Του Οσίου Νείλου του Σιναϊτου.
Αφού ηχμαλώτισαν και εφόνευσαν τους εν Σινά και Ραϊθώ Οσίους οι ανόσιοι
βάρβαροι, επήγα εις την Φαράν και εκεί ήκουσα τινας και επαινούσαν την ησυχίαν
και την ενεκωμίαζον λέγοντες, ότι είναι σωτηρίας αιτία εις πολλούς, και
βελτιώνει την ψυχικήν κατάστασιν, μη έχουσα τινά ταραχήν ή σύγχυσιν, και
αναβιβάζει τον νουν εις την θείαν επίγνωσιν, ήτις είναι η αληθινή μακαριότης
και μακαρία απόλαυσις. Εγώ δε ταύτα ακούσας εδάκρυσα δια τον υιόν μου
Θεόδουλον, ενθυμούμενος, ότι δια την ησυχίαν αυτήν τον υστερήθην και μου τον
επήραν οι βάρβαροι. Τότε οι Χριστιανοί βλέποντές με ούτω περίλυπον και
δακρύοντα, με ηρώτησαν την αιτίαν της τοιαύτης μου θλίψεως· και τους απεκρίθην
λέγων: «Την αυτήν γνώμην είχον και εγώ δια την ησυχίαν, αδελφοί φίλτατοι, αλλά
δι’ αυτήν έπαθα μεγάλην συμφοράν και υστερήθην τον υιόν μου, τον οποίον είχον
φως των οφθαλμών μου.