Του Οσίου Νείλου του Σιναϊτου.
Αφού ηχμαλώτισαν και εφόνευσαν τους εν Σινά και Ραϊθώ Οσίους οι ανόσιοι
βάρβαροι, επήγα εις την Φαράν και εκεί ήκουσα τινας και επαινούσαν την ησυχίαν
και την ενεκωμίαζον λέγοντες, ότι είναι σωτηρίας αιτία εις πολλούς, και
βελτιώνει την ψυχικήν κατάστασιν, μη έχουσα τινά ταραχήν ή σύγχυσιν, και
αναβιβάζει τον νουν εις την θείαν επίγνωσιν, ήτις είναι η αληθινή μακαριότης
και μακαρία απόλαυσις. Εγώ δε ταύτα ακούσας εδάκρυσα δια τον υιόν μου
Θεόδουλον, ενθυμούμενος, ότι δια την ησυχίαν αυτήν τον υστερήθην και μου τον
επήραν οι βάρβαροι. Τότε οι Χριστιανοί βλέποντές με ούτω περίλυπον και
δακρύοντα, με ηρώτησαν την αιτίαν της τοιαύτης μου θλίψεως· και τους απεκρίθην
λέγων: «Την αυτήν γνώμην είχον και εγώ δια την ησυχίαν, αδελφοί φίλτατοι, αλλά
δι’ αυτήν έπαθα μεγάλην συμφοράν και υστερήθην τον υιόν μου, τον οποίον είχον
φως των οφθαλμών μου.
Τώρα δε θρηνώ και λυπούμαι απαραμύθητα, μη ηξεύρων τι
έγινε· νομίζω ότι θυσίαν θα τον έκαμαν οι βάρβαροι, οίτινες τον επήραν
αιχμάλωτον, ή ότι θα τον βασανίζωσι ζωντανόν με κίνδυνον απωλείας της ψυχής
αυτού». Τότε οι Χριστιανοί εκείνοι είπον προς με: «Σε παρακαλούμεν να μας είπης
λεπτομερώς την υπόθεσιν». Όθεν εγώ βλέπων, πως είχον πόθον να ακούσουν τα πάθη
μου, τους απεκρίθην ούτω λέγων· «Εγώ ο δυστυχής είχον δύο υιούς και επιθυμών να
αναχωρήσω εις τόπον έρημον, να εύρω την σωτηρίαν μου, συνεφώνησα με την συμβίαν
μου, να της αφήσω το ένα τέκνον μας δια παρηγορίαν της και κυβέρνησιν και το
άλλο να πάρω εγώ δια συνοδείαν μου και παράκλησιν. Άφησα λοιπόν τον ένα υιόν,
και εγώ επήρα τον άλλον, ονόματι Θεόδουλον, και ούτω λαβών από ταύτην
συγχώρησιν, εχωρίσθημεν ο ένας τον άλλον κλαίοντες αμφότεροι, επειδή πολύ
μεγάλος είναι ο πόνος να χωρίση ένα ανδρόγυνον, που επέρασε ειρηνικά χρόνους
πολλούς με πολλήν αγάπην σαρκός, καθώς ο Θεός τους συνέζευξεν. Αυτή δε μάλιστα,
ως γυνή ασθενής, εθλίβετο περισσότερον, όμως εγώ την παρηγόρησα με διαφόρους
λόγους της θείας Γραφής, λέγων εις αυτήν, ότι έμελλε να απολαύσωμεν εις την
ουράνιον Βασιλείαν ηδονήν άρρητον δια τον χωρισμόν αυτόν και την διάζευξιν. Και
ούτω μετά βίας την έπεισα και ησύχασεν. Εγώ δε ήλθον με τον Θεόδουλον εις την
έρημον του Σινά, ο δε Θεόδουλος ήτο μικρόν παιδίον, όμως διήγε τόσον φρονίμως
και εναρέτως, ώστε εθαύμαζα και εδόξαζα τον Θεόν, ότι τον εφώτιζε και τον
ενεδυνάμωνε να φυλάττη ακριβώς την κακοπάθειαν της Ασκήσεως. Ούτω λοιπόν
επεράσαμεν εις τον λιμένα της ησυχίας χρόνους πολλούς ειρηνικώς και αταράχως.
Έπειτα εφθόνησεν ο μισόκαλος και παρεκίνησε τους βαρβάρους να έλθουν εις την
Σκήτην, όπου ήσαν και πολλοί άλλοι Ερημίται, δια να μας φονεύσουν. Όταν λοιπόν
έφθασαν οι ανόσιοι εις την Οσίαν εκείνην Σύναξιν, άλλους μεν έσφαξαν οι
άσπλαγχνοι, άλλους ηχμαλώτισαν με τον Θεόδουλον, ήτοι τους νεωτέρους, δια την
υπηρεσίαν των. Εγώ δε με άλλους τινάς εφύγομεν, όμως πάλιν βλέπων από μακράν το
τέκνον μου, ότι το έπαιρναν οι βάρβαροι, δεν είχον καρδίαν να φύγω, ούτε ποσώς
δύναμιν· και εσκεπτόμην να επιστρέψω οπίσω, να κάμω τρόπον να δυνηθώ να το
λυτρώσω, ή καν να κόψουν και εμένα να σωθώ από την μέριμναν. Αλλά ο Θεόδουλος
μού έκαμε νεύμα με τους οφθαλμούς του να φύγω το γρηγορώτερον. Όθεν ο δυστυχής
ευρεθείς εις δύσκολον θέσιν και άνευ της θελήσεώς μου έφυγα σωματικώς προς το
όρος, ακολουθών τους άλλους, οίτινες έτρεχον εμπρός μου. Όμως η ψυχή, η καρδία
και ο νους μου όλος ήτο εις τον Θεόδουλον και πολλάκις έστρεφον την όψιν και
τον παρετήρουν, έως ότου απεμακρύνθη. Τότε πλέον, όταν δεν τον έβλεπον, έκλαιον
δια τους Οσίους προς τον Θεόν, που εφόνευσαν οι ανόσιοι αδίκως, συνάμα και δια
το ηγαπημένον μου τέκνον λέγων ταύτα: «Ω τρισόλβιοι Πατέρες και τρισμακάριοι,
που είναι οι πόνοι της εγκρατείας σας και της καρτερίας σας οι κάματοι; Αυτά
είναι αληθώς τα βραβεία και η πληρωμή της μακράς αθλήσεώς σας; Άραγε έγινεν ο
κόπος της δικαιοσύνης σας και της αρετής ο κάματος ανωφελής και μάταιος, και
σας άφησεν αβοηθήτους η θεία Πρόνοια, και εφονεύθητε από τους αδίκους και
ασεβείς, οι ευσεβέστατοι και δίκαιοι; Πως δεν έπεσε πυρ από τους ουρανούς να
κατακαύση τους αλάστορας ή να σχισθή η γη να τους καταπίη εις την άβυσσον; Τι
έγινε τώρα η θεία δίκη, όπου επόντισε τόσας χιλιάδας Φαραωνίτας εις την
θάλασσαν, και δεν επαίδευσεν αυτούς τους αδίκους δικαίως, αλλά τους άφησε και
εφόνευσαν τόσους δούλους του Χριστού εναρέτους και δικαίους άδικα; Συ, τέκνον
μου Θεόδουλε, τάχα ζης ακόμη ή σε εφόνευσαν οι βάρβαροι; Εάν απέθανες, ποίος
τόπος εδέχθη το αίμα σου; Και ποία πετεινά έφαγον τα μέλη σου; Να ήτο εύκολον
να είχον και εγώ ένα μέρος από το άγιόν σου λείψανον εις ολίγην παρηγορίαν
μου». Αυτά και έτερα πλείστα παράλογα έλεγον από την πολλήν μου λύπην και το
παράπονον. Οι μεν λοιπόν βάρβαροι, όταν εφόνευσαν τους Αγίους και επήραν όσα
ρούχα ήσαν κάπως άξια λόγου, ανεχώρησαν φέροντες μαζί των και τους αιχμαλώτους.
Ημείς δε κατέβημεν από το όρος όταν ενύκτωσε και ενεταφιάσαμεν των Αγίων τα
άγια λείψανα. Ένας από αυτούς τους Οσίους, ονομαζόμενος και αυτός Θεόδουλος,
ανέπνεεν ακόμη και λέγει εις ημάς: «Μη θαυμάζετε εις αυτάς τας θλίψεις, αδελφοί
εν Χριστώ φίλτατοι, ότι ούτως έχει ο δαίμων συνήθειαν, να ζητή από τον Κύριον
θέλημα να πειράζη τους δούλους του· και τον αφήνει ο δίκαιος Κριτής δια να
καταισχυνθή αυτός ο μισόκαλος, οι δε Άγιοι να λάβουν εις την Βασιλείαν Αυτού
περισσοτέραν δόξαν και διπλούν τον στέφανον». Ταύτα λέγων και έτερα προς
νουθεσίαν μας, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο καλλιμάρτυς
Θεόδουλος, και τον ενεταφιάσαμεν με τους άλλους Αγίους Πατέρας, οι οποίοι
ετελειώθησαν εις τας δέκα τέσσαρας (14) του μηνός Ιανουαρίου. Καθώς διηγούμην
ταύτα προς τους άνωθεν της Φαράν, βλέπομεν και έφθασεν ένας Οσιος από εκείνους
τους οποίους ηχμαλώτισαν οι βάρβαροι, και ερωτήσας αυτόν, πως ηδυνήθη να φύγη,
αυτός απεκρίθη εις εμέ λέγων: «Μίαν νύκτα, αφού εδείπνησαν οι βάρβαροι,
εμελετουσαν ότι το πρωϊ, όταν έβγη ο αυγερινός θα θυσιάσουν εμέ και τον
Θεόδουλον. Και ητοίμασαν αφ’ εσπέρας τα ξύλα, τον βωμόν και πάντα τα
χρειαζόμενα· και ούτως αυτοί μεν ήσαν χορτάτοι από οίνον πολύν και βρώματα.
Όθεν βλέπων αυτούς ότι εβαρυκοιμήθησαν, κατά το μεσονύκτιον εσύρθην από τον
τόπον μου ησύχως και περιεπάτουν αταράχως δια να μη γίνω αντιληπτός. Τούτο δε
το έκαμα, διότι μου είπε κάποιος αδελφός, όστις εγνώριζε την γλώσσαν των
βαρβάρων, και το ήκουσεν ότι εβούλοντο να μας θυσιάσουν την αύριον, ο δε υιός
σου έμεινεν. Δεν γνωρίζω όμως εάν τον εθανάτωσαν ή όχι. Διότι, ευθύς ως
απεμακρύνθην ολίγον, έτρεχον όσον ηδυνάμην με φόβον πολύν, μήπως έλθη τις
κατόπιν και με φθάση, και μάρτυς μου ο Κύριος ακόμη τρέμει η καρδία μου,
ενθυμούμενος τους φόνους όπου ετέλεσαν οι ανόσιοι. Διότι όπως εβαδίζαμεν μας έσυραν οι βάρβαροι δεδεμένους, και δεν
επορεύοντο ουδόλως από τον καλόν δρόμον, αλλά από τα βουνά και τας φάραγγας.
Όταν ενύκτωσεν, έμειναν εις ένα τόπον πεδινόν, όπου είχεν ύδωρ εύγεστον. Εκεί εφόνευσαν
ένα νέον· και πρώτον μεν εκτύπησαν αυτόν με μάχαιραν εις τον τράχηλον και πεσών
εις την γην εταράσσετο ώραν πολλήν, ότι σκοπίμως δεν τον ετελείωσαν οι
άσπλαγχνοι δια να τυραννήται μεν αυτός, αυτοί δε οι αιμοβόροι και θηριόγνωμοι
να χαίρωνται βλέποντες. Ούτω λοιπόν βασανιζόμενον τον έρριψαν εις το πυρ, εις
το οποίον ομοίως εσπάρασσεν ως το οψάριον και εκτύπα τας χείρας και τους πόδας
του εις τα κάρβουνα και πολλάς φοράς εδοκίμαζε να σηκωθή και πάλιν έπιπτεν.
Ούτω λοιπόν ετελειώθη ο πολυώνυμος. Το πρωϊ πάλιν είδον εις το έναντι όρος
κελλίον μικρότατον και τρέχοντες τινές από αυτούς εισήλθον εις το σπήλαιον· και
ευρίσκοντες ένα ερημίτην, τον έσυραν έξω χαίροντες, χαίροντα και μηδέν σκυθρωπάζοντα,
αλλά φαιδρόν εις το πρόσωπον, τον οποίον εφόνευσαν αλαλάζοντες με πέτρες, ότι
δεν εκράτουν τα ξίφη των. Έπειτα προχωρούντες παρεμπρός εύρον ένα νεώτερον,
χλωμόν εις την όψιν από την πολλήν εγκράτειαν, και τον ετελείωσαν και αυτόν
ομοίως με λίθους, οι λίθινοι όντως και άσπλαγχνοι. Ο οποίος όταν εδέχετο τας
πληγάς ευχαριστούσε τους φονευτάς του, διότι δια του προσκαίρου θανάτου τού
επροξένησαν ζωήν αιώνιον. Μετά ταύτα έλαβον τα πράγματα και τα λάφυρά των και
προχωρούντες παρεμπρός εύρον ένα μειράκιον, ήτοι νέον έως χρόνων δέκα πέντε,
και τον ερωτούσαν να τους υποδείξη τα Μοναστήρια, τα οποία ήσαν εις εκείνα τα
μέρη, υποσχόμενοι να του χαρίσουν την ζωήν του δια τον κόπον του. Ο δε νέος εις
τους χρόνους, εις δε την γνώσιν πρεσβύτερος δεν τους εφοβήθη ούτε ποσώς
εδειλίασεν, αλλά τους ήλεγξε λέγων: «Δεν σας έχω χρείαν χριστομάχοι, να σας
προδώσω τους φιλοχρίστους άδικα μισόχριστοι». Εις ταύτα θυμωθέντες τον
κατέκοψαν εις λεπτότατα τεμάχια οι αχόρταγοι. Έπειτα ανεχώρησαν θυμωμένοι
ακόμη, διότι δεν έζησεν ώραν πολλήν να τον βασανίζουν οι απάνθρωποι.
Προχωρούντες και βαστάζοντες τα ξίφη των γυμνά και στάζοντα αίματα, είδον δύο
Μοναστήρια, τα οποία απείχον του δρόμου δεκαπέντε στάδια, το ένα προς το νότιον
μέρος και το άλλο προς το βόρειον. Τότε μοιράζονται εις δύο, και επήγε κάθε
μέρος εις το ένα Μοναστήριον, και εις μεν το νότιον δεν ηξεύρω τι έκαμαν, ότι
εγώ ήμουν με εκείνους οι οποίοι έδραμον προς το βόρειον, και όσους εύρον με
πολλήν ασπλαγχνίαν εφόνευσαν. Ένας δε Όσιος από αυτούς ήτο πολύ ταχύς εις τους
πόδας και εδοκίμασε να φύγη, αλλ’ όμως αυτοί έτρεχον κατόπιν και του έρριψαν
τόσα βέλη, ώστε έπεσε και φθάσαντες αυτόν αναπνέοντα τον εγύρισαν υπτίως και
σχίζοντες την κοιλίαν του από τον ομφαλόν έως όλον το στήθος του, εξήγαγον όλα
του τα εντόσθια και τα κατέκοψαν και τα έρριψαν εις την γην ως κύνες άγριοι.
Αυτά και άλλα έτερα ακούων εγώ επόνεσεν η καρδία μου, φοβούμενος μήπως και
έπαθε τα όμοια τούτων και ο Θεόδουλος. Είχον λοιπόν λύπην δι’ αυτόν εις την
καρδίαν υπερβολικήν. Οι δε κοσμικοί, οι οποίοι κατώκουν εκεί εις την Φαράν,
ακούσαντες τας θλίψεις ταύτας των Μοναχών επικράνθησαν και απεφάσισαν να
στείλουν εις τον αρχηγόν των βαρβάρων, Αμάνην ονόματι, ανθρώπους με γράμματα να
τον ερωτήσουν εάν ήθελε να ειρηνεύσουν και να του πληρώνουν ένα ποσόν τον
χρόνον, καθώς και άλλοτε συνέβη. Με αυτούς τους απεσταλμένους επήγα και εγώ, να
εξετάσω επιμελώς δια τον υιόν μου, εάν ζη ή απέθανεν· φθάσαντες εις ολίγας
ημέρας οι απεσταλμένοι εις τον Αμάνην, του έδωσαν τα δώρα όπου εβαστούσαν και
τα γράμματα, όστις τους υπεδέχθη φιλοφρόνως και τους εφιλοξένησε, υποσχόμενος
να παιδεύση τους φονείς ως έπρεπε και να τους δώση οπίσω όλα όσα έκλεψαν. Ούτω
λοιπόν αυτοί μεν επέστρεψαν εις την Φαράν απαγγέλλοντες τα γενόμενα, εγώ δε
έμεινα εκεί να εξετάσω ακριβώς δια τον Θεόδουλον, και ερωτήσας πολλούς, ήκουσα
από ένα, ότι τον επώλησαν εις μίαν πόλιν, Λούζην καλουμένην, και τον ηγόρασεν
εις Ιερεύς. Έπαυσα λοιπόν την λύπην ολίγον, ακούσας ταύτα τα ευαγγέλια, και
λαβών δύο οδηγούς εκίνησα προς την άνωθεν πόλιν πολύχαρις, πεζοπορών και σχεδόν
τρέχων. Φθάσας δε εις αυτήν έδραμον τινές ως ήκουσαν, ότι εγώ ήμην του παιδός ο
πατήρ ο πολυώδυνος και θρυλούμενος, και ανήγγειλαν προς αυτόν την παρουσίαν
μου. Όταν λοιπόν έφθασα εις την οικίαν εκείνην, και είδεν ο ένας τον άλλον μας,
από την πολλήν μου λύπην ή και χαρά την εξαφνικήν έπεσα εις την γην ως άψυχος.
Αυτός δε με ενηγκαλίσθη και κατεφίλει ως φιλοπάτωρ, και μετά βίας συνήλθον και
κάμνων και εγώ το όμοιον, έλεγον ταύτα προς αυτόν μετά δακρύων προφασιζόμενος:
«Συγχώρησόν μοι, τέκνον μου φίλτατον, ότι εγώ ήμην αιτία και έπαθες τόσα
βάσανα, δια να σε χωρίσω από τας μητρικάς αγκάλας, να σε φέρω τάχα δια καλόν
της ψυχής σου εις την έρημον. Αλλά παρακαλώ σε, ειπέ μοι όσα σου έτυχον από την
ώραν όπου σε ηχμαλώτισαν. Διότι, όπως ευφραίνει την καρδίαν η υγεία μετά την
ασθένειαν, ούτω χαροποιεί και μετά την λύτρωσιν η των λυπηρών διήγησις». Ο δε
βαθέως στενάξας και δακρύσας, απεκρίνατο λέγων: «Τα μεν πρότερον ήκουσας, ως
νομίζω, απ’ εκείνον όστις εγλύτωσε και έφυγεν. Όσα δε μου συνέβησαν ύστερα, να
σου είπω με βραχύτητα. Όταν ηυτρέπισαν το πυρ αφ’ εσπέρας εις τον βωμόν δια την
θυσίαν οι βάρβαροι, αποφασισμένοι να με θυσιάσουν την επομένην, δεν εκοιμήθην
