Συγχαίρω γιὰ τὴ δηµοσίευση τῆς µελέτης τοῦ κ. Παναγ. Γκουρβέλου1 , διότι
πιστεύω, ὅτι θὰ προκαλέσει ἕνα γόνιµο διάλογο. Γιὰ τὴν ὑποβοήθηση τοῦ ἀναµενοµένου
διαλόγου θὰ καταθέσω ἀποσπάσµατα ἀπὸ δύο παλαιότερα κείµενά µου2 , ποὺ
διαλευκαίνουν κάποια εὐαίσθητα σηµεῖα τοῦ θέµατος.
Α´ Ἡ πρώτη µελέτη ἔφερε τὸν τίτλο: Ἡ «Περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας
δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ Νεοελληνικὴ Κατηχητικὴ καὶ Κηρυκτικὴ Πράξη»3 . Τὴν
ἀφορµὴ ἔδωσε ἡ πολὺ καλὴ µελέτη τοῦ συναδέλφου π. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακµάνη: «Ἡ
διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία»4
. Ὁ συγγραφέας ἐπιχειρεῖ ἐπιτυχῶς τὴ διερεύνηση ὄχι µόνο τῆς ἐξαπλώσεως τῆς
«περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» σχολαστικῆς διδασκαλίας στὴν «καθ᾽ ἡµᾶς
ἀνατολήν», ἀλλὰ καὶ τῆς διασυνδέσεώς της στὴν ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ µὲ τὸ
µυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξοµολογήσεως καὶ µετανοίας. Ὑπογραµµίζεται δὲ ὅτι οἱ ρίζες
τοῦ νοµικιστικοῦ αὐτοῦ προβληµατισµοῦ φθάνουν ὥς τὸν Τερτυλλιανό, τὸν ἅγιο
Κυπριανὸ καὶ τὸν Αὐγουστίνο καὶ ὅτι ὁ Ἄνσελµος Κανταβρυγίας (1023-1109) καὶ ὁ
Θωµᾶς Ἀκινάτης (†1274) θὰ συµβάλουν κατόπιν στὴ συστηµατικὴ διατύπωσή της, γιὰ
νὰ δογµατοποιηθεῖ, τελικά, στὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο (1545-1563). Εἶναι δηλαδὴ καθαρὰ
σχολαστικὴ διδασκαλία. Βρῆκε ὅµως ἔδαφος ἀναπτύξεως καὶ στὴν Ἀνατολή,
διακρινόµενη σὲ δύο εἴδη: