Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Ιωάννου, Νικολάου ομολογητού, των οσίων, Αβραμίου ιερομάρτυρος, Νικολάου εκ Ψάρι (1554) και Ιωσήφ νεομαρτύρων.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης
ἐγεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ 360 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς θεοφιλεῖς και ἦταν συγγενὴς
τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) καὶ Κυρίλλου Α’ (412 –
444 μ.Χ.). Σὲ νεαρὴ ἡλικία
ἔλαβε μεγάλη και θαυμαστὴ θεολογικὴ και φιλοσοφικὴ γνώση. Στὴν ἀρχὴ ἐργάσθηκε
ὡς διδάσκαλος καὶ κατηχητὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἐπιζητώντας ὅμως
τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ δύναται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἔργο τῆς ζωῆς του, τὴ μελέτη τῶν
Ἁγίων Γραφῶν, ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ ὄρος Πηλούσιο, γι’ αὐτὸ καὶ
ἔλαβε τὸ ὄνομα Πηλουσιώτης. Ἀργότερα χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ στὴ συνέχεια
ἐκλέγεται ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του.
Τὸ εὐγενὲς και
ὑπέροχο ἦθος του, ὁ ὑποδειγματικὸς ἀσκητικὸς βίος και ἡ τεράστια θεολογικὴ
κατάρτισή του συνετέλεσαν, ὥστε ταχέως νὰ ἀποκτήσει μεγάλο κύρος καὶ φήμη, νὰ
ἀναδειχθεῖ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πηλουσίου, νὰ καταστεῖ περίβλεπτος καὶ νὰ
θεωρεῖται μοναδικὸς στὶς ἑρμηνεῖες χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Κατὰ τὴν Γ’
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο τὸ ἔτος 431 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος
Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος ἀναφαίνεται μὲ μεγάλη ὑπόληψη
καὶ σπουδαῖο κύρος στὴν Ἐκκλησία. Ἔλεγχε μὲ παρρησία τοὺς ἁμαρτάνοντες, ἐφώτιζε
τοὺς πάντες μὲ τὸ θεῖο του λόγο, ἐνουθετοῦσε τοὺς ἄρχοντες, ὑπεστήριζε τοὺς κλονιζόμενους
καὶ ἦταν ἡ «μοῦσα τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», ὅπως ἀποκαλοῦσε αὐτὸν ὁ ἱερὸς Φώτιος.
Συνέγραψε δὲ ἀρκετὲς πραγματεῖες, ὡς καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες
σώζονται πολλές, μὲ τὶς ὁποῖες ἐνουθετοῦσε, συμβούλευε και συγχρόνως ἐξηγοῦσε
τὶς θεῖες καὶ σωτήριες Γραφές.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε
εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 440 μ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου