Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

 Αθωνικά άνθη.

Όχι χωρίς βαθύτερον σκοπόν, η αγιωτάτη Ορθόδοξος Εκκλησία, εν αρχή της αγίας Τεσσαρακοστής, προβάλλει την «Κυριακήν της Ορθοδοξίας» και τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Δια των εορτών αυτών θέλει να υπομνηματίση δύο θεμελιώδεις θέσεις και δύο σκοπούμενα εν τω Χριστιανισμώ τέλη: την ορθότητα της πίστεως και την αγιότητα του βίου, αφ’ ενός, και την αδιάρρηκτον σχέσιν Θεολογίας και αγιότητος, Δόγματος και Ζωής, αφ’ ετέρου. Ώστε να είναι αδύνατος η ύπαρξις της Θεολογίας άνευ αγιότητος και Δογματικής άνευ Ζωής.
Χρειάζεται υπερβάλλουσα αναισχυντία, δια να θεωρήση κανείς εαυτόν Θεολόγον, εστερημένος ων προσωπικών πνευματικών εμπειριών και αποκαλύψεων. Εάν ανατρέξωμεν εις την «ιστορίαν» της Ορθοδόξου Θεολογίας, δεν θα ίδωμεν τίποτε άλλο από αγιότητα, ως γνώρισμα των φορέων της.
Πρώτος «Ορθόδοξος Θεολόγος» είναι ο Χριστός. Και εξ Αυτού, ως από πηγής της Θεολογίας, ήντλησαν οι Θείοι Απόστολοί Του και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Χωρίς αγιότητα βίου, χωρίς κεκαθαρμένην από των παθών καρδίαν, είναι αδιανόητος εις τον νουν των Πατέρων η Θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, χωρίς την εικοσαετίαν εν Αγίω Όρει, τα δάκρυά του και τας προσευχάς, τι θα ήτο; Μέγας ίσως φιλόσοφος, μέγας ανθολόγος της Θεολογίας, αλλά Θεολόγος Ορθόδοξος όχι. Η Θεολογία αποτελεί την ακτινοβολίαν του αγίου Πνεύματος εν ταις κεκαθαρμέναις και ελλαμπομέναις ψυχαίς.                                                                                     
Όπως εντός της Εκκλησίας ενοθεύθησαν οι πολλοί Χριστιανοί, ούτω, παραλλήλως προς την αληθή και αυθεντικήν Θεολογίαν, συνεπορεύετο και μία νόθος θεολογία, την οποίαν διηκόνουν οιηματίαι και ακάθαρτοι εις την ψυχήν. Δεν εννοώ τους αιρετικούς και τας αιρέσεις, αλλά τους άνευ αγιότητος βίου θεολογούντας. Αυτούς τους οποίους οι άγιοι Πατέρες ωνόμαζον βεβήλους. Και, ως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «ουδέν πτωχότερον διανοίας, φιλοσοφούσης τα θεία, άνευ θείου φωτισμού».                                                    
Σήμερον το κακόν τούτο έφθασεν εις το κατακόρυφον. Η Θεολογία έγινε μόνον επιστήμη, απέβη εν είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας. Από μυστικήν εμπειρίαν και θείαν έλλαμψιν, μετεβλήθη εις υπόθεσιν διαλεκτικήν, εις μίαν κατηγορίαν του ανθρωπίνου λόγου.                                                                                             
Λέγουν ότι το κακόν ήρχισεν από την Δύσιν. Τούτο είναι αληθές. Το προβάδισμα είχε πάντοτε η Ρώμη. Όμως ως φαινόμενον, όχι ιστορικόν, αλλά πνευματικόν, υφίσταται εις όλας τας «εκκλησίας» και εις την Ορθοδοξίαν, όπου η Θεολογία κατήντησε να διακονήται από μίαν σκέψιν, επηρεαζομένην υπό εμπαθούς και αφωτίστου καρδίας.                                                                                 
Βεβαίως, άλλο η Ορθόδοξος Θεολογία, η γνησία, η Πατερική, η οποία αποτελεί την βάσιν της Εκκλησίας μας και ήτις παραμένει αμεταβλήτως πατερική, και άλλο οι μη Πατερικοί Θεολόγοι, οίτινες συγχύζουν τους πιστούς με τον ορθολογισμόν των, τους «γραώδεις μύθους και τας γενεαλογίας» των περί «οικουμενισμού». Ημείς, εν αντιθέσει με τον Λατινισμόν και τον εξ αυτού προτεσταντισμόν, συνετηρήσαμεν την εν αγίω Πνεύματι Πατερικήν Θεολογίαν, ως επίσημον έκφρασιν της Ορθοδοξίας. Η Δύσις εναυάγησεν από τον ορθολογισμόν της, τον οποίον ενεκολπώθη ως διαλεκτικόν όργανον ερεύνης και εκφράσεως των υπέρ λόγον αληθειών. Ή, δια να είμεθα ακριβέστεροι, ο μεν Προτεσταντισμός ωκειώθη ένα άκρατον ορθολογισμόν, ο δε Λατινισμός συγκατέμειξεν εις την θεοδίδακτον Θεολογίαν, άφθονον διαλεκτισμόν, εξ ου εξετράπη εις αιρέσεις.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γνήσιος δογματικός Θεολόγος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, κατεπολέμησε μετά σφοδρότητος την διαλεκτικήν μέθοδον και εξήρε την μόνην θεολογικήν οδόν δια της αποδείξεως, βάσει της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Υπεστήριξεν ότι ο βασιζόμενος επί της Γραφής και της Παραδόσεως αποδεικτικός συλλογισμός, «περί το αναγκαίον και αεί ον και αεί αληθές ον και αεί ωσαύτως έχον, ο δε διαλεκτικός περί το ένδοξον (δηλ. κατά τας μεταβαλλομένας ανθρωπίνας γνώμας) και πιθανόν και πεφυκός, άλλοτε άλλως έχειν και νυν μεν ον, νυν δ’ ουκ ον, και ποτέ μεν αληθές, ποτέ δε μη».                                                                                                                                       
Όλη του η διδασκαλία χαρακτηρίζεται από την εμμονήν του εις την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν, δηλαδή εις την αποκεκαλυμμένην αλήθειαν. Εντεύθεν, εστράτευσε κατά του λατινισμού, όστις, εξ οιήσεως και υπερφροσύνης, εισήγεν εις την Θεοπαράδοτον Θεολογίαν καινά δαιμόνια. Η διάστασις της Ανατολής από την Δύσιν κυριώτατα οφείλεται εις αυτόν ακριβώς τον λόγον. Ότι αντί της εκ σεβασμού και ταπεινώσεως απαιτουμένης εμμονής εις τας υπέρ λόγον αληθείας της Εκκλησίας, ο Παπισμός ετόλμησε να εφαρμόση μεθόδους διαλεκτικάς. Και ενώ παρήλθον δέκα συναπτοί αιώνες εν τω σχίσματι, εν τούτοις, παρά τας κατά καιρούς εκδηλωθείσας προσπαθείας προς ένωσιν, ουδέν κατωρθώθη. Αλλά και ουδέν κατορθωθήσεται, αν μη ο λατινισμός εγκαταλείψη τον φιλοπαίγμονα ανθρώπινον λόγον και αποδεχθή εν ταπεινώσει, όσα, μετά δέκα αιώνας κοινώς πιστευόμενα, κατεφρόνησεν.                                                                              
Ας μη πλανώμεθα. Ουδείς δικαιούται να θεολογή εν τη Εκκλησία κατά το δοκούν. Όσοι τολμούν να διαστρέψουν την ορθόδοξον διδασκαλίαν, «μείζον κρίμα λήψονται». Η ακρίβεια των αγίων Πατέρων περί την Πίστιν, ωφείλετο εις τον βαθύν σεβασμόν των προς τας αιωνίους αληθείας του Θεού, τας οποίας εβίουν με συνέπειαν. Και ενώ η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία παρέμεινε «φιλοσοφούσα αλιευτικώς», δηλ. αποστολικώς—κατά τον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου—, η Δυτική, γοητευθείσα από την Κίρκην του ορθολογισμού, «φιλοσοφεί αριστοτελικώς». Και το χάσμα δεν θα κλείση, αν η Δύσις, Παπική και Προτεσταντική, δεν εγκαταλείψη τον «άγιον» Αριστοτέλην, χάριν των ταπεινών αλιέων της Τιβεριάδος.

Ποίον λοιπόν είναι το μήνυμα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εις την εποχήν μας; Πίστις εις την εν αγίω Πνεύματι  διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και η πίστις αυτή συνεπάγεται την αποδοχήν των δογμάτων και βίωσιν της πνευματικής διδασκαλίας της. Αμεταθέτως και ακλονήτως.                                                                                                                                                Ουδεμία διακονία προς την αγιωτάτην Εκκλησίαν μας είναι τόσον σημαντική σήμερον, όσον ο βαθύς σεβασμός «εις των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα» και η κατά το δυνατόν οικείωσις δια πράξεως των πνευματικών των εμπειριών.                                                                                                                          
Ο μέγας Παλαμάς ηναλώθη κυριολεκτικώς εις την υπηρεσίαν του διπλού αυτού σκοπού, αποδείξας το αδιάσπαστον της σχέσεως δόγματος και πνευματικότητος, όταν ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ προσέβαλε τόσον την δογματικήν, όσον και την πνευματικήν διδασκαλίαν της Ορθοδοξίας.                                                                                                                                              Αλλά η τυχαία (;) αυτή σύγκρουσις επί θεολογικού πεδίου μεταξύ του αγίου Γρηγορίου και του Ιταλού Βαρλαάμ είχε τούτο το αγαθόν αποτέλεσμα. Να καταφανή ότι ο Λατινισμός δεν είχε μόνον διολισθήσει εις τόσας αιρέσεις, αλλά και ότι είχε καταστή δέσμιος μιας αφορήτου λογοκρατίας, η οποία τον ώθει διαρκώς από πλάνης εις πλάνην. Ακριβώς δια τούτο και η πολεμική του Αγίου εστράφη κατά των ποικίλων λατινικών κακοδοξιών, τας οποίας εσχάτως ήρχισαν και οι ίδιοι να αντιλαμβάνωνται, αλλά, βεβαίως, να μη το ομολογούν.                                                                                                                               
Η ηγιασμένη, όσον και γιγαντιαία, ψυχή του Παλαμά, παρέμεινε μέχρι τέλους ανένδοτος εις τους υπέρ της προσβαλλομένης πίστεως αγώνας. Και εκοιμήθη με τον κάλαμον ανά χείρας. Ασφαλώς, θα ελεεινολογή, από τους κόσμους του Ακτίστου φωτός, τους ψευδοθεολόγους εκείνους, οι οποίοι εν ονόματι μιας αφιλοθέου και νοσηράς «αγάπης» προδίδουν την αγιωτάτην Ορθοδοξίαν μας.                                                                                                   
Αυτός, σκεύος πάσης αρετής, έχων τον Χριστόν εν τη καρδία του, ιδού τι λέγει περί των ετεροδόξων εις τον «Δεκάλογόν» του. «Αν δε σοι και εμπόδιον ώσι και μάλιστα προς την αληθή και σωτήριον πίστιν, (οι γονείς) ετερόδοξοί τινες όντες, ου μόνον φεύξη, αλλά και μισήσεις ουκ εκείνους μόνους, αλλά και πάντας τους προς γένους και τους κατά πάσαν άλλην φιλίαν και συνάφειαν…».                                                                                                                      
Ιδού η απάντησις προς τους έχοντας «μείζονα» αγάπην της των αγίων Πατέρων ημών!                                                                                                                                                                   Ας προσευχώμεθα αδιαλείπτως, κατά την διδασκαλίαν του μεγάλου τούτου αγίου μας, δια να διανοιγούν οι κεκλεισμένοι υπό των παθών οφθαλμοί της ψυχής μας και ίδωμεν το εκθαμβωτικόν άκτιστον φως της θείας Ορθοδοξίας μας. Δια να την αγαπήσωμεν και την μεταδώσωμεν και εις τους πλανωμένους έξω των ιερών περιβόλων της, ως οδόν, ως αλήθειαν και ζωήν. Πρεσβείαις του απροσμαχήτου υπερμάχου των Θεολόγων, του κήρυκος της χάριτος, του θείου Παλαμά, τον οποίον οι Λατίνοι αφώρισαν!...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου