Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


Τό ἔτος 1261 μετά ἑξηκονταετῆ σχεδόν δουλεία ἔγινε ἡ ἀνάκτησις καί ἀπελευθέρωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους. Ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ ὁ
Παλαιολόγος, διά νά ἀποφύγη νέα ἐκστρατεία τῶν σταυροφόρων ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου, ἠθέλησε νά ἀποσπάση τήν εὔνοια καί φιλία τοῦ Πάπα. Τό ἐνέχυρο πού θά ἐδίδετο καί τό πρός θυσίαν σφάγιο τό ὁποῖο θά κατετίθετο στόν παπικό βωμό ἦτο φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ὑποταχθῆ εἰς τόν Παπισμό ἀναγνωρίζοντας τό «Filioque», τήν παπική ἐξουσία καί αὐθεντία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τά ἄζυμα στή Θεία Λειτουργία καί ὅ,τι ἄλλο ἠξίουν οἱ Πάπες. Ὁ αὐτοκράτωρ διά νά ἐπιτύχη τόν σκοπόν του ἔπρεπε νά ἔχη σύμμαχο καί ὁμόφρονα καί τόν Πατριάρχη. Ἦτο δέ, Πατριάρχης τότε ὁ Ἰωσήφ, ἄνδρας ἀνθενωτικός καί κατά πάντα ὀρθόδοξος.
Τό 1274 ἔγινε στή Λυών Σύνοδος παπική, στήν ὁποία ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ὁ αὐτοκράτωρ, χωρίς τήν συγκατάθεσι τοῦ Πατριάρχου. Σύμφωνα μέ τούς παπικούς
ἱστορικούς, ἀναφέρει ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος (ὅπ. ἀν., σελ. 94) οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἐδέχθησαν τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα. Ἐν συνεχείᾳ ὁ αὐτοκράτωρ, προκειμένου νά ἑδραιωθῆ ἡ ἕνωσις, ἄρχισε νά ἐξορίζη καί νά βασανίζη
ποικιλοτρόπως τούς Ὀρθοδόξους ἀνθενωτικούς. Ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος, ἀντλώντας ὑλικό ἀπό τούς ἱστορικούς Παχυμέρη, Γρηγορᾶ καί Νικηφ. Χοῦμνο, ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Μετά τήν ἀναχώρησιν τῶν πρεσβευτῶν ὁ Αὐτοκράτωρ συλλαβών τινας τῶν ἑδραίως τοῖς δόγμασι τῶν πατέρων αὐτῶν ἐμμενόντων ἀπηνῶς ἐβασάνισε. “Πάντα ἦσαν
ἐνεργά τῷ βασιλεῖ, λέγει ὁ Γρηγορᾶς, δημεύσεις, ἐξορίαι, φυλακαί, ὀφθαλμῶν ἀφαιρέσεις, μάστιγες, χειρῶν ἐκτομαί.
Τότε τήν ἀδελφήν αὐτοῦ Εὐλογίαν ἀποδοκιμάζουσαν τήν ἕνωσιν ἐξώρισε · τότε τόν Πατριάρχην Ἰωσήφ εἰς τήν Μονήν τῆς Περιβλέπτου ἔπεμψε, εἶτα δέ καί ἐν τῇ Χηλῇ, φρούριον ἐπινησίδιον πλησίον τοῦ στόματος τοῦ Εὐξείνου πόντου, περιώρισε · τότε τόν ρήτορα Ὁλόβωλον (οὗ πρότερον τήν ρῖνα καί τά χείλη ἐξέκοψε) πρῶτον μέν ἐδέσμευσε καί ἀπηνῶς καί ἀπανθρώπως ᾔκισε, ἔπειτα δέ μακρῷ σχοινίῳ ἔδεσεν ἐκ τοῦ τραχήλου αὐτόν τε καί τόν Ἰασίτην καί ἑξῆς ἄλλους δέκα τόν ἀριθμόν · καί τούς μέν δύο πρώτους ἐπεφόρτισε προβάτων ἐντέροις, ἅπερ τῆς κόπρου εἰσέτι γέμοντα περί τόν λαιμόν αὐτῶν ἐτυλίσσοντο, τόν ρήτορα τῆς Ἐκκλησίας Ὁλόβωλον διαφερόντως καί ἥπασι προβάτων κατά στόμα ἐκέλευσε τύπτεσθαι, καί οὕτως ἀνά τήν πόλιν ἅπασαν πρός χλεύην περιαγαγεῖν. Τάς δέ νήσους Λῆμνον, Σκῦρον, Κέω καί τήν πόλιν Νίκαιαν ἐπλήρωσεν ἐξορίστων · τούς ἀδελφούς Μανουήλ καί Ἰσαάκιον, συγγενεῖς αὐτοῦ ὄντας καί πρό πολλοῦ ἐν φυλακῇ · ἐξέκοψε τήν ῥρῖνα τοῦ ἰατροῦ Πέρδικα · ἐξετύφλωσε Παχώμιόν τινα ἄνδρα σεμνόν, καθώς καί τόν Γαλησιώτην Γαλακτίωνα καί τόν σεβάσμιον Λάζαρον τόν Γοριανίτην · ἐγλωσσοτόμησε τόν κατά Λατίνων ἐν στίχοις πολιτικοῖς συγγράψαντα μοναχόν Μελέτιον, καί ἄλλα πολλά θηριώδη ἔργα ἔπραξε”. Καί ὡς ὁ βιογράφος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθανασίου λέγει (παρ’ Ἀλλατίῳ de Consens, p. 759), “Πάντες φυγάδες καί μετανάσται γεγόνασιν, ὅσοι μή πεπώκασι τό τῆς ἀνατροπῆς θολερόν τῆς αἱρέσεως ἐκεῖνο πόμα · καί διηρπάγησαν μέν οὐσίαι · ἐστενοχωροῦντο τά δεσμωτήρια τῷ πλήθει τῶν κατακλείστων, καί πάντα θορύβου καί ταραχῆς ἐπληρώθησαν”» (ὅ.π., σελ. 97).
Νά σημειωθῆ ἐδῶ ὡς ἐν παρόδῳ ὅτι ὅλα αὐτά τά ὑπέστησαν οἱ φανεροί καί ἀφανεῖς ὁμολογητές αὐτοί τῆς πίστεως, διότι δέν ἐδέχοντο νά ἀναγνωρίσουν τά τρία κεφάλαια, δηλαδή πρωτεῖον, ἔκκλητον καί μνημόνευσι τοῦ Πάπα κατά τήν τάξιν τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν (ὅπ. ἀν., σελ. 96).


Tα χέρια της ψυχής είναι ο νους και η καρδιά…

Πηγαίνοντας σ’ ένα Μοναστήρι της Φθιώτιδος , συνάντησα στον δρόμο έναν παράξενο καλόγερο, με ανεμοδαρμένα γκρίζα γένια και αχτένιστα μαλλιά, που τον έλεγαν Ιωάννη. Τα ράσα του πολύ τριμμένα και όχι πολύ καθαρά κι ένα βλέμμα κοφτερό σαν αετίσιο που δεν βοηθούσε να λογαριάσης την ηλικία του. Ψηλός, λιπόσαρκος, σου έδινε την εντύπωση αντάρτη των βουνών και θύμιζε στιγμές-στιγμές τον μεγάλον εκείνον αντάρτη της Ερήμου, τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη. Έδειχνε και τούτος ατρόμητος , αλλά και συγκλονισμένος ταυτόχρονα, ωσάν να έβλεπε αδιάκοπα μπροστά του τον Θεόν. Με χαιρέτησε πρώτος και με ρώτησε αν πηγαίνω στο Μοναστήρι που φαινόταν κατάντικρυ στην δασωμένη βουνοπλαγιά. 
- Πηγαίνω να βρω τον Γέροντα Σωφρόνιο, είπα. 
- Τον ίδιο σκοπό έχουμε, αποκρίθηκε. Κι εγώ στον Γέροντα Σωφρόνιο πηγαίνω. Στάσου όμως και πάρε μιαν ανάσα ,γιατί έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να κάνουμε και ο κατσικόδρομος είναι ανηφορικός. 
Καθήσαμε κάτω από ένα δέντρο. Εκείνος άνοιξε τον ντροβά του και έβγαλε το παγούρι με το νερό που κουβαλούσε πάντα μαζί του. 
- Θες μια γουλιά; με ρώτησε. 
Ήπιε μόνον εκείνος και ύστερα συστηθήκαμε. Ήταν ιερομόναχος και δεν ήξερε πολλά γράμματα κοσμικά. Μόνον το δημοτικό είχε τελειώσει και δυο τάξεις του παλιού γυμνασίου. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο κόσμος τούτος είναι γεμάτος λάσπη και πήρε τα βουνά για να καλογερέψη και να γλιτώση από την βρωμιά της ματαιότητος. Τον πήρε κοντά του , σαν υποτακτικόν, ο Γέροντας Ισαάκ ,και η πρώτη εντολή που του έδωσε ήταν: 
- Μάθε να προσεύχεσαι. 
- Και πώς θα μάθω, Γέροντα; 
- Παρακάλεσε τον Θεό να σου δείξη, μου είπε. Και συνέχισε: «Πιστεύεις στον Χριστό;». Και όταν του απάντησα ότι πιστεύω, μου ξανάπε: 
- Όσο περισσότερο πιστεύεις στον Θεό, τόσο και ο Θεός θα πιστεύη σε σένα και θα σε προστατεύη συνεχώς. 
Έτσι, από την μιαν απορία έπεφτα σε άλλη, και ο Γέροντας Ισαάκ μου έδωσε την εξήγηση λέγοντάς μου: «Όταν αγκαλιάζης κάποιον πώς τον αγκαλιάζεις; 
- Με τα χέρια μου τον αγκαλιάζω, απάντησα. 
- Το ίδιο να κάνης και με τον Θεόν, όταν προσεύχεσαι. 
- Μα τον Θεόν δεν τον βλέπω, δεν είναι μπροστά μου για να τον αγκαλιάσω! 
- Ποιός σου το είπε αυτό, βρε κουτορνίθι; Ο Θεός είναι πάντοτε μπροστά σου, αφού είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Μόλις λοιπόν αρχίζεις να προσεύχεσαι, σε πλησιάζει ακόμα πιο πολύ και σε ακούει. Κατάλαβες; 
- Μα εγώ δεν τον βλέπω, Γέροντα… 
- Δεν τον βλέπεις, μου είπε, γιατί τα μάτια σου είναι γεμάτα τσίμπλες από τις αμαρτίες σου. Αυτό κάνουν οι αμαρτίες. Γεμίζουν τα μάτια της ψυχής με τσίμπλες, για να μη βλέπουμε πού βρισκόμαστε και πού πάμε και τί κάνουμε… 
- Και έμαθες να προσεύχεσαι, π. Ιωάννη; τον ρώτησα. 
- Τί να σου πω; Ακόμα προσπαθώ, αδελφέ μου, αποκρίθηκε. Η προσευχή είναι η πιο δύσκολη δουλειά σ’ αυτόν τον κόσμο, η αληθινή προσευχή ,βεβαίως, όχι να κρατάς ένα βιβλίο και να διαβάζης λόγια. Όποιος μάθει καλά την προσευχή, σώζεται. Γιατί ο προσευχόμενος αληθινά μιλά με τον Θεό και ο Θεός τον καθοδηγεί σε όλα. 
- Αυτό ,που σου είπε ο Γέροντάς σου, να αγκαλιάζης τον Θεόν όταν προσεύχεσαι, δεν σου το εξήγησε πώς γίνεται; 
- Βέβαια, βέβαια, είπε ο π. Ιωάννης. Γιατί και σε μένα έκανε μεγάλη εντύπωση αυτός ο λόγος και δεν κατάλαβα στην αρχή τί ήθελε να πη. 
- Και τί εξήγηση σου έδωσε; 
- Μου είπε ότι δεν αγκαλιάζουμε ποτέ την μάνα ή τον πατέρα μας ή το παιδί μας μόνο με το ένα χέρι, αλλά και με τα δυο. Και στην προσευχή έχουμε δύο χέρια, τον νου και την καρδιά. Πρέπει και με τα δυο αυτά χέρια να αγκαλιάζουμε τον Θεόν. Και αν φθάσουμε σιγά-σιγά στο σημείον να ενώσουμε τον νου με την καρδιά και την καρδιά με τον νου και να νοιώθουμε αληθινά τα όσα λέγει ο νους, τότε φτάνουμε στην αληθινή προσευχή και αγκαλιάζουμε τον Θεόν και ο Θεός αγκαλιάζει εμάς, όπως ο βιολογικός μας πατέρας , όταν τον αγκαλιάζη το παιδί του. Να το θυμάσαι πάντοτε ότι τα χέρια της ψυχής είναι ο νους και η καρδιά… 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ :


᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 24ῃ Ἀπριλίου 2012
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ἡ δημοσιοποιηθεῖσα ἀνακοίνωσις τῆς «Ἱ. Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων» τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς καταλυτικῆς δυνάμεως τῆς αἱρέσεως καί τῶν συνεπειῶν τῆς σχάσεως ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποδεικνύει ἐναργέστατα διά μίαν εἰσέτι φοράν τό πατερικόν γνωμικόν: «τό πίπτειν ἀνθρώπινον, τό μετανοεῖν θεῖον, τό ἐμμένειν σατανικόν!».
Ἡ αἵρεσις ὡς ἀλλοτρίωσις τῆς θεόθεν ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐμπεριέχει τό στοιχεῖον τῆς ἐμμονῆς καί τῆς κακοτρόπου στρεβλώσεως αὐτῆς, μή ὀρρωδοῦσα πρό οὐδενός. Διά τοῦτο καί οἱ Θεοφόροι Πατέρες καί αἱ Ἅγιαι 9 Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἠγωνίσθησαν θεοειδῶς διά τήν κατάγνωσιν τῶν αἱρέσεων καί τήν μετάνοιαν τῶν αἱρετιζόντων.

Ἡ ἀνακοίνωσις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν θρησκευτικῶς πρωτιστευόντων στοιχοῦσα στήν αἱρετική ψυχοσύνθεσιν τῶν συντακτῶν της, στρεβλώνει καί ἀποκρύπτει τά πράγματα μή φοβουμένη τόν παντεπόπτην καί Πανάγιον Θεόν καί μή ὑπολογίζουσα ὅτι ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ θά ἀποδώσωμεν λόγον καί ὅτι οἱ πράξεις καί οἱ λόγοι μας θά εἶναι ἡ βάσις τῆς κρίσεώς μας. Ἐνώπιον Ἐκείνου δέν θά δυνάμεθα νά παραποιῶμε τήν ἀλήθεια καί νά τήν ἀποκρύπτωμε. Στήν ἀνακοίνωσι ἀποσιωπᾶται πλήρως τό γεγονός ὅτι ἀπέστειλα τρεῖς μήνας πρός τῆς ἐγκλήσεώς μου ἐνώπιον τῆς Δικαιοσύνης τήν ἐπισυναπτομένην «παρακλητικήν» ἐπιστολήν πρός τόν Ἐκλαμπρότατον Ἀρχιεπίσκοπον τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν κ.κ. Νικόλαον Φώσκολον, εἰς τήν θρησκευτικήν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἀνήκουν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τοῦ Πειραιῶς καί τόν παρακαλοῦσα νά δεσμευθῆ ὅτι δέν θά ἐπαναληφθῆ εἰς τό μέλλον ἡ ἀπαράδεκτος προσηλυτιστική ἐνέργεια τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ «Ἐφημερίου» Πειραιῶς καί τῆς «Ἡγουμένης τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Μοναστικῆς Κοινότητος» τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τῆς Ἐμφανίσεως καί Διευθυντρίας τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Σχολῆς “Jeanne d’ Arc” Πειραιῶς, διά τῆς τελέσεως «ἁγιαστικῆς πράξεως» εἰς τούς Ὀρθοδόξους μαθητάς τῆς εἰρημένης Σχολῆς, ἡ ὁποία καί ἔμεινεν εἰσέτι ἀναπάντητος. Ἑπομένως ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος προέκυψεν ἡ ἀμεταμέλητος ἐμμονή εἰς τήν διάπραξιν τῆς ἀπαραδέκτου ἐνεργείας των, ἡ ὁποία καί ὡδήγησεν στήν ὑπό τῶν Νόμων τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκπαιδεύσεως προβλεπομένην διαδικασίαν.
Αὐτό λοιπόν τό καθοριστικόν γεγονός τῆς ἐνεργείας μου ἀπεσιωπήθη καί ἀπεκρύβη καί ἐπιχειρεῖται νά ἐμφανισθῶ ὡς δῆθεν κακότροπος, φανατικός, μισαλλόδοξος καί μάλιστα ἐμφορούμενος ἀπό τήν «ξεπερασμένη» νοοτροπία τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἀποτελῶ «ξεπερασμένο πνεῦμα καί ξεπερασμένη φυσιογνωμία».
Βεβαίως οἱ «τίτλοι» αὐτοί πού μοῦ ἀποδίδονται ἀπό ἐκείνους πού ἐμμένουν στίς κακοδοξίες πού ἐνδεικτικῶς σταχυολογοῦνται ἐκ τοῦ ἐπισήμου ἐγχειριδίου Δογματικῆς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, «Κατήχηση Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Ἀθήνα 1996, ἐκδ. Κάκτος & Libreria Editrice Vaticana :
σελ. 31 / §36 (Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ)
σελ. 46 / §45-46 (Τό ἔγκυρο διδακτικό σῶμα)
σελ. 91-93 / §245-248 (Filioque)
σελ. 96 / §258-259 (Σύγχυσις οὐσίας-ἐνεργειῶν)
σελ. 163 / §491-492 (Ἀμόλυντη σύλληψις)
σελ. 292 / §881-887 (Ὁ σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων καί ὁ                                        
 ἀρχηγός του ὁ Πάπας)
σελ. 295 / §891 (Παπικόν ἀλάθητον)
σελ. 206 / §616-617 (Ἱκανοποίηση θ. δικαιοσύνης)
σελ. 311 / §956 (Ἀξιομισθίαι ἁγίων)
σελ. 332 / §1030-1032 (Καθαρτήριον)
σελ. 376 / §1163 (Ἀξιομισθίαι Κυρίου)
σελ. 422 / §1334 (Ἄζυμα)
σελ. 464-466 / §1471-1479 (Λυσίποινα)
σελ. 569 / §1850 (Ἡ ἁμαρτία ὡς προσβολή τοῦ Θεοῦ)
ἀποτελοῦν γιά ἐμένα τίτλους τιμῆς διά τούς ὁποίους ἐκείνοι θά ἀποδώσουν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως διότι ἠλλοίωσαν, διέστρεψαν, ἐστρέβλωσαν τό δόγμα, τό πολίτευμα καί τό ἦθος τῆς Ἀδιαιρέτου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί ἐμμένουν ἀμεταμελήτως καί σατανικῶς σέ αὐτό. Παρ’ ὅτι ἡ ἀναφερομένη ἐπιστολή μου πρός τόν Ἐκλαμπρότατον κ. Φώσκολον ἔχει δημοσιοποιηθεῖ πρός ἐμπέδωσιν τήν ἐπανακοινοποιῶ κατωτέρω:



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
᾿Αριθμ. Πρωτ. 910                                 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Σεπτεμβρίου 2011
Πρός Τόν
Ἐκλαμπρότατον
Κύριον κ. Νικόλαον Φώσκολον
Ἀρχιεπίσκοπον
τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν
Ὁμήρου 9
106 72  ΑΘΗΝΑΙ
Ἐκλαμπρότατε,
Μετά πολλῆς συνοχῆς καρδίας εὑρισκόμεθα εἰς τήν ἀνάγκην νά ὀχλήσωμεν Ὑμᾶς, διά θέμα ἁπτόμενον τῆς ποιμαντικῆς ἡμῶν εὐθύνης καί τῆς ἐνώπιον τοῦ πανακηράτου καί αἰωνίου Θεοῦ δοθείσης φρικτῆς ὁρκοδοσίας ἡμῶν διά τήν ἐπακριβῆ τήρησιν τῶν ὑπό τοῦ Παναγίου καί Ζωαρχικοῦ Πνεύματος τεθεσπεισμένων Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς ἀδιαιρέτου καί ἀκαινοτομήτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἀναφερόμεθα διά τοῦ παρόντος εἰς τό ἐντός τῆς ἡμετέρας Κανονικῆς δικαιοδοσίας λειτουργοῦν ἐκπαιδευτήριον τοῦ Ὑμετέρου μοναχικοῦ τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τῆς ἐμφανίσεως ὑπό τήν ἐπωνυμίαν «Jeanne d’ Arc» εἰς τό ὁποῖον φοιτοῦν τέκνα Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν γονέων καί ὑποβάλλομεν Ὑμῖν τήν ἔντονον ἡμετέραν διαμαρτυρίαν διότι κατά τήν ἔναρξιν τοῦ εἰρημένου σχολείου τῆς πρωτοβαθμίου ἐκπαιδεύσεως τελεῖται ὁ καθιερωμένος ἁγιασμός διά τήν εὐλογίαν τῆς νέας σχολικῆς περιόδου ὑπό τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐφημερίου Πειραιῶς κ. Ἰωάννου Πάτση, καί διά τούς ὀρθοδόξους μαθητάς, γεγονός πού ἀπάδει εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν καί ποιμαντικήν τῆς Ἐκκλησίας διότι ἀμβλύνει τήν ὀρθόδοξον αὐτοσυνειδησίαν τῶν μικρῶν εὐπλάστων μαθητῶν, ἐπιφέρει μίαν συγκρητιστικήν οἰκουμενιστικήν ἀντίληψιν καί ἐμπίπτει εἰς τάς περί προσηλυτισμοῦ διατάξεις τοῦ δικαιϊκοῦ ἐν Ἑλλάδι συστήματος. Διεμαρτυρήθην καθηκόντως, διά τό γεγονός εἰς τήν Ἡγουμένην τοῦ Ὑμετέρου Μοναχικοῦ Τάγματος ἀδ. Ἀλβέρταν, ἥτις καί μοῦ ἐπεβεβαίωσεν τό γεγονός καί ἐδήλωσεν ὅτι θά θέσῃ τήν ἡμετέραν Κανονικήν διαμαρτυρίαν ὑπ’ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Ἐκλαμπρότητος. Ἐπειδή εἰλικρινῶς δέν ἐπιθυμῶ νά καταφύγω εἰς τήν ποινικήν διαδικασίαν διά τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ ἐξόχως σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, πού θά ἠδύνατο νά ἀντιμετωπισθῇ εὐχερῶς μέ τήν τέλεσιν κεχωρισμένως διά τούς ὀρθοδόξους καί ρωμαιοκαθολικούς μαθητάς τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ἐκτιμῶν τήν Ὑμετέραν Ἐκλαμπρότητα καί τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν ὡς Ἕλληνας συμπολίτας, παρακαλῶ ὅπως ἐγγράφως διαβεβαιώσητε ὅτι δέν θά ἐπαναληφθῇ εἰς τό μέλλον, τηρουμένης ἐπ’ ἀκριβῶς τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως, τῶν ὑπό τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου προβλεπομένων καί τῶν ἰσχυόντων παρ’ ἡμῖν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, οἵτινες σαφῶς καί πλήρως ἀπαγορεύουν τήν ὑπό μελῶν τῆς Ἀδιαιρέτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποδοχήν ἀκοινωνήτου προσώπου ὡς Κληρικοῦ, ὡς καί τήν συμμετοχήν εἰς συμπροσευχάς μετά προσώπων μεθ’ ὧν δέν ὑφίσταται ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε ταυτότης ἐν τῇ πίστει. Τυγχάνει ἀσφαλῶς ἐγνωσμένη εἰς Ὑμᾶς ἡ ἡμετέρα πίστις διά τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν, ἐρειδομένη ἐπί τῆς κοινῆς μεθ’ Ὑμῶν χιλιετοῦς πορείας, καί τῶν ὑπό τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἥστινος ἱστορική καί ἀκαινοτόμητος συνέχεια ἀποτελεῖ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτη Ἐκκλησία καί τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Αὑτῆς, διακελευομένων καί ἑπομένως αἱ τυχόν προσωπικαί πτώσεις πρωτιστευόντων διακόνων τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ἅς θά ἀποδώσουν φρικτόν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος Αὐτῆς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντός τοῦ δαιμονικοῦ κλίματος τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως δεσμεύουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οὔτε δύνανται νά ἀποτελέσουν πρόσχημα διά τήν ἀπομείωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Ἀναμένων τήν Ὑμετέραν διαβεβαίωσιν διατελῶ μετά πλείστης τιμῆς,» 
Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Εκκλησία πανδωρεά του Χριστού εις τον κόσμον.


 Όλα δε αυτά αποτελούν την κυρίως δωρεάν του Θεανθρώπου Χριστού εις τον κόσμον, την όντως δωρεάν, την Εκκλησίαν. Μέσα εις αυτήν υπάρχουν όλαι αι δωρεαί της Τριαδικής Θεότητος. Όλη «η χάρις αυτή» «εδόθη» «ενί εκάστω ημών… κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού» (Εφ. 4,7). Από εμάς, όμως, εξαρτάται, δηλαδή από την πίστιν μας, και την αγάπην, από την ταπεινοφροσύνην και τας άλλας αρετάς, πόσον θα ωφεληθώμεν από την δωρεάν αυτήν, πόσον θα την προσοικειωθώμεν και πόσον θα ζήσωμεν εν αυτή και δι΄ αυτής. Κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του ο Κύριος Ιησούς άφησεν εις όλους και εις ένα έκαστον, ολόκληρον τον εαυτόν Του, όλας τας δωρεάς Του, όλην την αγιότητά Του, δηλαδή όλην την Εκκλησίαν Του. Ο άνθρωπος συμμετέχει εις την δωρεάν Του αυτήν κατά το μέτρον της εν-εκκλησιάσεως και εκκλησιοποιήσεως, ενχριστώσεως και χριστοποιήσεώς του. Το δε Κύριον δώρον το οποίον Αυτός δίδει είναι η αιώνιος ζωή. Τούτο, ακριβώς, και ευαγγελίζεται ο Απόστολος λέγων: «Το χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 6,23). Εις το Θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας εδόθη όλη η χάρις της Τριαδικής Θεότητος, χάρις σώζουσα από την αμαρτίαν, από τον θάνατον και από τον διάβολον, η οποία μας αναγεννά, μεταμορφώνει, αγιάζει, χριστοποιεί, θεώνει και τραδοποιεί. Εις καθένα, όμως, από εμάς η χάρις αυτή δίδεται «κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού» και ο Κύριος Ιησούς μοιράζει την χάριν κατά τον κόπον μας (Α΄ Κορ. 3,8), κατά τον κόπον εις την πίστιν και αγάπην, εις την ελεημοσύνην και προσευχήν, εις την νηστείαν και αγρυπνίαν, εις την πραότητα και μετάνοιαν, εις την ταπείνωσιν και υπομονήν και όλας τας άλλας αγίας αρετάς και τα άγια ευαγγελικά μυστήρια. Προβλέπων ο Κύριος δια της θείας παγγνωσίας Του πως θα χρησιμοποιή κάθε ένας από ημάς την χάριν Του και τα χαρίσματά Του, συμφώνως προς τούτο διανέμει τας δωρεάς Του: «Και ω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν» (Ματθ. 25,15). Εν τούτοις, από τον προσωπικόν μας κόπον και την πολλαπλασίασιν των χαρισμάτων του Χριστού εξαρτάται η θέσις μας εις το ζωηφόρον και θεανθρώπινον σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν, την εκτεινομένην από της γης υπεράνω όλων των ουρανών. Καθ΄ όσον ο άνθρωπος ζη περισσότερον το πλήρωμα της χάριτος του Χριστού, κατά τόσον έχει μέσα του περισσότερα χαρίσματα του Χριστού και κατά τόσον πληρούται, ως σύσσωμος του Χριστού, με τας θεανθρωπίνους δυνάμεις τηε Εκκλησίας του Χριστού, του σώματός Του, με τας δυνάμεις αι οποίαι μας καθαρίζουν από κάθε αμαρτίαν, μας αγιάζουν, θεώνουν, θεανθρωποποιούν. Ταυτοχρόνως κάθε ένας από ημάς ζη μέσα εις όλους και δι΄ όλους, δι΄ αυτό και χαίρεται δια τα χαρίσματα των αδελφών, ιδιαιτέρως δε όταν αυτά είναι μεγαλύτερα από τα ιδικά του.