(Ιωάν. ιβ: 1 – 18).
Λαμπρά και ένδοξος η σήμερον εορταζομένη πανήγυρις της εις την Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις ταύτην την θεοδόξαστον είσοδον δεν βλέπεις έργα τέχνης, ουδέ ετοιμασίας κατά προσταγήν, ουδέ προσκυνήματα φόβου τέκνα, ουδέ τα άλλα, όσα εποίουν οι παλαιοί των Ρωμαίων αρχιστράτηγοι, όταν, νικηταί επιστρέφοντες, θριαμβευτικώς εισήρχοντο εις την βασιλίδα των πόλεων αυτών· αλλά βλέπεις απλότητα φυσικήν, τιμάς αυτοπροαιρέτους, ευλάβειαν, ψυχής καρποφορίαν, προφητειών Θεού εκπλήρωσιν. Ο Ιησούς, καθήμενος επί πώλου όνου, ίνα πληρώση την περί αυτού μυστηριώδη προφητείαν, έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα· το δε πλήθος του λαού και των κατοικούντων εις την Ιερουσαλήμ και των ελθόντων τότε εκεί δια την εορτήν του Πάσχα, ακούσαντες ότι ο Ιησούς έρχεται, λαβόντες ευθύς εις τας χείρας αυτών τα βαΐα των φοινίκων, τρέχοντες εξήλθον εις απάντησιν Αυτού βοώντες μεγαλοφώνως: