ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ -- ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ

Κρισιμωτάτη από πάσης απόψεως η εποχή μας. Τα πράγματα του κόσμου εξελίσσονται ραγδαίως. Πόλεμοι και ακοαί πολέμων προκαλούν ανησυχίας. Οι άνθρωποι πτήσσουν εκ του φόβου προ των διαγραφομένων κινδύνων. Ο βίος κατέστη αγχώδης.

Εντεύθεν σύγχυσις και αδιαφορία δια τας ηθικάς και πνευματικάς αξίας, ενώ νέα ήθη εισάγονται εις τον χώρον της Ελλάδος. Τολμηραί και πρωτοφανείς φιλοσοφίαι κυκλοφορούν μεταξύ του λαού μας, εκτραπέντος εις μεγάλην κλίμακα εις «οίστρον ακολασίας». Ο άνθρωπος κατέστη το κέντρον της ζωής, αφ’ ότου εμέθυσεν από τας τεχνολογικάς επιτυχίας του. Η δε συνειδητοποίησις των επιστημονικών δυνατοτήτων του εγέννησεν εις την ψυχήν του μίαν εωσφορικήν υπερηφάνειαν. Και ακολούθως ηρνήθη και Θεόν και πάσαν παράδοσιν θρησκευτικήν. Λήθη παντός ουρανίου και θείου παρατηρείται και βοσκηματώδης έφεσις προς παν αισθητόν. Ο Θεός εξετοπίσθη τόσον από τας καρδίας των πολλών, ώστε αυτομάτως να μνημονεύωμεν του λόγου του Κυρίου Ιησού: «Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;»

Αυτά περίπου τα στοιχεία συνθέτουν τον σύγχρονον ελληνικόν βίον εις τρομακτικήν έκτασιν, ένθα κυριαρχεί πραγματικός δαιμονισμός….

Εις αυτήν την αντιπνευματικήν πραγματικότητα στρατεύεται η Εκκλησία, της οποίας η πορεία φαίνεται άτονος και ο ρόλος εξησθενημένος. Βεβαίως, ως προς τον μικρόν αριθμόν των εκλεκτών, έναντι των πολλών, που αντιπροσωπεύει ο «κείμενος εν τω πονηρώ κόσμος», θα είχε να παρατηρήση κανείς, ότι ίσως ευρίσκεται εις τα φυσιολογικά του επίπεδα. Πάντοτε ήσαν «πολλοί οι κλητοί, ολίγοι οι εκλεκτοί». Τώρα όμως υπάρχουν και ελάχιστοι και χλιαροί. Εκείνο όμως που είναι ανησυχητικόν δια την Εκκλησίαν, είναι αι συνθήκαι εντός των οποίων ζη και στρατεύεται. Και αι συνθήκαι είναι καταλυτικαί κάθε αγίας προσπαθείας προς συντήρησιν και αύξησιν του χριστιανικού βιώματος. Και ενώ πάντοτε η Εκκλησία είχε την πρωτοπορίαν, ήτο οδηγός των ανθρώπων, η φωνή της ηκούετο, τώρα μέσα εις την τρομεράν σύγχυσιν, όπου ο Θεός αγνοείται, ο ρόλος της Εκκλησίας κατήντησε βοηθητικός και κινδυνεύει να καταστή ουραγός του κόσμου. Οι άνθρωποι προσέχουν τους πολιτικούς, τους οικονομολόγους, τους επιστήμονας, τους δορυφόρους, τα διαστημόπλοια. Και μέσα εις αυτήν την αδιαφορίαν δια τον Θεόν, την ψυχήν, την αιωνιότητα, και υπό την επίδρασιν των γεγονότων της συγχρόνου ζωής δεν παρασύρεται μόνον ο λαός μας από τα εγκόσμια ρεύματα, αλλά παρασύρεται και ο κλήρος και οι εκκλησιαστικοί ηγέται. Εντεύθεν έχομεν κάθε τόσον την εμφάνισιν νέων ιδεών, εισηγήσεις καινοτομιών, τάσεις προσαρμογής, αντιπαραδοσιακάς πρωτοβουλίας και αντορθοδόξους ενεργείας προερχομένας από εκείνους, που ετάχθησαν να είναι ποιμένες και διδάσκαλοι του λαού και φρουροί της πίστεως.

 

Αντιλαμβάνεται κανείς την έκτασιν της τραγωδίας και μόνον από το ότι ποιμένες τινές της Εκκλησίας δεν συνέλαβον το νόημα της αποστασίας της εποχής μας. Αντί δε τούτου, τρέφουν ψευδαισθήσεις αισιοδόξους, ότι ο κόσμος άγεται εις ενότητα, ότι διανοίγονται προοπτικαί ευτυχίας και οι άνθρωποι δημιουργούν επιγείους παραδείσους. Αλλ’ αυτά, ούτε, απλώς, σοβαρά είναι ούτε στοιχειωδώς αντικειμενικά. Θα έπρεπε να έχη χάσει κανείς την αίσθησιν της χριστιανικής ζωής, όπως την εγνώρισαν οι αιώνες εντός της Εκκλησίας, δια να μη δύναται να αισθανθή συγκλονισμόν από την έκτασιν και το βάθος του επικρατούντος αντιπνευματικού βίου και της πρωτοφανούς συγχύσεως. Σήμερον χρειάζεται ένας τουλάχιστον άγιος, ένας προφήτης, δια να βροντοφωνήση το κήρυγμα μετανοίας: «Μετανοείτε…». Και το κήρυγμα να ακουσθή εις όλας τας τάξεις της Ελληνικής κοινωνίας, εις πιστούς και μη πιστεύοντας, εις λαόν και τον κλήρον. Και όταν αφυπνισθώμεν από την μακαρίαν νάρκην, τότε θα ίδωμεν εις ποίαν άβυσσον συγχύσεως ευρισκόμεθα. Και τότε, αντί να απεκδεχώμεθα την διόρθωσιν των «κακώς κειμένων» από τας αδοκίμους επινοήσεις μας, θα στραφώμεν εις την διόρθωσιν της διαφθαρείσης καρδίας μας, απ’ όπου αναχωρούν όλαι αι πλάναι και φαντασιώσεις μας.

 

Δεν ισχυριζόμεθα, βεβαίως, ότι υπό ωρισμένας προϋποθέσεις η Εκκλησία δεν οφείλει να λαμβάνη υπόψη τας ανάγκας της εποχής, εις την οποίαν ποιμαίνει τα τέκνα της. Αλλ’ από του σημείου αυτού, μέχρι της παρατηρουμένης—θα είπωμεν την λέξιν—φρενίτιδος αλλαγής και καινοτομιών, εκ των οποίων, ως δια θαύματος, θα μετεβάλλοντο επί το λυσιτελέστερον τα πράγματα, υπάρχει πολλή διαφορά. Το αίτημα σήμερον είναι το αιώνιον αίτημα: Περισσότερον χριστιανοί, περισσότερον ορθόδοξοι. Η απώλεια των κριτηρίων μας οφείλεται εις την μη συνεπή ορθόδοξον ζωήν. Και επομένως, είναι ανάγκη απορρίψεως όλων των ξένων προς την Ορθοδοξίαν μεθόδων «γνώσεως» και οικειώσεως του Πατερικού πνεύματος, δια να επανεύρωμεν την ορθόδοξον αίσθησιν και προσεγγίσωμεν τον Θεόν. Οφείλωμεν να εγκαταλείψωμεν το δαιμονικόν στοιχείον του Ορθολογισμού, που μας αφήρεσε την διάκρισιν της Ορθοδοξίας από τους αιρετικούς της Δύσεως και να ακολουθήσωμεν την οδόν της ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως. Οφείλομεν να αποβάλωμεν τον νοσηρόν δυτικόν συναισθηματισμόν, τας υποκειμενικάς ενοράσεις μας και να βιώσωμεν με τους παραδεδομένους υπό των Αγίων Πατέρων κανόνας πνευματικής ζωής, δια να απαλλαγώμεν από τα στοιχεία του κόσμου, που μας επηρεάζουν ολεθρίως την σκέψιν…

Ανανήψωμεν. Άλλως, δεν θα δυνηθώμεν να διαφύγωμεν τον κίνδυνον εκκλησιαστικών περιπετειών, αι οποίαι δυνατόν να φθάσουν και μέχρι σχίσματος, εντός των κόλπων της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ήδη παρατηρούνται δυσοίωνά τινα σημεία.

Πρέπει να αναλάβωμεν, εν αξιοπρεπεία, πρωτοβουλίας προς επάνοδον εις την Πατερικήν εν Αγίω Πνεύματι παράδοσιν, έξω της οποίας δεν υπάρχει, ει μη έρεβος.

Άλλωστε, δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πως είναι δυνατόν να αλλοτριωθώμεν ενός συνεχιζομένου βίου δύο χιλιάδων ετών εντός της Εκκλησίας, χάριν της κακώς εννοουμένης αγάπης, ως εάν η ορθόδοξος ζωή είναι εστερημένη αγάπης επί τόσους αιώνας. Πρέπει να επιστήσωμεν την προσοχήν των ταλαιπωρούντων τας συνειδήσεις του ορθοδόξου πιστού λαού μας, επί του γεγονότος ότι παρά τας πολλάκις γενομένας αποπείρας προς  ένωσιν με τον Παπισμόν ουδέν εγένετο. Πως τώρα θα καταστή δυνατόν τούτο; Αφού το μυστικόν αισθητήριον της Ορθοδοξίας, χάρις τω Κυρίω, δεν απέλιπε τους βιούντας ορθοδόξως; Πως είναι δυνατόν να παρίδωμεν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας, καθ’ ην οι Λατίνοι—πολλώ μάλλον οι Προτεστάνται—είναι εστερημένοι Μυστηρίων και να έλθωμεν εις Εκκλησιαστικήν Ένωσιν; Ποιος έχασε τον νούν του να κάμη τοιαύτην υποχώρισιν;…

 

Αλλ’ εάν προς στιγμήν δεχθώμεν ότι οι καιροί σήμερον είναι διάφοροι του παρελθόντος και χριστιανικόν είναι να καλέσωμεν τους αιρετικούς εις θεολογικόν διάλογον, διατί λησμονώμεν ότι τον διάλογον δεν τον θέλουν;

Τριάκοντα περίπου έτη δεν διαλεγόμεθα εν τω Παγκοσμίω Συμβουλίω των Εκκλησιών,-- δια να μη αναφέρωμεν τον διάλογον, όστις ήρχισεν από του Λουκάρεως--, ποίον Προτεστάντην επείσαμεν, ότι είναι βυθισμένος εις το σκότος της πλάνης;

Διατί αμνημονούμεν των κατ’ επανάληψιν γενομένων δηλώσεων εκ μέρους των Παπικών, ότι ούτε αφίστανται των όσων πρεσβεύουν, και ότι την ένωσιν την εννοούν ως υποταγήν υπό τον Πάπαν, πράγμα το οποίον ανεγνώρισεν ως θεμιτόν ο αγγλικανός αρχιεπίσκοπος, κατά το τελευταίον συνέδριον του Λάμπεθ;

Διατί λοιπόν να φθειρώμεθα ενώπιον των αιρετικών και εκ παραλλήλου να διασπώμεν την αγάπην και την ενότητα μεταξύ των ορθοδόξων, με κίνδυνον δημιουργίας σχισμάτων, εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας δεν παύουν το από πάσης απόψεως απορριπτέον κήρυγμα της ενώσεως; Διατί;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου