Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως δέν σημαίνει ὅτι φεύγω ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις καί δημιουργῶ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σύστημα, ἀνεξάρτητο καί αὐτόνομο ἤ, ἄν αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ, ἐντειχίζομαι εἰς αὐτό, ἀλλά ὅτι ἀποκόπτομαι ἀπό τήν αἵρεσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας και ἀγωνίζομαι διά τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως. Στίς ἡμέρες μας ἀντιθέτως πρός αὐτήν τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό ἑξῆς γεγονός. Ἀφ’ ἑνός μέν οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου ἐδημιούργησαν αὐθαιρέτως καί ὑπερορίως Συνόδους, εἰς τρόπον ὥστε νά ὑφίστανται οἱ Ἐκκλησίες των καί νά λειτουργοῦν ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης, κατατμημένες ὅμως καί ἀλληλοπολεμούμενες, ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ ἀνησυχοῦντες καί ἀντιδρῶντες διά τά θέματα τῆς πίστεως νά συνοδοιποροῦν καί νά συναγελάζωνται μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐν πλήρει ἐκκλησιαστικῇ κοινωνίᾳ, ἔχοντες τρόπον τινά ὡς μόνο μέσο ἀντιδράσεως τόν προφορικό καί γραπτό λόγο. Ὑπάρχει ἐπίσης καί μία ἀσυμφωνία, ὄχι μόνο ὡς πρός τό νά ἀκολουθήσουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως,
ἀλλά καί ὡς πρός τήν μεταξύ των συνοχή καί ὁμόνοια και τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισι τοῦ προβλήματος.