Στροφή στον Αναστάντα Χριστό.

Ο άνθρωπος είναι, πολλές φορές, δέσμιος των παθών και των αδυναμιών του. Και στην πορεία της ζωής του αντιμετωπίζει την απελπισία, τα αδιέξοδα στα σοβαρά και καταθλιπτικά προβλήματά του και, κυρίως, εκείνα που έχουν σχέση με τον πνευματικό του αγώνα για τον καταρτισμό του. Πολλές φορές, δεν ημπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό του νικημένου και τότε νιώθει ολομόναχος και χωρίς στήριγμα στις προσπάθειές του. Όμως, ο θριαμβευτής Ιησούς, μάς δίδει μια άλλη διάσταση και μάς βεβαιώνει ότι υπάρχει λύση στα προβλήματά μας, αφού Εκείνος μπορεί να νικήσει, ως νικητής, κάθε αντίθετο και αντιδραστικό, κάθε δύσκολο και ανθρωπίνως ακατόρθωτο. Στροφή, λοιπόν, στον Αναστάντα Χριστό. Να επανέλθουμε στο δρόμο που μάς καλεί ο Αναστημένος Χριστός.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του γνήσιου Ποιμένα : Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν

Ετραβούσαν λοιπόν αυτόν (τον Όσιο Μάξιμο τον Ομολογητή) οι απεσταλμένοι, ασκεπή και ανυπόδητον καθ’ όλην την οδοιπορίαν (από Ρώμης εις Κων/πολιν)…. Όταν δε τους έφεραν από την εξορία(τον Όσιο Μάξιμο και τους δύο μαθητάς του), έβαλε ο μονοθελητής βασιλεύς Κώνστας, σοφούς ανθρώπους, Αρχιερείς και άρχοντας να καταπείσουν τον Αγιον αλλά δεν ηδυνήθησαν ούτε με λόγους ούτε με απειλάς. Λαβών ο έπαρχος τον Άγιον και τους μαθητάς αυτού εισήλθεν εις το πραιτώριον, και πρώτον μεν ήπλωσαν τέσσαρες τον θείον Μάξιμον και τον έδερον άσλαγχνα, χωρίς να λυπηθή ο μιαρός έπαρχος το γήρας του ή τα ρυτιδωμένα και αδυνατισμένα από την εγκράτειαν μέλη του, μάλιστα δε τοσούτον αυτόν εξέσχισαν, ώστε εβάφη από το αίμα όλον το έδαφος και δεν έμεινε μέλος του σώματος ή μέρος της σαρκός αυτού απλήγωτον, αλλά ήτο μία πληγή όλον το άγιον σώμα του. Τη επαύριον παρέστησαν και πάλιν τους Αγίους εις το κριτήριον, ήσαν δε από τας πληγάς πρησμέναι και μαύραι αι σάρκες των τοσούτον, ώστε ανέδιδον δυσοσμίαν αφόρητον. Παρά ταύτα όμως δεν τους ελυπήθησαν οι άσπλαγχνοι, αλλά διά  να δώσουν σφοδροτέραν βάσανον και δριμυτέραν παίδευσιν, δεν τους εθανάτωσαν εντελώς αλλ’ ανέσπασαν την θεολόγον του Αγίου γλώσσαν από τον φάρυγγα διά να  μη έχη πλέον λαλιάν να ελέγχη την κακοδοξίαν και αγνωσίαν των…

Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου 1844-1929

Όπου πολιτεύεται δυστυχώς το νέον κήρυγμα κατά μίμησιν του Ευρωπαϊκού συρμού  και αποδοκιμάζονται αι διατάξεις της Εκκλησίας και αποκαλούνται ως απλοί τύποι  οι θεσμοί της νηστείας και των λοιπών εκκλησιαστικών τελετών, βλέπομεν μετά βαθείας λύπης ότι εγενικεύθη η διαφθορά, οι νέοι και νεάνιδες εξευρωπαϊσθησαν, η αιδώς και το σέβας προς τους γονείς εξέλιπεν, η αθεοφοβία αδιάντροπη οδεύει,  τα πάθη της σαρκός ακατάσχετα και διατί όχι; Αφού η αναιδής γύμνωσις του γυναικείου φύλου, προκαλεί επισήμως τον οίστρον και την ακολασίαν;…. 

