«μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας» (πράξ. γ΄ 19). Μετανοήσατε καὶ μὲ συμπεριφορὰ στὸ ἑξῆς ἐνάρετη, γυρίσατε ὀπίσω πλησίον τοῦ Θεοῦ ἐγκολπούμενοι διὰ τῆς πίστεως τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας.
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν μετάνοια κατέφευγαν.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Ἐξομολογητάριο»:
«Ἐὰν ἀγαπᾶς, ἀδελφέ, νὰ μάθης τί σημαίνει ἀληθινὴ μετάνοια, ἄνοιξε τὸν πέμπτο λόγο περὶ μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καὶ διάβασε περὶ τῶν μετανοούντων τῶν καταδικασμένων νὰ κάθωνται στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο τὸ ὀνομαζόμενο φυλακή, γιὰ τὸν ἀπαρηγόρητο τόπο, στὸν ὁποῖον εὑρίσκετο. Καὶ θέλεις νὰ δῆς τὴν νηστεία καὶ τὴν ζωή τῶν ἀληθινὰ μετανοούντων. Διότι ἐκεῖ οἱ μετανιωμένοι ἀδελφοὶ δὲν ἔτρωγαν λάδι, δὲν ἔπιναν κρασί, δὲν δοκίμαζαν μαγειρεμένο φαγητό, ἀλλὰ μόνο ψωμὶ καὶ ὠμὰ λάχανα.
Πολλοὶ ἀπ’αὐτοὺς ἐκαίγοντο ἀπὸ τὴν δίψα, καὶ εἶχαν βγάλει ἔξω τὶς γλῶσσες τους σὰν τοὺς σκύλους.Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Ἐξομολογητάριο»:
«Ἐὰν ἀγαπᾶς, ἀδελφέ, νὰ μάθης τί σημαίνει ἀληθινὴ μετάνοια, ἄνοιξε τὸν πέμπτο λόγο περὶ μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καὶ διάβασε περὶ τῶν μετανοούντων τῶν καταδικασμένων νὰ κάθωνται στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο τὸ ὀνομαζόμενο φυλακή, γιὰ τὸν ἀπαρηγόρητο τόπο, στὸν ὁποῖον εὑρίσκετο. Καὶ θέλεις νὰ δῆς τὴν νηστεία καὶ τὴν ζωή τῶν ἀληθινὰ μετανοούντων. Διότι ἐκεῖ οἱ μετανιωμένοι ἀδελφοὶ δὲν ἔτρωγαν λάδι, δὲν ἔπιναν κρασί, δὲν δοκίμαζαν μαγειρεμένο φαγητό, ἀλλὰ μόνο ψωμὶ καὶ ὠμὰ λάχανα.
Ἄλλοι ἔπαιρναν μόνο λίγο ψωμὶ καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ πέταγαν, ἐπειδὴ θεωροῦσαν ἀνάξιο τόν ἑαυτό τους νὰ τρώγουν λογικὴ τροφή, διότι ἔπραξαν τὰ ἔργα τῶν ἀλόγων ζῴων. Στρῶμα δὲν εἶχαν, οὔτε πλυμένα ροῦχα νὰ φορέσουν, ἀλλὰ ὅλα τὰ ροῦχα τους ἦταν σχισμένα, λερωμένα καὶ γεμᾶτα ἀπὸ ψεῖρες.
Ἄλλοι ἐστέκοντο ὄρθιοι καὶ προσηύχοντο ὅλη τὴν νύκτα, χωρὶς νὰ κοιμηθοῦν καθόλου ὥς τὸ πρωϊ.
Ἄλλοι εἶχαν δεμένα τὰ χέρια τους πίσω σὰν κατάδικοι.
Ἄλλοι ἐκάθηντο πάνω σὲ σάκκο καὶ στάχτη καὶ κτυποῦσαν τὸ μέτωπό τους στὴ γῆ.
Ἄλλοι ἔβρεχαν τὴν γῆ ἀπὸ τὰ δάκρυά τους.
Ἄλλοι βασάνιζαν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ ἢ μὲ τὴν ψύχρα τοῦ χειμώνα καὶ ὅταν πέθαιναν παρήγγειλαν καὶ δὲν τοὺς ἔθαπταν στὴν γῆ σὰν ἀνάξιους ταφῆς. Ἄλλους τοὺς ἔρριχναν στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἢ σὲ κανένα γκρεμό.
Ἐκεῖ, λέγει, θὰ δῆς τὰ ἔργα αὐτῶν ποὺ πραγματικὰ εἶχαν μετανοήσει».
Καὶ ὅταν ἡ μετάνοια εἶναι εἰλικρινὴς καὶ γίνεται μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ὅτι ὄχι μόνον γιατρεύεται ἡ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα.
Ὁ Ἅγ. Ἰ. ὁ Χρυσόστομος σέ σχετική ὁμιλία του ἀναφέρει: «Κάποια γυναίκα πῆγε σὲ ἕνα γέροντα μοναχὸ νὰ ἐξομολογηθῆ. Ἐπειδὴ ὅμως τὰ ἁμαρτήματα ἦσαν πολλά, δὲν μπόρεσε νὰ τὰ πῆ. Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπάντησε στὸν δρόμο ἕνα ἄλλο Γέροντα Μοναχὸ λωβό (λεπρό), ὁ ὁποῖος ἦταν κάτω καὶ δὲν εἶχε κάποιον νὰ τὸν περιποιηθῆ.
Λέγει ἡ γυναίκα πρὸς αὐτόν: «Θέλεις νὰ σὲ πάρω στὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆς καὶ νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου;».
Ἀπάντησε ὁ γέροντας: «Φρόντισε, κυρία μου, καὶ κάνε ἐλεημοσύνη σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο καὶ ἁμαρτωλό».
Ὕστερα πῆγε ἡ γυναίκα στὸ σπίτι της, ἑτοίμασε δωμάτιο καὶ κρεβάτι καὶ ἔστειλε ἕνα δοῦλο της καὶ ἀγόρασε μοναχικὰ ἐνδύματα. Ἔπειτα ἔστειλε τοὺς δούλους της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὸν λεπρὸ Μοναχό, τὸν ἔφεραν στὸ λουτρό, τὸν ἔλουσαν, ἔπειτα τὸν ἔντυσαν μὲ τὰ καινούρια ράσα, καὶ μετὰ τὸν πῆγαν στὸ κρεβάτι. Ἀφοῦ ἔκανε ὅλα αὐτά, πῆγε ἡ ἴδια προσωπικὰ καὶ τοῦ ἔπλενε τὶς πληγὲς καὶ τὶς ἄλειφε μὲ διάφορα φάρμακα.
Ὅταν ἔφθασε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη τοῦ σωτηρίου Πάθους τοῦ Χριστοῦ, εἶπε ἡ γυναίκα στὸν γέροντα. «Ἕνα πρᾶγμα θέλω νὰ κάνω σὲ σένα, πατέρα μου. Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ μὴ φοβηθῆς».
Λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ Γέροντας: «Ὅ,τι ὁρίζεις, κυρία μου, κάνε».
Τότε ἡ γυναίκα ποὺ εἶχε Ἐκκλησία στὴν αὐλή της, στὴν πρώτη της Θεία Λειτουργία, ὅταν ἄρχισε ὁ Ἱερεὺς νὰ λέγη τὸ Εὐαγγέλιον. «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ, ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῶ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου» (Ματθ. κστ΄ 6-7), πῆγε καὶ αὐτὴ στὸν λεπρὸ Μοναχὸ καὶ βαστάζουσα φιάλη μὲ μύρο, τὸ ἔχυσε στὸ κεφάλι του. Φιλοῦσε δὲ τὰ πόδια Του καὶ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά της καὶ τὰ σκούπιζε μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ ἐξωμολογεῖτο τὶς ἁμαρτίες της.
Ἐνῷ ἔκανε αὐτὰ ἡ γυναίκα, ἔγινε φοβερὸς σεισμὸς, σὲ ἐκεῖνο τὸ σπίτι μόνον, καὶ ὕστερα ἀκούσθηκε φωνὴ ποὺ ἔλεγε «Ἂς εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου».
Μόλις ἀκούσθηκε αὐτὴ ἡ θεϊκὴ φωνή, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ φόβο του ὁ Μοναχός, ὁ λεπρός, ὅλος ὑγιής, χωρὶς νὰ ἔχη καμιὰ πληγή στὸ σῶμα του, δοξάζοντας τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος κάνει θαύματα μεγάλα καὶ πολλά. Εἴδατε καθαρὴ καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια;»
– Διαβάζουμε γιὰ τὸν ὅσιο Σισώη:«Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἔμελλε νὰ τελευτήση καὶ κάθονταν οἱ πατέρες γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ τοὺς λέγει: «Νά, ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος ἦλθε». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, λέγει: «Νά, ἡ χορεία τῶν προφητῶν ἦλθε». Καὶ πάλι τὸ πρόσωπὸ του περίσσια ἔλαμψε καὶ εἶπε: «Νά, ἡ χορεία τῶν ἀποστόλων ἦλθε». Καὶ ἔλαμψε πάλι τὸ πρόσωπό του πιὸ πολύ. Καὶ ἰδού, ἦταν σὰν νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Καὶ τὸν ρώτησαν οἱ γέροντας: «Μὲ ποιὸν μιλᾶς, πάτερ». Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: «Νά, οἱ Ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν, γιὰ νὰ μετανοήσω λίγο ἀκόμη». Καὶ τοῦ λέγουν οἱ γέροντες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη νὰ μετανοήσης, πάτερ». Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δὲν βλέπω νὰ ἔχω κάμει ἀρχή». Καὶ πληροφορήθηκαν ὅλοι ὅτι εἶναι τέλειος. Καὶ πάλι, ξαφνικά, ἔγινε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τούς λέγει: «Βλέπετε, ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει: «Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου»». Καὶ εὐθὺς παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἔγινε σὰν ἀστραπή. Καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλὶ ἀπὸ εὐωδία».
"Ο.Τ"
Πολύ καλό άρθρο
ΑπάντησηΔιαγραφή