ΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ – ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙΣΒΑΣΙΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤ΄ ΨΑΛΜΟΝ

Του Οσίου Πατρός ημών Αναστασίου Ηγουμένου του όρους Σινά.             

Η παραίνεσις του Αγίου Πνεύματος περιέχει εις τον έκτον Ψαλμόν ως πρέπουσαν δια την Εκκλησίαν υπόθεσιν της αρχής των Νηστειών την διδασκαλίαν περί της ειλικρινούς μετανοίας. Δια του Ψαλμού δηλαδή αυτού διδασκόμεθα κατά ποίον τρόπον θα εξιλεώσωμεν τον Θεόν, διότι περιέχει την πραγματικώς αληθινήν ταπείνωσιν των μετανοούντων· την εξομολόγησιν· τα δάκρυα· το πένθος· την επιστροφήν· τον στεναγμόν· την ταραχήν της συνειδήσεως· την ασθένειαν· την συντριβήν από αναρίθμητα παραπτώματα· την σωτηρίαν από το έλεος του Θεού· την συναίσθησιν των αμαρτιών μας, η οποία πολλάκις μας έρχεται όταν ευρισκώμεθα εις την κλίνην, και την επίσκεψιν του Αγίου Πνεύματος, η οποία γίνεται δια της συναισθήσεως ταύτης και δια των δακρύων. Διδασκόμεθα ακόμη όχι μόνον ότι ταύτα (τα δάκρυα) είναι η πραγματική απόδειξις της μετανοίας, αλλά και ότι ταύτα γίνονται η αιτία αφέσεως των αμαρτιών μας και της τελείας συγχωρήσεως και της προς ημάς αυτούς επιτιμήσεως και της δυνάμεως της παρά του Θεού ευχής, και της καταισχύνης η οποία προξενείται εις τους δαίμονας εξ αυτής και της αναπλάσεως και σωτηρίας του ανθρώπου, ο οποίος επαλαιώθη μέσα εις την αμαρτίαν. Η επιγραφή του έκτου Ψαλμού έχει ως εξής:

«Ψαλμός τω Δαβίδ· υπέρ της ογδόης». Ογδόην ασφαλώς ονομάζει η Γραφή την ζωήν και διαγωγήν του μέλλοντος αιώνος, την μετά την εβδόμην του παρόντος αιώνος, την οποίαν προεμήνυσε και η οκταήμερος Περιτομή του Κυρίου. Περί της ογδόης μάς συμβουλεύει και ο σοφός Σολομών λέγων· «δος μερίδα τοις επτά, και γε τοις οκτώ» (Εκκλ. ια: 2) ως εάν θέλη να είπη: φρόντισον εις την ζωήν ταύτην των επτά χιλιετηρίδων να εξασφαλίσης μερίδα αγαθήν εις την μέλλουσαν και αιώνιον ζωήν. Αλλ’ ας αναλύσωμεν τώρα το προοίμιον του Ψαλμού τούτου: «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Με τους οφθαλμούς του νοός του ο Προφήτης, ως γυμνός και τετραχηλισμένος ευρισκόμενος ενώπιον του φοβερού εκείνου Δικαστηρίου, και εγγίζων αυτούς τους πόδας του Κυρίου, και όπως ο στερούμενος παρρησίας, ο κατηφής, ο μη έχων πρόσωπον να εμφανισθή ενώπιον του Κυρίου, και μη δυνάμενος να προβάλη καμμίαν δικαιολογίαν δια τα αμαρτήματά του, τίποτε το σπουδαίον δεν τολμά να ζητήση παρά του Δικαστού, παρά μόνον τούτο, λέγων· «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Γνωρίζω, Δέσποτα, ότι με περιμένει φοβερόν και φρικτόν το Δικαστήριον, το οποίον μέλλεις να συστήσης ενώπιον των Αγγέλων και Αρχαγγέλων και όλης της κτίσεως, όταν θα καθίσης επί του φοβερού και υψηλού θρόνου Σου δια να μας κρίνης και όλα τα αμαρτήματα, τα οποία έχομεν διαπράξει πρόκειται να τα αποκαλύψης και να τα φανερώσης. Όθεν δεν τολμώ ούτε έχω πρόσωπον να ζητήσω παρά Σου, Κύριε, τελείαν συγχώρησιν των αμαρτημάτων μου, διότι η αμαρτία μου είναι πολύ μεγάλη δια να με συγχωρήσης. Γνωρίζω ότι ενώπιόν Σου ημάρτησα περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, ότι έζησα άσωτον ζωήν χειροτέραν από εκείνην του Ασώτου, τον οποίον αναφέρει το Ιερόν Ευαγγέλιον· ότι χρεωστώ προς Σε πολύ περισσότερα, από εκείνον ο οποίος εχρεώστει χίλια τάλαντα· γνωρίζω ότι ο εχθρός με παρέσυρεν εις την αμαρτίαν περισσότερον από τον Τελώνην· ότι με εθανάτωσε χειρότερα από όσον θα με εφόνευεν ένας ληστής· γνωρίζω ότι εγώ ο πόρνος ημάρτησα ενώπιον του Θεού πολύ περισσότερον από τον πόρνον· ότι έπταισα, πολύ περισσότερον από τους Νινευϊτας, χωρίς να μετανοήσω. Αι αμαρτίαι μου εξεπέρασαν το ύψος της κεφαλής μου περισσότερον από όσον τον Μανασσήν αι αμαρτίαι του· με κατεπλάκωσαν ως φορτίον βαρύ, ανώτερον των δυνάμεών μου, περισσότερον από την Χαναναίαν· και ταλαιπωρηθείς εις το τέλος εκάμφθην, ελύγισα από το βάρος των αμαρτιών μου. Το όνομά Σου το Άγιον παρώργισα, Κύριε, το Πνεύμα Σου το Άγιον ελύπησα· τας εντολάς Σου παρήκουσα, τον αρραβώνα, τον οποίον μοι έδωκας, τον εδαπάνησα εις ανομίας· το σώμα μου, το οποίον είναι ναός Σου, το εσπίλωσα, την ψυχήν μου, η οποία είναι εικών ιδική Σου, την εμόλυνα και την εξηχρείωσα· τον χρόνον, τον οποίον μου έδωκας, τον έζησα με τους εχθρούς Σου, τας εντολάς Σου δεν εφύλαξα· τον χιτώνα, με τον οποίον με ενέδυσας, τον ερρύπωσα και τον εσπίλωσα, την λαμπάδα, την οποίαν μου ητοίμασες, ενύσταξα και την αφήκα να σβύση· το πρόσωπόν μου, το οποίον εφαίδρυνας, το εντρόπιασα με τας αμαρτίας μου· τους οφθαλμούς μου, εις τους οποίους Συ έδωκας το φως, εγώ πάλιν κακώς τους ετύφλωσα· τα χείλη μου, τα οποία ηγίασας, εγώ πάλιν τα εμόλυνα· και γνωρίζω ότι οπωσδήποτε θα παρουσιασθώ ενώπιον του βήματός Σου τούτου· γνωρίζω ότι θα ελέγξης όλας τας πράξεις μου και διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να γίνη ούτε είναι δυνατόν να διαφύγω τον έλεγχόν Σου, οπωσδήποτε θα ελεγχθώ και μάλιστα ήδη ελέγχομαι. «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με», και μόνον αυτό εάν κερδήσω εκ μέρους Σου του μόνου φιλανθρώπου, μου είναι αρκετόν. Συ γνωρίζεις, Κύριε, ακριβώς και τα πλέον κρυφά αμαρτήματά μου, αλλά μη με ελέγξης, μη τα κοινολογήσης, μη τα φανερώσης ενώπιον όλων των Αγγέλων και των ανθρώπων προς εντροπήν και ονειδισμόν μου. «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Εάν είναι βέβαιον ότι ουδείς δύναται να υποστή τον θυμόν ενός θνητού βασιλέως, πολύ περισσότερον δεν θα ημπορέση να υποστή τον θυμόν του Θεού η κτίσις ολόκληρος. «Μηδέ τη οργή Σου παιδεύσης με». Δεν λέγω, Κύριε, μη με παιδεύσης, διότι εγώ είμαι ο υπεύθυνος δια πάσαν τιμωρίαν και πάσαν κόλασιν· αλλ’ όταν με τιμωρήσης, μη με βασανίσης αναλόγως προς την οργήν Σου. Γνωρίζω καλώς ότι όταν ο ληστής εζήτησε παρά Σου συγχώρησιν, την έλαβε· γνωρίζω ότι η πόρνη προσήλθε προς Σε και συνεχωρήθη, γνωρίζω ότι ο τελώνης εστέναξε δια τας αμαρτίας του και εδικαιώθη· εγώ όμως δεν είμαι όπως αυτοί. Δεν έχω άφθονα δάκρυα δια να τα χύσω, δεν έχω να παρουσιάσω αληθινήν εξομολόγησιν, δεν έχω στεναγμόν, ο οποίος να εξέρχεται από τα βάθη της καρδίας, δεν έχω καθαράν την ψυχήν μου, δεν έχω να παρουσιάσω νηστείαν ειλικρινή, δεν έχω αγάπην προς τον πλησίον μου, δεν έχω να παρουσιάσω πτωχείαν πνεύματος, δεν έχω να επιδείξω αδιάκοπον προσευχήν, δεν έχω συμπάθειαν δια να γίνω και εγώ συμπαθής, δεν συνεχώρησα δια να λάβω και εγώ συγχώρησιν, δεν έχω να επιδείξω σωφροσύνη του σώματός μου, ούτε καθαρότητα λογισμών και σκέψεων, δεν έχω προαίρεσιν αρμόζουσαν προς τον Θεόν. Με ποίον λοιπόν πρόσωπον ή με ποίαν παρρησίαν να τολμήσω να ζητήσω συγχώρησιν; Πόσας φοράς, Κύριε, έλαβον την απόφασιν να μετανοήσω και απεδείχθην ψεύστης εις την απόφασίν μου αυτήν· πολλάς φοράς προσέπεσα ενώπιόν σου εις την Εκκλησίαν Σου και μόλις εξήλθον εξ αυτής αμέσως περιέπεσα πάλιν εις αμαρτίας· πολλάς φοράς με ηλέησας, και εγώ σε ηγνόησα· πολλάς φοράς με ανήγειρες από την πτώσιν μου και εγώ πάλιν έπεσα εις την αμαρτίαν· πόσας φοράς με συνεκράτησας και εγώ εφάνην αχάριστος προς Σε! Πόσας φοράς εισήκουσας της προσευχής μου και εγώ παρήκουσα τας εντολάς σου· πόσας φοράς με συνεπάθησας και εγώ ουδεμίαν εκδούλευσιν προσέφερα εις Σε, πόσας φοράς με ετίμησας και εγώ σε προσέβαλα· πόσας φοράς, ενώ ημάρτησα, Συ ως εύσπλαγχνος πατήρ με εκάλεσας πλησίον σου, επειδή είσαι αγαθός και με εστήριξες· ως υιός σου με ενηγκαλίσθης και με εφίλησες, με εκάλεσες πλησίον Σου ως νήπιον, αφού ήνοιξας τας αγκάλας Σου και όταν έπεσα, μου είπες· «Σήκω επάνω, μη φοβήσαι· σήκω επάνω και στάσου πάλιν· μη φοβείσαι, δεν πρόκειται να σε τιμωρήσω· δεν σε αποστρέφομαι· δεν σε ονειδίζω, δεν αηδιάζω το πλάσμα μου, δεν πετώ μακράν ως άχρηστον το δημιούργημα των χειρών μου, δεν σκληρύνω τα σπλάγχνα μου δια το τέκνον μου· διότι δεν μου είναι δυνατόν να αισθανθώ μίσος δια τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασα με τας ιδικάς μου χείρας· τον οποίον έκτισα, του οποίου έλαβον την μορφήν, χάριν του οποίου εγώ ο Θεός εταπεινώθην, προς χάριν του οποίου έχυσα το αίμα μου· πως λοιπόν είναι δυνατόν να αποστραφώ εγώ εκείνον, ο οποίος επιστρέφει προς εμέ και προσπίπτει ενώπιόν μου; Δια τούτο λοιπόν, Δέσποτα, επειδή η άβυσσος της φιλανθρωπίας Σου είναι αχώριστος από Σε και εξ αυτής της θείας φύσεώς Σου συνυπάρχει πάντοτε μετά Σου, και η μακροθυμία σου είναι πέλαγος απέραντον, «μη τω θυμώ Σου ελέγξης με μηδέ τη οργή Σου παιδεύσης με», αλλά και πάλιν και πολλάκις δείξον την μακροθυμίαν σου προς εμέ· μη σπεύσης να με θερίσης από την ζωήν προώρως, και μη βιασθής να με αποκόψης, όπως την άκαρπον συκήν· αλλ’ ως αγαθός και φιλάνθρωπος, Δέσποτα, άφησέ με μαζί με όλους τους άλλους και δι’ αυτό το έτος μήπως μετανοήσω· και μη αδιαφορήσης δι’ εμέ, βλέπων την ιδικήν μου αδιαφορίαν και ραθυμίαν. Μη με αρπάσης, Κύριε, ενώ ακόμη είμαι ανέτοιμος· μη με πάρης, ενώ δεν ήναψα ακόμη την λαμπάδα μου, μη με παραλάβης, διότι ακόμη δεν έχω ένδυμα γάμου· μη παρουσιάσης εμπρός εις το βήμα σου την ψυχήν μου γυμνήν και την διασύρης· μη με παραλάβης χωρίς να έχω τίποτε το καλόν να παρουσιάσω μέχρις αυτής της στιγμής, αλλά φανού μακρόθυμος· περίμενε ακόμη· δείξον την φιλανθρωπίαν σου· φανού συμπαθής και προς εμέ τον πτωχόν· τον γυμνόν· τον ράθυμον· τον αξιολύπητον· τον άπορον· τον πόρνον· τον ανελεήμονα· τον ρυπαρόν· τον άσωτον· τον αχάριστον· τον άσπλαγχνον, τον βλάσφημον, τον βεβλαμμένον, τον βυθισμένον εις την αμαρτίαν, τον μη έχοντα πρόσωπον να εμφανισθή ενώπιόν Σου, τον μη έχοντα παρρησίαν προς Σε, τον μη έχοντα τι να απολογηθή· τον ανάξιον πάσης φιλανθρωπίας, τον ανάξιον του ουρανού και της γης· τον άξιον πάσης τιμωρίας και πάσης κολάσεως και της γεένης του πυρός· αλλά, «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με». Ελέησόν με, Κύριε, επειδή η σάρξ μου είναι αδύνατος· η ψυχή μου είναι αδύνατος, η γνώμη μου είναι αδύνατος, ο λογισμός μου είναι ανίκανος να σκεφθή ορθώς· η δύναμίς μου εξηφανίσθη, ο χρόνος, τον οποίον είχον εις την διάθεσίν μου προς μετάνοιαν, επέρασεν· αι ημέραι μου επέρασαν μέσα εις την ματαιότητα και βλέπω το τέλος μου να πλησιάζη· αλλά, Κύριε, άνοιξον και εις εμέ την θύραν του ελέους σου, όταν κρούω, και μη μου κλείσης αυτήν κατά πρόσωπον. Άνοιξον και δι’ εμέ, Κύριε, τα σπλάγχνα σου και άπλωσον την χείρα Σου προς εμέ, ο οποίος είμαι βυθισμένος εις την λάσπην του βυθού των ηδονών και μη μου την κλείσης κατά πρόσωπον. Εάν Συ κλείσης, ποίος θα μου ανοίξη; Εάν Συ δεν φθάσης εις βοήθειάν μου, ποίος θα φθάση; Εάν Συ δεν σπεύσης να μας βοηθήσης, ποίος θα μας βοηθήση; Κανείς. Αλλά Συ, ο φύσει φιλάνθρωπος, δώσε εις ημάς ολίγον καιρόν ζωής ακόμη και λογισμόν να επιστρέψωμεν προς Σε. Νίκησον την αδιαφορίαν μας και ετοίμασε την διόρθωσίν μας. Συ δωσε εις ημάς ολίγον ακόμη καιρόν και κάμε τρόπον να σωθώμεν. Διότι εάν Συ δεν εύρης τον τρόπον της σωτηρίας μου, όσα και αν κάμω εγώ είναι σαθρά και αβέβαια, όσα και αν δοκιμάσω είναι ανίσχυρα και εύκολα αποτυγχάνουν· όσα και αν επιχειρήσω εγώ, είναι ανωφελή και ατελεσφόρητα. Μη αναβάλης πλέον, Κύριε, αλλά πρόφθασον ίνα σώσης το πλάσμα σου. Συ, Κύριε, είπες, ότι χωρίς εμέ δεν δύνασθε να κατορθώσετε τίποτε. Πρόφθασον την σωτηρίαν της ψυχής μου,  εφ’ όσον θα ευρίσκωμαι εις την παρούσαν ζωήν· διότι τυραννούμαι υπό του λογισμού μου· τυραννούμαι υπό της κακής προαιρέσεως. Ακόμη δε περισσότερον τυραννούμαι από την κακήν συνήθειαν, δια τούτο σε παρακαλώ, «ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί». Και είμαι ασθενής, διότι ο εχθρός αφήρεσε την δύναμιν των νεύρων μου· με έκαμεν ανίσχυρον και με συνέτριψεν· ο δε ασθενής και συντετριμμένος δεν δύναται να θεραπεύση, να σώση τον εαυτόν του· ο τσακισμένος δεν ημπορεί να βοηθήση τον εαυτόν του, δεν δύναται να ισχυροποιήση τους δεσμούς του σώματός του· δια τούτο Σε ικετεύω: «ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί».  «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου». Εταράχθησαν και συνετρίβησαν τα οστά της ψυχής μου· εκείνος δε του οποίου έχουν συντριβή τα οστά, δεν δύναται να σταθή όρθιος και να ζητήση την βοήθειαν ιατρού· δεν δύναται να τρέξη και να γλυτώση από τους εχθρούς του. Αναζήτησόν με λοιπόν, Συ Δέσποτα, ο οποίος ήλθες εις τον κόσμον δια να αναζητήσης και να σώσης το απολωλός πρόβατον· Συ ελθέ πάλιν προς εμέ, όστις περιέπεσα εις χείρας ληστών, και σώσον με. Διότι οι λησταί αυτοί δεν με άφησαν μισοπεθαμένον όπωςαφήκαν οι λησταί της ευαγγελικής παραβολής τον οδοιπόρον, αλλά τελείως νεκρόν. Ιάτρευσέ με λοιπόν, Κύριε, και θα ιατρευθώ· σώσον με και θα σωθώ, θεράπευσόν με, Κύριε, διότι ο πονηρός όφις με έκαμεν ολοτελώς αδύνατον και σαπησμένον από την ασθένειαν· ο ασθενής και σαπησμένος κείται τελείως εις το έδαφος· έχει πέσει ελεεινόν πτώμα· είναι ανίκανος να κινηθή και μόνον δια της φωνής καλεί τον ιατρόν· μόνον φωνάζει και επικαλείται κάποιον δια να τον σώση· μόνον τους οφθαλμούς του είναι ικανός να υψώση προς τα άνω δια να ίδη πότε θα έλθη και θα τον ευσπλαγχνισθή Εκείνος, όστις συσφίγγει τας αρθρώσεις των παραλύτων, ο οποίος στήνει ορθίους τους συντετριμμένους και σώζει τους απηλπισμένους. «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου, και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Ψυχική τρικυμία με κατέλαβε, Κύριε. Περιέπεσα εις ψυχικά πάθη και έκαμα την σάρκα και την ψυχήν μου παίγνιον των παθών αυτών. Ιάτρευσόν με, Κύριε, ότι εταράχθησαν τα οστά μου, εκείνα τα οποία συνδέουν και στηρίζουν και συγκρατούν όρθιον τον εσωτερικόν άνθρωπον. Ποία δε είναι αυτά; Η Πίστις, η φρόνησις, η ελπίς, η αγάπη, η σωφροσύνη, η εγκράτεια, η δικαιοσύνη, η ευσέβεια, η πραότης, η ταπεινοφροσύνη· αυτά τα οστά εις εμέ συνετρίβησαν και έφυγον από τας αρμονίας των και έγιναν σαθρά. Ενώ εις τους Αγίους σου, Κύριε, φυλάττεις όλα τα οστά αυτών και ουδέν εξ αυτών δεν πρόκειται να συντριβή, έστω και αν τα σωματικά οστά των Μαρτύρων συνετρίβησαν από τα βασανιστήρια. «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Βλέπω ότι επέρασε πλέον η ώρα της ψυχικής μου σωτηρίας· ότι ο χρόνος της ζωής μου τελειώνει. Βλέπω το τέλος να πλησιάζη και το γήρας προχωρημένον. Το θέρος μου πλέον έγειρε και φθάνει ο καιρός του θερισμού· βλέπω τον θεριστήν να βιάζεται· να δεικνύη το δρέπανόν του, να κρατή την αξίνην και να ομιλή δια την αποκοπήν «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Βλέπω ότι εξακολουθώ να μένω αδιόρθωτος και καθημερνώς να προχωρώ εις τα χειρότερα και η ψυχή μου εταράχθη μεγάλως· βλέπω τον κλέπτην πλέον να πλησιάζη και να βιάζεται να με αρπάση από την παρούσαν ζωήν και η ψυχή μου εταράχθη υπερβολικά· βλέπω το τέλος της ζωής μου δύσκολον, μακράν δε και την έξοδόν μου προς την άλλην ζωήν, ενώ εγώ δεν έχω τα απαραίτητα εφόδια δια την έξοδον αυτήν, και η ψυχή μου εταράχθη υπερβολικά! Βλέπω τον δανειστήν μου ότι με επλησίασε και με συνέλαβεν, βλέπω ότι η προθεσμία ετελείωσε και ο δανειστής μου με ευρίσκει εις αδυναμίαν να εξοφλήσω το χρέος μου. Βλέπω τον λογοθέτην να κρατή το χειρόγραφόν μου και τους δημίους να τρίζουν τους οδόντας των, βλέπω πολλούς κατηγόρους εναντίον μου και ούτε ένα συνήγορον και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα, τρέμω και αγωνιώ, φρίττω και συγκλονίζομαι ολόκληρος, και δεν γνωρίζω τι να πράξω. Να ζητήσω παράτασιν της ζωής μου; Αλλά φοβούμαι μήπως προσθέσω και άλλα αμαρτήματα εις όσα έχω διαπράξει μέχρι τούδε και ευρεθώ πάλιν ανέτοιμος, και ευρίσκομαι εις αμηχανίαν με ποίον πρόσωπον να αντικρύσω τον Κριτήν, διότι βλέπω ότι τα κακά, τα οποία διέπραξα, είναι από τα χειρότερα· ο πονηρός δεν παύει από του να με ενοχλή και οι εχθροί μου δεν σταματούν τον εναντίον μου πόλεμον, ο εμφύλιος πόλεμος της σαρκός μου δεν λυπήται να με ταράσση και να με συγχίζη, οι πονηροί λογισμοί ουδέποτε ησυχάζουν. «Και Συ, Κύριε, έως πότε;». Τι ήθελε να είπη με τους λόγους τούτους, δεν το είπεν. Αλλά κυριευμένος από την υπερβολικήν θλίψιν και τας δυσκόλους περιστάσεις, ίσως ηθέλησε κάτι το φρικτόν και τολμηρόν να είπη προς τον Θεόν, αλλά συνεκράτησε τον εαυτόν του και δεν ετόλμησε να το εκστομίση σαφώς· αλλά λέγει· «Και Συ, Κύριε, έως πότε»; Ιδού, λέγει, γνωρίζεις, Κύριε, εις ποίαν αθλίαν και ελεεινήν και δύσκολον κατάστασιν ευρίσκομαι· ιδού βλέπεις την εναντίον μου επίθεσιν και την κάμινον της σαρκός και την αντίστασιν και τον πόλεμον των λογισμών και την έλλειψιν του χρόνου προς μετάνοιαν και την εξασθένησιν της δυνάμεώς μου. Λοιπόν, Κύριε, έως πότε δεν θα δεικνύης συμπάθειαν προς εμέ; Έως πότε δεν θα ανταποδίδης κατά τας αμαρτίας μου; Έως πότε θα παραβλέπης; Έως πότε θα μακροθυμής; Έως πότε δεν θα με παιδεύσης; Έως πότε δεν θα με λυτρώσης; Αν και εγώ είμαι βεβαίως άξιος δια πάσαν εγκατάλειψιν εκ μέρους σου, αλλά δια του ελέους σου θα επιτύχω την λύτρωσιν και την άφεσιν, διότι η ιδική σου παράβλεψις είναι δι’ ημάς κατάπτωσις. Αυτά λοιπόν και τα παρόμοια προς αυτά εσκέφθη φαίνεται ο Προφήτης Δαβίδ να είπη προς τον Θεόν πιεζόμενος από την αθυμίαν της ψυχής του, αλλά συνεκρατήθη, δια να μη φανή κατ’ αυτόν τον τρόπον ως αντιμαχόμενος προς τον Θεόν. Και αντ’ αυτού μεταβάλλει τον λόγον του εις ικεσίαν μάλλον προς τον Θεόν και λέγει· «Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου, σώσον με ένεκεν του ελέους Σου». Σύμφωνα με τας ιδιότητας του Δεσπότου, ούτω και ο Προφήτης προσάγων τ’ ανωτέρω είπεν· «Ελέησόν με, Κύριε, ίασαί με», κατόπιν λέγει· «επίστρεψον ως ποιμήν, ως οδηγός ρύσαι· ως δυνατός σώσον με ένεκεν του ελέους Σου», όχι ένεκα των έργων μου, διότι τα έργα μου είναι πονηρά, ούτε και ένεκα των λόγων μου, διότι και αυτοί υπήρξαν μάταιοι, αλλά «σώσον με ένεκεν του ελέους Σου». Εάν δε θέλης να λάβης δικαιοσύνην έναντι εμού, Δέσποτα, εγώ ο ίδιος απαγγέλλω την εναντίον μου καταδικαστικήν απόφασιν και ομολογώ ότι είμαι άξιος θανάτου, καταφεύγω όμως εις το έλεός Σου, διότι καμμίαν δικαιολογίαν δεν έχω να Σου παρουσιάσω. Ελεημοσύνην ζητώ εκ μέρους Σου. Μη ζητήσης από εμέ το αντίτιμον της ελεημοσύνης ταύτης, διότι ουδείς ποτέ δεν πωλεί την ελεημοσύνην, αλλά την παρέχει ως δώρον, δια τούτο «σώσον με ένεκεν του ελέους Σου». Ενθυμήσου, Κύριε, τους λόγους Σου, τους οποίους είπας, όπως αναφέρεται εις τας Αγίας Γραφάς. Ενθυμήσου, Δέσποτα, ότι η διάνοια του ανθρώπου εκ νεαράς ηλικίας αυτού έχει κλίσιν προς τα πονηρά (Γεν. η: 21). Ενθυμήσου, Δέσποτα, ότι με έπλασας από πηλόν, αλλά θερμόν και με αίμα· ενθυμήσου ότι ο άνθρωπος ομοιάζει προς την ματαιότητα (Ψαλμ. ρμγ: 4), ενθυμήσου ότι ουδείς ζων επί της γης δύναται να αποδείξη ενώπιον του Κριτηρίου σου ότι όντως υπήρξε δίκαιος (Ψαλμ. ρμβ: 2), ενθυμήσου ότι εάν εξετάσης μετά προσοχής τας ανομίας των ανθρώπων, ουδείς θα ημπορέση να Σε αντικρύση (Ψαλμ. ρκθ: 3), ενθυμήσου ότι κανείς δεν είναι απηλλαγμένος από αμαρτίας, έστω και αν μίαν μόνον ημέραν διήρκεσεν η ζωή του (Ιώβ ιδ: 4 – 5), μνήσθητι ότι συνελήφθην εν ανομίαις εις την κοιλίαν της μητρός μου και εν αμαρτίαις με εκυοφόρησεν η μήτηρ μου (Ψαλμ. ν: 7). Ενθυμήσου ότι ούτε αυτός ο ουρανός δεν είναι καθαρός ενώπιόν Σου, ότι ουδέ αυτά τα στρατεύματα των Αγγέλων δεν είναι άμεμπτα ενώπιόν σου, αφού μερικά εξ αυτών εξέπεσον από την ουράνιον δόξαν ένεκα της αμαρτίας των· δια τούτο σώσον, ένεκεν του ελέους Σου, εμέ ο οποίος έχω μεγάλην ανάγκην του ελέους Σου. Εάν σώσης εκείνον όστις είναι άξιος της σωτηρίας, ουδέν το αξιοθαύμαστον, εάν ελεήσης τον δίκαιον, ουδέν το παράδοξον, διότι είναι άξιος του ελέους Σου, εάν δοξάσης εκείνον ο οποίος ετήρησε τας εντολάς Σου, τούτο ουδόλως είναι σημαντικόν, διότι τούτο είναι δίκαιον· μάλλον εις εμέ πραγματοποίησον το θαύμα του ελέους Σου, δια να δοξασθή δια το έλεος το οποίον θα κάμης εις εμέ η φιλανθρωπία Σου. Διότι και ο ικανός ιατρός τότε επαινείται και θαυμάζεται, όταν θεραπεύη νοσήματα ανίατα και απελπιστικάς καταστάσεις, και ο αγαθός βασιλεύς τότε δοξάζεται και επευφημείται, όταν προσφέρει δώρα εις τους αναξίους. Γνωρίζεις βεβαίως τας αδυναμίας της σαρκός, αφού Συ την έπλασας, και την γνωρίζεις καλώς, αφού και Συ εφόρεσας την σάρκα αυτήν και την έσωσας από την αμαρτίαν. Δια τούτο και τώρα σώσον με ένεκεν του ελέους Σου. Ας μη νικήση η ιδική μου ραθυμία την απέραντον φιλανθρωπίαν σου, εάν βεβαίως θελήσης να γίνη κρίσις μεταξύ Σου και ημών, τότε κάθε στόμα θα σφραγισθή, διότι δεν θα είναι εις θέσιν να δώση προς Σε απολογίαν (Ρωμ. γ: 19 – 20). Πόσας αληθώς ευεργεσίας δυνάμεθα να ομολογήσωμεν ενώπιον της αγαθότητός Σου, τας οποίας λόγοι δεν δύνανται να εκφράσουν; Ενώ δεν υπήρχομεν, μας εδημιούργησας, και αφού μας εδημιούργησας, μας επλήθυνας, μας εσκέπασας, μας εμεγάλωσες, όλα τα άλλα δημιουργήματά σου τα υπέταξας κάτω από τους πόδας μας· μετά ταύτα, όταν παρεσύρθημεν εις την πλάνην, μας εξηγόρασας από την αιχμαλωσίαν του διαβόλου με το Αίμα Σου· όταν απωλέσθημεν ως πρόβατα, μας ανεζήτησες και μας εύρες· μας εστήριξας, γυμνούς, μας ενέδυσας, ταπεινωμένους, λόγω των αμαρτημάτων μας, μας επλούτισας. Μας έκαμες υιούς και αδελφούς και κληρονόμους και συγκληρονόμους μετά Σου της Βασιλείας των ουρανών, και απέναντι όλων αυτών ημείς δεν ευρίσκομεν τι να απολογηθώμεν· δια τούτο μη θελήσης να προχωρήσης εις κρίσιν του δούλου Σου, μη πραγματοποιήσης την απειλήν σου αναλόγως προς το μέγεθος των αμαρτιών μας· αλλά απόστρεψον το πρόσωπόν Σου από τας αμαρτίας μας και μη ζυγίσης ταύτας με τον ζυγόν της δικαιοσύνης Σου, αλλά κατά την φιλανθρωπίαν Σου· ελάττωσον το φορτίον των αμαρτιών μας και ρίψον εις τον ζυγόν αντιστάθμισμα τούτων το έλεός Σου, και παράβλεψον εκουσίως το βάρος των αμαρτιών μας· και μη εξετάσης με αυστηρότητα το πλήθος των ανομιών μας και σώσον ημάς ένεκεν του ελέους Σου, δια του οποίου εσώθησαν όλοι οι σωθέντες, διότι και τον Μωϋσήν ακόμη εάν αναφέρω, και αυτός δεν ήτο αναμάρτητος και άμεμπτος. Δια τούτο ζητώ να σωθώ αναλόγως προς την πίστιν μου· κατά την πίστιν μου και όχι κατά τα έργα μου, δια να είπης και προς εμέ Συ ο φιλάνθρωπος: «η πίστις σου σε έσωσε, πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. ζ: 50). Εις ουδένα εξ όσων συνεχώρησας, Δέσποτα, δεν είπες, τα καλά έργα σου σε έσωσαν, πορεύου εις ειρήνην· διότι πάσα η δικαιοσύνη ημών ενώπιόν σου αξίζει όσον εν ακάθαρτον ράκος αποκαθημένης (Ησ. ξδ: 6), δια τούτο και πάλιν λέγω «σώσον με ένεκεν του ελέους Σου», και το έλεός σου «είθε να με καταδιώκη καθ’ όλας τας ημέρας της ζωής μου» (Ψαλμ. κβ: 6), είθε να καταδιώκη το έλεός Σου εμέ, ο οποίος κακώς απεμακρύνθην από Σου, εμέ τον δραπέτην· εμέ, ο οποίος διαρκώς τρέχω προς την αμαρτίαν, είθε το έλεός Σου να με καταδιώξη και να με εμποδίση από την αμαρτίαν, και να με σφίγξη, όπως σφίγγουν τους ίππους με τους χαλινούς (Ψαλμ. λα: 9), εμέ ο οποίος δεν πλησιάζω προς Σε· διότι Συ είσαι ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος· δια τούτο δείξον το θαύμα του ελέους Σου εις εμέ, Συ ο οποίος σώζεις τους ελπίζοντας επί Σε. Συ ο οποίος παρέχεις εις ημάς περισσότερον έλεος από όσον Σου ζητούμεν. Ενεφανίσθη ενώπιόν Σου Κύριε, κάποτε ο χρεοφειλέτης των μυρίων ταλάντων, ο οποίος μόνον παράτασιν της προθεσμίας, Σου εζήτησε δια την εξόφλησιν του χρέους του, και Συ, ως φιλάνθρωπος, θα του εχάριζες εξ ολοκλήρου και τα μύρια τάλαντα, εάν μετά ταύτα δεν εμνησικάκει εναντίον του αδελφού του (Ματθ. ιη: 23 – 35). Επέστρεψε κάποτε προς Σε ο Άσωτος, παρακαλών να γίνη ως εις εκ των υπηρετών σου· Συ δε τον έκαμες υιόν και κληρονόμον Σου· ο ληστής Σου εζήτησε μόνον να τον ενθυμηθής εν τη Βασιλεία Σου, Συ δε αμέσως του εδώρισας ολόκληρον τον Παράδεισον· ήλθε προς Σε η πόρνη, κλαίουσα μόνο, και χωρίς να σου ζητήση τίποτε, έλαβε πολύ περισσότερα από όσα ήλπισε και εζήτησεν. Έκλαυσε κάποτε ο Πέτρος, ζητών την συγχώρησιν της αρνήσεώς του, Συ δε τον έκαμες κλειδούχον της Εκκλησίας Σου και της Βασιλείας των ουρανών. Διότι αυτήν την συνήθειαν έχεις, Κύριε· εις τους τελείως απηλπισμένους, εις εκείνους οι οποίοι δεν έχουν καμμίαν ελπίδα σωτηρίας, εις εκείνους οι οποίοι έχουν κατακρημνισθή εις τον πυθμένα του Άδου λόγω των αμαρτιών των, εις αυτούς να δεικνύης το μέγεθος της φιλανθρωπίας Σου. Δια τούτο και πάλιν λέγω και δεν θα παύσω να το λέγω· «σώσον με, Κύριε, ένεκεν του ελέους Σου, ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων Σου· εν δε τω Άδη τις εξομολογήσεταί Σοι»; (Ψαλμ. στ: 6). Δια τούτο σπεύδω, δια τούτο τρέμω, δια τούτο κατέχομαι από αγωνίαν, επειδή ακριβώς γνωρίζω, ότι όταν φθάση το τέλος της ζωής μου, εις τον Άδην δεν θα δυνηθώ πλέον να εξομολογηθώ ενώπιόν Σου, διότι εν τω Άδη δεν υπάρχει μετάνοια, δεν υπάρχει συγχώρησις μετά τον θάνατον, δεν είναι δυνατόν μέσα εις τον τάφον να λάβη κανείς άνεσιν. Η ζωή μας είναι μία πανήγυρις, και όταν διαλυθή η πανήγυρις, κανείς δεν ημπορεί πλέον να πραγματοποιήση εμπορικάς πράξεις· όταν περάση ο καιρός των αγώνων, ουδείς πλέον αγωνίζεται ούτε και στεφανώνεται όταν φθάση η νυξ, ούτε αγορά ούτε κέρδος υπάρχει. Άκουσον τι λέγει η Γραφή δια κάθε άνθρωπον, ο οποίος ετελείωσε την ζωήν του· «θάνατος ανδρί ανάπαυσις, συνέκλεισε γαρ ο Θεός κατ’ αυτού» (Ιώβ γ: 23). Ο θάνατος δηλαδή είναι ανάπαυσις δια τον άνθρωπον, διότι ο Θεός μετά τον θάνατον έθεσε τέρμα εις τους επιγείους πόνους του. Περιέφραξε, όπως λέγει το Εβραϊκόν κείμενον, την οδόν αυτού δια να μη δύναται να εξέλθη εκ της καταστάσεως αυτής. Όπου λοιπόν υπάρχει αποκλεισμός Θεού, ποία δυνατότης μετανοίας υπάρχει πλέον; Ο παρών βίος είναι η ζωή των κόπων, εκείνη είναι η ζωή των βραβείων. Η παρούσα ζωή είναι η ζωή, εις την οποίαν εκδηλούται η φιλανθρωπία του Θεού, εκείνη είναι η ζωή της αληθούς δικαιοκρισίας του Θεού· δια τούτο «σώσον με ένεκεν του ελέους Σου· ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων Σου· εν δε τω Άδη τις εξομολογήσεταί Σοι;». Ποίος; Ουδείς. Δια τούτο είναι ευτυχής εκείνος ο οποίος επρόφθασε να ετοιμασθή με επαρκή εφόδια, δια να μη καταλάβη και ημάς η νυκτερινή και σκοτεινή εκείνη δυστυχία, η οποία κατέλαβε τας μωράς παρθένους εκ της ελλείψεως ελαίου. Ταύτα γνωρίζων και κάποιος άλλος σοφός, παρακινεί ημάς και μας εξυπνά προς την προθυμίαν και λέγει· «ετοίμαζε εις την έξοδόν σου τα έργα σου και παρασκευάζου εις τον αγρόν» (Παρ. κδ: 27). Ως αγρόν δε εννοεί τον ανθρώπινον βίον· διότι «κάθε άνθρωπος ομοιάζει με χόρτον και πάσα δόξα ανθρώπου ομοιάζει με άνθος χόρτου» (Ησ. μ: 6). Ετοίμαζε εις την έξοδόν σου τα έργα σου και παρασκευάζου εις τον αγρόν «ότι άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού και ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει» (Ψαλμ. ρβ: 15) και «σκληρυνθείη και ξηρανθείη» (Ψαλμ. πθ: 6) και θα σκληρυνθή και θα ξηρανθή· και «υπό την φωνήν του στρουθίου (Εκκλ. ιβ: 4) πάσα βοτάνη θέλει αναστηθή, τουτέστιν «εν φωνή Αρχαγγέλου» (Α΄ Θεσ. δ: 16) «εν τη εσχάτη σάλπιγγι» (Α΄ Κορ. ιε: 52) πάσα σαρξ θα αναστή εκ των νεκρών. «Ετοίμαζε εις την έξοδόν σου τα έργα σου· και παρασκευάζου εις τον αγρόν». (Παρ. κδ: 27). Και πάλιν λέγει· «μιμνήσκου τα έσχατά σου και εις τον αιώνα ου μη αμαρτήσης» (Σειρ. ζ: 36), υπενθύμιζε εις τον εαυτόν σου τον θάνατόν σου και ουδέποτε θα αμαρτήσης. Την τελευταίαν του ώραν ενθυμούμενος ασφαλώς ο Προφήτης και έχων αδιακόπως εις την ψυχήν του τον φόβον της τρομεράς εκείνης ώρας του θανάτου, διαρκώς ευρίσκετο εις κατάνυξιν και διήρχετο τας νύκτας του με πένθος και κλαυθμόν. Δια τούτο και προσθέτει λέγων· «εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ: 7). Διότι ακριβώς εγνώριζεν, ότι εκείνοι οι οποίοι σπείρουν εις την γην ολίγας σταγόνας δακρύων εκ των οφθαλμών των, θα θερίσουν με αγαλλίασιν το χόρτον των ουρανών· «Πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον βάλλοντες τα σπέρματα αυτών, ερχόμενοι δε ήξουσιν εν αγαλλιάσει αίροντες τα δράγματα αυτών» (Ψαλμ. ρκε: 5 – 6). Έκλαιον δηλαδή όταν έσπειρον τα σπέρματα αυτών εις την γην, εις την ανάστασιν όμως θα φθάσουν με αγαλλίασιν, κρατούντες εις τας χείρας τα δράγματα αυτών (τα χειρόβολά των). Όπως δηλαδή εκαθαρίσθημεν δι’ ύδατος και Πνεύματος δια του Αγίου Βαπτίσματος, ούτω αναβαπτιζόμεθα και δια της θερμότητος των δακρύων και της θερμής κατανύξεως και καθαριζόμεθα από τας αμαρτίας και γινόμεθα μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος. Διότι ούτε το Βάπτισμα ούτε η αληθής κατάνυξις, την οποιαν φέρουν τα δάκρυα δίδεται ποτέ άνευ του Αγίου Πνεύματος. Και μη απορήσης δια τούτο· διότι πολλάς φοράς κατά την ιδίαν ώραν του Βαπτίσματος ευρέθη η κατάνυξις, η οποία υπάρχει εις ημάς· λαμβάνομεν βεβαίως την Χάριν και την άφεσιν των αμαρτιών κατά το Άγιον Βάπτισμα, όταν είμεθα ακόμη νήπια, αλλά όσον αυξάνομεν εις ηλικίαν δια των αμαρτιών μας μολύνομεν και σβύνομεν και την Χάριν και την άφεσιν· ημπορούμεν όμως δια των δακρύων, μέχρι των γηρατείων μας και της τελευταίας αναπνοής μας, καθημερινώς να βαπτιζώμεθα και να καθαριζώμεθα από τας αμαρτίας μας. Όπως λέγει και ο ψαλμός εν συνεχεία· λέγει δηλαδή· «εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου» (Ψαλμ. στ: 8), δηλαδή, εγέμισα ολόκληρος από ρύπον· εμεγάλωσα μαζί του· εγήρασα μαζί με τας αμαρτίας μου· αυτό βεβαίως θέλει να είπη το «επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου». Πρόσεξε όμως· μολονότι εγήρασεν εν αμαρτίαις και με τας αμαρτίας του και αφού επέρασε την ζωήν του με πάσαν ανομίαν, ο Προφήτης δεν απηλπίσθη δια την σωτηρίαν του· δεν έχασε τας ελπίδας του προς το έλεος του Θεού· δεν παρέδωσε τον εαυτόν του εις την αδιαφορίαν, αλλ’ εσώθη δια της κατανύξεως, δια της εξομολογήσεως εδικαιώθη· όλα δε αυτά δυνάμεθα να τα εκτελέσωμεν και εις τα γηρατεία μας και εις τας τελευταίας ημέρας της ζωής μας· εννοώ δηλαδή να κλαύσωμεν, να στενάξωμεν, να ομολογήσωμεν τας αμαρτίας μας, να παρακαλέσωμεν τον Θεόν. Τι συμβαίνει δε εις ημάς εξ όλων αυτών; Άκουσον· αφού δηλαδή είπεν, ότι επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου, κατόπιν δια της μετανοίας και της κατανύξεως, ως εάν ησθάνθη κάποιαν παρηγορίαν και συγχώρησιν και παρρησίαν και κάποιαν θείαν έλλαμψιν, τότε επιτιμά τους εχθρούς του και μάλιστα με κάποιαν αυστηρότητα και λέγει· «απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ: 9), φύγετε, απομακρυνθήτε από εμέ όλοι όσοι εργάζεσθε την ανομίαν· παύσατε να με ενοχλήτε, εντραπήτε, αναχωρήσατε μακράν εμού, διότι ο Κύριος εισήκουσε την δέησιν την οποίαν απηύθυνα προς Αυτόν εις το γήρας μου· «ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου. Εισήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο· αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου· αποστραφείησαν και αισχυνθείησαν σφόδρα δια τάχους» (Ψαλμ. στ: 11). Είδες την δύναμιν των δακρύων; Είδες τον καρπόν της εξομολογήσεως; Είδες την επί πολλά έτη διάπραξιν της αμαρτίας και την αναγέννησιν; Ναι, αλλά έχω συνηθίσει πλέον εις την αμαρτίαν, και δεν έχω πλέον την δύναμιν να εκτελώ τας εντολάς του Θεού. Τίποτε εξ αυτών μη είπης, μη προφασίζεσαι προφάσεις εν αμαρτίαις· εάν δε προφασίζεσαι, εγώ θα σου αποδείξω αμέσως, ότι και μόνον εάν θελήσης, και εις αυτά τα γηρατεία σου περισσότερον από την νεότητά σου είναι δυνατόν να τηρήσης τας εντολάς του Θεού. Αλλ’ όταν σε ερωτώ να μου απαντήσης όλην την αλήθειαν. Λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον· «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των ουρανώ» (Ματθ. ε: 3). Και πότε είναι ταπεινότερον το φρόνημά μας; Κατά την νεότητα ή κατά το γήρας μας; Είναι ολοφάνερον ότι κατά το γήρας, διότι η υπερηφάνεια είναι φυσικόν να συνυπάρχη με την νεότητα. «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε: 4). Ειπέ μου τώρα· ποίος είναι ευκολώτερος εις τα δάκρυα; Η νεότης ή το γήρας; «Μακάριοι οι πραείς», όλοι δεν παραδεχόμεθα ότι η νεότης είναι περισσότερον ευέξαπτος και εξοργίζεται ευκολώτερον, ενώ το γήρας είναι πραότερον; Καθ’ όμοιον τρόπον εάν εξετάσης μετά προσοχής θα εύρης ότι το γήρας είναι προθυμότερον και πλέον κατάλληλον δια την εκτέλεσιν πάσης εντολής του Θεού από την νεότητα. Διότι κατά την νεότητα και ο σωματικός έρως είναι ισχυρότερος εντός ημών, και η κάμινος της φιλαργυρίας μας φλογίζει, και τα περισσότερα πάθη, όπως η κενοδοξία και η φιλαυτία και η λαιμαργία και η μνησικακία και η πλεονεξία. Και όπως όταν παλαίουν δύο, εάν ο ένας είναι αδύνατος, οπωσδήποτε ο άλλος θα είναι δυνατώτερος, το ίδιον συμβαίνει και με την ψυχήν και το σώμα· όσον αι επιθυμίαι και αι ορέξεις του σώματος, με την πάροδον των ετών, γηράσκουν, εάν η ψυχή θελήση πραγματικώς, έχει όλην την απαιτουμένην ισχύν και δύναμιν δια την τήρησιν των εντολών του Θεού, και μάλιστα προς κατάνυξιν και δάκρυα, ως δάκρυα δε εννοώ τα κατά Θεόν. Διότι υπάρχουν δάκρυα φυσικά, όπως είναι εκείνα τα οποία χύνομεν, όταν θρηνούμεν προσφιλείς νεκρούς, και υπάρχουν δάκρυα σατανικά, τα οποία χύνουν πολλοί από κενοδοξίαν ή δι’ έρωτα σατανικόν. Υπάρχουν δάκρυα οφειλόμενα εις μέθην και απολαύσεις με αφθονίαν ποτών. Υπάρχουν δε και δάκρυα, τα οποία συντελούν εις τον καθαρισμόν μας, και τα οποία γεννώνται εντός ημών εκ φόβου Θεού και από την σκέψιν του θανάτου και της αιωνίου κολάσεως. Εάν επί πολύν χρόνον χύσωμεν τοιαύτα δάκρυα και καταβάλωμεν την απαιτουμένην προσπάθειαν, ερχόμεθα εις τα πνευματικά δάκρυα, έχοντες πλέον όχι φόβον αλλά πόθον προς τον Θεόν δια της παρακλήσεως και της ελλάμψεως και της αγαλλιάσεως, την οποίαν φέρει το Άγιον Πνεύμα. Τοιαύτα δάκρυα από θείον πόθον εδάκρυσε προς τον Θεόν ο ειπών «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ ξβ: 8) και εις άλλον Ψαλμόν λέγει· «εξεκαύθη η καρδία μου και οι νεφροί μου ηλλοιώθησαν… ο Θεός της καρδίας μου· και η μερίς μου ο Θεός εις τον αιώνα» (Ψαλμ. οβ: 21 – 26) ότι «επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου, η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» (Ψαλμ. πγ: 3). Τόσον πόθον είχε δια τον Θεόν και τόσα δάκρυα έχυνε κατά Θεόν η ψυχή του ψάλλοντος· «ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός» (Ψαλμ. μα: 2). Μήπως είναι άγνωστα εις τους περισσοτέρους από σας τα λεγόμενα; Αλλά δεν πρέπει, διότι δεν σας ομιλούμεν περί διατάξεως η οποία ευρίσκεται εις την άβυσσον, ούτε δια είδος το οποίον ευρίσκεται εις τας ερήμους και μάλιστα σπανίως, αλλά σας ομιλούμεν περί πράγματος το οποίον εδόθη μέσα εις τας καρδίας μας υπό του Χριστού, ο οποίος είπεν· «η Βασιλεία του Θεού (ήτοι το Πνεύμα το Άγιον), εντός υμών εστιν» (Λουκ. ιζ: 21), το Οποίον γεννά εις ημάς κατάνυξιν και δάκρυα, δια συγχώρησιν και αναγέννησιν και λύτρωσιν από την αμαρτίαν. Μεγάλη λοιπόν είναι η δύναμις των κατά Θεόν δακρύων, μεγάλη είναι η ενέργειά των, και μάρτυρες τούτου εις την Παλαιάν Γραφήν είναι οι Νινευίται, ο Εζεκίας, ο Ναβουχοδονόσορ, ο Μανασσής. Είναι αδιήγητον το βάθος και ακατάληπτον το πλάτος και το πλήθος και το πέλαγος των οικτιρμών του Θεού. Όταν ο Μανασσής εσώθη δια της μετανοίας, ποίος δεν σώζεται δια της μετανοίας, όταν βεβαίως μετανοήση ολοψύχως; Τι μου λέγεις ότι επόρνευσα, εμοίχευσα, εφόνευσα, εγήρασα μέσα εις την αμαρτίαν και δεν είναι δυνατόν να σωθώ; Διατί τα λέγεις αυτά; Εάν ο Θεός εδέχθη και συνεχώρησε τον Μανασσήν, όταν μετενόησε, τότε τολμώ να είπω, ότι και τον διάβολον, εάν ολοψύχως μετανοήση, θα τον συγχωρήση. Ποίος άραγε διέπραξε τόσας αμαρτίας όσας ο Μανασσής, ο οποίος επί πεντήκοντα δύο έτη έπεισε τους Ισραηλίτας να λατρεύουν και να προσκυνούν τα είδωλα; Ειπέ μου πόσαι χιλιάδες απέθανον εις το διάστημα των πεντήκοντα δύο εκείνων ετών και απήλθον εις την απώλειαν; Και την αμαρτίαν των ανθρώπων αυτών την έφερε και την εχρεώστει ο Μανασσής· και όμως το πλήθος των αμαρτιών αυτών δεν ενίκησε την φιλανθρωπίαν του Θεού. Λέγουν δηλαδή οι αρχαίοι ιστοριογράφοι, ότι όταν ο Μανασσής ο βασιλεύς των Ισραηλιτών απήχθη αιχμάλωτος εις την Βαβυλώνα της Περσίας, εκλείσθη υπό του βασιλέως των Περσών μέσα εις το είδωλον ενός ζώου. Και όταν ευρίσκετο μέσα εις το είδωλον εκείνο, τότε προσηυχήθη μετά δακρύων την προσευχήν του και κατά πρόσταγμα του Θεού και εκ της φιλανθρωπίας Αυτού διερράγη το είδωλον και εξήλθεν ο Μανασσής και διεσώθη υπό θείου Αγγέλου, όστις τον έφερεν εις την Ιερουσαλήμ και εκεί απέθανεν εν μετανοία και εξομολογήσει. Πρόσεξε ότι πράγματι απέραντον είναι το πέλαγος των οικτιρμών και του ελέους του μόνου αγαθού και φιλανθρώπου Θεού, ο Οποίος σώζει και ελεεί δωρεάν όσους καταφύγουν προς Αυτόν· πραγματικώς δωρεάν, διότι, ειπέ μου, τι παρουσίασεν ο Μανασσής εις τον Θεόν εις αντιστάθμισμα του κρίματός του δια τη απώλειαν τόσων χιλιάδων ψυχών, αι οποίαι κατεδικάσθησαν εις την γέενναν του πυρός και απωλέσθησαν δι’ αυτού; Αλλ’ επειδή μετενόησεν ειλικρινώς και κατέφυγε προς τον Θεόν και έρριψεν εαυτόν εις τους οικτιρμούς του Θεού, δια τούτο ηξιώθη και της φιλανθρωπίας Αυτού. Eάν όμως θέλης, θα σου αναφέρω και άλλας ιστορικάς διηγήσεις, αι οποίαι μας παρακινούν προς μετάνοιαν και επιστροφήν προς τον Θεόν. Γράφει επί παραδείγματι ο Κλήμης ο εξ Αλεξανδρείας ιστορικός, περί Ιωάννου του Θεολόγου, ότι  ελθών ποτε εις πόλιν τινά της Ασίας ο μαθητής του Χριστού Ιωάννης κατά τας περιοδείας αυτού, εύρε νέον τινά, όστις ήτο εστολισμένος με σωματικήν ωραιότητα και δύναμιν και ανάστημα. Αγαπήσας την ψυχήν του νέου αυτού ο Ιωάννης, τον συνεβούλευσε να γίνη Χριστιανός. Όταν λοιπόν ο νέος επείσθη, τον ωδήγησε προς τον Επίσκοπον της πόλεως δια να τον κατηχήση, λέγων προς αυτόν· «Τον νέον αυτόν, ω Επίσκοπε, τον εμπιστεύομαι εις σε, και έχω ως μάρτυρα τον Θεόν και όλους τους Χριστιανούς της πόλεως ταύτης». Αφού είπεν αυτά ο Ιωάννης, ανεχώρησεν εις άλλας περιοχάς δια να συνεχίση το κήρυγμα της Πίστεως. Ο δε Επίσκοπος, αφού παρέλαβε τον νέον, τον συνεβούλευε, τον κατήχει, τον εφύλαττε, τον εδίδασκε και τον επρόσεχε, και μάλιστα ύστερα από ολίγον καιρόν τον εβάπτισε και τον έκαμε Χριστιανόν. Και λοιπόν, ως εάν ησφάλισε τούτον από κάθε κίνδυνον δια του Αγίου Βαπτίσματος, δεν τον συνεβούλευε και δεν τον καθωδήγει πλέον όπως πρωτύτερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, δοθείσης της ευκαιρίας, συνεδέθησαν με τον νέον νεωτερισταί τινες, διαφθορείς και εξώλεις και κακής θελήσεως άνθρωποι. Και κατ’ αρχάς μεν τον παρέσυραν εις δείπνα πολυτελή και εις οινοποσίαν και εις σχέσεις με πόρνας και εις διανυκτερεύσεις και κατόπιν εις κλοπάς τινάς και λωποδυσίας. Και εις το τέλος, αφού τον παρέσυραν εις τα όρη, τον ανεκήρυξαν και λήσταρχον, επειδή ήτο πολύ μεγάλος κατά το ανάστημα και την δύναμιν του σώματος και τον έκαμαν σκληρόν και άσπλαγχνον και απάνθρωπον και φοβερόν και άθεον. Παρήλθον αρκετά έτη μετά ταύτα και ο Ιωάννης ο Θεολόγος επανήλθεν εις την Έφεσον. Τότε ενώπιον όλων λέγει προς τον Επίσκοπον· «Φέρε μου, ω Επίσκοπε, την παρακαταθήκην, την οποίαν ενεπιστεύθην εις σε, ενώπιον του Θεού και των Χριστιανών της Εκκλησίας ταύτης». Ο δε Επίσκοπος, απορήσας εις τους λόγους του Αποστόλου, ενόμιζεν ότι ο Ιωάννης του εζήτει χρηματικόν ποσόν το οποίον του ενεπιστεύθη και ήθελε να αναλάβη. Όταν λοιπόν ο Ιωάννης τον είδε να απορή και να ευρίσκεται εις αμηχανίαν, λέγει προς τον Επίσκοπον· «Φέρε μου λοιπόν, ω Επίσκοπε, τον νέον, τον οποίον ενεπιστεύθην εις σε, διότι σε έκρινα άξιον εμπιστοσύνης». Όταν ήκουσε τούτο ο Επίσκοπος, στενάξας βαθέως είπεν· «Ο νέος εκείνος απέθανε». Τότε ο Ιωάννης ηρώτησε· «Κατά ποίον τρόπον;» Ο δε Επίσκοπος προσέθεσεν· «Εννοώ τον ψυχικόν θάνατον, ότι απέθανεν· διότι έγινε πονηρός και κακούργος· και εις το τέλος έγινε ληστής και μάλιστα σκληρότατος». Όταν ήκουσε ταύτα ο Ιωάννης λέγει προς τον Επίσκοπον· «Σε καλόν φύλακα, ω Επίσκοπε, ενεπιστεύθην την ψυχήν του νέου· καλόν Ποιμένα του προβάτου του Χριστού σε έκαμα· φέρετέ μου όμως γρήγορα ένα ίππον και δώσατέ μου οδηγούς τινάς, δια να μου δείξουν τον δρόμον, ο οποίος θα με οδηγήση μέχρι του νέου». Και ο Ιωάννης αναβάς αμέσως εις τον ίππον από την Εκκλησίαν, εκάλπαζεν όσον ηδύνατο ταχύτερον, αποφασισμένος να φέρη οπίσω το απολωλός πρόβατον. Φθάσας λοιπόν εις τα όρη, όπου ευρίσκετο το καταφύγιον των ληστών, συνελήφθη από τους σκοπούς χωρίς να προβάλη καμμίαν αντίρρησιν, χωρίς να στενοχωρήται, μόνον διαρκώς έλεγεν, ότι δι’ αυτό ήλθα, οδηγήσατέ με προς τον αρχηγόν σας. Εκείνος δε εστέκετο ωπλισμένος και μόλις αντίκρυσε τον Ιωάννην να έρχεται προς το μέρος του, εντραπείς, ήρχισε να φεύγη τρέχων. Ο δε Ιωάννης, ως να ελησμόνησε το γήρας του, κατεδίωκε με ορμήν τον νέον, λέγων προς αυτόν· «Διατί αποφεύγεις, τέκνον μου, τον πατέρα σου; Διατί με βασανίζεις; Λυπήσου με τον ξένον, τον γυμνόν, τον γέροντα, τον αδύνατον, τον πτωχόν· στάσου, μη φοβείσαι, έχεις ελπίδας σωτηρίας, εγώ να δώσω απολογίαν δια λογαριασμόν σου, εγώ να θυσιάσω την ζωήν μου δια σε, όπως ο Κύριος προς χάριν ημών· μη φοβείσαι, τέκνον μου, εγώ υπέρ σου υπομένω θάνατον, εις βάρος μου το αίμα, το οποίον έχυσες, εις εμέ το φορτίον των αμαρτιών σου, εις τον ιδικόν μου λαιμόν». Κατ’ αυτόν τον τρόπον εσταμάτησεν ο νέος· επέταξε τα όπλα του και τρέμων και κλαίων σφοδρώς επλησίασε τον Ιωάννην και τον ησπάζετο με λυγμούς και δάκρυα, χωρίς να έχη την δύναμιν να ομιλήση, ίνα δικαιολογηθή και μόνον την δεξιάν του χείρα, καταιματωμένην, εδείκνυεν εις τον Ιωάννην. Ο δε Ιωάννης κατεφίλει την δεξιάν χείρα τού ληστού, ως καθαρισθείσαν ήδη δια των δακρύων του, και δεν εσταμάτησε μέχρις ότου παρέλαβε μαζί του τον νέον και τον επανέφερε πάλιν εις την Εκκλησίαν, δώσαντα παράδειγμα ειλικρινούς μετανοίας και παράδειγμα αναστάσεως αντιληπτής δια των οφθαλμών. Και ότι είναι αξιοπίστευτος η ιστορία αυτή μαρτυρεί μεν ο ληστής, ο οποίος με τον λόγον της πίστεως εσώθη επάνω εις τον Σταυρόν, τον βεβαιώνουν δε και πλείστοι αμαρτωλοί, οι οποίοι εσώθησαν δια της μετανοίας, μεταξύ των οποίων και ο σωθείς εις την ιδικήν μας εποχήν επί της βασιλείας του αυτοκράτορος Μαυρικίου. Κατά την εποχήν δηλαδή εκείνην υπήρχεν εις τα μέρη της Θράκης αρχιληστής τις τόσον σκληρός και απάνθρωπος, ώστε κανείς δεν ετόλμα να περάση από τα μέρη εις τα οποία έδρα αυτός. Αφού λοιπόν τον ληστήν αυτόν επεχείρησαν να συλλάβουν με διάφορα τεχνάσματα πολλοί στρατιώται και ληστοδιώκται και δεν κατώρθωσαν, ακούσας περί αυτού ο ευσεβέστατος βασιλεύς Μαυρίκιος, απέστειλεν εις τον αρχιληστήν δια τινος νέου τα ιδικά του φυλακτά. Ο δε αρχιληστής, ως δια συνεργείας του Θεού, εντραπείς τον λόγον του βασιλέως, απέβαλε το ληστρικόν ύφος και με πραότητα προβάτου κατήλθε και έπεσεν εις τους πόδας του βασιλέως με ταπεινοφροσύνην. Μετά ταύτα, αφού επέρασαν ολίγαι ημέραι, ο ληστής ησθένησε και καταληφθείς από πυρετόν έκειτο εις το νοσοκομείον το λεγόμενον του Σαμψών, πιών δε πολύν οίνον, περιήλθεν εις κατάστασιν παραφροσύνης, αλλά μετ’ ολίγον συνήλθεν. Όταν πλέον ενύκτωσε, βλέπων ότι η κατάστασίς του εβάρυνε και ότι οπωσδήποτε επλησίαζε το τέλος της ζωής του, ήρχισε να ικετεύη τον πανοικτίρμονα Θεόν και με δάκρυα εξωμολογείτο τας αμαρτίας του και εζήτει συγχώρησιν από τον Θεόν λέγων· «Δεν ζητώ, κάτι το οποίον είναι ξένον δια σε, Δέσποτα φιλάνθρωπε· όπως δηλαδή εις ένα ληστήν πριν από εμέ, ούτω και εις εμέ κάμε το θαύμα του ελέους σου και δέξου τούτον τον θρήνοντης ώρας του θανάτου μου, τον οποίον θρηνώ κείμενος εις την επιθανάτιον κλίνην. Και όπως εδέχθης εκείνους, οι οποίοι ήλθον προς σε μετά την ενδεκάτην ώραν χωρίς να έχουν επιτελέσει κανέν αξιόλογον έργον, ούτω δέξαι και τα ιδικά μου δάκρυα, και βάπτισόν με και καθάρισόν με από τας αμαρτίας μου, συγχωρών αυτάς κατά την ώραν του θανάτου, όπως κατά το βάπτισμα. Μη μου ζητήσης τίποτε περισσότερον· δεν μου το επιτρέπει η ώρα, διότι πλησιάζουν ήδη οι εκσπηλευταί μου· αλλά μη αντιτείνης, μη ζητήσης από εμέ το αγαθόν· διότι με εκυρίευσαν αι ανομίαι μου και ήδη έφθασα εις το τέλος του βίου βεβαρημένος με αμέτρητα χρέη· αλλ’ όπως εδέχθης τον πικρότατον κλαυθμόν του Πέτρου του Αποστόλου Σου, ούτω δέξαι και τον ιδικόν μου, φιλάνθρωπε Κύριε, χύνων τα δάκρυά μου ταύτα επάνω εις το χειρόγραφον των αμαρτιών μου και εξαλείφων τα αμέτρητα αμαρτήματά μου με τον σπόγγον της ευσπλαγχνίας σου». Ταύτα και τα τοιαύτα λέγων επί πολλάς ώρας ο ληστής εξομολογούμενος και σπογγίζων τα δάκρυά του με τον κεφαλόδεσμόν του, παρέδωκε το πνεύμα, καθώς διηγήθησαν οι κοιμώμενοι πλησίον αυτού. Αρχίατρος δε τις, ο οποίος επεσκέπτετο το νοσοκομείον εκείνο, κοιμώμενος εις την οικίαν του βλέπει κατά την ιδίαν ώραν, κατά την οποίαν απέθνησκεν ο ληστής, πολλούς αιθίοπας, οι οποίοι ήλθον παρά την κλίνην του ληστού, κρατούντες εις τας χείρας των πολλούς χάρτας εις τους οποίους ήσαν αναγεγραμμένα τα αμαρτήματά του. Ύστερα είδε δύο φωτεινούς άνδρας, οίτινες έφεραν και ζυγόν και αφού οι αιθίοπες ετοποθέτησαν εις τον ένα δίσκον όλα τα χειρόγραφα του ληστού, η πλάστιγξ έκλινε προς την μίαν πλευράν· ο άλλος δίσκος κενός και ελαφρός ήτο ανυψωμένος. Λέγουν λοιπόν οι δύο φωτεινοί Άγγελοι· «Ιδού ημείς δεν έχομεν τίποτε να παρουσιάσωμεν». Λέγει τότε ο εις προς τον άλλον· «Τι είναι δυνατόν να είπωμεν; Ούτε δέκα ημέραι δεν έχουν παρέλθει, αφ’ ότου έπαυσε τους φόνους και αφήκε το ληστρικόν καταφύγιόν του, τι καλόν ζητούμεν παρ’ αυτού;». Και ενώ έλεγον ταύτα, τους είδε να ψάχνουν εις την κλίνην του, μήπως εύρουν και αυτοί κανέν αγαθόν. Και όταν ο εις εύρε τον κεφαλόδεσμον, με τον οποίον ο ληστής εσπόγγιζε τα δάκρυά του, λέγει προς τον σύντροφόν του· «Τούτο είναι το μανδήλιον της κεφαλής του με το οποίον εσφόγγιζε τα δάκρυά του, ας το βάλωμεν εις τον δίσκον του ζυγού και μαζί με αυτό και την φιλανθρωπίαν του Θεού και ίσως επιτύχωμεν τίποτε»! Ευθύς τότε ως ετοποθέτησαν μόνον τον κεφαλόδεσμον εις τον ανυψωμένον δίσκον του ζυγού, η πλάστιγξ έκλινεν από το βάρος προς το μέρος εκείνο και όλα τα χειρόγραφα, τα οποία ευρίσκοντο εις τον άλλον διεσκορπίσθησαν. Οι Άγγελοι βλέποντες τούτο με μίαν φωνήν εφώναξαν· «Ενίκησεν η φιλανθρωπία του Δεσπότου». Και παραλαβόντες την ψυχήν του ληστού την επήραν μεθ’ εαυτών, οι δε αιθίοπες έφυγον κατησχυμμένοι. Ιδών ταύτα ο ιατρός εις τον ύπνον του, αμέσως εξύπνησε, εφόρεσε τα ενδύματά του και ήλθε τρέχων εις το νοσοκομείον και ελθών πλησίον της κλίνης του ληστού, το μεν σώμα του ληστού εύρεν ακόμη θερμόν, την δε ψυχήν αυτού απελθούσαν προς Κύριον, και το μανδήλιον τοποθετημένον επί των οφθαλμών του και βρεγμένον από τα δάκρυα. Αφού λοιπόν ο ιατρός έμαθεν από εκείνους, οι οποίοι εκοιμώντο πλησίον του ληστού την εξομολόγησιν την οποίαν έκαμεν ο ληστής προς τον Θεόν, παρέλαβε το μανδήλιον και παρουσιάσθη εις τον ευσεβέστατον βασιλέα και αφού ανέφερεν εις αυτόν όσα είδεν εις το όνειρόν του και όσα ήκουσε από εκείνους οι οποίοι εκοιμώντο πλησίον του ληστού και του έδειξε και τον κεφαλόδεσμον, είπεν εις τον βασιλέα· «Ας ευχαριστήσωμεν τον Θεόν, ευσεβέστατε βασιλεύ. Γνωρίζομεν ότι ένας ληστής εσώθη δια της εξομολογήσεως όταν εσταυρώνετο ο Βασιλεύς των ουρανών· είδομεν όμως και άλλον ληστήν, ο οποίος δια της εξομολογήσεως των αμαρτιών του εσώθη επί της ιδικής σου βασιλείας». Και όταν μεν ακούωμεν ταύτα, πιστεύομεν ότι είναι αληθή· όμως καλόν είναι να προλάβωμεν την ώραν του θανάτου μας και να προετοιμασθώμεν δια της μετανοίας· διότι πόσοι, ειπέ μου, αρπάζονται εξαφνικά από την παρούσαν ζωήν χωρίς να προφθάσουν ούτε να λαλήσουν ούτε να δακρύσουν ούτε διαθήκην να κάμουν; Και ποίος δε σε διαβεβαιώνει ότι κατά την ώραν εκείνην θα εύρης τα αναγκαία δάκρυα δια να προσφέρης εις τον Θεόν, όσα προσέφερε και ο ληστής εκείνος; Δια τούτο ας μη περιμένωμεν, ούτε να λογαριάζωμεν, ότι κατά την προσέγγισιν του θανάτου θα εξομολογηθώμεν εις τον Θεόν, αλλά μάλλον ας «προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει» (Ψαλμ. 94: 2). Βεβαίως δεν έγραψα ταύτα δια να αποχαυνώσω τας ψυχάς σας, αλλά δια να τας παρακινήσω εις εξομολόγησιν, όχι δια να σας κάμω αμελεστέρους, αλλά προθυμοτέρους. Ώστε αφού αγωνισθώμεν καλώς εις το στάδιον των νηστειών και γίνωμεν άξιοι της στεφάνων της νίκης και της συγχωρήσεως των αμαρτιών μας, αξιωθώμεν και της Βασιλείας των ουρανών. Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί δόξα, άμα τω Αγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου