Τους αγίους, τους
διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Τους μάρτυρες και τους οσίους.
α. Μάρτυρες είναι όσοι πιστοί οδηγήθηκαν στο μαρτύριο. Σε αυτά συνήθως υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Το γεγονός και μόνο το ότι άντεξαν τα βασανιστήριά τους, χωρίς να προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό, σημαίνει ότι οι πιστοί αυτοί έφτασαν σε κατάσταση θέωσης. Στην κατάσταση αυτή αναστέλλονται οι φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου, οπότε ο άνθρωπος μπορεί να αντέχει το μαρτύριο. Δεν πονάει όταν βασανίζεται, ή πονάει τόσο λίγο, ώστε ο πόνος να είναι υποφερτός. Για το λόγο αυτό, οι μάρτυρες ενώ βασανίζονταν, έψαλλαν και υμνολογούσαν το όνομα του Θεού!
Οι Μάρτυρες, λοιπόν, δεν οδηγήθηκαν στο μαρτύριο από κάποιο ανθρώπινο πείσμα, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν θα άντεχαν με τόση προθυμία και ευχαρίστηση τα βασανιστήριά τους. Το μαρτύριό τους φανερώνει την τέλεια πνευματική κατάσταση της θέωσης, που έφτασαν και γι’ αυτό τα άτομα αυτά τα τιμάμε ως αγίους. Τα άτομα αυτά πολλές φορές θαυματουργούν, ιδιαίτερα κατά τη στιγμή του θανάτου τους.
Στη Τουρκοκρατία έχουμε περίπου τριάντα πέντε χιλιάδες νεομάρτυρες. Πολλοί από αυτούς σε κάποια στιγμή της ζωής τους είχαν εξωμόσει, είχαν δηλ. αρνηθεί το Χριστό και πίστεψαν στο Μωάμεθ. Όσοι από αυτούς μετανόησαν και επανήλθαν στην Εκκλησία έπρεπε να μαρτυρήσουν για να συγχωρεθεί η άρνησή τους αυτή. Για το λόγο αυτό πήγαιναν συνήθως στο Άγιο ΄Ορος, κοντά σε αγίους γέροντες, οι οποίοι λέγονταν «αλείπτες» για να τους καθοδηγήσουν να φτάσουν στη «θεωρία του Θεού», προκειμένου όταν θα πήγαιναν μόνοι τους στο μαρτύριο να μπορέσουν να το αντέξουν. Οι πνευματικοί αυτοί οδηγοί λέγονταν «αλείπτες», από τους ανθρώπους εκείνους στην αρχαιότητα άλειβαν τους παλαιστές με λάδι, για να μπορούν να ξεγλιστρούν όταν πάλευαν στις παλαίστρες από τα χέρια των αντιπάλων τους. ΄Ετσι, και οι «αλείπτες» στο Άγιο ΄Ορος αναλάμβαναν να αλείψουν με το λάδι του αγίου Πνεύματος τους υποψήφιους μάρτυρες, για να ξεγλιστρήσουν από τις παγίδες του σατανά, να μη δειλιάσουν την ώρα του μαρτυρίου τους και να φέρουν αυτό σε πέρας. Αυτό το μαρτύριο είναι η απόδειξη της αγιότητάς τους.
β. Όσιοι είναι όσοι θεούμενοι πέθαναν φυσιολογικό και όχι μαρτυρικό θάνατο. Στη επίγεια ζωή τους όμως έζησαν ασκητικά. Όσοι δηλ. αγωνίστηκαν να φτάσουν στη «θεωρία του Θεού».
Το να ζει κάποιος «ασκητικά», δεν απέχει πολύ από το σωματικό μαρτυρικό θάνατο. Όσοι ζουν ασκητικά είναι οι «μαρτυρούντες τη συνειδήσει», λένε οι Πατέρες. Αυτό είναι ευεξήγητο, γιατί κάνουν πράξη αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος «Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ.2,20)! ΄Οταν ο πιστός συσταυρώνεται με το Χριστό γίνεται «μάρτυρας», έστω και αν δεν έχυσε το αίμα του.
Στην κατάσταση της «θεωρίας του Θεού» οι άνθρωποι βλέπουν τη «δόξα» του Θεού. Γίνονται και οι ίδιοι «θεοί κατά χάριν». «Χαριτώνονται» από το άγιο Πνεύμα, δηλ. αποκτούν τα χαρίσματά του. Έτσι αποκτούν θαυματουργικές ιδιότητες. Μπορούν με τον τρόπο αυτό και θεραπεύουν ασθένειες, εξάγουν δαιμόνια, προβλέπουν το μέλλον, ακόμα ανασταίνουν νεκρούς και γενικά επιτελούν πολλά θαυμαστά «θεία σημεία».
Η επιτέλεση τέτοιων «θείων σημείων» είναι ένα από τα στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι ένας πιστός αξιώθηκε να αποκτήσει τη θεία εμπειρία του Θεού.
Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να επισημάνουμε, ότι πέρα από τα πραγματικά «θεία σημεία», υπάρχουν και «ψευδοθαύματα». Τέτοια ψευδοθαύματα μπορεί να κάνει ο διάβολος, ο αντίχριστος και οι άνθρωποί του, αλλά και ορισμένοι απατεώνες, που εύκολα κάνουν πχ. εικόνες δήθεν να κλαίνε, οστά να ευωδιάζουν, ή να μυροβλύζουν κοκ.
Επίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι το να κάνει κάποιος θεία σημεία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο αυτό έφτασε απαραίτητα και σε κατάσταση θείας εμπειρίας. Ο Κύριός μας, στην επί του Όρους ομιλία Του είπε τα εξής: «πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ. 7, 22-23)!!
Αυτό σημαίνει, ότι τα άτομα αυτά, καίτοι θαυματούργησαν, όμως δεν αξιώθηκαν να φτάσουν στη θέωση ή το φωτισμό. Σημαίνει, ότι δεν αγωνίστηκαν ορθά, ασκητικά, πράγμα το οποίο προϋποθέτει δύο τινά: Την Ορθή Πίστη και την Ορθή ζωή. Αυτά, και τα δύο μαζί συνιστούν την Ορθοδοξία, η οποία αυτή και μόνη σώζει τον άνθρωπο και τον συναριθμεί στην «κοινωνία των αγίων», που είναι η άκτιστη Εκκλησία! Όποιος δεν μπόρεσε να γίνει μέλος της Εκκλησίας αυτής δεν σώζεται, ούτε μπορεί να τιμάται από αυτή ως άγιός της.
Θα πρέπει ακόμα να διευκρινίσουμε ότι η Ορθή Πίστη δεν είναι μιά κάποια παθητική κατάσταση. Αντίθετα είναι η ζωντανή συμμετοχή μας στην αποστολική και πατερική Παράδοση της Ορθοδοξίας. Αυτή την Παράδοση οφείλουμε να ομολογούμε κάθε στιγμή, κατά το λόγο του Κυρίου «πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.10,32). Αν αφαιρέσουμε τον παράγοντα αυτό της Ορθής Πίστης από τη ζωή των πιστών, τότε έχομε ενώπιόν μας το νοσηρό και κακόδοξο φαινόμενο του «ευσεβισμού», που οδηγεί στην Κόλαση.
α. Μάρτυρες είναι όσοι πιστοί οδηγήθηκαν στο μαρτύριο. Σε αυτά συνήθως υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Το γεγονός και μόνο το ότι άντεξαν τα βασανιστήριά τους, χωρίς να προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό, σημαίνει ότι οι πιστοί αυτοί έφτασαν σε κατάσταση θέωσης. Στην κατάσταση αυτή αναστέλλονται οι φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου, οπότε ο άνθρωπος μπορεί να αντέχει το μαρτύριο. Δεν πονάει όταν βασανίζεται, ή πονάει τόσο λίγο, ώστε ο πόνος να είναι υποφερτός. Για το λόγο αυτό, οι μάρτυρες ενώ βασανίζονταν, έψαλλαν και υμνολογούσαν το όνομα του Θεού!
Οι Μάρτυρες, λοιπόν, δεν οδηγήθηκαν στο μαρτύριο από κάποιο ανθρώπινο πείσμα, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν θα άντεχαν με τόση προθυμία και ευχαρίστηση τα βασανιστήριά τους. Το μαρτύριό τους φανερώνει την τέλεια πνευματική κατάσταση της θέωσης, που έφτασαν και γι’ αυτό τα άτομα αυτά τα τιμάμε ως αγίους. Τα άτομα αυτά πολλές φορές θαυματουργούν, ιδιαίτερα κατά τη στιγμή του θανάτου τους.
Στη Τουρκοκρατία έχουμε περίπου τριάντα πέντε χιλιάδες νεομάρτυρες. Πολλοί από αυτούς σε κάποια στιγμή της ζωής τους είχαν εξωμόσει, είχαν δηλ. αρνηθεί το Χριστό και πίστεψαν στο Μωάμεθ. Όσοι από αυτούς μετανόησαν και επανήλθαν στην Εκκλησία έπρεπε να μαρτυρήσουν για να συγχωρεθεί η άρνησή τους αυτή. Για το λόγο αυτό πήγαιναν συνήθως στο Άγιο ΄Ορος, κοντά σε αγίους γέροντες, οι οποίοι λέγονταν «αλείπτες» για να τους καθοδηγήσουν να φτάσουν στη «θεωρία του Θεού», προκειμένου όταν θα πήγαιναν μόνοι τους στο μαρτύριο να μπορέσουν να το αντέξουν. Οι πνευματικοί αυτοί οδηγοί λέγονταν «αλείπτες», από τους ανθρώπους εκείνους στην αρχαιότητα άλειβαν τους παλαιστές με λάδι, για να μπορούν να ξεγλιστρούν όταν πάλευαν στις παλαίστρες από τα χέρια των αντιπάλων τους. ΄Ετσι, και οι «αλείπτες» στο Άγιο ΄Ορος αναλάμβαναν να αλείψουν με το λάδι του αγίου Πνεύματος τους υποψήφιους μάρτυρες, για να ξεγλιστρήσουν από τις παγίδες του σατανά, να μη δειλιάσουν την ώρα του μαρτυρίου τους και να φέρουν αυτό σε πέρας. Αυτό το μαρτύριο είναι η απόδειξη της αγιότητάς τους.
β. Όσιοι είναι όσοι θεούμενοι πέθαναν φυσιολογικό και όχι μαρτυρικό θάνατο. Στη επίγεια ζωή τους όμως έζησαν ασκητικά. Όσοι δηλ. αγωνίστηκαν να φτάσουν στη «θεωρία του Θεού».
Το να ζει κάποιος «ασκητικά», δεν απέχει πολύ από το σωματικό μαρτυρικό θάνατο. Όσοι ζουν ασκητικά είναι οι «μαρτυρούντες τη συνειδήσει», λένε οι Πατέρες. Αυτό είναι ευεξήγητο, γιατί κάνουν πράξη αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος «Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ.2,20)! ΄Οταν ο πιστός συσταυρώνεται με το Χριστό γίνεται «μάρτυρας», έστω και αν δεν έχυσε το αίμα του.
Στην κατάσταση της «θεωρίας του Θεού» οι άνθρωποι βλέπουν τη «δόξα» του Θεού. Γίνονται και οι ίδιοι «θεοί κατά χάριν». «Χαριτώνονται» από το άγιο Πνεύμα, δηλ. αποκτούν τα χαρίσματά του. Έτσι αποκτούν θαυματουργικές ιδιότητες. Μπορούν με τον τρόπο αυτό και θεραπεύουν ασθένειες, εξάγουν δαιμόνια, προβλέπουν το μέλλον, ακόμα ανασταίνουν νεκρούς και γενικά επιτελούν πολλά θαυμαστά «θεία σημεία».
Η επιτέλεση τέτοιων «θείων σημείων» είναι ένα από τα στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι ένας πιστός αξιώθηκε να αποκτήσει τη θεία εμπειρία του Θεού.
Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να επισημάνουμε, ότι πέρα από τα πραγματικά «θεία σημεία», υπάρχουν και «ψευδοθαύματα». Τέτοια ψευδοθαύματα μπορεί να κάνει ο διάβολος, ο αντίχριστος και οι άνθρωποί του, αλλά και ορισμένοι απατεώνες, που εύκολα κάνουν πχ. εικόνες δήθεν να κλαίνε, οστά να ευωδιάζουν, ή να μυροβλύζουν κοκ.
Επίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι το να κάνει κάποιος θεία σημεία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο αυτό έφτασε απαραίτητα και σε κατάσταση θείας εμπειρίας. Ο Κύριός μας, στην επί του Όρους ομιλία Του είπε τα εξής: «πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ. 7, 22-23)!!
Αυτό σημαίνει, ότι τα άτομα αυτά, καίτοι θαυματούργησαν, όμως δεν αξιώθηκαν να φτάσουν στη θέωση ή το φωτισμό. Σημαίνει, ότι δεν αγωνίστηκαν ορθά, ασκητικά, πράγμα το οποίο προϋποθέτει δύο τινά: Την Ορθή Πίστη και την Ορθή ζωή. Αυτά, και τα δύο μαζί συνιστούν την Ορθοδοξία, η οποία αυτή και μόνη σώζει τον άνθρωπο και τον συναριθμεί στην «κοινωνία των αγίων», που είναι η άκτιστη Εκκλησία! Όποιος δεν μπόρεσε να γίνει μέλος της Εκκλησίας αυτής δεν σώζεται, ούτε μπορεί να τιμάται από αυτή ως άγιός της.
Θα πρέπει ακόμα να διευκρινίσουμε ότι η Ορθή Πίστη δεν είναι μιά κάποια παθητική κατάσταση. Αντίθετα είναι η ζωντανή συμμετοχή μας στην αποστολική και πατερική Παράδοση της Ορθοδοξίας. Αυτή την Παράδοση οφείλουμε να ομολογούμε κάθε στιγμή, κατά το λόγο του Κυρίου «πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.10,32). Αν αφαιρέσουμε τον παράγοντα αυτό της Ορθής Πίστης από τη ζωή των πιστών, τότε έχομε ενώπιόν μας το νοσηρό και κακόδοξο φαινόμενο του «ευσεβισμού», που οδηγεί στην Κόλαση.