Ὑπόµνηµα διὰ τὴν ἀπόρριψιν τοῦ συνοδικοῦ κειµένου «σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον» Γράφει ὁ Πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁµ. Καθ.Α.Π.Θ.

6ον
Γνωρίζοντας, λοιπὸν αὐτὴν τὴν φρικτὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ποὺ συντελέσθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὸ λεγόµενο «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν», τὰ ἴδια πρόσωπα κατευθύνουν τὴν σύνταξη καὶ ἀποδοχὴ τῶν κειµένων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης  Συνόδου, γι᾽ αὐτὸ φροντίζουν ἀπὸ τὴ µία πλευρὰ µὲ διφορούµενη καὶ ἀσαφῆ γλώσσα, ποὺ διδάχθηκαν ἐκεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη µὲ ἀφαίρεση κειµένων καὶ προσθήκη ἄλλων νὰ συσκοτίσουν καὶ νὰ µειώσουν τὴν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀθωωθοῦν ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο γιὰ τὰ προδοτικὰ κείµενα ποὺ ὑπέγραψαν. ∆ὲν ἤθελαν στὰ κείµενα τῆς Συνόδου νὰ ὑπάρχει δύο φορὲς αὐτὴ ἡ αὐτοσυνειδησία, γι᾽ αὐτὸ τὴν περιέκοψαν. Ἐπειδὴ µάλιστα αὐτὴ ἡ δεύτερη φορὰ στὸ κείµενο γιὰ τὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση ἐνοχλοῦσε τοὺς Προτεστάντες τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ ἐνοχοποιοῦσε καὶ τοὺς ἴδιους ποὺ ὑπέγραψαν καὶ δέχθηκαν κείµενα µὲ νέα ἐκκλησιολογία.
Περὶ τοῦ ὅτι δὲ αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ἐνοχλοῦσε τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς ἐξ ἡµῶν προθύµους Οἰκουµενιστὰς προκύπτει ἀπὸ τὴν τότε εἰλικρινῆ ἐκτίµηση τοῦ π. Γεωργίου Τσέτση, προβεβληµένου στελέχους τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, τώρα δὲ καὶ µέλους τῆς πατριαρχικῆς ἀντιπροσωπίας, στὴν προσυνοδικὴ διαδικασία, ὁ ὁποῖος ἀναφερόµενος στὸ κείµενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις» ποὺ τοῦ ἄλλαξαν τὰ φῶτα καὶ ἀφήρεσαν καὶ τὸ πρῶτο του ἄρθρο, γράφει ὅτι τὸ κείµενο αὐτὸ ὑπογράµµιζε µιὰ ἀλήθεια, ἡ ὁποία µέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα, µέχρι δηλαδὴ τὸ Νέο ∆ελχί (1961) βρισκόταν πάντοτε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ οἰκουµενικοῦ διαλόγου, γιὰ τὴν ὁποία ὅµως ἀπὸ τότε δὲν ἔγινε σαφής µνεία. Καὶ ἐπεξηγώντας ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ ἐγκαταλείφθηκε γράφει ἐπὶ λέξει: «Πρόκειται γιὰ τὴν βαθειὰ πεποίθηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι εἶναι φορεὺς καὶ µάρτυς τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κείµενο τοῦτο τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογία της, στὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς δοµῆς της καὶ στὴν ἐκκλησιαστική της συνείδηση, ἀπορρίπτει τὴν ἰδέα τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁµολογιῶν» καὶ δὲν µπορεῖ νὰ διανοηθεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἕνα εἶδος διοµολογιακῆς προσαρµογῆς. Ἔτσι ἡ ἑνότης ποὺ ἀναζητεῖται   µέσα στὸ Συµβούλιο δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν θεολογικῶν συµφωνιῶν µόνο, γιατὶ ὁ Θεός «καλεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἐν τῷ Μυστηρίῳ και τῇ Παραδόσει τῆς πίστεως βιουµένην ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». ∆ὲν ὑπάρχει ἀµφιβολία ὅτι ἡ ὑπενθύµιση αὐτὴ θὰ ἀπογοητεύσει πολλοὺς οἰκουµενικοὺς ἑταίρους καὶ θὰ ἐµπλέξει τὸν θεολογικὸ διάλογο. Μ᾽ ὅλα ταῦτα, πρόκειται γιὰ µιὰ πραγµατικότητα µὲ τὴν ὁποία πρέπει κανεὶς νὰ προσαρµοστεῖ, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παγίδες ἑνὸς φτηνοῦ οἰκουµενισµοῦ»26. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν πραγµατικότητα τῆς βαθιᾶς καὶ ἀδιαπραγµάτευτης συνείδησης γιὰ τὴν ἐκκλησιολογική µας ταυτότητα ἀγνοοῦν καὶ οἱ τὰ πρῶτα φέροντες τῆς Συνόδου, δὲν προσαρµόζονται καὶ πέφτουν στὶς παγίδες ἑνὸς φτηνοῦ Οἰκουµενισµοῦ, χάριν τοῦ ὁποίου κατέστρεψαν καὶ ἐνόθευσαν αὐτὸ τὸ κείµενο, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ π. Γεώργιος, ἐντασσόµενος ὅµως καὶ αὐτὸς τώρα ἀδιαµαρτύρητα στοὺς φτηνοὺς Οἰκουµενιστάς. 10. Τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἀποτιµᾶται θετικά Πρὶν παρουσιάσουµε ἐνδεικτικὰ ὅσα φρικώδη καὶ προδοτικὰ κείµενα ὑπεγράφησαν στὶς δύο τελευταῖες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ λεγοµένου «Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν», στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ στὸ Πουσάν (2013), πρέπει νὰ δοῦµε πῶς ἐκτιµᾶ τὸ προσυνοδικὸ κείµενο γενικὰ τὸ ἐν λόγῳ Συµβούλιο καὶ τὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων εἰς αὐτό. Παραλαµβάνει ὅσα θετικὰ ἔλεγε τὸ προηγούµενο κείµενο, τὸ ὁποῖο καὶ τότε (1986) δὲν θέλησε νὰ ἐκφράσει µὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια ἀπόλυτη τὴν ἐκκλησιολογική µας αὐτοσυνειδησία, ὅπως τὴν ἐξέφραζαν οἱ µέχρι τοῦ Ν. ∆ελχὶ (1961) «∆ηλώσεις» τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀντὶ ὅµως τώρα µετὰ τὴν γενικευµένη ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, τὶς ἀποχωρήσεις τῶν Ἐκκλησιῶν, τοὺς ἐνδοιασµοὺς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις, νὰ εἶναι πιὸ συγκρατηµένοι οἱ συντάκτες καὶ νὰ λαµβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν αὐτὴν τὴν πραγµατικότητα, αὐτοὶ περιφρονοῦν αὐτὴν τὴν ὑγιῆ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία, προβάλλουν καὶ ἐπαινοῦν τὴν δράση καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συµβουλίου, ἀκόµη καὶ ἀπαράδεκτα κείµενα ποὺ ἑτοίµασε ἡ Ἐπιτροπή «Πίστις καὶ Τάξις», ὅπως τὸ περίφηµο ΒΕΜ τῆς Λίµας τοῦ 1982, (Βάπτισµα - Εὐχαριστία - Ἱερωσύνη), ποὺ ὑπέστη σφοδρότατη κριτικὴ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων. Ἔτσι στὴν παράγραφο 16 τοῦ νέου ἑνοποιηµένου κειµένου, ἀφοῦ προστίθενται τὰ ὀνόµατα καὶ ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισµῶν καὶ περιφερειακῶν ὀργάνων, ὅπως ἡ ∆ιάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ) καὶ τὸ Συµβούλιον     Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.Α), ποὺ δὲν ἐµνηµονεύοντο στὸ προηγούµενο κείµενο, γίνεται θετικὴ ἀξιολόγηση ὅλων µὲ τὴ φράση «Ταῦτα µετὰ τοῦ ΠΣΕ πληροῦν σηµαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου», ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογµάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάµος ὁµοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα) συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συµβουλίου. Ἔτσι π.χ. στὴν ἴδια παράγραφο, ἐπειδὴ συνειρµικὰ ἔρχεται στὴ σκέψη ἡ ἐξ αἰτίας τοῦ Οἰκουµενισµοῦ διαίρεση τῶν Ὀρθοδόξων, γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας. Παρατρέχουν ἀφιλάδελφα, χωρὶς νὰ σχολιάζουν αὐτὴν τὴν ἀποχώρηση µὲ τὴν ἀστεία δικαιολογία ὅτι «ἔχουν ἰδίαν γνώµην περὶ τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἔχουν ἀρνητικὴ γνώµη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει καὶ πλῆθος πιστῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἔχουν ἀποφασίσει εἰς τὰ τῆς διαδικασίας τῆς Συνόδου, ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ λαµβάνονται ὁµοφώνως, δὲν ἀντιλαµβάνονται οἱ ἔξυπνοι νόες τοῦ κειµένου ὅτι ἡ µὴ σύµφωνη γνώµη ὄχι µιᾶς, ποὺ καὶ αὐτὸ θὰ ἀρκοῦσε, ἀλλὰ δύο Ἐκκλησιῶν, καὶ µακάρι νὰ ὑπάρξουν καὶ ἄλλες, ἀχρηστεύει, καὶ ἀκυρώνει ὅσα λέγουν στὸ κείµενο ὑπὲρ τοῦ περιέργου ἐκκλησιολογικὰ Συµβουλίου καὶ τῆς ἀνάγκης συµµετοχῆς εἰς αὐτό. Ἀποτελεῖ αὐτονόητη καὶ ἀναµενόµενη συνέπεια γιὰ τὶς δύο αὐτὲς Ἐκκλησίες, ποὺ θὰ διασώσουν τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ θὰ ἐφελκύσουν εὐγνώµονες εὐχαριστίες, ἂν δὲν δεχθοῦν καὶ ἀπορρίψουν τὸ προσυνοδικὸ αὐτὸ κείµενο, ὅπως ἤδη φαίνεται νὰ ἔχει ἀποφασίσει, σύµφωνα µὲ τὶς εἰδήσεις, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας. Θυµοῦνται στὴν παράγραφο 18 καὶ µνηµονεύουν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστὴ εἰς τὴν ἐκκλησιολογία αὐτῆς εἰς τὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δοµῆς καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουµενικῶν Συνόδων, συµµετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισµῷ τοῦ Π.Σ.Ε οὐδόλως ἀποδέχεται τὴν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν ὁµολογιῶν» καὶ οὐδόλως δύναται νὰ δεχθῇ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διοµολογιακὴν προσαρµογήν». Εἶναι εὐχάριστο καὶ θετικὸ τὸ ὅτι ἀντιγράφουν ἐδῶ µία θέση ἀπὸ τὴν ∆ήλωση τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Νέο ∆ελχί (1961). Θὰ ἦταν ὅµως περισσότερο εὐχάριστο καὶ συνεπές, ἂν ἐτόνιζαν καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπισηµαίνουν ὅλες οἱ ∆ηλώσεις µέχρι τὸ Νέο ∆ελχί, ὅτι ὁ µόνος τρόπος, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἑτερόδοξοι εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησίαν, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ νόηµα τῆς ἐκεῖ παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων, νὰ βοηθήσουν εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν. ∆ιαφορετικὰ τὸ γεγονὸς τῆς συµµετοχῆς µας σὲ ἕνα Συµβούλιο αἱρετικῶν προσβάλλει τὴν ἐκκλησιολογική µας ταυτότητα, ἐξευτελίζει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶµα καὶ ὀργανισµὸν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ»27, ὅπως ἐκτιµᾶ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ πολλοὶ ἄλλοι. ∆ὲν εἶναι λοιπὸν καθόλου «πιστὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὴν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς οὔτε εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουµενικῶν Συνόδων». Θὰ διενοεῖτο ποτὲ κανεὶς στὴν ἀρχαία ἐκκλησίαν νὰ συµµετέχει σὲ Παγκόσµιο Συµβούλιο αἱρετικῶν, Ἀρειανῶν, Πνευµατοµάχων, Μονοφυσιτῶν, Εἰκονοµάχων καὶ νὰ ὀνοµάζει ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρέσεις   ἐκκλησίες; Αὐτὴ εἶναι ἡ πιστότητα στὴν ἐκκλησιολογία καὶ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας; Ὑπῆρξε ποτὲ τέτοιος τερατώδης ὀργανισµός, ποὺ νὰ συνενώνει τὶς πιὸ φρικτὲς αἱρέσεις σὲ ἕνα σῶµα µὲ τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία; Καὶ ἐπειδὴ µνηµονεύουν καὶ τὶς ἑπτὰ Ἅγιες Οἰκουµενικὲς Συνόδους, δὲν γνωρίζουν οἱ προσυνοδικοὶ Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὅτι στὴν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ὑπάρχουν ἐννέα (9) Οἰκουµενικὲς Σύνοδοι, προστιθεµένων στὶς ἑπτὰ καὶ τῶν δύο µεταγενεστέρων µεγάλων Συνόδων τῆς ἐπὶ Μ. Φωτίου τὸ 879 µ.Χ. καὶ τῆς ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ τὸ 1451; Ἔγινε τόσος θόρυβος πανορθοδόξως γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ὡς οἰκουµενικῶν, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς τὶς ἐνέταξε ὡς οἰκουµενικὲς στὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἐγράφησαν σχετικὲς ἀκολουθίες καὶ ἁγιογραφήθηκαν εἰκόνες, ἑτοιµάσθηκαν ἐξαιρετικὲς εἰσηγήσεις ἀπὸ λογίους ἱεράρχας µὲ ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, γιὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, καὶ τὸ σηµαντικώτερο: ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µεταξὺ τῶν προτάσεών της γιὰ τὰ συνοδικὰ κείµενα, ἀπευθυνοµένη πρὸς τὸν Οἰκουµενικὸ Πατριάρχη διὰ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας κ. Εἰρηναίου ζητεῖ νὰ ἀναγνωρίσει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ὡς Οἰκουµενικὲς τὶς προαναφερθεῖσες Συνόδους. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐκκωφαντικὴ σιωπὴ καὶ παραθεώρηση τῆς προτάσεως µιᾶς τοπικῆς συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὶς διαχρονικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι γνωστὴ καὶ ἔχει ἐπισηµανθῆ ἀπὸ πολλούς· γιὰ νὰ µὴ δυσαρεστηθοῦν οἱ Παπικοί, ἡ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» τῆς Ρώµης, αἱρέσεις τῆς ὁποίας κατεδίκασαν οἱ δύο τελευταῖες Οἰκουµενικὲς Σύνοδοι, ἡ ὀγδόη (879) καὶ ἡ ἐνάτη (1351). Στὴν παράγραφο 19 ἐπαινετικὰ καὶ πάλι ἀναφέρεται τὸ κείµενο στὴ συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ κάνουν τὸ λάθος οἱ συντάκτες νὰ µνηµονεύσουν θετικὰ τὴν ∆ήλωση τοῦ Toronto (1950). Γράφουν: «Ἔχουν (οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) βαθεῖαν τὴν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς ∆ηλώσεως τοῦ Τορόντο (1950), τιτλοφορουµένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσµιον Συµβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σηµασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συµµετοχὴν εἰς τὸ  Συµβούλιον». Ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ µόνο ὁ τίτλος τῆς «∆ηλώσεως» ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν Προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἔπρεπε νὰ µὴ γίνει δεκτός, ἀπὸ τοὺς τότε Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, διότι εἰσηγεῖται τὴν ἀόρατη µία ἐκκλησία, καὶ τὶς ὁρατὲς ἄλλες ἐκκλησίες ποὺ ἐξ ἴσου ἀποτελοῦν τὴν Μία Ἐκκλησία», ἑποµένως ἀναγνωρίζει τὴν ἴδια ἐκκλησιαστικότητα στὶς ὁρατές «ἐκκλησίες» µέλη τῆς ἀόρατης «ἐκκλησίας», ὑπάρχουν παράγραφοι στὴν «∆ήλωση» ἀπαράδεκτες ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου. Καὶ ἐπικαλεῖται µὲν ὀρθῶς τὸ προσυνοδικὸ κείµενο τὴν παράγραφο 2 τῆς ∆ηλώσεως τοῦ Toronto ὅτι σκοπὸς τοῦ ΠΣΕ δὲν εἶναι νὰ διαπραγµατεύεται ἑνώσεις, µεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὴν προσέγγισή τους, ἀποκρύπτει ὅµως ἄλλες παραγράφους οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» καὶ ἐξισώνουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µὲ τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες». Ἔτσι π.χ. ἀποδέχεται ἡ «∆ήλωση», καὶ οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι, ὅτι ὑπάρχει ἡ µία ἀόρατη «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» καὶ οἱ ἐπὶ γῆς ἐπὶ µέρους ἐκκλησίες, καὶ εἶναι πληρέστερο,περιεκτικώτερο, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν συναποτελοῦν ὅλοι, παρὰ ὁ καθένας στὴν δική του Ἐκκλησία. Ἑποµένως ἡ δική µας Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἕνα κοµµάτι αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ζητοῦµε νὰ ἔχουµε ἐπικοινωνία µὲ τοὺς ἄλλους, ὥστε µέσω αὐτῶν νὰ µετέχουµε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ἐπὶ λέξει ἡ ∆ήλωση τοῦ Τορόντου: «Αἱ Ἐκκλησίαι - µέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν µέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν µέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν µετὰ τῶν ἐκτὸς τῶν ἰδίων τάξεων, αἵτινες ὁµολογοῦν τὴν Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ». Σὲ ἄλλο σηµεῖο ἡ ∆ήλωση ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ἡ ὁποία ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὅτι οἱ αἱρέσεις -ἄκουσον! ἄκουσον!- ἔχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας». Πλήρης ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας: «Αἱ Ἐκκλησίαι - µέλη τοῦ ΠΣΕ ἀναγνωρίζουν ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἀµοιβαία αὕτη ἀναγνώρισις ὑποχρεοῖ αὐτὰς ν᾽ ἄρξωνται σοβαρᾶς συνδιαλέξεως µετ᾽ ἀλλήλων, ἐν τῇ ἐλπίδι ὅτι τὰ στοιχεῖα ταῦτα τῆς ἀληθείας, θὰ ὁδηγήσουν εἰς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ὅλης ἀληθείας καὶ εἰς ἑνότητα βασιζοµένην ἐπὶ τῆς ὅλης ἀληθείας». Ἀπὸ τὸ κείµενο αὐτὸ προκύπτει, ἐκτὸς τῆς ἀναγνωρίσεως στοιχείων ἀληθείας στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ὅτι δεχόµαστε ἀµοιβαίως ὅτι καὶ στὴν δικὴ µας Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ἡ ὅλη ἀλήθεια, ἀλλ᾽ αὐτὸ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν ἀλληλογνωριµία καὶ τὴν συνδιάλεξη µετ᾽ ἀλλήλων, ἀπὸ τοὺς Θεολογικοὺς δηλαδὴ ∆ιαλόγους. Καὶ τὸ πολὺ χειρότερο· σὲ ἄλλη παράγραφο τῆς «∆ηλώσεως» τοῦ Τορόντο δεχθήκαµε ὅτι χωρὶς τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», χωρὶς τὴν πανσπερµία δηλαδὴ τῶν αἱρέσεων, τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει οἰκοδοµηθῆ οὔτε ἔχει ἀνακαινισθῆ, ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται ὅταν ἔχουµε σχέση µὲ τοὺς ἄλλους: «Αἱ Ἐκκλησίαι - µέλη εἰσέρχονται εἰς πνευµατικὰς σχέσεις διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦν νὰ µάθουν παρ᾽ ἀλλήλων καὶ νὰ βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως οἰκοδοµηθῇ τὸ Σῶµα Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῆ».


Σηµειώσεις: 26. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ, Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου Οἰκουμενικὰ Ἀνάλεκτα. Συμβολὴ στὴν ἱστορία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1987, σελ. 162. 27. Βλ. ὑποσημ. 10. Τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τήν «Δήλωση» τοῦ Τορόντο βλ. εἰς Β. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Αὐτόθι, σελ. 121- 122 καὶ εἰς ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ, Οἰκουμενικὰ Ἀνάλεκτα, ἔνθ᾽ ἀνωτ. σελ. 20-21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου