Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

«Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος». Προσευχή Αγ. Γρ. Παλαμά.

Η Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, κατ΄ επαινετήν πρωτοβουλίαν  του προκαθημένου αυτής Προέδρου, απεφάσισεν όπως το τρέχον έτος, αφιερωθή εις την μνήμην του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά, κατ΄ αναφαίρετον δικαίωμα και καθήκον. Η εκδήλωσις του εορτασμού του «έτους Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», θα γίνη δι΄ ομιλιών εις Εκκλησίας, διαλέξεων, άρθρων και μελετών, επί της μεγάλης μορφής του αγίου τούτου της ορθοδόξου Θεολογίας, συνεπικουρούσης και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βυζαντινής μεγαλουπόλεως Θεσσαλονίκης. Ευστοχωτάτη και λίαν ωφέλιμος η ιδέα του εορτασμού, η οποία αποβλέπει, μαζί με την απόδοσιν της οφειλομένης τιμής εις τον μέγιστον μυστικόν Θεολόγον της Βυζαντινής περιόδου, και εις την συνειδητοποίησιν των εριτίμων θησαυρών της Ορθοδόξου Θεολογίας, την οποίαν συνεπύκνωσεν εν εαυτώ, ως ο τελευταίος μέγας Θεολόγος της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Δια την σημερινήν εποχήν, η προβολή της Θεολογίας του αγίου Γρηγορίου, δημιουργεί ένα προβληματισμόν δια την εκπροσωπούσαν σήμερον την Θεολογίαν τάξιν και αυτομάτως συνιστά εν Ορθόδοξον αίτημα και ένα ορθόδοξον σκοπόν. Το αίτημα ως αφετηρίας της Θεολογίας και τον σκοπόν, ως οικείωσιν των επαγγελιών του Ι. Ευαγγελίου. Διότι, ομολογουμένως, η πορεία της Θεολογίας μας σήμερον, πόρρω απέχει από του να είναι ορθόδοξος, τόσον κατά την εφαρμογήν των Ορθοδόξων αιτημάτων, όσον και δια την ενατένισιν και εξάντλησιν των δυνατοτήτων του ανθρώπου της Χάριτος, μέχρις αυτής της θεώσεως, η οποία αποτελεί επηγγελμένον και υποχρεωτικόν αγαθόν. Τι είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς; Ποία η Θεολογία του; Εκκινεί από την μεγαλειώδη Γραφικήν διαπίστωσιν από την οποίαν ήρχισαν την Θεολογικήν και ηθικήν πορείαν των άπαντες οι Ορθόδοξοι Πατέρες, δια να φθάσουν εις την όσον εγχωρεί τη ανθρωπίνη φύσει θέωσιν. Από την διαπίστωσιν της πλάσεως του ανθρώπου «κατ΄ εικόνα Θεού και ομοίωσιν». Την εικόνα την διαφθαρείσαν κατά κληρονομικήν αναδοχήν, εκ του εδεμικού εκείνου ολισθήματος των πρωτοπλάστων.                                                                                                                                                                                
Τόσον ο θείος βίος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όσον και η της υπ΄ αυτού εν μια εικόνι «εν μυστηρίω» υψηλής του Θεολογίας συναρμολόγησις, εκφράζουν εναργέστατα την αγωνίαν της ψυχής του, «δια το τηρήσαι την εικόνα αλώβητον», ως και την αγαλλίασιν της καρδίας του, πλεούσης εντός του πελάγους των ακτίστων επιλάμψεων του Παναγίου Πνεύματος. Ό,τι διακρίνει την βίωσιν, τον στοχασμόν και την ευφροσύνην του αγίου Γρηγορίου, απαντά και εις τους λοιπούς Πατέρας. Από της απόψεως αυτής καθίσταται φανερόν, ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν υπήρξε «φαινόμενον», εις Πατήρ με όλως ιδιάζοντα στοιχεία. Ό,τι έζησαν οι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτό το ίδιον εβίωσε και ο Παλαμάς, αλλ΄ εις εντονώτερον βαθμόν, και εκ λόγων συνθηκών, επαρουσίασε μετά μοναδικής πληρότητος. Εν άλλοις λόγοις, ο Παλαμάς αποτελεί συνέχειαν των Πατέρων, κατά τε την βίωσιν και την θεολογίαν. Αν εγένετο «σκάνδαλον» εις την εποχήν του, τούτο οφείλεται εις τον απλούστατον λόγον, ότι ήτο πολύ μέγας. Όπως ακριβώς και σήμερον, είναι εξ ίσου «μωρία», διότι η εποχή μας είναι αντιπνευματική. Παρά ταύτα, είμεθα υποχρεωμένοι να ομολογούμεν ταπεινοφρόνως τας ασθενείας ημών και να κηρύττωμεν ως ο μέγας Παύλος εκείνο, που ήτο και «σκάνδαλον» και  «μωρία».                                                                                                                                                                                                                              
Πως εμορφώθη ο άγιος Γρηγόριος, εις μέγιστον Μυστικόν Θεολόγον; Από μικράς ηλικίας ενεφάνισε πρώϊμον ευφυϊαν. Διδάσκεται την κλασσικήν Φιλοσοφίαν. Αναστρέφεται μετά του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β΄ του πρεσβυτέρου και των αυλικών, θαυμαζόμενος υπό πάντων. Και ενώ προωρίζετο δια μεγάλα κοσμικά αξιώματα, εγκαταλείπει τα πάντα και μεταβαίνει εις Άγιον Όρος προς άσκησιν. Αντιλαμβάνεται, ότι η κλασσική Φιλοσοφία και η θεωρητική στοιχείωσις εν τω κύκλω της Κ. Διαθήκης, τω ήσαν ανεπαρκείς· διο και επιλαμβάνεται και της ασκήσεως εν νηστείαις, προσευχαίς και αγρυπνίαις. Εγνώριζεν από τους πατέρας, ότι η διάσωσις του «κατ’  εικόνα» και η οικείωσις κατ’ επέκτασιν του «καθ’ ομοίωσιν»,  δεν πραγματούνται με την «μόρφωσιν της ευσεβείας» δια της νοησιαρχικής καταρτίσεως. Διότι και το κακόν και το καλόν, ευρίσκονται βαθύτερον του εγκεφάλου ερριζωμένα. Εις την καρδίαν. Δια τούτο διενυκτέρευεν εις τα ερημικώτερα μέρη του Αγίου Όρους, φωνάζων αγωνιωδώς: «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος…». Ο άγγελος αυτός. Δίδαγμα συντριπτικόν δια τους Θεολόγους και τους θεολογούντας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Έλαβε το χάρισμα της Θεολογίας, όπως όλοι οι Πατέρες «ουκ απ’ ανθρώπων ουδέ δι’ ανθρώπου», αλλά δια της Θεομήτορος. Εντεύθεν και τα υψηλά και μυστικά του βιώματα και αι υπέρ φύσιν εμπειρίαι. Εμπειρίαι, αποτελούσαι την συνισταμένην της μυστικής συναντήσεως του Παναγίου Πνεύματος μετά της καθαρωτάτης ψυχής του. από του σημείου αυτού αρχίζει της Θεολογίας το όργιον, της Θεολογίας νοουμένης, ως «γνώσεως εν Θεώ». Και ο Παλαμάς, είχε φθάσει εις την μεγαλυτέραν δυνατήν «γνώσιν». Εις την γνώσιν εκείνην, της οποίας οι θησαυροί, ήσαν εις τους αμοίρους κοινωνίας του Παναγίου Πνεύματος, νεφελώδη τινά και «χείρονα νοήσεως».                                                                  
Ο Παλαμάς εξέφρασε τοιουτοτρόπως, το αιώνιον πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανανεώνων τας εμπειρίας της, τα βιώματά της, την διδασκαλίαν της και τας επαγγελίας της. Ο Παλαμάς, ουδέν έτερον συνεισέφερεν εις την Ορθόδοξον Θεολογίαν, ει μη μόνον την ησυχαστικήν του πνευματικότητα—ως και τινες των προ αυτού Πατέρων—αλλά μοναδικώς τονισμένην. Οι αντίπαλοί του, ο Βαρλαάμ, ο Ακίνδυνος, ο Γρηγοράς, ο Καλέκας κ.α., ήσαν και αυτοί Θεολόγοι. Θεολόγοι, όμως, νοησιαρχικοί. Εντεύθεν και η διάστασις. Ωμίλουν εις δύο διαφορετικάς γλώσσας. Ο μεν «εθεώρει», οι δε εσκέπτοντο. Εν τω Παλαμά ελάλει το Άγιον Πνεύμα. Εις τους αντιπάλους του, ο πεπτωκός άνθρωπος. Το χάσμα ήτο αβυσσαλέον. Και ήλθεν η Εκκλησία, όχι να το γεφυρώση, διότι τούτο ως εκ της φύσεώς του ήτο αδύνατον, αλλά να εκδιώξη των ιερών περιβόλων της, τα εγκεφαλικά αυτά ανθρωπάρια. Όσον περί της Θεολογίας του Παλαμά και των χαρακτηριστικών αυτής, θα γράψωμεν εις τα επόμενα.


(αθωνικα ανθη)

Ανοικτή επιστολή Προς τους αγίους Καθηγουμένους και τους αγίους αντιπροσώπους των είκοσιν Ιερών Μονών εις την Ι. Κοινότητα του Αγίου Όρους Άθω . Ενταύθα.

http://agiooros.org/viewtopic.php?f=85&t=9188

Κοινοποίησις: Οικουμενικόν Πατριαρχείον.


Άγιοι Καθηγούμενοι και Άγιοι Πατέρες, Ευλογείτε. Αισθανόμεθα την ανάγκην δια της παρούσης Β’ Επιστολής να δευτερολογήσωμεν και να εκφράσωμεν την βαθύτατην λύπην μας δια τας δύο προσφάτους Ανακοινώσεις της ιεράς Κοινότητος Αγ. Όρους, αι οποίαι απηυθύνοντο προς τον εκκλησιαστικόν αφ’ ενός και προς τον ημερήσιον αφ’ ετέρου τύπον και τα Μ.Μ.Ε. Θεωρούμε δε εκ των προτέρων, ότι αι δύο αυταί Ανακοινώσεις έγιναν προς καθησυχασμόν και εξαπάτησιν ημών των ανησυχούντων και αντιδρώντων δια τα εν τοις καιροίς μας συμβαίνοντα αντορθόδοξα και αιρετικά διαβήματα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Κατ’ αρχάς η Ανακοίνωσις της ιεράς Κοινότητος είναι ύποπτος και ανουσία. Ύποπτος μεν διότι, ενώ θα έπρεπε να απευθύνεται εις τους δύο πρωτεργάτες της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, δηλαδή εις τον Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον και εις τον Αρχιεπίσκοπον κ. Χριστόδουλον, απηυθύνετο εις τα μέσα ενημερώσεως, ωσάν τα μέσα ενημερώσεως να διέπραξαν τας εν λόγω ατασθαλίας. Εδώ προσέτι διαφαίνεται και η δειλία της Ιεράς Κοινότητος να ελέγξη τους αυτουργούς του εγκλήματος, αυτούς δηλαδή, που ως κακοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας προδίδουν την Πίστιν, και εστράφη εις τα μέσα ενημερώσεως, διακηρύσσουσα θεωρητικά και ανώδυνα την ορθοδοξότητά της, η οποία βεβαίως δύναται από ορθοδόξου πλευράς να αμφισβητηθή δια τους λόγους, τους οποίους θα εκθέσωμεν κατωτέρω. Σημειωθήτω δε, ότι ημείς οι αποστείλαντες και την Α’ επιστολήν δεν ελάβαμεν μέχρι τούδε καμμίαν απάντησιν.
Είναι δε και ανουσία η ανακοίνωσις αυτή, διότι εις τοιούτου είδους ανακοινώσεις και ομολογίας, έχει προβή η Ιερά Κοινότης και κατά το παρελθόν, όπως αυτή της 9 /22-4-1980, την οποίαν μνημονεύετε εις την προς τον εκκλησιαστικόν τύπον ανακοίνωσι, χωρίς βεβαίως ουσιαστικόν αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου δε, δεν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν ποίον άλλον σκοπόν είχαν αι εν λόγω ανακοινώσεις, πέραν του ιδικού μας εφησυχασμού και της δημιουργίας εντυπώσεων.
Επιθυμούμεν λοιπόν εξομολογητικώς να σας αναφέρωμεν τί δεν μας ανέπαυσεν από τας δύο αυτάς ανακοινώσεις και ποίαι ενέργειαι της Ιεράς Κοινότητος κατά την γνώμην μας θα ήσαν ενδεδειγμέναι εις την παρούσαν κατάστασιν.
να επαινέσετε τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, και επειδή δεν ευρήκατε να έχη κάνει κάποιον αγώνα υπέρ της πίστεως, ή κάποιαν ομολογίαν, η οποία να έχη συνεπείας, ή έστω να εβάδισεν εις κάποιον σημείον εις τα ίχνη των Πατέρων, αναφέρετε την υπεράσπισιν των δικαίων του Πατριαρχείου, την στήριξιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την προβολήν του μηνύματος του Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον κόσμον. Αυτά όλα, συγχωρέστε μας, είναι ευσεβείς φλυαρίαι. Ως προς την προβολήν δε του Ορθοδόξου μηνύματος εις τον κόσμον, αυτό που αναφέρετε νομίζομεν είναι απάτη και ψεύδος. Εκτός βεβαίως, αν θεωρείτε προβολήν του Ορθοδόξου μηνύματος τας συμπροσευχάς και τας κοινάς δηλώσεις με τους αιρετικούς, την αναγνώρισιν των μυστηρίων των αιρετικών ή ακόμη την οικολογικήν μέριμναν δια το περιβάλλον.
Αναφέρετε, εν συνεχεία ότι ζήτε το μυστήριον της Εκκλησίας και περιφρουρείτε ως κόρην οφθαλμού την δογματικήν σας συνείδησιν. Επικαλείσθε δε εις το σημείον αυτό τους αγώνας των ομολογητών Πατέρων και ιδίως του αγιορείτου Αγ. Γρηγορίου Παλαμά και των αγιορειτών οσιομαρτύρων, που εθανατώθησαν από τον λατινόφρονα Πατριάρχην Ιωάννην τον Βέκκον. Είναι, άγιοι πατέρες, εις το σημείον αυτό άξιον απορίας, πως μπορείτε να ζήτε το μυστήριον της Εκκλησίας μνημονεύοντες ένα αιρετικόν Πατριάρχην και πως επικαλείσθε τους επί Βέκκου αθλήσαντας αγίους Πατέρας οι οποίοι δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον εθανατώθησαν, επειδή δεν εμνημόνευαν και δεν ανεγμώριζαν ως Πατριάρχην τον εκπέσοντα εις τον Παπισμόν Πατριάρχην Ιωάννην τον Βέκκον.
Επίσης ο Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι δεν ανήκει εις την Εκκλησίαν του Χριστού όποιος δεν έχει την αλήθειαν και δεν την ομολογεί με λόγια και έργα, έστω και αν είναι μοναχός, ηγούμενος, Επίσκοπος ή Πατριάρχης.

O Συναξαριστής της ημέρας.

Κυριακή, 16 Μαρτίου 2014

Β ΝΗΣΤΕΙΩΝ, Γρηγορίου Παλαμά. Σαβίνου μάρτυρος, Χριστοδούλου του εν Πάτμω, Ιουλιανού και Ευκαρπίωνος των μαρτύρων.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβίνος ἢ Σαβινιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερό του ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά του.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284 – 305 μ.Χ.) διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανὸς ἀναζήτησε τὸν Ἅγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συλλάβει, διότι κήρυττε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦσαν στήριγμα καὶ παραμυθία τους, τὸν ἔπεισαν νὰ προφυλάξει τὴν ζωή του πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκε σὲ κάποιο οἴκημα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη.
Κάποια μέρα προσῆλθε στὸν Ἅγιο ἕνας πτωχός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ζήτησε τροφή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐλέησε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὡς ἄλλος Ἰούδας, εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες:
 «Τί μοῦ δίδετε; Καὶ ἐγὼ θὰ ὑποδείξω σὲ ἐσᾶς τὸν Σαβίνο, ποὺ ζητᾶτε»
. Καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν σὲ αὐτὸν δύο νομίσματα. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἔφθασαν στὸ οἴκημα, συνέλαβαν τὸν Σαβίνο, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀρειανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν ἐπὶ ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τὶς σάρκες καί, τέλος, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 287 μ.Χ.

ΚΥΡΙΑΚΗ 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014 – Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Γρηγορίου του Παλαμά)

Ευχαριστιακή ζωή
«Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»

Ζωηφόρα ήταν τα μηνύματα που αντλήσαμε την περασμένη Κυριακή που ήταν αφιερωμένη στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Σε συνέχεια των ψυχωφελών αυτών μηνυμάτων, η δεύτερη Κυριακή των νηστειών έρχεται με τα ξεχωριστά της αλλά και πνευματοφόρα νοήματά της να μας τροφοδοτήσει για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας που οδηγεί στη συνάντηση με τον Αναστημένο Χριστό. Μάλιστα για να μας ενισχύσει στην πορεία μας, η μητέρα μας Εκκλησία προβάλλει τη μεγάλη μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος όρθωσε το πνευματικό ανάστημά του απέναντι σε όλους εκείνους που επιχειρούσαν να διασαλεύσουν την αλήθεια της πίστεως και να διαβρώσουν το οικοδόμημα της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο Γρηγόριος Παλαμάς
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε στην Μικρά Ασία τον 14ον αιώνα και απ΄ εκεί ήλθε στην

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

 Αθωνικά άνθη.

Όχι χωρίς βαθύτερον σκοπόν, η αγιωτάτη Ορθόδοξος Εκκλησία, εν αρχή της αγίας Τεσσαρακοστής, προβάλλει την «Κυριακήν της Ορθοδοξίας» και τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Δια των εορτών αυτών θέλει να υπομνηματίση δύο θεμελιώδεις θέσεις και δύο σκοπούμενα εν τω Χριστιανισμώ τέλη: την ορθότητα της πίστεως και την αγιότητα του βίου, αφ’ ενός, και την αδιάρρηκτον σχέσιν Θεολογίας και αγιότητος, Δόγματος και Ζωής, αφ’ ετέρου. Ώστε να είναι αδύνατος η ύπαρξις της Θεολογίας άνευ αγιότητος και Δογματικής άνευ Ζωής.
Χρειάζεται υπερβάλλουσα αναισχυντία, δια να θεωρήση κανείς εαυτόν Θεολόγον, εστερημένος ων προσωπικών πνευματικών εμπειριών και αποκαλύψεων. Εάν ανατρέξωμεν εις την «ιστορίαν» της Ορθοδόξου Θεολογίας, δεν θα ίδωμεν τίποτε άλλο από αγιότητα, ως γνώρισμα των φορέων της.
Πρώτος «Ορθόδοξος Θεολόγος» είναι ο Χριστός. Και εξ Αυτού, ως από πηγής της Θεολογίας, ήντλησαν οι Θείοι Απόστολοί Του και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Χωρίς αγιότητα βίου, χωρίς κεκαθαρμένην από των παθών καρδίαν, είναι αδιανόητος εις τον νουν των Πατέρων η Θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, χωρίς την εικοσαετίαν εν Αγίω Όρει, τα δάκρυά του και τας προσευχάς, τι θα ήτο; Μέγας ίσως φιλόσοφος, μέγας ανθολόγος της Θεολογίας, αλλά Θεολόγος Ορθόδοξος όχι. Η Θεολογία αποτελεί την ακτινοβολίαν του αγίου Πνεύματος εν ταις κεκαθαρμέναις και ελλαμπομέναις ψυχαίς.                                                                                     
Όπως εντός της Εκκλησίας ενοθεύθησαν οι πολλοί Χριστιανοί, ούτω, παραλλήλως προς την αληθή και αυθεντικήν Θεολογίαν, συνεπορεύετο και μία νόθος θεολογία, την οποίαν διηκόνουν οιηματίαι και ακάθαρτοι εις την ψυχήν. Δεν εννοώ τους αιρετικούς και τας αιρέσεις, αλλά τους άνευ αγιότητος βίου θεολογούντας. Αυτούς τους οποίους οι άγιοι Πατέρες ωνόμαζον βεβήλους. Και, ως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «ουδέν πτωχότερον διανοίας, φιλοσοφούσης τα θεία, άνευ θείου φωτισμού».                                                    
Σήμερον το κακόν τούτο έφθασεν εις το κατακόρυφον. Η Θεολογία έγινε μόνον επιστήμη, απέβη εν είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας. Από μυστικήν εμπειρίαν και θείαν έλλαμψιν, μετεβλήθη εις υπόθεσιν διαλεκτικήν, εις μίαν κατηγορίαν του ανθρωπίνου λόγου.                                                                                             
Λέγουν ότι το κακόν ήρχισεν από την Δύσιν. Τούτο είναι αληθές. Το προβάδισμα είχε πάντοτε η Ρώμη. Όμως ως φαινόμενον, όχι ιστορικόν, αλλά πνευματικόν, υφίσταται εις όλας τας «εκκλησίας» και εις την Ορθοδοξίαν, όπου η Θεολογία κατήντησε να διακονήται από μίαν σκέψιν, επηρεαζομένην υπό εμπαθούς και αφωτίστου καρδίας.                                                                                 
Βεβαίως, άλλο η Ορθόδοξος Θεολογία, η γνησία, η Πατερική, η οποία αποτελεί την βάσιν της Εκκλησίας μας και ήτις παραμένει αμεταβλήτως πατερική, και άλλο οι μη Πατερικοί Θεολόγοι, οίτινες συγχύζουν τους πιστούς με τον ορθολογισμόν των, τους «γραώδεις μύθους και τας γενεαλογίας» των περί «οικουμενισμού». Ημείς, εν αντιθέσει με τον Λατινισμόν και τον εξ αυτού προτεσταντισμόν, συνετηρήσαμεν την εν αγίω Πνεύματι Πατερικήν Θεολογίαν, ως επίσημον έκφρασιν της Ορθοδοξίας. Η Δύσις εναυάγησεν από τον ορθολογισμόν της, τον οποίον ενεκολπώθη ως διαλεκτικόν όργανον ερεύνης και εκφράσεως των υπέρ λόγον αληθειών. Ή, δια να είμεθα ακριβέστεροι, ο μεν Προτεσταντισμός ωκειώθη ένα άκρατον ορθολογισμόν, ο δε Λατινισμός συγκατέμειξεν εις την θεοδίδακτον Θεολογίαν, άφθονον διαλεκτισμόν, εξ ου εξετράπη εις αιρέσεις.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γνήσιος δογματικός Θεολόγος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, κατεπολέμησε μετά σφοδρότητος την διαλεκτικήν μέθοδον και εξήρε την μόνην θεολογικήν οδόν δια της αποδείξεως, βάσει της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Υπεστήριξεν ότι ο βασιζόμενος επί της Γραφής και της Παραδόσεως αποδεικτικός συλλογισμός, «περί το αναγκαίον και αεί ον και αεί αληθές ον και αεί ωσαύτως έχον, ο δε διαλεκτικός περί το ένδοξον (δηλ. κατά τας μεταβαλλομένας ανθρωπίνας γνώμας) και πιθανόν και πεφυκός, άλλοτε άλλως έχειν και νυν μεν ον, νυν δ’ ουκ ον, και ποτέ μεν αληθές, ποτέ δε μη».                                                                                                                                       
Όλη του η διδασκαλία χαρακτηρίζεται από την εμμονήν του εις την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν, δηλαδή εις την αποκεκαλυμμένην αλήθειαν. Εντεύθεν, εστράτευσε κατά του λατινισμού, όστις, εξ οιήσεως και υπερφροσύνης, εισήγεν εις την Θεοπαράδοτον Θεολογίαν καινά δαιμόνια. Η διάστασις της Ανατολής από την Δύσιν κυριώτατα οφείλεται εις αυτόν ακριβώς τον λόγον. Ότι αντί της εκ σεβασμού και ταπεινώσεως απαιτουμένης εμμονής εις τας υπέρ λόγον αληθείας της Εκκλησίας, ο Παπισμός ετόλμησε να εφαρμόση μεθόδους διαλεκτικάς. Και ενώ παρήλθον δέκα συναπτοί αιώνες εν τω σχίσματι, εν τούτοις, παρά τας κατά καιρούς εκδηλωθείσας προσπαθείας προς ένωσιν, ουδέν κατωρθώθη. Αλλά και ουδέν κατορθωθήσεται, αν μη ο λατινισμός εγκαταλείψη τον φιλοπαίγμονα ανθρώπινον λόγον και αποδεχθή εν ταπεινώσει, όσα, μετά δέκα αιώνας κοινώς πιστευόμενα, κατεφρόνησεν.                                                                              
Ας μη πλανώμεθα. Ουδείς δικαιούται να θεολογή εν τη Εκκλησία κατά το δοκούν. Όσοι τολμούν να διαστρέψουν την ορθόδοξον διδασκαλίαν, «μείζον κρίμα λήψονται». Η ακρίβεια των αγίων Πατέρων περί την Πίστιν, ωφείλετο εις τον βαθύν σεβασμόν των προς τας αιωνίους αληθείας του Θεού, τας οποίας εβίουν με συνέπειαν. Και ενώ η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία παρέμεινε «φιλοσοφούσα αλιευτικώς», δηλ. αποστολικώς—κατά τον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου—, η Δυτική, γοητευθείσα από την Κίρκην του ορθολογισμού, «φιλοσοφεί αριστοτελικώς». Και το χάσμα δεν θα κλείση, αν η Δύσις, Παπική και Προτεσταντική, δεν εγκαταλείψη τον «άγιον» Αριστοτέλην, χάριν των ταπεινών αλιέων της Τιβεριάδος.

Ποίον λοιπόν είναι το μήνυμα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εις την εποχήν μας; Πίστις εις την εν αγίω Πνεύματι  διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και η πίστις αυτή συνεπάγεται την αποδοχήν των δογμάτων και βίωσιν της πνευματικής διδασκαλίας της. Αμεταθέτως και ακλονήτως.                                                                                                                                                Ουδεμία διακονία προς την αγιωτάτην Εκκλησίαν μας είναι τόσον σημαντική σήμερον, όσον ο βαθύς σεβασμός «εις των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα» και η κατά το δυνατόν οικείωσις δια πράξεως των πνευματικών των εμπειριών.                                                                                                                          
Ο μέγας Παλαμάς ηναλώθη κυριολεκτικώς εις την υπηρεσίαν του διπλού αυτού σκοπού, αποδείξας το αδιάσπαστον της σχέσεως δόγματος και πνευματικότητος, όταν ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ προσέβαλε τόσον την δογματικήν, όσον και την πνευματικήν διδασκαλίαν της Ορθοδοξίας.                                                                                                                                              Αλλά η τυχαία (;) αυτή σύγκρουσις επί θεολογικού πεδίου μεταξύ του αγίου Γρηγορίου και του Ιταλού Βαρλαάμ είχε τούτο το αγαθόν αποτέλεσμα. Να καταφανή ότι ο Λατινισμός δεν είχε μόνον διολισθήσει εις τόσας αιρέσεις, αλλά και ότι είχε καταστή δέσμιος μιας αφορήτου λογοκρατίας, η οποία τον ώθει διαρκώς από πλάνης εις πλάνην. Ακριβώς δια τούτο και η πολεμική του Αγίου εστράφη κατά των ποικίλων λατινικών κακοδοξιών, τας οποίας εσχάτως ήρχισαν και οι ίδιοι να αντιλαμβάνωνται, αλλά, βεβαίως, να μη το ομολογούν.                                                                                                                               
Η ηγιασμένη, όσον και γιγαντιαία, ψυχή του Παλαμά, παρέμεινε μέχρι τέλους ανένδοτος εις τους υπέρ της προσβαλλομένης πίστεως αγώνας. Και εκοιμήθη με τον κάλαμον ανά χείρας. Ασφαλώς, θα ελεεινολογή, από τους κόσμους του Ακτίστου φωτός, τους ψευδοθεολόγους εκείνους, οι οποίοι εν ονόματι μιας αφιλοθέου και νοσηράς «αγάπης» προδίδουν την αγιωτάτην Ορθοδοξίαν μας.                                                                                                   
Αυτός, σκεύος πάσης αρετής, έχων τον Χριστόν εν τη καρδία του, ιδού τι λέγει περί των ετεροδόξων εις τον «Δεκάλογόν» του. «Αν δε σοι και εμπόδιον ώσι και μάλιστα προς την αληθή και σωτήριον πίστιν, (οι γονείς) ετερόδοξοί τινες όντες, ου μόνον φεύξη, αλλά και μισήσεις ουκ εκείνους μόνους, αλλά και πάντας τους προς γένους και τους κατά πάσαν άλλην φιλίαν και συνάφειαν…».                                                                                                                      
Ιδού η απάντησις προς τους έχοντας «μείζονα» αγάπην της των αγίων Πατέρων ημών!                                                                                                                                                                   Ας προσευχώμεθα αδιαλείπτως, κατά την διδασκαλίαν του μεγάλου τούτου αγίου μας, δια να διανοιγούν οι κεκλεισμένοι υπό των παθών οφθαλμοί της ψυχής μας και ίδωμεν το εκθαμβωτικόν άκτιστον φως της θείας Ορθοδοξίας μας. Δια να την αγαπήσωμεν και την μεταδώσωμεν και εις τους πλανωμένους έξω των ιερών περιβόλων της, ως οδόν, ως αλήθειαν και ζωήν. Πρεσβείαις του απροσμαχήτου υπερμάχου των Θεολόγων, του κήρυκος της χάριτος, του θείου Παλαμά, τον οποίον οι Λατίνοι αφώρισαν!...


Heresies and Councils

Heresies and Councils

By Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos, "Empirical Dogmatics"

In general, heresy is a deviation from the teaching of the Prophets, Apostles and Fathers; a deviation from the decisions of the Local and Ecumenical Councils, but also a change in the presuppositions of Orthodox dogma, which are holy hesychasm and the degrees of spiritual perfection, namely, purification, illumination and glorification, or praxis and theoria.

Councils of the Church

Councils were convened to deal with heresies, because the Church makes decisions through Councils. The model for this conciliar structure, as we have already mentioned, was the first Apostolic Council. It is also clear from the Epistles of St Paul, in which he makes mention of his co-workers.