Σάββας ο μέγας την
αρετήν και θαυμάσιος Πατήρ ημών, κατήγετο από την χώραν των Καππαδοκών εκ του
χωρίου του καλουμένου Μουταλάσκη, εις το οποίον και εγεννήθη εν έτει υλθ΄
(439), από γονείς ευσεβείς και περιφανείς, οίτινες εκαλούντο ο μεν πατήρ
Ιωάννης, η δε μήτηρ Σοφία. Όταν δε ο παις έγινεν ετών πέντε, απήλθον οι γονείς
του εις την Αλεξάνδρειαν δι΄ αναγκαίαν της στρατείας υπόθεσιν, διότι ο πατήρ
του ήτο στρατευμένος, αυτόν δε αφήκαν με όλην την περιουσίαν των εις τον
αδελφόν του πατρός του, Ερμείαν ονόματι, δια να μανθάνη γράμματα, εις
περίπτωσιν δε θανάτου των γονέων του, να μείνη ο Σάββας κληρονόμος εις την
περιουσίαν των. Ανετρέφετο λοιπόν το παιδίον εις τον οίκον του θείου του·
βλέπον όμως ότι η γυνή εκείνου ήτο κακόγνωμος και φιλομόχθηρος και με ολίγην
αιτίαν εσκανδαλίζετο, ανεχώρησεν εκείθεν και απήλθεν εις τον έτερον θείον του,
αδελφόν και αυτόν του πατρός του, ονόματι Γρηγόριον, μετά του οποίου
εχρημάτισεν ολίγον καιρόν, πολιτευόμενος τοσούτον ενάρετα, ώστε οι ορώντες
αυτόν εθαύμαζον, διότι δεν έπαιζε ποσώς ως τα άλλα παιδία, ούτε άλλην τινά
αταξίαν ετέλεσεν, αλλ΄ ως γέρων φρόνιμος εγνωρίζετο. Ήτο δε εκεί πλησίον,
είκοσι στάδια απέχον από την Μουταλάσκην, Μοναστήριον τι Φλαβιαναί
ονομαζόμενον. Επειδή δε ο νέος αριστεύς του Χριστού είχε πόθον να δουλεύση δια
την σωτηρίαν αυτού, καταφρονήσας πλούτον, χρήματα, σαρκός περιφάνειαν και όλα
όσα θέλγουσι τας ψυχάς των νέων και μισήσας πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν δια τον
ένθεον έρωτα, απήλθεν εις το προαναφερθέν Μοναστήριον και παρεκάλει τον
Προεστώτα να τον συναριθμήση εις το ποίμνιόν του και να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο
δε Ηγούμενος τον υπεδέχθη μετά χαράς, βλέπων την πολλήν αυτού προθυμίαν και
θείαν έφεσιν. Οι θείοι όμως του Σάββα επήγαν εις την Μονήν και με διαφόρους
λόγους και προτροπάς, ηγωνίζοντο να τον απομακρύνουν εκείθεν, λέγοντες, ότι
καλύτερον ήτο να υπανδρευθή, να αποκτήση τέκνα και να απολαύση τα ηδέα του
βίου, παρά να βασανίζεται με τόσην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ο δε Σάββας, ως
νουνεχής και φρόνιμος, δεν εσυλλογίσθη ποσώς τα ψυχοβλαβή και άστοχα λόγια
αυτών, αλλά προέκρινε να ευρίσκηται εις τον Οίκον μάλλον του Θεού, παρά να
συγκατοική με τους συγγενείς του,