ε΄. Τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε
συμμετέχομε εἰς τήν αἵρεσι, ἄν δέν ἀποτειχισθοῦμε, ἐφ’ ὅσον ἔχομε ὀρθόδοξο
φρόνημα. Μέ αὐτό τό
ἐπιχείρημα δηλώνεται ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι προσωπική καί δέν ἔχει ἐκκλησιαστικές
διαστάσεις, οὔτε φυσικά εἴμεθα μέλη ἑνός σώματος ὁμοπίστου καί ὁμοτρόπου, ἀλλά
εἶναι σάν νά ἀνήκωμε σέ ἕνα σύλλογο ἤ τό πολύ-πολύ σέ μία προτεσταντική ὁμάδα εἰς
τήν ὁποία ὁ καθένας καί εἰδικά ὁ Ἐπίσκοπος δύναται νά πιστεύη ὅ,τι θέλει, χωρίς
νά ἐπηρεάζη ἡ πίστις του τούς ἄλλους. Αὐτό ὅμως κατ’οὐσίαν εἶναι αἵρεσις, διότι
εἰς τήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει ἑνότης πίστεως καί μάλιστα ἀποστολικῆς και ὀρθοδόξου,
ὑπάρχει Παράδοσις ἀπό τήν ὁποία ὅποιος παρεκκλίνει καθίσταται πάλι αἱρετικός,
ὑπάρχουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἅγιοι πού καθορίζουν τό πότε μολυνόμεθα καί
πότε καί πῶς συμμετέχομε εἰς τήν αἵρεσι. Εἶναι ὡσάν νά λέγη κάποιος ὅτι ἐγώ
πιστεύω, καί δέν μπορεῖς νά με κατηγορήσης ὅτι ἐγώ ἀρνοῦμαι τόν Θεό ἤ ἀποδέχομαι
την αἵρεσι παρά μόνον ἄν τό διακηρύξω μέ τά λόγια. Οἱ Πατέρες ὅμως καθώρισαν ὅτι
ἀρνούμεθα τόν Θεόν ἤ ἀποδεχόμεθα κάτι ὄχι μόνον διά τῶν λόγων ἀλλά καί διά τῶν ἔργων,
ἀκόμη καί δι’ ἑνός νεύματος καί διά τῆς σιωπῆς. Ἔτσι, μπορεῖ νά μήν ἀρνούμεθα
λεκτικά τήν πίστι ἤ τόν Θεό, ἀλλά διά τῶν πράξεών μας, πού εἶναι τό ἴδιο. Συνεπῶς
τό να καθορίζη κάποιος ἰδιωτικῶς ἤ ἰδιορρύθμως καί μάλιστα διά σοβαρά θέματα
πίστεως, εἶναι καθαρός Προτεσταντισμός.
Συνεχίζεται.