Τη αυτή ημέρα ΚΓ΄ (23ην) Φεβρουαρίου, η Αγία ΓΟΡΓΟΝΙΑ, η αδελφή Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται.


Γοργονία η μακαρία Μήτηρ ημών, η αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, πατρίδα είχε την Ναζιανζόν της Καισαρείας, καθώς και ο αδελφός της θείος Γρηγόριος· και ο μεν πατήρ αυτής ωνομάζετο και αυτός Γρηγόριος, η δε μήτηρ της Νόννα, ήτις ήτο Χριστιανή εκ γονέων και προγόνων· ο πατήρ αυτής ήτο από γονείς ειδωλολάτρας και αυτός ο ίδιος έμεινεν ικανόν καιρόν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας, αλλά η ευλογημένη Νόννα η σύζυγός του μετεχειρίσθη πολλούς τρόπους, έως ότου τον έφερεν εις την Χριστιανικήν ευσέβειαν· διότι ήτο άνθρωπος αγαθής προαιρέσεως και προτού ακόμη γνωρίση την αλήθειαν και δι’ αυτό δεν αφήκεν ο Θεός αφώτιστον μίαν τοιαύτην αγαθήν ψυχήν. Μετά δε το Βάπτισμα τόσον διέλαμψεν εις τας αρετάς ο Γρηγόριος, ο πατήρ δηλαδή, ώστε εχειροτονήθη και Επίσκοπος της πατρίδος του Ναζιανζού. Η δε αξιοθαύμαστος Νόννα τόσην προσοχήν είχεν εις τα θεία και τόσην ευλάβειαν, ώστε, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο υιός της, ποτέ δεν εγύρισε την ράχιν της από το ανατολικόν μέρος της Εκκλησίας, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, ποτέ δεν έπτυσε κάτω εις το έδαφος του Ναού, ποτέ δεν ωμίλησε μέσα εις την Εκκλησίαν εις τον καιρόν της Ακολουθίας ή εις άλλον καιρόν, μόνον έξω της Εκκλησίας, όταν ήτο μεγάλη ανάγκη να ομιλήση.
Και τι να λέγω τα κατά μέρος; Φθάνει να είπω τούτο μόνον, ότι με το παράδειγμα των αρετών της και με τας προσευχάς, τας οποίας έκαμνε προς τον Θεόν ημέρας και νυκτός, ηδυνήθη να μεταβάλη τον άνδρα της, ως προείπομεν, από την ασέβειαν εις την ευσέβειαν. Γεννηθείσα λοιπόν και ανατραφείσα η Αγία Γοργονία από τοιαύτην αγίαν μητέρα και έχουσα τοιούτον πατέρα και διδάσκαλον, τι ήτο φυσικόν να γίνη; Να γίνη, βέβαια, ομοία εις την αρετήν με αυτούς· να γίνη άλλη Νόννα, εις την προς τον Θεόν ευλάβειαν, ως και πράγματι έγινε· διότι, αν και την υπάνδρευσαν με νόμιμον και τίμιον γάμον, εν τούτοις τόσον εξεπέρασεν όλας τας άλλας γυναίκας του καιρού της εις την σωφροσύνην, δια να μη είπω ότι εξεπέρασε και τας παλαιάς εκείνας, όπου επαινούνται μεγάλως δια την σωφροσύνην των, εις τρόπον ώστε αυτή έσμιξε με τον γάμον το καλόν της παρθενίας, δείξασα εις όλους, ότι ούτε η παρθενία μόνη ενώνει τον άνθρωπον με τον Θεόν, ούτε πάλιν η υπανδρεία τον δεσμεύει με τον κόσμον και τον χωρίζει από τον Θεόν· δια τούτο ούτε ο γάμος πρέπει να είναι παντελώς φευκτός από τους ανθρώπους, ούτε η παρθενία όλως διόλου επαινετή· αλλά ο νους είναι όστις επιστατεί καλώς εις τον γάμον και εις την παρθενίαν και αυτός ή ενώνει τον άνθρωπον με τον Θεόν, ή τον δεσμεύει με τον κόσμον και τον χωρίζει από τον Θεόν· διότι αυτή η αοίδιμος δεν εχωρίσθη από τον Θεόν με το να υπανδρευθή, ουδέ με το να είχε κεφαλήν τον άνδρα της έπεται ότι δεν ήτο ηνωμένη με την πρώτην κεφαλήν, τον Χριστόν· αλλά υπηρέτησεν ολίγον εις τον κόσμον και εις την φύσιν, κατά τον νόμον της σαρκός, τον οποίον ο Θεός διώρισεν, όλον δε τον εαυτόν της τον αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Το κάλλιστον δε και σεμνότατον κατόρθωμα αυτής ήτο, ότι και τον άνδρα της έφερεν εις την ιδικήν της αγαθήν γνώμην, μη έχουσα αυτόν αυθέντην άτοπον, αλλά σύμβολον αγαθόν εις όλα τα θεάρεστα έργα· και τον καρπόν της κοιλίας της, δηλαδή τα τέκνα της και τα τέκνα των τέκνων της τα ανέδειξε καρπόν του Αγίου Πνεύματος, με τας ψυχωφελείς νουθεσίας της και με το καλόν της παράδειγμα, δείξασα ούτω τον γάμον επαινετόν και ευαρεστήσασα εις τον Θεόν δια των αρετών της, καίτοι ήλθεν εις γάμον, διότι από τον γάμον της εκαρποφόρησε την καλήν καρποφορίαν, τα τέκνα της. Ο σοφός Σολομών εις το βιβλίον των Παροιμιών επαινεί την γυναίκα εκείνην, η οποία κάθηται και ησυχάζει μέσα εις το σπίτι της και αγαπά τον άνδρα της και καταγίνεται εις το έργον της και άλλα πολλά λέγει προς έπαινον της τιμίας και σώφρονος γυναικός· και μάλιστα δια περισσότερον αυτής έπαινον την αντεξετάζει και την συγκρίνει με εκείνην την άτιμον και ακράτητον γυναίκα, όπου γυρίζει εδώ και εκεί μέσα εις τους δρόμους και με πορνικά σχήματα και λόγια βλάπτει τας ψυχάς, όχι μόνον των ατίμων αλλά και των τιμίων ανθρώπων. Αυτά όμως τα οποία λέγει ο Σολομών, δια να επαινέση την σώφρονα και τιμίαν γυναίκα, είναι μικρά και ευτελή προς έπαινον της τιμιωτάτης και σωφρονεστάτης Γοργονίας· επειδή, ποία άλλη ήτο αξία να τιμάται δια την σεμνότητα και κοσμιότητά της, καθώς αυτή; Και με όλον τούτο, ποία άλλη ησύχαζε τόσον μέσα εις τον οίκον της και δεν εφαίνετο έξω, αλλ’ ήτο αθεώρητος εις τους άνδρας, ωσάν αυτή; Ποία άλλη είχε τους οφθαλμούς της τόσον σωφρονισμένους και εμποδισμένους από τας ατάκτους θεωρίας; Ποία άλλη είχε τον γέλωτα αυτής τόσον σεμνόν και ήσυχον ωσάν αυτήν, η οποία, μόλις εμειδία κάποτε, όταν μόνον ήτο ανάγκη; Αλλά και την ακοήν της τόσον καθαράν την εφύλαττεν, ώστε την είχε κεκλεισμένην μεν εις όλα τα μάταια και αργά λόγια, ανοικτήν δε εις όλα τα θεία και σωτηριώδη· ούτε την γλώσσαν είχεν ακράτητον, ωσάν αι πολλαί γυναίκες, αλλά είχε τον νουν επάνω εις αυτήν, ωσάν επιστάτην, εις το να λέγη μόνον τα αρέσκοντα εις τον Θεόν και είχε τάξιν διωρισμένην εις τα χείλη της, εις το να μη λαλούν ποτέ κανένα μάταιον ή ανωφελές. Η αξιοθαύμαστος Γοργονία δεν εστολίζετο με χρυσούς στολισμούς, δεν εκαλλώπιζε την τιμίαν της κεφαλήν με ξανθάς πλεξούδας, δεν ενέδυε το σώμα της με ακριβά και πολυέξοδα φορέματα, ούτε το ελάμπρυνε με μαργαριτάρια και διαμάντια, ούτε με καλλυντικά και ψιμμύθια εσκέπασε ποτέ το πρόσωπόν της, καθώς κάμνουν άλλαι γυναίκες αναίσχυντοι, αι οποίαι, εναντιούμεναι εις το έργον της θείας δημιουργίας, σκεπάζουν το πρόσωπόν των, το οποίον είναι πλάσμα Θεού, με χρώματα και αλείμματα και δεν ευχαριστούνται αι ανόητοι εις το πρόσωπον με το οποίον έπλασεν αυτάς ο Θεός, αλλά θέλουν να το κάμνουν καλλίτερον, καταμολύνουσαι με τον τρόπον τούτον την εικόνα του Θεού. Εγνώριζε και εκείνη η μακαρία πολλούς εξωτερικούς στολισμούς, όμως κανένα εξ αυτών δεν ήθελε, ειμή ένα και μόνον: τον στολισμόν της ψυχής με τα καλά Χριστιανικά ήθη και τας αρετάς· μίαν κοκκινάδα του προσώπου αγαπούσεν, εκείνην η οποία ανθεί εις τα πρόσωπα των σεμνών και τιμίων γυναικών από την εντροπήν και ευλάβειαν· μίαν λευκότητα και ασπράδα ήθελεν, εκείνην η οποία γίνεται από την εγκράτειαν και νηστείαν· τα δε βαψίματα του προσώπου και την προσωρινήν και πλαστήν ευμορφίαν την άφηνε δι’ εκείνας, αι οποίαι γυρίζουν μέσα εις τους δρόμους χωρίς εντροπήν και δεν αγαπούν την ωραιότητα της ψυχής, αλλά του σώματος. Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θεία Γοργονία. Την δε φρόνησιν και την γνώσιν και την ευσέβειαν και την πίστιν, την οποίαν είχεν εις τον Θεόν η μακαρία Γοργονία, ποίος λόγος δύναται να παραστήση αξίως; Ούτε είναι δυνατόν να ευρεθούν πολλά παραδείγματα της φρονήσεως και της ευσεβείας της, έξω από εκείνα των σαρκικών και πνευματικών γονέων της, εις τους οποίους αποβλέπουσα η αείμνηστος εμιμείτο και κατώρθωνε την ίσην και ομοίαν αρετήν με εκείνους. Διότι τόση ήτο η οξύτης και αγχίνοια του νοός της, ώστε την είχαν, όλοι γενικώς, σύμβουλον εις τας ανάγκας των, όχι μόνον οι συγγενείς και συμπατριώται, αλλά και οι ξένοι, νόμον δε άλυτον και απαράβατον είχαν όλοι τας φρονίμους συμβουλάς της. Κατά δε την ευσέβειαν και ευλάβειαν ήτο θαυμαστή και ασύγκριτος· διότι ποίος άλλος εστόλισε τόσον τους Ιερούς Ναούς με τα αφιερώματά του, καθώς η μακαρία Γοργονία; Ή, καλύτερα να ειπώ, τις άλλος ετίμησε τόσον πολύ τους Ιερείς του Θεού; Τις άλλος εδέχετο εις τον οίκον του με περισσοτέραν δεξίωσιν και ευλάβειαν τους κατά Θεόν ζώντας και εναρέτους; Τις άλλος έδειξε συμπαθεστέραν και ευσπλαγχνικωτέραν ψυχήν εις τους πάσχοντας; Ποίος άλλος εβοήθησε περισσότερον τους πτωχούς με τας ελεημοσύνας του; Δια την Αγίαν αρμόζει να είπη τις εκείνα, τα οποία έλεγεν ο δίκαιος Ιώβ δια τον εαυτόν του, διότι και ο ιδικός της οίκος ήτο ανοικτός και έτοιμος εις φιλοξενίαν, καθώς ήτο και ο οίκος του Ιώβ· έξω από τον οίκον της ουδείς ξένος έμεινε ποτέ, επειδή και αυτή, καθώς ο Ιώβ, ήτο οφθαλμός των τυφλών, πους των χωλαινόντων, μήτηρ των ορφανών και αληθινήν μέριμναν και μεγάλην ευσπλαγχνίαν εδείκνυεν εις τας χήρας γυναίκας· ο οίκος της λοιπόν ήτο κοινόν καταφύγιον εις τους πτωχούς· τα υπάρχοντά της ήσαν κοινά εις τους έχοντας ανάγκην, «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν» (Ψαλμ. ρια΄ 9), δια να μένη η δικαιοσύνη της εις τον αιώνα, με πολλάς δε ευεργεσίας εδεξιώθη τον Χριστόν, δια μέσου πολλών, οι οποίοι έλαβον τας προσφοράς της ευσπλαγχνίας της. Και το καλύτερον από όλα ήτο, ότι δεν τα έκαμνε φανερά και δι’ επίδειξιν, αλλά κρυφά, όσον ηδύνατο, δια να μη τα βλέπουν οι άνθρωποι, ειμή μόνος ο τα κρυπτά βλέπων Θεός. Όλα τα πράγματά της τα ήρπασεν από τον κοσμοκράτορα διάβολον και τα έφερεν εις τας ασφαλείς αποθήκας του ουρανού, δια μέσου της ελεημοσύνης, την οποίαν έδιδεν εις τους πτωχούς· εις την γην δεν άφησεν ουδέν άλλο, έξω από το σώμα της. Πλούτον δε μέγαν άφησεν εις τα τέκνα της το καλόν παράδειγμα εις τα καλά και θεάρεστα, ίνα ταύτην και εκείνα μιμούμενα φιλοτιμηθούν εις την άσκησιν της αγαθοεργίας. Συνήθειαν έχουν πολλοί άνθρωποι, και όταν ακόμη κάμνουν κανένα καλόν, να πίπτουν συγχρόνως εις άλλο κακόν. Επί παραδείγματι, όταν δίδουν ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, αδιαφορούν πλέον και επιδίδονται εις τας τρυφάς και τας απολαύσεις του σώματος οι ανόητοι, ωσάν να ήτο ικανή η ελεημοσύνη μόνη να τους σώση, χωρίς τας άλλας αρετάς, ωσάν να ηγόρασαν τρόπον τινά τας τρυφάς με την ελεημοσύνην, την οποίαν έδωκαν. Δεν έπραττεν όμως κατ’ αυτόν τον τρόπον η αξιομακάριστος Γοργονία, αλλά κοντά εις την ελεημοσύνην είχε και την νηστείαν, κοντά εις την ευσπλαγχνίαν και την προς τους πτωχούς συμπάθειαν, εταπείνωνε και το σώμα της με την εγκράτειαν, κατεγίνετο δε πάντοτε εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών· αγρυπνούσεν εις τας προσευχάς, άλλοτε μεν ισταμένη ορθή, άλλοτε δε κλίνουσα τα γόνατα εις την γην και με καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην και θερμά δάκρυα ανύψωνεν εις τον Θεόν μαζί με την προσευχήν και τον νουν της και εκεί τον είχεν ασάλευτον· εις αυτά δε όλα όχι μόνον υπερέβαλλε τας γυναίκας, αλλά και τους άνδρας, τόσον ώστε εφαίνετο ανωτέρα των άλλων. Τας αρετάς τας οποίας είχαν άλλοι, τας εμιμείτο και αυτή η μακαρία και τας επραγματοποίει, άλλων δε πάλιν αρετών εγένετο η ιδία παράδειγμα άξιον προς μίμησιν· και άλλο μεν καλόν εφεύρεν αυτή η ιδία, άλλο δε το οποίον έμαθεν από άλλους το έκαμνεν αυτή με περισσοτέραν τελειότητα, αφ’ ό,τι το εδιδάχθη· τοιουτοτρόπως κατώρθωσεν όλας τας αρετάς με τόσην άκραν τελειότητα, όσην δεν κατώρθωσαν άλλοι μίαν μόνην αρετήν μετρίως. Διότι ποίον από τα κατορθώματα της Αγίας δεν είναι αξιοθαύμαστον; Το φόρεμα και το σώμα της το λερωμένον και άπλυτον, όπου έλαμπεν μόνον από την αρετήν; Ή η ψυχή της, ήτις διετήρει το σώμα σχεδόν χωρίς τροφήν ωσάν άϋλον; Ή δια να ειπώ καλύτερα, το σώμα εκείνο όπου εβιάσθη να νεκρωθή και προ του χωρισμού, δια να λάβη ελευθερίαν η ψυχή και να μην εμποδίζεται από τας αισθήσεις; Ή αι άγρυπνοι νύκτες και η ψαλμωδία και η στάσις όπου ήρχιζεν από ημέραν και ετελείωνεν εις την άλλην ημέραν; Ή η χαμαικοιτία, ήτις ετράχυνε παρά φύσιν την απαλότητα των μελών της; Ή αι πηγαί των δακρύων, όπου εσπείροντο από θλίψιν, δια να θερίσουν με αγαλλίασιν τους καρπούς; Ή