ποσώς όλην την νύκτα, αλλά προσηυχόμην προς τον Παντοδύναμον Κύριον, έχων εις
αυτόν τας ελπίδας της σωτηρίας μου, και έλεγον ταύτα μετά δακρύων και πίστεως:
«Δέσποτα Θεέ και Δημιουργέ πάσης κτίσεως, Συ όστις εξουσιάζεις την ζωήν και τον
θάνατον, καθώς εφύλαξας τον Δανιήλ από των λεόντων τα στόματα, και τους τρεις
Παίδας αβλαβείς εις την κάμινον με την άρρητον και ακαταμάχητον δύναμίν Σου,
αυτός λύτρωσαι και εμέ τον ανάξιον δούλον Σου από τον προσδοκώμενον θάνατον και
μη επιτρέψης να γίνη το σώμα μου, όπερ έως την σήμερον εφύλαξα παρθένον και
άμωμον, θυσία τού μιαρού της ακολασίας δαίμονος, αλλά μετάβαλε την θηριώδη
καρδίαν των ανημέρων τούτων εις ημερότητα, καθώς μετέβαλες και τον θυμόν του
βασιλέως Ασσουήρου προς την Εσθήρ εις συμπάθειαν και έλεος. Ναι, Πολυέλεε
Κύριε, σώσον με, μηδέν πονηρόν εις τους φονευτάς μου ποιήσαντα και απόδος με
εις τον πατέρα μου και δούλον σου. Ο συνδέσμιός μου έφυγε τον θάνατον με την
ωκυποδίαν του, εγώ δε θαρρών εις την βοήθειάν σου έμεινα, έχων εις Σε τας
ελπίδας μου». Ούτω λοιπόν ολονυκτίως ευχόμενος έκλαιον ήσυχα, έως ότου
εξημέρωσε, και πάλιν τότε βλέπων το φως παρηγορήθην και ηυχόμην προθυμότερα
μετά δακρύων προς Κύριον λέγων: «Θαυμάστωσον και εις εμέ τα ελέη σου, Δέσποτα,
και σώσον με, καθώς εφύλαξας τον Ισαάκ και τον ελύτρωσας από την σφαγήν, ότε
έμελλε να τον θυσιάση ο πατήρ αυτού ως ευπειθής προς Σε και φιλόθεος. Ως τον
Ιωσήφ από τον φθόνον και φόνον των αδελφών του ελύτρωσας, και μετά χρόνους τον
απήλαυσεν ο πατήρ αυτού ως βασιλέα. Ούτω και εμέ, Βασιλευ Παντοδύναμε, χάρισαι
ζώντα εις τον ευλαβή πατέρα μου και δούλον Σου, δια να δοξασθή και δι’ εμού το
Πανάγιόν Σου και πολυϋμνητον όνομα». Όταν εξίπνησαν οι βάρβαροι εταράχθησαν,
ιδόντες τον ήλιον, ότι επέρασεν ο καιρός της θυσίας των, διότι ούτοι ελάτρευον
τον Αυγερινόν (Αφροδίτην), όστις ανατέλλει προ του ηλίου και ήθελον να
θυσιάσουν κατά την ανατολήν αυτού και ερωτήσαντες δια τον άλλον δεσμώτην τι
έγινεν, τους είπον, ότι δεν ήξευρα, και αυτοί ησύχασαν ολότελα. Τότε εδόξασα
τον Θεόν, γνωρίσας ότι μου επήκουσε. Με επρόσταξαν δε να μιαροφαγήσω και να
παίξω με τας γυναίκας, αλλά δεν τους ήκουσα. Όταν δε έφθασαν εις ένα χωρίον,
Σουβαϊτα καλούμενον, με ωδήγησαν εις την αγοράν, παρακινούντες τους εγχωρίους
να με αγοράσουν, και ουδείς έδωκεν από τρία χρυσά περισσότερον. Όθεν
εξεγύμνωσαν το ξίφος και το έβαλαν εις τον τράχηλόν μου να με αποκεφαλίσουν.
Εγώ δε παρεκάλουν τους παρόντας να με πάρουν, να δώσουν όσα τους εζητούσαν να
με αγοράσουν, και τους τα έδιδα ύστερα, να δουλεύω εκείνου όστις με λυτρώση
όλην μου την ζωήν προς χάριν του. Ιδών δε εις ότι έκλαιον, ελυπήθη και με
ηγόρασε, και ύστερα με εξηγόρασεν εδώ εις Ιερεύς, και με αγαπά ως τέκνον του. Δόξασε
λοιπόν, ω πάτερ, τον Κύριον, ότι με ελύτρωσεν από τον θάνατον». Εγώ δε είπον
εις αυτόν: «Συ μεν, ω τέκνον, μυρίους κινδύνους και θανάτους με την προσδοκίαν
υπέμεινας, εγώ δε, όταν ηχμαλωτίσθης, έταξα του Δεσπότου μας, εάν με αξιώση να
σε απολαύσω ζώντα, να περάσω το υπόλοιπον της ζωής μου με σκληραγωγίαν μεγάλην
και εγκράτειαν· ταύτα υποσχόμενος, ήκουσα φωνήν και έλεγεν· «Ο Θεός να στερεώση
τον λόγον σου». Λοιπόν τώρα δεν είναι πρέπον να ψευσθώ εις τον Θεόν, αλλά
πρέπει να πληρώσω με προθυμίαν την υπόσχεσιν». Λέγει τότε εις εμέ ο Θεόδουλος:
«Εγώ, πάτερ, να γίνω προθύμως συγκοινωνός εις αυτήν την σκληραγωγίαν, να σου
βοηθώ εις την κακοπάθειαν, καθώς και της χάριτος εκοινώνησα και την ευεργεσίαν
απήλαυσα». Εγώ δε έκαμον προσευχήν να τελειώσουν κατά τους λόγους τα πράγματα,
να έχωμεν και μισθόν μεγάλον αμφότεροι. Αφού λοιπόν συνηυφράνθημεν, μας
εφιλοξένησεν ο Επίσκοπος της πόλεως, δεικνύων προς ημάς πολλήν αγάπην ως
θεοφιλέστατος όπου ήτο και χριστομίμητος, και πολύ μας παρεκάλεσε να
παραμείνωμεν εκεί εις την επαρχίαν του, υποσχόμενος να μας δίδη τα χρειαζόμενα.
Αλλά όταν εγνώρισε τον πόθον όπου είχομεν αμφότεροι να επιστρέψωμεν εις την
έρημον, δια να αποδώσωμεν τας ευχάς μας και το λοιπόν χρέος προς Κύριον, δεν
μας εβίασε περισσότερον, δια να μη φανή ότι μας επρόστασσεν εξουσιαστικώς δια
τα αργύρια όπου έδωσε και ηγόρασε τον Θεόδουλον. Μόνον μας εκράτησεν ικανάς
ημέρας δι’ ολίγην ανάπαυσιν και παράκλησιν, έπειτα δε μας αφήκεν, όταν
θελήσωμεν ν’ αναχωρήσωμεν, αλλά εις τούτο μόνον μας εβίασε, να λάβωμεν το της ιερωσύνης αξίωμα, το οποίον
ημείς δεν ηθέλομεν, γνωρίζοντες το βάρος του αξιώματος. Εκείνος όμως ενόμιζεν,
ότι οι πόνοι της ασκήσεως κάμνουν τον άνθρωπον άξιον, ως έχοντα παρρησίαν προς
Κύριον. Ούτω λοιπόν μετά βίας υπηκούσαμεν. Έπειτα δίδων εις ημάς δια τον δρόμον
φιλοτίμως όσα εχρειάζοντο και λαβόντες ευχήν και συγχώρησιν επεστρέψαμεν εις
την έρημον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου