Η ταπείνωση, είναι η επίγνωση της αλήθειας.

Με τη μάθηση αποκτά ο άνθρωπος την αυτοσυνειδησία του γνωρίζοντος, την βεβαιότητα και την αίσθηση ότι είναι επαϊων. Γνωρίζει τάχα τα πάντα, οπότε ακολουθεί η έπαρση, η κενοδοξία, η υπερηφάνεια. Το δε χειρότερο είναι η οίηση, που όποιος προσβάλλεται από το δαίμονα αυτό, πολύ δύσκολα θεραπεύεται. Κι αυτό, γιατί, όπως λένε οι σοφοί, το πνεύμα της οιήσεως επικάθεται στο κέντρο της νοήσεως και δεν αφήνει το νού να δή την αλήθεια. Αν δε λάβη κανείς υπ’ όψη ότι οι αρρώστειες αυτές της ψυχής υπάρχουν σπερματικά στις ψυχές μας σαν αδαμιαία κληροδοσία, τότε είμαστε όλοι προσβεβλημένοι, αφού «τη εφέσει του καρπού της γνώσεως εκπεπτώκαμεν…», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την δογματική παράδοση της Εκκλησίας. Συνεπώς η ίδια η έφεση του ειδέναι γεννάει την φυσίωση, οπότε η αυτοσυνειδησία της γνώσεως από τους παιδευθέντες είναι μάλλον πρόσκομμα στην οδό του αγιασμού, θεμελιώδη θέση της οποίας κατέχει η ταπείνωση, που είναι η επίγνωση της αλήθειας.

O Συναξαριστής της ημέρας.

Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2015

Ιακώβου του Πέρσου, Ναθαναήλ Οσίου.


Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔζησε τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. ἐπὶ βασιλέως Ἀρκαδίου. Ζοῦσε στὴν Βηθλαδὰ τῆς Περσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπίσημο γένος. Ἦταν φίλος μὲ τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν, Ἰσδιγέρδη.
Παρασυρμένος ἀπὸ αὐτὴ τὴ φιλία του, ὁ Ἰάκωβος ἀπαρνήθηκε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἰσδιγέρδη, ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ χαθεῖ μέσα στὴν ψευδαίσθηση τοῦ πλούτου τῶν ἀνακτόρων. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ ἡ μητέρα καὶ ἡ γυναίκα του, οἱ ὁποῖες ἦταν εὐσεβεῖς καὶ πιστὲς χριστιανὲς λυπήθηκαν καὶ ἐξοργίστηκαν. Καὶ οἱ δυὸ λοιπὸν τὸν ἐπιπλήξανε γιὰ τὴ στάση του καὶ τοῦ δήλωσαν ὅτι δὲν ἤθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αὐτὸ τὸ μικρὸ πλῆγμα, ἐπανέφερε τὸν Ἰάκωβο στὸν ἴσιο δρόμο. Τὸν ἔκανε νὰ διαπιστώσει τὸ χάσμα τὸ ὁποῖο δημιούργησε.
Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἀποφάσισε νὰ ἐξαγνίσει τὸ ἀτόπημά του καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόφαση αὐτή, πῆγε στὸν βασιλιὰ καὶ ὁμολόγησε μπροστά του τὴν μία καὶ ἀληθινὴ πίστη στὸν Χριστό. Ὁ Ἰσδιγέρδης ἐξεπλάγη γι’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἰακώβου καὶ προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει. Ὁ Ἰάκωβος παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του καὶ γι’ αὐτὸ διατάχθηκε νὰ τὸν βασανίσουν.
Μαρτύρησε μὲ ἀκρωτηριασμὸ τῶν ἄκρων του καὶ κατόπιν μὲ τὸν ἀποκεφαλισμό του. Μὲ αὐτὸ τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Paphnutius, Life of Abba Aaron

Now it happened one year that the Nile did not rise enough to water all our fields, and a multitude of the poor came to Abba Aaron weeping and saying, "Our holy father, we and our children are going to die because the waters have not risen!" He said to them,"Believe in God and He will deliver you.  As it is written, 'The prayer of the poor man who is downhearted, he pours out entreaty before the Lord.' Again it says, 'The Lord has heard the desires of the poor.'"  He quoted them numerous other passages from scripture and explained them to them, and he comforted them, and in this way they departed from him praising God.  Now the holy man Aaron was not unconcerned about their distress, and he would go to the river each evening and immerse himself in the water up to his neck and he would pray to God, saying, "My good Christ, compassionate one, have compassion upon your image and likeness." Indeed, he continued this practice until God had compassion for his tears and made the waters of the Nile flow over the face of the whole country.

Paphnutius, Life of Abba Aaron, 131.

Η συνέντευξις του π. Ευθυμίου Τρικαμηνά

Ο π. Ευθύμιος «ξετίναξε» κυριολεκτικώς την παναίρεσιν του Οικουμενισμού και του Παπισμού. Ενώ εξέφρασε την άποψιν ότι επιβάλλεται η διακοπή του μνημοσύνου τόσον του Οικουμενικού Πατριάρχου όσον και όλων εκείνων, οι οποίοι προδίδουν την πίστιν με ανιέρους συμπροσευχάς και συλλείτουργα με τους αιρετικούς. Αποτελεί ύβριν εναντίον των αγώνων και της θυσίας των αγίων μαρτύρων και θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας η μη διακοπή του μνημοσύνου, ως είπε. Διότι οι Αγιοι Πατέρες έδωσαν μάχας εναντίον όλων των αιρέσεων, εις τας οποίας ανήκει και ο Παπισμός. Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός δεν τους ήθελε ούτε εις τον θάνατόν του. Εις ερώτησιν, εάν η διακοπή του μνημοσύνου οδηγή εις σχίσμα την Εκκλησίαν, απήντησεν ότι τούτο δεν δύναται να συμβή. Διότι, όταν ο Επίσκοπος έχη αιρετικήν συμπεριφοράν, ο κλήρος και ο λαός δύναται να  συνεχίζη την Εκκλησιαστικήν παράδοσιν και την μυστηριακήν ζωήν άνευ του Επισκόπου. Αυτό συμβαίνει  «εις Πολεμικάς» περιόδους εις την Εκκλησίαν. Και κατά την άποψιν του, έχομεν πόλεμον εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και της αιρέσεως του Παπισμού και εναντίον όλων των Επισκόπων, οι οποίοι συμπορεύονται με την αίρεσιν. Άλλωστε, είπε, προ τριάκοντα και πλέον ετών Μητροπολίται, ως ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Παραμυθίας Παύλος και Ιεραί Μοναί εις το Άγιον Όρος είχον διακόψει το μνημόσυνον του Πατριάρχου Αθηναγόρου, χωρίς να προκληθή σχίσμα εις την Εκκλησίαν.

Toυ Μακαριστού Πατριάρχου Ιεροσολύμων Διοδώρου: Να διατί ελάβομεν την απόφασιν να διακόψωμεν τον διάλογον με τους παποαιρετικούς.

Διότι οι παποαιρετικοί είναι αμετακίνητοι εις την κακοδοξίαν των και την πλάνην των.  Σκοπός των είναι η εξαφάνισις της Ορθοδοξίας και η επικράτησις του Παπισμού και του Οικουμενισμού.  Τα πρόσφατα γεγονότα της Ουκρανίας το επιβεβαιώνουν κατά τρόπον αναμφισβήτητον.  Δι’αυτό και ημείς θα προχωρήσωμεν, έστω και μόνοι, εις τον αγώνα δια την άμυναν της αγίας μας Ορθοδοξίας.  Διότι η Ορθοδοξία είναι η μόνη μας Ελπίς. 

(Ο.Τ. Αρ. Φύλ. 866).

Η ΑΡΕΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

Θεία αρετή είναι η προαιρετική ενέργεια του ανθρώπου προς πραγμάτωσιν του ηθικού δέοντος. Είναι επίσης η βούλησις δια την ενέργειαν του καλού. Με το χάρισμα παρουσιάζεται η εξής σχέσις· κάθε χάρισμα που δίδεται εις τον άνθρωπον από τον Θεόν ως δώρημα τέλειον, έχει τα ιδιώματά του, τα οποία είναι αυταί αι αρεταί· με την σειράν της δε η αρετή αποσπά, όταν ευρεθή εις πληρότητα ιδανικήν, εκ του Θεού και ανάλογον χάρισμα κ.ο.κ. Αι αρεταί εννοούνται καθολικώς ως μία αρετή, ως στάσις δηλαδή του πνεύματος και δυναμισμός της ψυχής προς κτήσιν της τελειότητος. Ήδη και ο Πλάτων πρεσβεύει την ιδίαν άποψιν. «Η δικαιοσύνη και σωφροσύνη και οσιότης και πάντα ως εν τι είη συλλήβδην, αρετή» («Πρωταγόρας» 329. Βλ. και «Πολιτεία» 433 Α. κ.ε.). Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να απορρίπτουν την αρετήν, εις οποιονδήποτε φορέα την εύρουν –αποδέχονται και την τυχούσαν εις τους προ ή έξω της Εκκλησίας –, την θεωρούν ως ποιότητα της ψυχής, η οποία δεν ευρίσκεται βεβαίως ολοκληρωμένη. Αλλά εις ένα «τέλειον και ολόκληρον» (Ιακ. α: 4) Χριστιανόν η αρετή έχει πλήρη ενότητα. Η ενότης επιτυγχάνεται δια της τηρήσεως των εντολών· ούτω γράφει ο Νέος Θεολόγος θείος Συμεών (SC 113, 38) : « Δια γαρ της εκπληρώσεως των εντολών η εργασία των αρετών, δια δε της πράξεως των αρετών η πλήρωσις των εντολών γίνεται, και ούτω δια τούτων ανοίγεται ημίν η θύρα της γνώσεως».

Όσον εργάζεται κανείς τις εντολές, ανάλογα και αποκαλύπτεται ο Χριστός

Αν προσέξει κανείς, στο βίο και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, θα διακρίνει ότι όλοι, σε όλα τα στάδια της ζωής τους, εκινούντο στον κοινό χώρο των εντολών του Χριστού. Δηλαδή δεν έφευγε ο νους και η βούλησή τους έξω από την περιοχή των ζωοποιών και θεοποιών εντολών, μέσα στις οποίες είναι μυστικά κρυμμένος ο ίδιος ο Χριστός. Και είναι δεδομένον, ότι όσον εργάζεται κανείς τις εντολές, ανάλογα και αποκαλύπτεται ο Χριστός στην καρδιά, στο νου, σ’ όλη την ψυχή όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής. Με άλλα λόγια η αφετηρία του βίου τους, κοινώς ήταν βιβλική, γι’αυτό και η διδασκαλία είναι εμπειρική ανάπτυξη του Ευαγγελίου, του οποίου σαρκωμένες εικόνες έγιναν οι ίδιοι.

Ἀπάντησις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1895 πρὸς τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄

«Ὁ μισόκαλος καὶ ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τὸν σῖτον. Ἔνθεν τοι καὶ ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καὶ λυμαίνονται τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ἅπερ ὡς σπέρματα πονηρὰ καὶ μέλη σεσηπότα δικαίως ἀποκόπτονται ἀπὸ τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐν ἐσχάτοις δὲ χρόνοις ὁ πονηρὸς διέσπασεν ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθνη ὁλόκληρα τῆς Δύσεως, ἐμφυσήσας τοῖς ἐπισκόποις τῆς Ῥώμης φρονήματα ὑπερφιάλου ἀλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας ἀθέσμους καὶ ἀντευαγγελικάς». 

«Πόθος ἱερὸς καὶ ἐνδόμυχος τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ὀρθοδόξου ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὑπάρχει, ὡς προείρηται, ἡ τῶν ἀπεσχισμένων Ἐκκλησιῶν ἕνωσις μετ’ αὐτῆς ἐν τῷ ἑνὶ κανόνι τῆς πίστεως· ἀλλ’ ἄνευ τοιαύτης ἐν τῇ πίστει ἑνότητος ἀδύνατος ἀποβαίνει ἡ ποθητὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσις». «Ἀφάτου δὲ λύπης πληροῦται πᾶσα εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος καρδία, βλέπουσα τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν ἐμμένουσαν ὑπεροπτικῶς ἐν αὐταῖς καὶ ἥκιστα συντελοῦσαν εἰς τὸν ἱερὸν τῆς ἑνώσεως σκοπὸν δι᾽ ἀποπτύσεως τῶν αἱρετικῶν τούτων καινοτομιῶν καὶ ἐπανόδου εἰς τὸ ἀρχαῖον καθεστὼς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἧς μέρος τότε καὶ αὐτὴ ἀπετέλει».

Ὁ Κων/πόλεως Ἄνθιμος καί ἡ περί ἐκεῖνον Ἱ. Σύνοδος ἐξ ἄλλων δώδεκα Ἀρχιερέων.