το φως, άτινα εφαίνοντο βεβυθισμένα εν τω σκότει δια παντός. Αλλ’ αν ο αμαρτωλός, αγαπητοί, αναλογιζόμενος την πανταχού παρουσίαν του Πλάστου τρέμει, ο δίκαιος όμως επί τω στοχασμώ τούτω μαγάλην χαράν χαίρει. Όταν τις τα καθήκοντα αυτού ακριβώς εκπληροί, όταν ουδεμία ενοχή την καρδίαν αυτού θορυβή, η δε συνείδησις αυτού παρί της αθωότητός του μαρτυρεί, πόσον τότε είναι ευτυχής αναλογιζόμενος, ότι ο δίκαιος Θεός ο αγαπών και αμείβων το αγαθόν είναι πλησίον αυτού και βλέπει τους κόπους και τας αγαθάς διαθέσεις αυτού! Πόσον είναι περιχαρής στοχαζόμενος, ότι ο Πλάστης αυτού και Σωτήρ, ο φίλος αυτού και Πατήρ έχει αυτόν υπό την ισχυράν του προστασίαν και επ’ αυτού επαγρυπνεί! Πόσον δε είναι πρόθυμος προς εκτέλεσιν του αγαθού συλλογιζόμενος, ότι αυτός ο Μέγας Βασιλεύς πλουσίως αμείβει την αρετήν! Ουδέποτε ο δούλος το έργον του κυρίου του προθυμότερον ποιεί ή όταν ούτος ενώπιον αυτού εργαζομένου παρίσταται· διότι, όταν ο δούλος βλέπη τον κύριόν του τους κόπους και την προθυμίαν του παρατηρούντα, έτι μάλλον προθυμοποιείται προς ταχείαν και τελείαν του έργου αυτού κατόρθωσιν, καθόσον θερμοτέραν την αγάπην και προστασίαν του κυρίου του προσδοκά και πλουσιωτέρας αναμένει παρ’ αυτού τας αμοιβάς. Ούτω και ο αληθής Χριστιανός βλέπων δια των οφθαλμών της ψυχής αυτού τον Ύψιστον ιστάμενον ενώπιον αυτού γίνεται προθυμότερος προς εκτέλεσιν του αγαθού, διότι αδιστάκτως πιστεύει, ότι ο δίκαιος Θεός είναι εντελώς αδύνατον να μη επιχέη επ’ αυτόν άφθονον την χάριν Του. Και όταν έχη δυσχερές έργον να εκτελέση, και αν αι δυνάμεις αυτού σχεδόν τον εγκαταλείπωσι, πλην και τότε αισθάνεται τον εαυτόν του ενισχυόμενον υπό της πεποιθήσεως, ότι μόνος δεν περιπατεί, αλλ’ είναι μετ’ αυτού ο ισχυρός Θεός, όστις τον στηρίζει και τον βοηθεί. Και όχι μόνον προς πρόθυμον εκτέλεσιν του αγαθού προτρέπει ημάς ο στοχασμός, ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, αλλά και από της αμαρτίας αποτρέπει ημάς και αναχαιτίζει τας προς την κακίαν ορμάς, όσον και αν είναι βέβαια· διότι η φωνή της συνειδήσεως, όταν και μόνον διανοηθώμεν το κακόν, φωνάζει εντός ημών: «Μη προσηλώνης τον νουν σου, άνθρωπε, εις το κακόν, διότι πλησίον σου ευρίσκεται ο ετάζων καρδίας και νεφρούς Θεός· και μη τολμήσης ποτέ να αποφασίσης το κακόν, διότι ενώπιόν σου ίσταται ο παντεπόπτης Θεός, ο μισών την κακίαν και τιμωρών πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν». Ουδείς βεβαίως τολμά ενώπιον του βασιλέως ν’ ατακτή και τας διαταγάς αυτού ασυστόλως κατά πρόσωπον αυτού να καταπατή. Και ο λόγος προφανής· διότι πας τις φοβείται του παρισταμένου βασιλέως την οργήν. Αλλά πόσον μάλλον ο φόβος της οργής τού ενώπιον ημών παρισταμένου παντοδυνάμου Θεού, του οποίου εν μόνον νεύμα δύναται, κατά τον Προφητάνακτα, πάσαν την γην να κλονίση, δεν θα ισχύση από πάσαν αμαρτίαν να μας αναχαιτίση, αφού μάλιστα σκεφθώμεν καλώς ένθεν μεν ότι η αμαρτία είναι βαρεία κατά του Υψίστου προσβολή γινομένη ενώπιον Αυτού, ένθεν δε ότι η τιμωρία του Θεού είναι ασυγκρίτως βαρυτέρα πάσης επιγείου τιμωρίας και άφευκτος; Του επιγείου βασιλέως ως ανθρώπου και αυτού ασθενούς και θνητού και η τιμωρία πρόσκαιρος, μικρά και παροδική, και πολλοί πολλάκις δύνανται να εκφύγωσιν αυτήν· αλλ’ η τιμωρία του πανσθενούς και αιωνίου Θεού είναι αιώνιος και φρικτή, και κατ’ ουδένα λόγον δυνάμεθα ν’ αποφύγωμεν αυτήν, διότι η εξουσία Αυτού είναι απεριόριστος, το κράτος αήττητον και αυτό το νεύμα πανίσχυρον. Είναι λοιπόν ο στοχασμός της πανταχού παρουσίας του Θεού χαλινός σωτήριος αναχαιτίζων την ορμήν της αμαρτίας και σφενδόνη θαυμαστή εκσφενδονίζουσα την κακίαν μακράν της ανθρωπίνης καρδίας. Δια του στοχασμού τούτου ηδυνήθη ο πάγκαλος Ιωσήφ εν Αιγύπτω νικηφόρως κατά της αμαρτίας ν’ αντιταχθή και ανώτερος του μεγάλου εκείνου πειρασμού να δειχθή και ν’ αφήση την θαυμασίαν εκείνην φωνήν: «Και πως ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι εναντίον του Θεού»; (Γεν. λθ: 9). Τον λόγον τούτον οφείλομεν να λέγωμεν και ημείς, αδελφοί, όταν εισέρχηται εις τον νουν ημών επιθυμία κακή γαργαλίζουσα ημάς προς αμαρτίαν δι’ απόλαυσιν στιγμιαίας ηδονής· και εξ άπαντος τον σκόπελον της αμαρτίας θα παρακάμψωμεν αβλαβείς. Τον λόγον τούτον οφείλομεν να λέγωμεν και προς πάντα άνθρωπον πονηρόν προσπαθούντα να σύρη ημάς εις της αμαρτίας τον κρημνόν. Και τον σωτήριον τούτον της πανταχού παρουσίας του Θεού στοχασμόν οφείλομεν να έχωμεν κύριον και διηνεκή συλλογισμόν του νοός ημών, ως ο Δαβίδ, όστις ρητώς τούτο διαβεβαιοί· «Προωρώμην, λέγει, τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν, ίνα μη σαλευθώ· δια τούτο ηυφράνθη η καρδία μου» (Ψαλμ.ιε: 8 – 9). Αλλ’ ιδού, αγαπητοί και Τρίτη ωφέλεια προερχομένη εκ της σκέψεως της πανταχού του Θεού παρουσίας, η ευφροσύνη της καρδίας. «Δια τούτο ηυφράνθη η καρδία μου» (ένθ’ ανωτέρω). Και πράγματι δια της σκέψεως ταύτης όχι μόνον εν τω αγώνι της αρετής στερεοί μένομεν, όχι μόνλν από της αμαρτίας απέχομεν, αλλά και ευφροσύνην άρρητον εν τη καρδία ημών αισθανόμεθα και χαίρομεν. Η ευφρόσυνος αύτη κατάστασις της ψυχής γίνεται εις έκαστον επαισθητή προ πάντων εις περιστάσεις δυσχερείς. Όταν υπό αναγκών πιεζώμεθα και υπό της ενδείας κατατρυχώμεθα, αναλογιζόμενοι, ότι πλησίον ημών είναι Εκείνος, όστις εκατομμύρια πλασμάτων τρέφει και εις τας χείρας του τους θησαυρούς της γης έχει και τους στεναγμούς των δυστυχών ακούει και τα πάντα βλέπει, επαναπαυόμεθα εις την περί ημάς αγαθότητα πρόνοιαν Αυτού χαίροντες και ακραδάντως πιστεύοντες, ότι ο τοσαύτα πνευματικά αγαθά παρέχων εις ημάς δεν θα στερήση ημάς και από τα αναγκαία προς συντήρησιν ημών επίγεια αγαθά και δεν θ’ αφήση ημάς επί πολύ εις θέσιν στενόχωρον και δεινήν. Και όταν στενοχωρώμεθα και φοβώμεθα δια τους εις τα ξένα μακράν ημών ευρισκομένους συγγενείς, συλλογιζόμενοι, ότι ο πανάγαθος Θεός είναι μετ’ αυτών, πόσην ανακούφισιν και γαλήνην αισθανόμεθα! Τι; Ο ουράνιος Πατήρ επαγρυπνεί επ’ αυτών φιλοστόργως, και ημείς να ταραττώμεθα; Η αγάπη Του προς εκείνους δεν είναι πολύ της ιδικής μας θερμοτέρα; Και η προστασία Του προς εκείνους δεν είναι πολύ της ιδικής μας υπερτέρα; Είναι προστασία Αυτού του παντοδυνάμου Θεού κατά παντός ορατού και αοράτου εχθρού! Αλλά και όταν παρά την κλίνην ασθενούντος φιλτάτου δακρυρροούντες ιστάμεθα, πόσον παρηγορούμεθα συλλογιζόμενοι, ότι ο Κύριος της ζωής, τον οποίον επικαλούμεθα, δεν είναι μακράν ημών, αλλ’ εγγύς και τους δριμυτάτους της καρδίας ημών πόνους δεν αγνοεί! Όταν δε καταδιωκώμεθα υπό πονηρών, όταν ο φθόνος των μοχθηρών πληγώνη την καρδίαν ημών, η γλώσσα των συκοφαντών νικά νίκην φανεράν κατά της τιμής ημών, ώστε οι πάντες να μας αποστρέφωνται, η θλίψις δε να είναι η μόνη σύντροφος ημών, και τότε συλλογιζόμενοι, ότι ο Ύψιστος είναι πλησίον ημών, ότι ο δίκαιος Θεός είναι αυτόπτης μάρτυς της καταδιωκομένης αθωότητος ημών, πόσην δεν λαμβάνομεν γαλήνην και αναψυχήν! Πόσην δε δεν αισθανόμεθα χαράν και ηδονήν επί τη ελπίδι, ότι ο Ύψιστος δεν θα βραδύνη να έλθη ταχύς ανταποδότης του δικαίου ημών και πρόθυμος προστάτης της παραγνωριζομένης χρηστότητος ημών! Και ιδού πως η ενθύμησις της παρουσίας του Θεού παύει στεναγμούς και φέρει εις καρδίαν τετραυματισμένην και κατώδυνον βάλσαμον ευφρόσυνον. Ω! πόσαι ωφέλεια απορρέουσιν από του στοχασμού της πανταχού παρουσίας του Θεού! Δι’ αυτού της αμαρτίας απεχόμεθα, δι’ αυτού την αρετήν προθύμως εργαζόμεθα, δι’ αυτού παρηγορίαν και αναψυχήν εις πάσας τας περιστάσεις του βίου ημών ποριζόμεθα. Ω! πόσον θα είμεθα ευτυχείς, αν ο στοχασμός ούτος υπήρχεν εν ημίν διηνεκής! Όπως δε το μέγα τούτο κέρδος κατορθωθή, ούτε δαπάνην απαιτεί, ούτε κόπον ζητεί· αρκεί να μη συλλογιζώμεθα, να μη λέγωμεν και να μη πράττωμεν τι αν μη πρότερον έχωμεν υπ’ όψει ότι ο Θεός είναι παρών ενώπιον ημών. Αλλά και άλλην ωφέλειαν προερχομένην εκ της πανταχού παρουσίας του Θεού μανθάνομεν, αδελφοί, εκ της ερμηνευθείσης ευαγγελικής περικοπής. Κατ’ αυτήν ο Θεάνθρωπος Ιησούς όχι μόνον πανταχού παρών είναι ως Θεός, αλλά και πρόθυμος παρίσταται να μεταδίδη τον πλούτον των χαρισμάτων Αυτού προς τους προσερχομένους προς Αυτόν, ως τούτο σήμερον προς την Σαμαρείτιδα εβεβαίωσεν ειπών· «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιωάν. δ: 10). Εις ταύτην δε μετέδωκε και το ύδωρ εκείνο το ζωοποιόν, τον πλούτον των μεγάλων Αυτού δωρημάτων, και ταύτην ανέδειξε πηγήν χαρισμάτων· διότι μεγίστη η αγάπη του Πλάστου προς το πλάσμα των χειρών Αυτού. Οποία αίγλη της αγάπης ταύτης ενώπιον ημών σήμερον απαστράπτει! Αυτός ο Άγιος Θεός συνομιλεί μετά αμαρτωλού γυναικός και χορηγεί εις αυτήν το ύδωρ το ζων! Αυτός ο Κύριος του ουρανού και της γης προς σωτηρίαν μιας ψυχής εν μέση μεσημβρίας υπό το φλογερόν του ηλίου καύμα πεζός περιπατεί και κάθηται ως έτυχε παρά την πηγήν! Και έπειτα πως ημείς οι ευτελείς ουδέ κατ’ ελάχιστον στέργομεν να ενοχληθώμεν προς σωτηρίαν και βοήθειαν κινδυνευόντων αδελφών, ίππους δε και αμάξας ζητούμεν και τας ώρας παρατηρούμεν και περί τόπων και θέσεων πολυπραγμονούμεν; Αλλά την ραθυμίαν ταύτην και κενοδοξίαν ας αποτινάξωμεν και τον Σωτήρα μιμούμενοι και αγαπώντες το αγαθόν προς πάντας προθύμως ας πράττωμεν, έως έχομεν καιρόν, αναλογιζόμενοι διηνεκώς, ότι ο Θεός είναι ενώπιον ημών και βλέπει τας πράξεις και ακούει τους λόγους και γινώσκει τα διανοήματα ημών. Ούτω θα δυνηθώμεν το αγαθόν να εκτελώμεν και την αμαρτίαν ν’ αποφεύγωμεν και εν ευφροσύνη και γαλήνη τας επί της γης ημέρας ημών να διέλθωμεν, εν δε τη αιωνιότητι εις την μεγάλην εκείνην χαράν θ’ αξιωθώμεν να εισέλθωμεν. Γένοιτο. Ταις της σης Μάρτυρος Φωτεινής πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου