Τροπάριον.
Αδέτω σοι Δέσποινα, κινών την λύραν του Πνεύματος, Δαβίδ ο Προπάτωρ σου·
άκουσον Θύγατερ, την χαρμόσυνον, φωνήν την του Αγγέλου· χαράν γαρ μηνύει σοι,
την ανεκλάλητον.
Ερμηνεία.
Τούτο το
Τροπάριον προσφωνεί ο Μελωδός από μέρους του προς την Θεοτόκον· ερανίσθη δε
αυτό από τον Προφητάνακτα Δαβίδ προφητικώς λέγοντα προς την Παρθένον: «Άκουσον
Θύγατερ και ίδε» (Ψαλμ. μδ: 11). Όθεν επιστρέφων προς το παρθενικόν αυτής
υποκείμενον, ω Δέσποινα, λέγει, και παντοβασίλισσα Μαριάμ, ο ιδικός σου
Προπάτωρ Δαβίδ, από το γένος του οποίου εσύ εβλάστησας ως ευθαλής και ωραιοτάτη
ράβδος κατά την προφητείαν του Ησαϊου την λέγουσαν: «Εξελεύσεται ράβδος εκ της
ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται» (Ησ. ια: 1), (όπου Ιεσσαί μεν
είναι ο Πατήρ του Βασιλέως Δαβίδ· ρίζα δε του Ιεσσαί είναι η φυλή του Ιούδα, εξ
ης εκατάγετο ο Ιεσσαί· ράβδος δε είναι η Κυρία Θεοτόκος, η εκ της φυλής μεν του
Ιούδα, εκ του γένους δε του Ιεσσαί: ήτοι του Δαβίδ γεννηθείσα· άνθος δε είναι ο
Χριστός, όστις εβλάστησεν από την ράβδον: ήτοι από την Θεοτόκον την εκ της
ρίζης του Ιεσσαί ανατείλασαν) αυτός, λέγω, Θεοτόκε, παίζων την λύραν του
Πνεύματος (αδιαφόρως δε είπεν αυτήν λύραν, μ΄ όλον ότι το κυρίως όργανον του
Δαβίδ: ήτοι το ψαλτήριον, δεν ωνομάζετο λύρα, αλλά ναύλα· επειδή δε και η ναύλα
και η λύρα και η κιθάρα και η κιννύρα ήτον από το γένος των οργάνων των
καλουμένων εντατών: ήτοι των δια του τεντώματος των χορδών παιζομένων, δια
τούτο αντί του ενός είδους εξέλαβε το άλλο είδος ο Μελωδός) ας ψάλλη εις εσέ
σήμερον «Άκουσον Θύγατερ». Αλλά τι είναι, Παρθένε, εκείνο, το οποίον σε
παρακινεί ο Δαβίδ να ακούσης; Η χαροποιά φωνή όπου σοι προσφέρει ο Αρχάγγελος
Γαβριήλ από τους Ουρανούς: ήτοι το «Χαίρε κεχαριτωμένη»· με την φωνήν γαρ
ταύτην μηνύει εις εσέ μίαν χαράν ανεκλάλητον, η οποία δεν δύναται να λαληθή από
γλώσσαν των ανθρώπων ομού και των Αγγέλων. Ερανίσθη δε τούτο ο Μελωδός από τον
Κορυφαίον Πέτρον λέγοντα: «Εις ον Ιησούν Χριστόν πιστεύοντες αγαλλιάσθε χαρά
ανεκλαλήτω και δεδοξασμένη» (α΄ Πέτρ. α: 8). Διατί δε ωνόμασεν αυτήν
ανεκλάλητον; Δια το υπερβάλλον αυτής, δια το παγκόσμιον αυτής, και δια το
αιώνιον αυτής. Και δικαίως ωνόμασεν ανεκλάλητον την χαράν ταύτην ο Μελωδός·
επειδή, αν δεν ήτον τοιαύτη και τοσαύτη, δεν εδύνετο να ανατρέψη την παλαιάν
εκείνην και παγκόσμιον λύπην όπου έδωκεν ο Θεός ως επιτίμιον εις την προμήτορα
Εύαν ειπών: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις
τέξη τέκνα» (Γέν. γ: 16), και δια της Εύας έδωκεν αυτήν και εις όλον το γένος
της. Ήτον γαρ καιρός, όταν οι Προπάτορες έχαιρον και ευφραίνοντο με μίαν αληθώς
ανεκλάλητον χαράν, εν τω Παραδείσω της τρυφής ευρισκόμενοι προ της παραβάσεως·
αφ΄ ου δε, ω των εμών κακών! Εμά γαρ τα των Προπατόρων μου, αφ΄ ου εκείνοι
παρέβηκαν την εντολήν του Θεού, έχασαν και την ανεκλάλητον εκείνην χαράν όπου
απελάμβανον· και αντί χαράς απόκτησαν λύπας και στεναγμούς, και το χειρότερον,
ότι και ταύτας μετέδωκαν εις όλους τους απογόνους των. Όθεν τα δάκρυα των
ταλαιπώρων ανθρώπων, τα οποία έχυναν καθ΄ εκάστην ημέραν εις κάθε λύπην όπου
απαντούσαν, εδύνοντο να συνθέσουν μίαν ολόκληρον θάλασσαν· οι αναστεναγμοί των
ήτον τόσον μεγάλοι και οδυνηροί, ώστε εγέμιζαν τον αέρα, και αντιλαλούσαν εις
τους Ουρανούς, και ο Κόσμος όλος μετεβλήθη εις μίαν κοιλάδα του κλαυθμώνος,
καθώς τον ονομάζει ο θείος Δαβίδ (Ψαλμ. πγ: 7). Τι δε πολυλογώ; Αφ΄ ου οι
Προπάτορες ήμαρτον, δεν εγύρισε πλέον εκείνη η ανεκλάλητος χαρά εις τον Κόσμον,
αλλά τελείως εχάθη από αυτόν· όθεν είπεν ο Ιωήλ ότι εντροπίασαν οι άνθρωποι την
χαράν με το να έχασαν τελείως αυτήν: «Ήσχυναν χαράν οι Υιοί των ανθρώπων» (Ιωήλ
α: 12), και ο Ιερεμίας: «Καταλύσω φωνήν ευφραινομένων και φωνήν χαιρόντων»
(Ιερ. ζ: 34), και ο Ησαϊας: «ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι» (Ησ. μη: 22). Και
αν εις μερικούς εδόθη χαρά κατά το «Χαίρε σφόδρα Θύγατερ Σιών» (Ζαχ. θ: 9), και
«Θάρσει, η γη, χαίρε και ευφραίνου» (Ιωήλ β: 21)· αλλ΄ η χαρά εκείνη ήτον
προσωρινή, και όχι παντοτινή· ήτον μερική, και όχι παγκόσμιος· εδύνετο να
λαληθή, και δεν ήτον ανεκλάλητος· η χαρά όμως όπου εδόθη σήμερον εις την
Θεοτόκον είναι και παντοτινή και παγκόσμιος, και δια τα δύο ταύτα είναι
ανεκλάλητος, μάλλον δε και ανεπινόητος· κατά την υπερβάλλουσαν γαρ λύπην του
Κόσμου έπρεπε να είναι και η χαρά υπερβάλλουσα, και κατά την πληγήν έπρεπε να
δοθή και το φάρμακον. Όθεν συμφώνως με τον Μελωδόν πανηγυρίζει ο Ιεροσολύμων
Σωφρόνιος εις την εορτήν, λέγων: «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου· από
χαράς προς αυτήν ο της χαράς Άγγελος άρχεται· ήδει γαρ και ηπίστατο ως πάσιν
ανθρώποις, και πάσιν ωσαύτως τοις κτίμασι χαράς αυτού το διάγγελμα γίνεται, και
λύπης απάσης τοις πάσιν αλλότριον… ποίαν γαρ ουχ΄ υπερβαίνει χαράν και
τερπνότητα το προς την μακαρίαν Παρθένον και της χαράς Μητέρα γενόμενον
διάγγελμα». Και πάλιν: «Χαίροις, ω χαράς της αρρήτου αξιάγαστος άρουρα· χαίροις,
ω χαράς της αϊδίου θεοφόρον κειμήλιον». Και Ανδρέας ο Κρήτης: «Χαίρε
κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου. Χαίρε το της χαράς όργανον, δι΄ ου το της αράς
ελύθη κατάκριμα, και το της χαράς αντεισήχθη δικαίωμα». Και ο Νεοκαισαρείας
Γρηγόριος πανηγυρίζει: «Χαίρε κεχαριτωμένη· δια σου γαρ η χαρά πάση τη Κτίσει βραβεύεται, και το γένος των ανθρώπων
αναλαμβάνει το αξίωμα». Και ο Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Νέος, ο εν τη κατά
Νίκαιαν Μητροπόλει, ούτω πανηγυρίζει: «Ιδού και ο συγγενής της Κόρης Βασιλεύς
Δαβίδ το προφητικόν σύστημα διακόψας, επί το μέσον εξάλλεται, την λύραν κινών
και κατευνάζων της παρθενικής καρδίας τον θόρυβον· άκουσον Θύγατερ και ίδε·
άκουσον του Αγγέλου· ίδε την ράβδον την απότιστον, κατεξηραμένην ως ικμάδος
πάσης χηρεύουσαν, πως βλαστάνει, πως καρποφορεί, πως ευωδιάζει, ίνα μόνον την
υπερφυή σου προχαράξη κυοφορίαν».