Synaxis of The Three Hierarchs: Basil the Great, Gregory the Theologian, & John Chrysostom

This common feast of these three teachers was instituted a little before the year 1100, during the reign of the Emperor Alexis I Comnenus, because of a dispute and strife that arose among the notable and virtuous men of that time. Some of them preferred Basil, while others preferred Gregory, and yet others preferred John Chrysostom, quarreling among themselves over which of the three was the greatest. Furthermore, each party, in order to distinguish itself from the others, assumed the name of its preferred Saint; hence, they called themselves Basilians, Gregorians, or Johannites. Desiring to bring an end to the contention, the three Saints appeared together to the saintly John Mavropous, a monk who had been ordained Bishop of Euchaita, a city of Asia Minor, they revealed to him that the glory they have at the throne of God is equal, and told him to compose a common service for the three of them, which he did with great skill and beauty. Saint John of Euchaita (celebrated Oct. 5) is also the composer of the Canon to the Guardian Angel, the Protector of a Man's Life. In his old age, he retired from his episcopal see and again took up the monastic life in a monastery in Constantinople. He reposed during the reign of the aforementioned Emperor Alexis Comnenus (1081-1118).

Η εργασία κατά την θεολογική σκέψη των τριών ιεραρχών (Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης, Καθηγητής Α.Π.Θ.)

Η εργασία ως φυσική δραστηριότητα του ανθρώπου, και μία από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της ζωής του, όχι μό­νο καταφάσκει στο καθαυτό είναι του, αλλά εκφράζει σε ιδι­αίτερα σημαντικό βαθμό και την εσώτερη-πνευματική ποιό­τητά του.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη εκκοσμικευμένη θεώρηση της ζωής, ο χαρακτήρας της εργασίας είναι κατεξοχήν οικονομι­κός και κοινωνικός. Έτσι, ο άνθρωπος εργάζεται για να καλύ­ψει τις βιοτικές ανάγκες του και να καταξιώσει κοινωνικά την ύπαρξή του.
Μέσα όμως στο πλαίσιο της Εκκλησίας η εργασία του ανθρώπου εμπλουτίζεται θεολογικά και συνδέεται οργανικά με τον γενικότερο εσχατολογικό προσανατολισμό των πιστών. Ειδικότερα, ο θεολογικός εμπλουτισμός της έννοιας της ερ­γασίας από τους Τρεις Ιεράρχες σε συνάρτηση με τον εσχατο­λογικό προσανατολισμό τους προσφέρουν σαφώς ευρύτερο και κυρίως βαθύτερο περιεχόμενο στην ανθρώπινη εργασία.



Αλλ' εδώ είναι ίσως χρήσιμες και απαραίτητες κάποιες εννοιολογικές διευκρινίσεις.

Από το κείμενο : Διακήρυξη κληρικών και μοναχών (Ιούλιος 2002)

Το θέμα της κοινωνίας με τους αιρετικούς, ως και της εν συνεχεία κοινωνίας με τους κοινωνούντες, οι οποίοι με την πράξη τους αυτή αποβαίνουν ακοινώνητοι, είναι το μείζον και επείγον θέμα στην σημερινή εκκλησιαστική ζωή. Το εκκλησιαστικό σώμα νοσεί επικίνδυνα· υπεύθυνοι για την νόσο είμαστε όλοι, όχι μόνον οι κοινωνούντες με τους ετεροδόξους, αλλά και όσοι κοινωνούμε με τους κοινωνούντες· η εκτροπή και η παράβαση μοιάζει με τα συγκοινωνούντα δοχεία, με την μόλυνση του περιβάλλοντος, η οποία δεν περιορίζεται στον προκαλούντα την μόλυνση. Μνημονεύοντας τους πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους στις ιερές ακολουθίες, συμμετέχουμε στην οικουμενιστική αποστασία.

«Διο και το γεννώμενον εκ σου Άγιον» (Λουκά α: 35)

Σημειούμεν ενταύθα, ότι ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος εν τω λόγω, όπου παρεικάζει μαργαρίτη τω εκ των οστρέων την εκ Παρθένου Γέννησιν του Κυρίου, λέγει ότι το ρητόν τούτο ούτως εστί γεγραμμένον· «Διο και το γεννώμενον εκ σου». Ενιά δε, λέγει, αντίγραφα Ευαγγέλια τούτο ουκ έχουσι, τοις Αιρετικοίς χαριζόμενα. Αλλά και ο Κρήτης Ανδρέας πανηγυρίζων εις την εορτήν ταύτην, έχει και αυτός το «Εκ σου»· ομοίως και ο Κύπρου Επιφάνιος εν τη κατά Εβιωναίων αιρέσει. Κατά τους Αγίους λοιπόν τούτους, πρέπει να προστίθεται αναγκαίως το «Εκ σου»· όθεν θαυμάζω πως τούτο παρελείφθη εν τοις νυν τετυπωμένοις Ευαγγελίοις.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Εορτοδρόμιον τόμος Α΄ σελ.403).

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ 20ον ΑΙΩΝΑ

Άρθρον του Αγιορείτου Μοναχού
ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ
Συνήθως, όταν πρόκειται να ομιλήσωμεν διά τους Αγίους της Εκκλησίας, συμβαίνει να μεταφερώμεθα εις την εποχήν των. Και, παρασυρόμενοι από το κλίμα του παρελθόντος, να νομίζωμεν, ότι ανήκουν μόνον εις τον αιώνα των.
Παρ’ ότι και τώρα τους τιμώμεν, έχομεν την εντύπωσιν, ότι ο βίος των, τα έργα των, η διδαχή των, ισχύουν μόνον διά την εποχήν των.
Εν τούτοις, οι άγιοι «εις τον αιώνα ζώσι». Διότι η ζωή των και η διδαχή των περιέχει την αιωνίαν αλήθειαν του Θεού. Και ως τοιαύτη παραμένει άφθαρτος από τον χρόνον και τας μεταβολάς του κόσμου.
Αυτό έχει εφαρμογήν εις την πληρότητά του διά τους «Τρεις Ιεράρχας». Ό,τι τους έκαμε μεγάλους εις την εποχήν των, το ίδιον τους καθιστά μεγάλους ύστερα από δέκα πέντε αιώνας και μέχρι συντελείας του κόσμου. Καμμία εγκοσμία μεταλλαγή, δεν ημπορεί να ανατρέψη την θέσιν που κατέχουν οι «Τρεις Ιεράρχαι» εν τη Εκκλησία…

Ἀπάντησις στόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην, από τον Πειραιώς κ. Σεραφείμ

Πειραιεύς 30 Ἰανουαρίου 2014
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

Ἀπάντησις στόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην.

Ἐπειδή δημοσίως ὁ Αἰδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης ἐγνωσμένος διά τήν εὑρυμάθεια καί τό πολυτάλαντο τῆς προσωπικότητός του κατέκρινε τήν κανονική ἀπόφαση πού ἔλαβα ὡς κυρίαρχος Ποιμενάρχης τῆς Μητροπολιτικῆς μου Περιφερείας νά τιμηθοῦν ἐκκλησιαστικῶς αἱ ὄντως Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθοῦσες κατά τά ἔτη 880 καί 1351 ὀφείλω δημοσίως νά ἀπαντήσω στόν πολυτίμητο καί πεφιλημένο ἀδελφό.