η νυκτερινή βοή, η οποία ανήρχετο υπεράνω των νεφελών και έφθανεν έως τον ουρανόν; Ή η θερμότης του πνεύματός της, όπου δεν υπελόγιζε παντελώς ούτε τους κόπους τους νυκτερινούς, ούτε τας ψυχρότητας του αέρος, ούτε το παράκαιρον της νυκτός, δια την επιθυμίαν προς την προσευχήν; Ή η γυναικεία φύσις, η οποία ενίκησε την ανδρικήν, δια να αγωνισθή τον κοινόν αγώνα της σωτηρίας, ίνα φανερώση ότι η διαφορά των ανδρών από τας γυναίκας είναι κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την ψυχήν; Ή η εγκράτεια της Αγίας, ήτις ενίκησε την πικράν γεύσιν της προμήτορος Εύας, την αμαρτίαν, τον πλάνον όφιν, τον διάβολον και τον θάνατον; Ή η ζωοποιός νέκρωσίς της, η τιμήσασα την μέχρι δούλου μορφής ταπείνωσιν του Χριστού και τα πάθη Του; Πως είναι δυνατόν να αριθμήση τις όλα τα κατορθώματα της μακαρίας Γοργονίας; Αλλά καλόν είναι να προσθέσωμεν εις την διήγησιν των αρετών της και τας αντιδόσεις και τους μισθούς, τους οποίους έλαβε παρά Θεού, του δικαίου μισθαποδότου, όταν ήτο ακόμη ζωντανή εις την παρούσαν ζωήν. Εκάθητο μίαν φοράν η Αγία επάνω εις άμαξαν, την οποίαν έσυρον ημίονοι, και καθώς επήγαιναν εις τον δρόμον, δεν γνωρίζω πως, εξηγριώθησαν αι ημίονοι έξαφνα και έτρεξαν με τόσην ορμήν, ώστε ανετράπη η άμαξα και εκρημνίσθη η Αγία· πλην δεν έμεινεν εις τον τόπον εις τον οποίον έπεσεν, αλλά περιεπλέχθη εις την άμαξαν και ομού με αυτήν εσύρετο από τας ημιόνους τόσον, ώστε κατεκόπησαν τα μέλη του σώματός της και κατασυνετρίβησαν τα οστά της· και τούτο το συμβεβηκός επροξένησε μεγάλον σκάνδαλον εις τους απίστους, πως τάχα άφησεν ο Θεός μίαν τοιαύτην Αγίαν γυναίκα να πάθη τοιούτον κακόν. Αύτη δε η μακαρία, με όλον ότι είχε τόσην ανάγκην θεραπείας, δεν ηθέλησε να προσκαλέση ιατρόν εις επίσκεψίν της, δια να μη ίδη ξένος άνδρας το σώμα της. Αλλ’ είχεν όλην την ελπίδα της εις τον Θεόν, ο οποίος, κρίμασιν οις οίδε, την άφησε να πάθη και έπειτα να την ιατρεύση· όθεν και κατά την χρηστήν ελπίδα, την οποίαν είχεν, ούτω συνέβη και το γεγονός και ιατρεύθη με τελειότητα χωρίς ιατρόν και τρόπον τινά εφάνη, ότι ο Θεός εσυγχώρησε να πάθη η Αγία ως άνθρωπος δια να ιατρευθή παραδόξως και υπέρ άνθρωπον, και να δοξασθή με το θαύμα τούτο, το οποίον όλους έκαμε να θαυμάσουν, μάλιστα δε εκείνους οι οποίοι εσκανδαλίσθησαν πρότερον. Διότι εις όλους διεδόθη και ηκούσθη το θαύμα τούτο κηρύσσεται και ομού με τα άλλα θαυμάσια του Θεού. Άλλοτε πάλιν ησθένησεν η Αγία, η δε ασθένειά της ήτο ασυνήθιστος και αλλόκοτος, διότι είχε μίαν πύρωσιν και καύσιν εξαφνικήν όλου του σώματός της και ήτο ωσάν ένας βρασμός και άναψις του αίματος. Έπειτα ηκολούθει πάγωσις και ψύχρα του αίματος, αιμωδίασμα, κιτρινάδα, χαύνωσις του νοός και παράλυσις των μελών του σώματός της. Το πάθος αυτό ηκολούθει συχνά, ενίοτε δε πολύ συχνά, χωρίς αι τέχναι των ιατρών να είναι ικαναί εις θεραπείαν του πάθους, αν και έβαλαν όλην αυτών την επιμέλειαν, ούτε τα πολλά δάκρυα των γονέων της, ούτε αι κοιναί δεήσεις και παρακλήσεις προς τον Θεόν όλου του πλήθους. Διότι όλων ήτο ωφέλεια η υγεία της Αγίας, ενώ αντιθέτως ενόμιζαν κοινόν πάθος και βλάβην την ασθένειάν της. Τι κάμνει λοιπόν η θεία Γοργονία; Αφ’ ου πλέον απηλπίσθη από κάθε άλλην βοήθειαν, κατέφυγεν εις τον Θεόν τον κοινόν ιατρόν. Ηγέρθη λοιπόν κατά την νύκτα, ότε δεν ήτο τις να την εμποδίση, επειδή την είχεν αφήσει ολίγον το πάθος και επήγε και προσέπεσε μετά πίστεως εις το άγιον Θυσιαστήριον επικαλουμένη μεγαλοφώνως εις βοήθειαν τον Θεόν, τον τιμώμενον επάνω εις αυτό, και ενθυμίζουσα τας δυνάμεις και τα θαύματα, τα οποία έκαμε κατά διαφόρους καιρούς εις ευεργεσίαν των ανθρώπων. Τέλος πάντων μιμείται την ευαγγελικήν αιμορροούσαν, η οποία ως ήγγισεν εις το ένδυμα του Χριστού, εξήρανεν ούτος την πηγήν του αίματος· και τι κάμνει; Ήγγισε και αυτή την κεφαλήν της εις την Αγίαν Τράπεζαν· και με την αυτήν φωνήν και τα αυτά δάκρυα, με τα οποία έβρεξεν η πόρνη εκείνη τους πόδας του Χριστού, έβρεχε και αυτή την Αγίαν Τράπεζαν λέγουσα, ότι δεν θέλει αναχωρήσει εκείθεν, έως ότου λάβη την υγείαν της. Αλείφουσα έπειτα με τα δάκρυά της όλον το σώμα της, ω! του θαύματος! παρευθύς έλαβε την υγείαν της και επέστρεψεν εις τον οίκον της, ελαφρωμένη κατά τε το σώμα και την ψυχήν, αλλά και κατά το νουν, ως λαβούσα τον μισθόν της ελπίδος της και επιτυχούσα με την ευρωστίαν της ψυχής την υγείαν του σώματος. Τοιαύτη εστάθη η ζωή της μακαρίας Γοργονίας. Οποίον δε το τέλος; Επεθύμει τον θάνατον η ευλογημένη, δια την πολλήν παρρησίαν και το θάρρος, το οποίον είχεν εις τον Χριστόν και δια τούτο αντί των γηϊνων επροτίμα να είναι μαζί με Αυτόν.  Όθεν δεν απέτυχε ταύτης της ενθέου και υψηλής ελπίδος της. Αλλά τι ακολουθεί; Ακούσατε. Ύστερα από πολλήν αγρυπνίαν, την οποίαν έκαμε δεομένη περί τούτου προς τον Κύριον, της ήλθεν ύπνος γλυκύτατος και εκεί εις τον ύπνον βλέπει οπτασίαν, η οποία της εφανέρωνε πότε και ποίαν ημέραν έμελλε να αποθάνη και να απέλθη προς Κύριον· τούτο δε οικονομεί ο Θεός εις τους δούλους του τους αγαπώντας Αυτόν, δια να ετοιμάζωνται και να μη ταραχθώσιν όταν έλθη ο θάνατος έξαφνα. Δεν είχεν όμως ανάγκην η Αγία από ετοιμασίαν, επειδή προ ολίγου είχε λάβει την κάθαρσιν, δια της τελειώσεως του Αγίου Βαπτίσματος· ή, να είπωμεν το αληθέστερον, όλη η ζωή της ήτο κάθαρσις και τελείωσις· διότι, την μεν αναγέννησιν την είχεν εκ της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, δια μέσου του Αγίου Βαπτίσματος, την δε ασφάλειαν και βεβαιότητα της σωτηρίας της από τας αρετάς και από τα καλά και θεάρεστα έργα, τα οποία έως τότε ετέλεσε και επάνω εις τα οποία ωσάν σφραγίδα και τέλος πάντων έβαλε το  Άγιον Βάπτισμα· ένα μόνον της έλειπε και αυτό επόθει να ετοιμάση και να προσθέση εις όλα της τα καλά· ποίον; Να βαπτίση και τον άνδρα της, δια να μη μείνη κανένα της πράγμα ατελές, αλλά να υπάγη κατά πάντα τετελειωμένη εις τον Χριστόν· αυτό εδέετο και εζήτει και δεν απέτυχε του ζητουμένου, το οποίον έλαβε παρά Θεού του ποιούντος το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν. Αφ’ ου λοιπόν τα είχε πλέον όλα ως τα εφρόντισε και κανένα δεν έλειπεν από όσα επόθει, επλησίασε δε η διωρισμένη ημέρα του θανάτου της, τότε ητοιμάσθη προς θάνατον και την προς τον Χριστόν εκδημίαν και ασθενήσασα έπεσεν εις το κρεββάτι, κατά τους νόμους της φύσεως. Αφού δε παρήγγειλεν εις τον άνδρα της, εις τα τέκνα της και εις τους φίλους της όσα παραγγέλματα είναι ακόλουθον να ειπή μία φίλανδρος, φιλότεκνος και φιλάδελφος γυνή, φιλοσοφήσασα καλώς και διδάξασα δια την ουράνιον πολιτείαν και αφού έκαμεν ωσάν ημέραν πανηγύρεως, με την εις πάντας διδασκαλίαν της, την τελευταίαν ημέραν της ζωής της, εκοιμήθη και απήλθεν η μακαρία ψυχή της εις τα ουράνια, κατά μεν τους χρόνους της ζωής όχι τόσον γραία, διότι ουδέ το ήθελε να ζήση και να ευρίσκεται πολλούς χρόνους μακράν από τον Κύριον, κατά δε τα καλά και τας αρετάς πλουτισμένη περισσότερον από άλλους πολλούς, οι οποίοι έφθασαν εις γήρας βαθύ. Αλλά καλόν είναι και ωφέλιμον να προσθέσωμεν και εκείνο το οποίον ηκολούθησεν εις το τέλος της. Εκείτετο, καθώς είπομεν, εις το κρεββάτι και ανέπνεε τας τελευταίας αναπνοάς, γύρω της δε ήσαν πολλοί συγγενείς και ξένοι λυπούμενοι δια τον χωρισμόν της· και άλλοι μεν επεθύμουν να ακούσουν από αυτήν τίποτε αξιόλογον δια να το διηγούνται ύστερον, άλλοι δε ήθελαν να είπουν τίποτε αρμόδιον εις εκείνην την ώραν. Όμως κανείς δεν αποτολμούσεν, αλλά η λύπη και ο πόνος της καρδίας των ήσαν αθεράπευτα και τα δάκρυά των έτρεχαν, χωρίς να ακούεται φωνή, διότι δεν τους εφαίνετο εύλογον να τιμούν με θρήνους εκείνην, η οποία εχωρίζετο από τον κόσμον με τα σημεία της αγιότητος, εστέκοντο δε όλοι με βαθείαν σιωπήν, ωσάν να ετελείτο θείον τι Μυστήριον· η δε Αγία εκείτετο, κατά το φαινόμενον ακίνητος, άφωνος και χωρίς πνοήν, ότε ο κοινός ποιμήν, ήτοι ο πατήρ αυτής, όστις εστέκετο εκεί πλησίον και παρετήρει αυτήν, βλέπων, ότι εκινούσεν ολίγον τα χείλη της, έβαλεν εκεί το αυτίον του με την ελπίδα, ότι θέλει ακούσει σπουδαίον τι, και πράγματι ήκουσε την Αγίαν λέγουσαν ένα στίχον από τους Ψαλμούς του Δαυίδ, αρμόδιον εις εκείνην την ώραν, ήτοι το «Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω» (Ψαλμ. δ: 9), τούτο δε δεν ήτο άλλο παρά μία φανερά μαρτυρία και απόδειξις της παρρησίας και της Αγιότητος με την οποίαν η μακαρία Γοργονία εξεδήμησε και απήλθε προς τον Χριστόν. Ου τω απείρω ελέει, δια πρεσβειών της Αγίας, αξιωθείημεν και ημείς, οι αμαρτωλοί και κατάκριτοι, αγαθού και σωτηρίου τέλους, εν μετανοία και εξομολογήσει, ίνα δοξάζωμεν μετά των σεσωσμένων την άκραν αυτού αγαθότητα, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου