Ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια -- Τοῦ κ. ∆ηµητρίου Τσελεγγίδη καθηγητοῦ Α.Π.Θ.

Κριτικὴ στὸ ὑπόµνηµα τοῦ Σεβασµιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόµου γιὰ τὸ κείµενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξο ∆ιασκέψεως. [Σαµπεζύ – Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015]:

«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ» 

Μακαριώτατε, Σεβασµιώτατοι Ἀρχιερεῖς, 
Ἐπειδή ὁ Σεβασµιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστοµος – στό Ὑπόµνηµά του, µέ ἀριθµ. Πρωτ. 183/2016/1-4-16, πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος – µέ µφανίζει νά συµφωνῶ µαζί του σέ συγκεκριµένες ἐκκλησιολογικές θέσεις (βλ.σ. 8 τοῦ Ὑποµνήµατός του), αἰσθάνοµαι ὑποχρεωµένος νά διευκρινίσω µέ κάθε σαφήνεια καί σεβασµό τίς ἐπ’ αὐτῶν θεολογικές µου θέσεις. Παράλληλα, θεωρῶ σκόπιµο καί κύριο νά τοποθετηθῶ στό ὅλο Ὑπόµνηµα τοῦ Σεβασµιωτάτου, γιατί ἔµµεσα –πλήν σαφῶς– ὑφέρπει ἡ ἐντύπωση, ὅτι εἶµαι σύµφωνος µέ ὅσα ἐκθέτει ὁ ἴδιος στό ἐν λόγῳ Ὑπόµνηµα, ἐνῶ στήν πραγµατικότητα ὄχι ἁπλῶς διαφωνῶ, ἀλλά καταλήγω καί σέ ἀντίθετα συµπεράσµατα, ὅπως θά ἀποδειχθεῖ ἀπό τήν κριτική, πού θά ἀκολουθήσει. Γι’ αὐτό, Σᾶς παρακαλῶ, ταπεινῶς, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,νά κάνετε τόν κόπο –γιά µιά ἀκόµη φορά- νά µελετήσετε τό νέο κείµενό µου. Συγκεκριµένα, στή σελίδα 8, ὁ Σεβασµιώτατος µέ παρουσιάζει νά συµφωνῶ µέ τό θεολογικό ἐπιχείρηµα κάποιας Σλαβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τελικῶς ἀποδέχθηκε ἡ Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη, υἱοθετώντας τήν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς» (Ἄρθρο 6). Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Σεβασµιώτατος: «εἰδικότερον δέ διά τήν Ρωµαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν ἀνέφερε (ἐνν. ἡ Σλαβική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιµοποιεῖται ὡς περιγραφικός (terminus technicus) καί οὐχί µέ δογµατικόν περιεχόµενον καί κατά κυριολεξίαν, θεωροῦσα µάλιστα ὅτι εἰς τούς Ρωµαιοκαθολικούς ὑφίστανται θεολογικῶς «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος» (vestigia ecclesiae), ὡς ὁ τύπος τοῦ τριαδολογικοῦ βαπτίσµατος, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσύνη, ἡ συνοδικότης, ἀνεξαρτήτως τοῦ λανθασµένου «τύπου» καί «τρόπου» λειτουργίας αὐτῶν, ἄποψιν τήν ὁποίαν ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἐλλογιµώτατος Καθηγητής ∆ηµ. Τσελεγγίδης, (∆υτική Θεολογία καί Πνευµα- τικότητα, ἔκδ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, ἄ.χ. σελ. 7: «ἡ ρωµαιοκαθολική διδασκαλία δέν εἶναι ἐξολοκλήρου ἀπορριπτέα»)!!!». Ποιά εἶναι ὅµως ἡ ἀλήθεια τῶν πραγµάτων; Πρῶτον, ὁ Σεβασµιώτατος παραπέµπει σέ µένα κατά τρόπο ἀντιεπιστηµονικό.
***

Ο  Kyprianos Christodoulides άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας "Ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια -- Τοῦ κ. ∆ηµητρίου Τσε...":

Από την "τῶν πραγμάτων ἀλήθεια", κ. ∆ηµητρίου Τσελεγγίδη καθηγητοῦ Α.Π.Θεσ/νίκης, σημειώνω :

"Στή σ.14 τοῦ Ὑποµνήµατός του ὁ Σεβασµιώτατος (σ.σ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος) ὑποστηρίζει, «ὅτι ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως δέν τυγχάνει ἐφικτή». Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ Σεβασµιωτάτου κ. Χρυσοστόµου εἶναι ἀτυχής καί ἐσφαλµένη, γιατί διαψεύδεται ἀπό τήν ἁγιοπνευµατική ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κατατίθεται αὐτή στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἡ «διάκρισις µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως» τυγχάνει ἐφικτή, κατεξοχήν, ἀπό τούς χαρισµατικούς φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἁγίους της, οἱ ὁποῖοι – ἔχοντες ἐνεργά τά πνευµατικά αἰσθητήριά τους – ἔχουν πρωτίστως τό χάρισµα τῆς διακρίσεως τῶν πνευµάτων. Ἔτσι, ἀντιλαµβάνονται πολύ καλά τήν βιουµένη ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τά αἱρετικά δόγµατα ἔχουν ὡς εἰσηγητή τους τό ἀκάθαρτο πνεῦµα, τόν ∆ιάβολο.
( ... )
Οἱ θεοφόροι Πατέρες, ἁπλῶς, µέ τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις τους, διασαφηνίζουν, περιχαρακώνουν καί ἐπικυρώνουν θεολογικά καί θεσµικά τήν βιουµένη δογµατική συνείδηση τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται πρωτίστως ἀπό τούς χαρισµατικούς της φορεῖς, τούς ἁγίους. Σέ διαφορετική περίπτωση, θά ἦταν δυνατό νά µή συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπί αἰῶνες, προκειµένου νά διακρίνει µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ἐνόσῳ θά κυριαρχεῖ σύγχυση στούς πιστούς γιά τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ πιστοί θά διατρέχουν τόν ἔσχατο κίνδυνο τῆς σωτηρίας τους, ἀναµένοντας, κατά τόν Σεβασµιώτατο, τήν σύγκληση «τοῦ µόνου ὀργάνου διατηρήσεως, διασφαλίσεως καί διακηρύξεως τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως»."

κχ
Αντί να ασχοληθεί η φερομένη και ως "Μεγάλη" - και κατ ευφημισμό - Σύνοδος στο μέγα πρόβλημα που μας ταλανίζει από το 1924, το γνωστό ζήτημα με το Εορτολόγιο, οι κληθέντες να συμμετάσχουν Προκαθήμενοι έχουν άλλα θέματα στην "ατζέντα" τους. Είναι κυρίως το θέμα των σχέσων της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.σ. όπως την κατάντησαν) με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Ένα κόσμο δήθεν χριστιανικό, όπου η αίρεση κυριαρχεί, ελέω Τραπεζών και Σιωνισμού. Νυν υπέρ πάντων η Σχέση !

http://kyprianoscy.blogspot.gr/2016/05/blog-post_21.html
Παραπέµπει δηλαδή σέ Πανεπιστηµιακές Σηµειώσεις πού δέν συνιστοῦν ἐπιστηµονικό σύγγραµµά µου. ∆εύτερον, τό κείµενό µου στήν σελ. 7 ἔχει ὡς ἑξῆς: «Καταρχήν, πρέπει νά ποῦµε – συµφωνώντας µέ τόν π. G. Florovsky, ὅτι ἡ ∆υτική Θεολογία δέν εἶναι ἀπορριπτέα στό σύνολό της», πρᾶγµα πού εἶναι αὐτονόητο. Τοῦτο, ὅµως, δέν σηµαίνει ὅτι ἀποδέχοµαι ὅλα ὅσα γράφει ὁ Σεβασµιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας προηγουµένως, ἀλλά καί στή συνέχεια. Ἡ παραπάνω διατύπωσή µου κάθε ἄλλο παρά ὁδηγεῖ στό σφαλερό συµπέρασµα τοῦ Σεβασµιωτάτου, ὅτι δηλαδή ἐγώ «ἐπιβεβαιώνω τήν ἄποψιν» τῆς συγκεκριµένης Σλαβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στό Ὑπόµνηµά του, ὁ Σεβασµιώτατος προβαίνει σέ ἐπεξήγηση κάθε παραγράφου τοῦ Κειµένου: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», «προκειµένου», ὅπως γράφει, «νά ἀρθοῦν αἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις καί ἐπί τῷ τέλει ὅλων ὅσων ἀνέφερον εἰσαγωγικῶς» (σ. 4). α) Στήν ἐπεξήγηση τῆς §1, ὁ Σεβασµιώτατος, ἀναφερόµενος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σηµειώνει, ὅτι αὐτή «συµβάλλει εἰς τήν ὅλην πορείαν προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι (ἐνν. Χριστιανοί) ἐξαιτίας τῶν κατά καιρούς αἱρέσεων καί σχισµάτων τυγχάνουν ἤδη διηρηµένοι καί ἀποσχισµένοι ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος». Καί συνεχίζει, γράφοντας τά ἑξῆς: «Ἡ παροῦσα παράγραφος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται, ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογική της αὐτοσυνειδησία, πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσµον, ἀναγνωρίζει ὅµως ὅτι ὑφίσταται διάσπασις τῶν Χριστιανῶν, καί οὐχί τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ἐσφαλµένως διατυποῦται ὑπό τῶν ἐπικριτῶν, καί οὕτως συµβάλλει εἰς τήν ὅλην διαδικασίαν πρόν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος ὅλων µετ’ Αὐτῆς, ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν» (σελ. 4). Ἔχουµε τήν πεποίθηση, ὅτι ὁ Σεβασµιώτατος κ. Χρυσόστοµος προβαίνει σέ συνειδητή, ἐξωπραγµατική ὡραιοποίηση τῆς πραγµατικότητας µέ προσωπικές ἑρµηνευτικές προσεγγίσεις, πού ὅµως δέν τεκµαίρονται ἀπό τό Προσυνοδικό Κείµενο, πού ἐπισυνάπτουµε. Οὔτε στό ἐν λόγῳ Κείµενο οὔτε σέ ἄλλα Κείµενα τῶν ∆ιµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων, ἀλλά καί οὔτε ἀπό τούς ἐπίσηµους λόγους τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχη καί πολύ περισσότερο ἀπό τίς ἐπίσηµες ∆ιµερεῖς σχέσεις καί πράξεις τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τεκµαίρεται, ἐπ’ οὐδενί, ὁ ἑρµηνευτικός ἰσχυρισµός τοῦ Σεβασµιωτάτου. Ἀπεναντίας, θά ἔλεγα, οἱ ἐπίσηµοι λόγοι καί τά ἔργα τους παραπέµπουν σαφῶς στήν ἐντελῶς ἀντίθετη ἄποψη (βλ. τούς χαρακτηρισµούς τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τίς συµπροσευχές κ. ἄ.).
Ἀλλά, οὔτε στήν § 1, οὔτε καί στίς ἄλλες §§ τοῦ ἐπίσηµου Κειµένου ἀναφέρεται ὅτι «ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος ὅλων µετΑὐτῆς, ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», θά γίνει, «πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν» (σελ. 4). Ἐκεῖνο πού εἶναι φανερό σέ ὅλο τό Προσυνοδικό Κείµενο εἶναι ὅτι, σκοπίµως, ἀπο- σιωπᾶται ὁ συγκεκριµένος αὐτός τρόπος τῆς ἑνότητας µέ τούς ἑτεροδόξους. Ἀποσιωπᾶται, ἐπίσης σκοπίµως, καί ἀπό τόν Σεβασµιώτατο ἐδῶ, ἡ ἀποτυχία ὅλων τῶν ∆ιµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων ἕως σήµερα µέ τούς ἑτεροδόξους, ὅπως ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, βεβαίωσε σέ Ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Κατά συνέπεια, ἡ ἕως τώρα µέθοδος καί κυρίως οἱ προϋποθέσεις τῶν ∆ιµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων καί τῶν Κοινῶν Κειµένων στό πλαίσιο τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) δέν εἶναι λογικῶς καί θεολογικῶς ὀρθό νά νο- µιµοποιοῦνται θεσµικά σέ µία Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἀπεναντίας, θά πρέπει νά ἀναθεωροῦνται καί νά τεθοῦν οἱ διαχρονικές ἁγιοπατερικές µέθοδοι καί προϋποθέσεις, πού ἐφαρµόστηκαν στούς Θεολογικούς ∆ιαλόγους µέ τούς ἑτεροδόξους - στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας- ἕως καί τόν 19ο αἰῶνα. β) Ὡς πρός τήν 5η §, ἡ ἑρµηνεία πού ἐπιχερεῖ ὁ Σεβασµιώτατος σ’ αὐτήν εἶναι ὀρθή, ἀλλά καί ἡ ἀσάφεια τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειµένου ἐπιτρέπει καί ἄλλη ἑρµη- νευτική προσέγγιση. Ἔτσι, ἡ «ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν», κατά τήν ἑρµηνεία τοῦ Σεβασµιωτάτου, δέν ἀφορᾶ τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά τούς ἑτεροδόξους (σελ. 6). Ὅµως, καί οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι κι αὐτοί Χριστιανοί. Ἔτσι, ἐπιτρέπει τό Προσυνοδικό Κείµενο τήν ἑρµηνεία, γιά ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, αὐτονοήτως συµπεριλαµβανοµένων καί τῶν Ὀρθοδόξων, πρᾶγµα πού ἀντίκειται στήν βιβλική καί ἀκατάλυτη ἀλήθεια γιά τήν προφητεία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία, ὅτι «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσι αὐτῆς». Ἕνα Συνοδικό Κείµενο ὀφείλει νά εἶναι σαφέστατο καί ὄχι διφορούµενο. Ὡς πρός τόν νεολογισµό: «διηρηµένη Ἐκκλησία», γιά νά ἀποφευχθεῖ τόσο ἡ παράχρησή του ὅσο καί οἱ θεολογικές ἀντεγκλήσεις, καλό εἶναι νά υἱοθετηθεῖ ἡ δογµατική ἀκρίβεια, ὅπως αὐτή διατυπώνεται ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέµατος ἀπό τόν Ἅγιο Ταράσιο, Πατριάρχη Κων/πόλεως καί Πρόεδρο τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, σέ Ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Ρώµης Ἀνδριανό: «Καί οὐδαµῶς εἴασε Χριστός ὁ Θεός ἡµῶν, ἡ πέτρα ἐν ᾗ ἐστηριγµένοι ἐσµέν, τόν ἄνωθεν ὑφαντόν διόλου χιτῶνα, εἴτουν τήν παρ’ αὐτοῦ καί ἐπ’ αὐτόν οἰκοδοµηθεῖσαν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισµένην καί διερρηγµένην, καί τά µέλη ἄλλοτε ἄλλως κινούµενα» (PG 98, 1440 C). Ἄν ὅµως εἶναι ἀνάγκη νά χρησιµοποιηθεῖ ὁ παραπάνω νεολογισµός («διηρηµένη Ἐκκλησία»), νά διευκρινίζεται, ὅτι ὁ νεολογισµός αὐτός δέν ἀφορᾶ τόν ὀντολογικό (ὑπαρξιακό) χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ µόνου µυστηριακοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Τό καλύτερο καί δογµατικῶς ἐπιβεβληµένο, ὅµως, εἶναι νά ἀποφεύγεται τελείως ὁ νεολογισµός αὐτός, γιατί τροφοδοτεῖ τήν διγλωσσία τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, τόσο τῶν ἑτεροδόξων, ὅσο δυστυχῶς καί τῶν Ὀρθοδόξων, καί δηµιουργεῖ ἀνεπίτρεπτη σύγχυση στό πλήρωµα τῆς Ὀρθόδοξης καί µόνης Ἐκκλησίας καί πέραν τούτου, ἀκριβέστερα, εἶναι τελείως ἄστοχος. γ) Ἡ «διορθωτική πρότασις» πού εἰσηγεῖται ὁ Σεβασµιώτατος κ. Χρυσόστοµος στήν § 6 τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειµένου, εἶναι καίρια καί σωστή. Θά ἀποφευχθοῦν πράγµατι πολλές ἀσάφειες καί συγχύσεις στήν ὀρθή κα- τανόηση τοῦ Κειµένου, ἄν ἀντικατασταθεῖ ἡ πρόταση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς», µέ τήν Πρότασή του: «ἄλλων ἤ λοιπῶν Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων» (σελ. 9). Ἡ διορθωτική αὐτή Πρόταση τοῦ Σεβασµιωτάτου εἶναι µέν στήν σωστή κατεύθυνση, δέν διασφαλίζει ὅµως τά ἀκριβῆ ὅρια τῆς Μίας, µόνης καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου προκύπτουν ἀναπόφευκτα ἐσφαλµένες ἐκκλησιολογικές ἑρµηνεῖες. Τό Προσυνοδικό Κείµενο, βέβαια, στήν § 6 ἐπιχειρεῖ τήν δικαίωση τῆς συµµετοχῆς «εἰς τήν Οἰκουµενικήν Κί- νησιν τῶν νεοτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναµικήν µαρτυρίαν τοῦ πληρώµατος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευµατικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, µέ ἀντικειµενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐδῶ, διερωτώµεθα, ἄν οἱ συντάκτες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σοβαρολογοῦν! ∆ίνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «δυναµικήν µαρτυρίαν τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας», ὅταν προσυπογράφει συγκεκριµένα Κοινά Κείµενα λ.χ. µέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους, µέ τούς Ρωµαιοκαθολικούς (Balamand, Ραβέννα) καί µέ τούς Προτεστάντες (Porto Alegre, Busan); Καί πῶς ὑποστηρίζεται ὁ παραπάνω ἰσχυρισµός, ὅταν τά Κοινά αὐτά Κείµενα δέν ἔχουν ἀξιολογηθεῖ ἀπό τίς Ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν; Ἡ πικρή ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι, στήν προκειµένη περίπτωση, παρουσιαζόµαστε νά ἔχουµε ἔλλειµµα Κανονικότητας, Συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας. δ) Ὡς πρός τήν §16 τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειµένου, ἔχουµε νά παρατηρήσουµε, ὅτι αὐτό πού ἐπιχειρεῖται ἐδῶ ὑπερβαίνει τίς ἁρµοδιότητες τῆς συγκεκριµένης Πανορθοδόξου Συνόδου, ἐπειδή αὐτή στήν πράξη ἐµφανίζεται ὡς µιά διηυρυµένη Σύνοδος Προκαθηµένων. Κατά συνέπεια, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἐπισφαλές καί ἀνεπίτρεπτο µιά Πανορθόδοξη Σύνοδος, µέ σοβαρό ἔλλειµµα Συνοδικότητας (χωρίς τήν ἐνεργό – διά ψήφου συµµετοχή ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, κατά τό δυνατόν), νά ἐπιχειρεῖ νά νοµιµοποιήσει Πανορθοδόξως τήν συµµετοχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Οἰκουµενική Κίνηση, τό «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί σέ διαχριστιανικούς ὀργανισµούς, καί περιφερειακά ὄργανα, ὅπως ἡ «∆ιάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (Κ.Ε.Κ.) καί τό «Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» (Σ.Ε.Μ.Α.). Καί τοῦτο, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Γεωργίας καί τῆς Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἀπό τό Π.Σ.Ε. τό 1997 καί τό 1998 ἀντίστοιχα. ε) Τά γραφόµενα ἀπό τόν Σεβασµιώτατο γιά τήν ἀπόρριψη τῆς λεγόµενης «Βαπτισµατικῆς Θεολογίας» µᾶς βρίσκουν κατ’ ἀρχήν σύµφωνους σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, δέν συµφωνοῦµε ὅµως σέ πρακτικό ἐπίπεδο µέ ὅσα γράφει ὁ Σεβασµιώτατος περί τοῦ «ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσµατος» στήν «κατ’ οἰκονοµίαν ἀποδοχήν» τῶν ἑτεροδόξων. Συγκεκριµένα, γράφει ὁ Σεβασµιώτατος: «Ἡ «κατ’ οἰκονοµίαν» αὕτη ἀποδοχή τῶν ἑτεροδόξων ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά Λιβέλλου καί διά Χρίσµατος, συνεπάγεται µέν τήν «κατ’ οἰκονοµίαν» ἀποδοχήν ὡς ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσµατος, ὄχι ὅµως καί ὅλων τῶν λοιπῶν µυστηρίων ἤ τῆς ἀντίστοιχης Ὁµολογίας («Ἐκκλησίας») (σ. 11). Οἱ ὅροι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» µυστήριο σηµαίνουν τό µυστήριο «πού ἔχει ἰσχύ» καί «ὑφίσταται», ἀντιστοίχως. Ἡ ἀποδοχή ὅµως τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διά Λιβέλλου καί διά Χρίσµατος, στήν περίπτωση ἀσκήσεως τῆς «οἰκονοµίας», δέν σηµαίνει τήν ἀποδοχή τοῦ Βαπτίσµατός τους ὡς «ἐγκύρου» καί ὡς «ὑποστατοῦ». Κάτι τέτοιο δέν µαρτυρεῖται οὔτε ἄµεσα οὔτε ἔµµεσα ἀπό τόν 7ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου οὔτε ἀπό τόν 95ο τῆς Πενθέ- κτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ὡς γνωστόν, οἱ Κανόνες αὐτοί περιγράφουν τόν τρόπο καί τό πλαίσιο τῆς «κατ’ οἰκονοµίαν» ἀποδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων, πού ἐπιστρέφουν στήν Ὀρθοδοξία. Τό γράµµα καί τό πνεῦµα τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων προϋποθέτουν τό θεολογικό ὑπόβαθρό τους. Προϋποθέτουν καί τήν ἁγιοπνευµατική ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί µόνη, ὡς τό ἕνα θεανθρώπινο µυστηριακό σῶµα τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ Ἐκκλησία «σηµαίνεται ἐν τοῖς µυστηρίοις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, εἶναι θεολογικά ἄστοχο,νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὑπάρχουν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας µυστήρια, πρᾶγµα πού δέν µαρτυρεῖται πουθενά στήν διαχρονική Ἱερή Παράδοση. Ἄλλωστε, ἄν τό Βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων πού γίνονται δεκτοί «κατ’ οἰκονοµίαν», διά τοῦ Ἁγίου Χρίσµατος, εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», ποιός θεολογικός λόγος ἀποκλείει ὅλα τά ἄλλα µυστήρια, ὡς «ἔγκυρα» καί «ὑποστατά»; Ἀπολύτως, κανένας θεολογικός λόγος. Προπάντων, ὅµως, ἄν εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τό Βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων, τότε εἶναι θεολογικά καί λογικά συνεπές, νά ἀποδεχθοῦµε, ἀναγκαίως, ὅτι «ἔγκυρη» καί «ὑποστατή» εἶναι καί ἡ Ἱερωσύνη τους, καί κυρίως ἡ «ἐκκλησία» τους. Πρᾶγµα ἄτοπο. Κανένα µυστήριό τους δέν ὑφίσταται, γιατί, ἁπλῶς, ἐκτός Ἐκκλησίας δέν µποροῦν νά ὑπάρχουν µυστήρια. «Ἑπόµενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι», δέν συµφωνῶ καθόλου µέ ὅσα ὁ Σεβασµιώτατος κ. Χρυσόστοµος µέ ἐµφανίζει νά συµφωνῶ. Πιό συγκεκριµένα, δέν ἀποδέχοµαι, σέ καµία περίπτωση, ὅτι οἱ Ρωµαιοκαθολικοί ἔχουν «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» Βάπτισµα, ἤ κάποιο ἄλλο µυστήριο. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Ρωµαιοκαθολικισµός δέν εἶναι Ἐκκλησία. Τό πνεῦµα τῶν µνηµονευθέντων Ἱερῶν Κανόνων εἶναι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία – φιλανθρώπως ἐνεργοῦσα καί κατ’ οἰκονοµίαν– δέχεται «τούς προστιθεµένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, καί τῇ µερίδι τῶν σωζοµένων ἀπό αἱρετικῶν», πάντοτε, ὑπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις, ἄλλοτε χρίοντας καί ἄλλοτε βαπτίζοντάς τους. Σέ καµία περίπτωση, ὅµως, δέν λένε οἱ Ἱεροί Κανόνες (7ος τῆς Β΄ καί 95ος τῆς Πενθέκτης), ὅτι τό Βάπτισµα κάποιου ἀπό τούς ἑτεροδόξους εἶναι «ἔγκυρο» ἤ «ὑποστατό». Καί, φυσικά, τά «ὅρια» τῆς Ἐκκλησίας παραµένουν, πάντοτε καί ταυτόχρονα, κανονικά καί χαρισµατικά. Στή σ.14 τοῦ Ὑποµνήµατός του ὁ Σεβασµιώτατος ὑποστηρίζει, «ὅτι ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως δέν τυγχάνει ἐφικτή». Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ Σεβασµιωτάτου κ. Χρυσοστόµου εἶναι ἀτυχής καί ἐσφαλµένη, γιατί διαψεύδεται ἀπό τήν ἁγιοπνευµατική ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κατα- τίθεται αὐτή στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἡ «διάκρισις µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως» τυγχάνει ἐφικτή, κατεξοχήν, ἀπό τούς χαρισµατικούς φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἁγίους της, οἱ ὁποῖοι – ἔχοντες ἐνεργά τά πνευµατικά αἰσθητήριά τους – ἔχουν πρωτίστως τό χάρισµα τῆς διακρίσεως τῶν πνευµάτων. Ἔτσι, ἀντιλαµβάνονται πολύ καλά τήν βιουµένη ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τά αἱρετικά δόγµατα ἔχουν ὡς εἰσηγητή τους τό ἀκάθαρτο πνεῦµα, τόν ∆ιάβολο. Ἡ αἵρεση, πρωτίστως, κατά τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι διδασκαλία δαιµονίων καί ἐµπνέεται ἀπό τά πονηρά πνεύµατα (βλ. σχετικῶς Α΄ Τιµ. 4,1). Κατά τήν Ἀσκητική Γραµµατεία, γενικῶς, ὁ ἴδιος ὁ ∆ιάβολος ἔφερε στόν κόσµο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ κατά τόν στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ ἔστι τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τῶν δαιµόνων καί τοῦ πατρός αὐτῶν τοῦ ∆ιαβόλου καί µᾶλλον ἄγονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡµιόνων» (Βίος καί πολιτεία Μεγάλου Ἀντωνίου, 82, PG, 26,960 B). Μέ τό ἴδιο πνεῦµα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς φρενοβλαβεῖς (πνευµατικῶς). Ἡ κατά χαρισµατικό τρόπο διαπίστωση τῆς αἱρέσεως πιστοποιεῖται, ἱστορικά, στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Μαξίµου τοῦ Ὁµολογητοῦ, Ἰωάννου τοῦ ∆αµασκηνοῦ, Γρηγορίου Παλαµᾶ, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἰουστίνου Πόποβιτς, γιά νά περιοριστῶ ἐντελῶς ἐνδεικτικά σ’ αὐτούς. Οἱ θεοφόροι Πατέρες, ἁπλῶς, µέ τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις τους, διασαφηνίζουν, περιχαρακώνουν καί ἐπικυρώνουν θεολογικά καί θεσµικά τήν βιουµένη δογµατική συνείδηση τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται πρωτίστως ἀπό τούς χαρισµατικούς της φο- ρεῖς, τούς ἁγίους. Σέ διαφορετική περίπτωση, θά ἦταν δυνατό νά µή συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπί αἰῶνες, προκειµένου νά διακρίνει µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ἐνόσῳ θά κυριαρχεῖ σύγχυση στούς πιστούς γιά τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ πιστοί θά διατρέχουν τόν ἔσχατο κίνδυνο τῆς σωτηρίας τους, ἀναµένοντας, κατά τόν Σεβασµιώτατο, τήν σύγκληση «τοῦ µόνου ὀργάνου διατηρήσεως, διασφαλίσεως καί διακηρύξεως τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως» (σ.15). στ) Τέλος, τό πνεῦµα τῆς § 23 τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειµένου ἐµφανίζεται νά καταργεῖ, θεσµικά, τόν ἱεραποστολικό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὀνόµατι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ. Μέσα στό πνεῦµα αὐτό θεωροῦνται ὅλοι οἱ Χριστιανοί «ἐµπνεόµενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεµελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡµῶν». ∆ηλαδή, εἶναι δυνατόν ποτέ, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ αἱρετικές δογµατικές διδασκαλίες τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν νά συνιστοῦν «κοινές θεµελιώδεις ἀρχές τῆς πίστεως ἡµῶν»; Αὐτό εἶναι ὄχι µόνο ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλά καί ἐπιστηµονικῶς ἀπαράδεκτο, ὡς βλάσφηµο καί ἀτεκµηρίωτο. Καί τό ἐπιµύθιο τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειµένου ἐπισφραγίζει τό ὅλο Οἰκουµενιστικό-συγκρητιστικό πνεῦµα τοῦ πρός Συνοδική ἔγκριση προτεινοµένου Κειµένου: «∆εόµενοι, ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶµεν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡµέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί “γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν” (Ἰω. 10,16)». Ἐδῶ, ἁπλῶς, θά ἐρωτήσω, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς: Ποῦ προτείνεται ἀπό τόν Κύριό µας στούς Ἀποστόλους ἤ ἀπό τίς Οἰκουµενικές ἤ Τοπικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας µας ἀπό κοινοῦ συνεργασία µέ τούς ἑτεροδόξους γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσµο; Πουθενά! Γι’ αὐτό, ἄν δέν καταψηφίσετε τό συγκεκριµένο Προσυνοδικό Κείµενο, τουλάχιστον, νά τό ἐπαναδιατυπώσετε, ριζικά ἀναθεωρηµένο. «Στῶµεν καλῶς, στῶµεν µετά φόβου Θεοῦ»!

Μέ βαθύτατο σεβασµό ἀσπάζοµαι τήν δεξιά Σας ∆ηµήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.

1 σχόλιο:

  1. Από την "τῶν πραγμάτων ἀλήθεια", κ. ∆ηµητρίου Τσελεγγίδη καθηγητοῦ Α.Π.Θεσ/νίκης, σημειώνω :

    "Στή σ.14 τοῦ Ὑποµνήµατός του ὁ Σεβασµιώτατος (σ.σ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος) ὑποστηρίζει, «ὅτι ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως δέν τυγχάνει ἐφικτή». Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ Σεβασµιωτάτου κ. Χρυσοστόµου εἶναι ἀτυχής καί ἐσφαλµένη, γιατί διαψεύδεται ἀπό τήν ἁγιοπνευµατική ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κατατίθεται αὐτή στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἡ «διάκρισις µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως» τυγχάνει ἐφικτή, κατεξοχήν, ἀπό τούς χαρισµατικούς φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἁγίους της, οἱ ὁποῖοι – ἔχοντες ἐνεργά τά πνευµατικά αἰσθητήριά τους – ἔχουν πρωτίστως τό χάρισµα τῆς διακρίσεως τῶν πνευµάτων. Ἔτσι, ἀντιλαµβάνονται πολύ καλά τήν βιουµένη ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τά αἱρετικά δόγµατα ἔχουν ὡς εἰσηγητή τους τό ἀκάθαρτο πνεῦµα, τόν ∆ιάβολο.
    ( ... )
    Οἱ θεοφόροι Πατέρες, ἁπλῶς, µέ τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις τους, διασαφηνίζουν, περιχαρακώνουν καί ἐπικυρώνουν θεολογικά καί θεσµικά τήν βιουµένη δογµατική συνείδηση τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται πρωτίστως ἀπό τούς χαρισµατικούς της φορεῖς, τούς ἁγίους. Σέ διαφορετική περίπτωση, θά ἦταν δυνατό νά µή συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπί αἰῶνες, προκειµένου νά διακρίνει µεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ἐνόσῳ θά κυριαρχεῖ σύγχυση στούς πιστούς γιά τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ πιστοί θά διατρέχουν τόν ἔσχατο κίνδυνο τῆς σωτηρίας τους, ἀναµένοντας, κατά τόν Σεβασµιώτατο, τήν σύγκληση «τοῦ µόνου ὀργάνου διατηρήσεως, διασφαλίσεως καί διακηρύξεως τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως»."

    κχ
    Αντί να ασχοληθεί η φερομένη και ως "Μεγάλη" - και κατ ευφημισμό - Σύνοδος στο μέγα πρόβλημα που μας ταλανίζει από το 1924, το γνωστό ζήτημα με το Εορτολόγιο, οι κληθέντες να συμμετάσχουν Προκαθήμενοι έχουν άλλα θέματα στην "ατζέντα" τους. Είναι κυρίως το θέμα των σχέσων της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.σ. όπως την κατάντησαν) με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Ένα κόσμο δήθεν χριστιανικό, όπου η αίρεση κυριαρχεί, ελέω Τραπεζών και Σιωνισμού. Νυν υπέρ πάντων η Σχέση !

    http://kyprianoscy.blogspot.gr/2016/05/blog-post_21.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή