Τη αυτή ημέρα, Κυριακή Πέμπτη των Νηστειών, διετάχθημεν μνήμην ποιείσθαι
της Οσίας Μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας.
Μαρία η
Οσία μήτηρ ημών ήτο από την Αίγυπτον· δωδεκαετής δε έτι ούσα, έλαθε τους γονείς
αυτής και απελθούσα εις Αλεξάνδρειαν, έζη βίον άσωτον δέκα επτά έτη. Εκείθεν
υπό περιεργείας ποτέ κινηθείσα απήλθε μετά πολλών προσκυνητών εις Ιεροσόλυμα,
ίνα παρευρεθή εις την του Τιμίου Σταυρού Ύψωσιν. Εκεί εδόθη εις παν είδος
ακολασίας και ατοπημάτων και πολλούς έσυρεν εις τον βυθόν της απωλείας. Θέλουσα
δε να εισέλθη εις την Εκκλησίαν, καθ’ ην ημέραν υψούτο ο Τίμιος Σταυρός,
ησθάνθη τρις και τετράκις δύναμίν τινα αόρατον, κωλύουσαν αυτήν της εισόδου,
ενώ το μετ’ αυτής πλήθος του λαού ανεμποδίστως εισήρχετο. Πληγείσα την καρδίαν
εκ τούτου απεφάσισεν, ίνα μεταβάλη ζωήν και εξιλεώση τον Θεόν δια μετανοίας και
ούτως επιστρέψασα πάλιν εις την Εκκλησίαν, εισήλθεν ευκόλως εις αυτήν. Προσκυνήσασα
δε το Τίμιον Ξύλον του Τιμίου Σταυρού, ανεχώρησε την αυτήν ημέραν από της
Ιερουσαλήμ, διέβη τον Ιορδάνην, εισήλθεν εις τα ενδότερα της ερήμου και έζησεν
εν αυτή τεσσαράκοντα επτά όλα έτη ζωήν σκληροτάτην και υπέρ άνθρωπον, μόνη μόνω
τω Θεώ προσευχομένη. Περί δε τα τέλη της ζωής της συναντήσασα η Οσία τον Αββάν
Ζωσιμάν και τον απ’ αρχής βίον εξομολογηθείσα, παρεκάλεσεν αυτόν, ίνα κομίση εις
αυτήν τα άχραντα Μυστήρια προς κοινωνίαν· όπερ και εποίησεν εκείνος κατά το
επόμενον έτος, κατά την Μ. Πέμπτην. Το δε εφεξής έτος επανελθών πάλιν ο Ζωσιμάς
εύρεν αυτήν νεκράν, επί της γης ηπλωμένην και γράμματα πλησίον αυτής ταύτα
λέγοντα· «Αββά Ζωσιμά, θάψον ώδε το σώμα της αθλίας Μαρίας. Απέθανον την αυτήν
ημέραν, καθ’ ην εκοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων. Εύχου υπέρ εμού». Της Οσίας
ταύτης η μνήμη τελείται μεν κατά την πρώτην Απριλίου· ετάχθη δε η αυτή και κατά
την σήμερον, εγγίζοντος ήδη του τέλους της αγίας Τεσσαρακοστής προς διέγερσιν
των ραθύμων και αμαρτωλών εις μετάνοιαν εχόντων ως παράδειγμα την εορταζομένην
Αγίαν.
ΔΙΔΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ
ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
«Το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου, ουκ έστιν εμόν δούναι,
αλλ’ οις ητοίμασται» (Μάρκ. ι: 40).
ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων
Οι άνθρωποι οίτινες είναι καθολικά
άδικοι, δίδουσι τας τιμάς εκεί, όπου τους φέρει ή η φιλία ή η συγγένεια. Ο
Θεός, όστις είναι φυσικά δίκαιος, δίδει τας τιμάς εκεί, όπου ευρίσκεται η αξία.
Από τους ανθρώπους τιμώνται οι φίλοι ή οι συγγενείς· από τον Θεόν τιμώνται οι
άξιοι· αυτή είναι η μοναδική παρηγορία, την οποίαν έχουσιν οι ενάρετοι
άνθρωποι, όταν αμελούνται ή καταφρονούνται από τους ανθρώπους, να αναμένωσι τον
μισθόν της αρετής από τον Θεόν. Τούτο δεικνύει φανερά εις ημάς ο Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός εις το σημερινόν ιερόν Ευαγγέλιον. Αυτός αναβαίνει εις
Ιεροσόλυμα, όπου υπάγει δια να σταυρωθή· ο Ιάκωβος και Ιωάννης, οι υιοί
Ζεβεδαίου, φαντάζονται, ότι εκεί υπάγει δια να βασιλεύση και νικημένοι από
φιλοτιμίαν, πρώτα πέμπουσι την μητέρα των να μεσιτεύση, έπειτα παρρησιάζονται
και αυτοί. «Θέλομεν», λέγουσιν, «όταν γίνης Βασιλεύς του Ισραήλ, ο εις από ημάς
να καθίση εκ δεξιών σου και ο άλλος εξ αριστερών σου, ίνα έχωμεν και ημείς
μέρος της Βασιλείας σου»· «Δος ημίν, ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων
σου καθήσωμεν εν τη δόξη σου» (Μάρκ. ι: 37). Αλλά τι άνθρωποι είναι ο Ιάκωβος
και ο Ιωάννης; Φίλοι του Χριστού, συγγενείς του Χριστού· ο δε Χριστός τι τους
αποκρίνεται; Δεν γνωρίζετε τι ζητείτε. «Ουκ οίδατε τι αιτείσθε».