34) Η εν λόγω συμφωνία
βασίζεται κυρίως εις παρερμηνείαν της προσευχής του Κυρίου στο Ιωάννου 17. Το
Βατικανό και οι Διαμαρτυρόμενοι, μαζί με ορισμένους Ορθοδόξους, φαντάζονται ότι
ο Χριστός προσεύχεται εδώ δια κάποιαν ένωσιν διηρημένων Εκκλησιών. Αντιθέτως ο
ενσαρκωθείς Κύριος της Δόξης προσεύχεται εδώ ίνα οι μαθηταί Του και οι μαθηταί
αυτών "ώσιν έν" εν τη θεωρία της Δόξης Του (τήν οποίαν έχει κατά
φύσιν από τον Πατέρα Του) αφού θα γίνουν από την ημέραν της Πεντηκοστής μέλη
του Σώματός Του. Η Εκκλησία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης συναναστήθηκε
ψυχικώς μετά του Χριστού κατά την μετά της ψυχής Του Κάθοδον στον Άδη και
ταυτίσθηκε με το Σώμα του Χριστού την ημέραν της Πεντηκοστής όταν έγιναν μέλη
Του και οι απόστολοι, προφήτες και πιστοί. Οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης
δοξασθέντες είδαν την άκτιστον δόξαν του Λόγου. Κατά τον ίδιον τρόπον ο
βαπτιστής Ιωάννης και οι απόστολοι είδαν και αυτοί την δόξαν του ενσαρκωθέντος
Λόγου, αλλά εν σαρκί, από καιρού εις καιρόν μέχρι την Ανάληψιν, αλλά όχι ακόμη
ως μέλη του Σώματος του Χριστού. Έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού την ημέραν
της Πεντηκοστής.
35) Έτσι η Πεντηκοστή είναι
η τελική μορφή του δοξασμού των πιστών και συνιστά τον πυρήνα της ιστορίας του
Σώματος του Χριστού, της οποίας τα μέλη είναι οι βαδίζοντες την στενήν οδόν
μέσω της τεθλιμένης πύλης της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας ίνα
φθάσουν εις τον δοξασμόν. Τα υποψήφια μέλη είναι οι εισέτι μη βαπτισθέντες ή οι
βαπτισθέντες αλλά ασθενείς, άρρωστοι και πνευματικώς νεκροί (1 Κορ. 11;28-30).
Η προσευχή του Ενσάρκου Μεγάλης Βουλής Αγγέλου εις το Ιωάννου 17 είναι δια την
εκπλήρωσιν των προφητειών, διδασκαλιών και επαγγελιών Του στην Παλαιάν και την
Καινήν Διαθήκην, ειδικά αυτών που αναφέρονται στο Ιωάννου 16;13 δια την υπό του
Αγίου Πνεύματος καθοδήγησιν "εις πάσαν την Αλήθειαν," δηλαδή εις τον
Χριστόν σύν τη Εκκλησία Του μεταβαλλομένη στο Σώμα Του από την ημέραν της
Πεντηκοστής. Μέχρι την γενικήν ανάστασιν αυτός ο δοξασμός είναι εκείνος που
επαναλαμβάνεται ιστορικώς εις την ζωήν καθενός των αγίων και στον οποίον δεν
ημπορεί να προστεθή τίποτε και ούτε να γίνη βαθύτερα κατανοητός. Η εμπειρία
αυτή της θεώσεως υπερβαίνει πάντα τα ρήματα και τα νοήματα ανθρώπων και αγγέλων
και ακόμη και αυτών που είναι μέσα στην Αγίαν Γραφήν.
Συνεχίζεται.