Επιστολή 23η
Εν Αθήναις τη 24 Ιανουαρίου 1907
Οσιωτάτη εν Κυρίω θυγάτηρ Ξένη, εύχομαί σοι πατρικώς.
Η κατά πνεύμα ημών θυγάτηρ Αμαλία διηρώτησεν ει εστί δυνατόν ενοικείν την ειρήνην εν καρδία πάθεσι πεπληρωμένην. Προς την ερώτησιν ταύτην απαντών δια της παρούσης μου γράφω ταύτα.
Περί ειρήνης ψυχής.
Η ειρήνη εστίν, ως εμοί δοκεί, το ύδωρ της αναπαύσεως, περί ου ο ψαλμωδός γράφει: έστι δε δώρον Θεού δαψιλευόμενον τοις ειρηνεύουσι προς Αυτόν και ποιούσι τα θεία Αυτού προστάγματα. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ομιλών προ του πάθους εις τους θείους Αυτού μαθητάς και Αποστόλους έδωκεν αυτοίς την εαυτού ειρήνην ειπών: «ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ, 27). Η ειρήνη άρα των μαθητών του Κυρίου εστίν δώρον Θεού, Θεός δε ειρήνης καλείται ο Θεός εν ταις αγίαις Γραφαίς (Β΄ Κορινθ. Ιγ,11). Ο θείος Ιάκωβος, ο Αδελφόθεος, εν τη Καθολική αυτού επιστολή λέγει ότι «καρπός δε της δικαιοσύνης εν ειρήνη σπείρεται τοις ποιούσιν ειρήνην» (γ΄, 18). Εκ των ειρημένων διδασκόμεθα, ότι ο Θεός της ειρήνης βραβεύεται τοις μαθηταίς Αυτού την ειρήνην την εαυτού, και ότι ο καρπός της δικαιοσύνης, ήτοι το έργον του Ευαγγελίου ή ο λόγος του Θεού εν ειρήνη σπείρεται δια τους εργαζομένους την ειρήνην ήτοι δια τους υιούς της ειρήνης ή υπέρ των υιών της ειρήνης των κεκλημένων εις σωτηρίαν. Οι πόδες αυτών εισιν ωραίοι ως ευαγγελιζόμενοι την ειρήνην, ως ευαγγελιζόμενοι τα αγαθά. Ώστε η ειρήνη, ως δώρον Θεού διαμένει εν τοις μαθηταίς του Κυρίου. Η ειρήνη, ως θείον δώρον, εστι φως και κοινωνεί μετά των πεφωτισμένων. Η ειρήνη ως φως φεύγει το σκότος, διότι ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος, σκότος εστίν η αμαρτία, η ειρήνη άρα φεύγει την αμαρτίαν, ως σκότος. Άρα ο αμαρτωλός ουδέποτε ειρηνεύει. Το συμπέρασμα των ειρημένων εστίν αναντίρρητον, αλλ΄υφίσταται η ερώτησις: πάντα τα πάθη τα εν ημίν εισιν αμαρτίαι αποκρούουσαι την ειρήνην του Θεού, την δοθείσαν τοις φωτισθείσι τω φωτί της θεογνωσίας; Εις την ερώτησιν ταύτην απαντώντες λέγομεν: άπαντα τα εν ημίν τοις φωτισθείσι πάθη ουκ εισίν αμαρτίαι, τα γαρ έμφυτα, τα τε ψυχικά και σωματικά ως υπό του Θεού εμβεβλημένα εισιν αδιάβλητα, ο γαρ Θεός εποίησε τα πάντα καλά λίαν, και τα πάθη εδόθησαν δι΄ εν σκόπιμον και λελογισμένον τέλος. Ταύτα λειτουργούντα κατά τον θείον νόμον και κατά τον λόγον της υπάρξεως αυτών, και προς επιδίωξιν του ζητουμένου τέλους, μεταβάλλονται εις δυνάμεις ηθικάς, μηδέν εχούσας το εμπαθές και αλητρόν, διο και μετά της ειρήνης συμβιούσι και η ειρήνη ουκ αφίσταται από των ψυχών, των εχόντων τα πάθη ταύτα, διότι κατά τον θείον νόμον πολιτεύονται. Τα πάθη ταύτα λειτουργούντα ου κατά το σκόπιμον και λελογισμένον τέλος δι΄ ο εδόθηκαν, αλλά προς άλογον ικανοποίησιν αυτών, ως λειτουργούντα παρανόμως και παραλόγως, έχουσι το εμπαθές και αλητρόν και η λειτουργία αυτών λογίζεται αμαρτία, και ο την λειτουργίαν αυτών προκαλών, καθ΄ οίον δήποτε τρόπον αμαρτάνει προς τον Θεόν. Αλλά πλην των εμφύτων ημίν παθών των φυτευθέντων εν τη ψυχή προς εργασίαν της αρετής και προς τελείωσιν ημών υφίστανται εν ημίν κατά τινα κληρονομίαν και έτερα τινα πάθη ψυχικά, άτινα ουκ έθετο εν ημίν ο Θεός. Ταύτα εστιν ο εν ημίν νόμος της αμαρτίας, όστις εμφανίζεται εν ημίν ως ροπή τις προς το κακόν. Η ροπή αύτη τείνει να κατακυριεύση της θελήσεως ημών και να διευθύνη αυτήν κατά τας απαιτήσεις αυτής. Η ροπή αύτη αξιοί να κυβερνά εν ημίν και επιζητεί την κυριαρχίαν επί τε των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων και ζητεί να μεταβάλη τας εν ημίν δυνάμεις εις πάθη δουλικά, εις πάθη αλητρά, εις πάθη δαιμονιώδη. Όταν η ροπή αύτη κατακυριεύση ημών, τότε η ειρήνη φυγαδεύεται, ο δε δουλωθείς υπό των παθών της ροπής ταύτης, ως δούλος της αμαρτίας ουδεμίαν έχει ειρήνην. Ήδη εξεταστέον τα εν ημίν πάθη δουλεύουσι τη αμαρτία; Εάν υπέταξεν ο νόμος της αμαρτίας την εν ημίν ελευθερίαν ήτοι το θέλειν και πράττειν αεί προς τον νόμον του Θεού, και διευθύνειν τας εν ημίν ψυχικάς ήτοι πνευματικάς δυνάμεις προς το σκόπιμον και λελογισμένον τέλος, εάν υπέταξεν την ηθικήν ημών ελευθερίαν και ελευθέραν θέλησιν, τότε δουλεύουσι τα πάθη τη αμαρτία και ειρήνη δεν υπάρχει εν ημίν. Εάν ο εν ημίν νόμος του Θεού, ο νόμος του αγαθού ανθίσταται και μάχεται προς καθυπόταξιν του νόμου της αμαρτίας και καταδέσμευσιν της ορμής της ροπής προς την αμαρτίαν και ενίσχυσιν και επικράτησιν της εν ημίν ηθικής ελευθερίας, όταν συναισθανώμεθα, ότι αγωνιζόμεθα υπέρ της ηθικής ημών ελευθερίας, τότε η ειρήνη του Θεού πληροί τας καρδίας ημών, τα πάθη του νόμου της αμαρτίας κατατροπούνται ολίγον κατ΄ολίγον και εκδιώκονται και τότε και ο μέγας αγών σχεδόν καταπαύει, η δε ειρήνη βασιλεύει. Οφείλομεν όμως να γρηγορώμεν και να αγρυπνώμεν, διότι ο νόμος της αμαρτίας γρηγορεί εν ημίν, ο δε διάβολος υποδαυλίζει αυτόν ως το πυρ. Το συμπέρασμα είναι να σωφρονήτε και να αγωνίζησθε κατά του νόμου της αμαρτίας και να μη θορυβή υμάς η των παθών υμών εξανάστασις. Η ειρήνη δεν αποβάλλεται υπό των παθών, αλλ΄ υπό του χαρακτήρος αυτών, τον οποίον θα λάβωσιν εκ της ήττης ή εκ της πάλης. Εάν εν τη πάλη νικήσης, η των παθών εξέγερσις εγένετο αφορμή νέας χαράς και ειρήνης, εάν ηττηθής, ο μη γένοιτο, τότε γεννάται θλίψις και ταραχή, αλλ΄ εάν μετά αγώνα κρατερόν πάθη τι ανθρώπινον, επικρατήση δε προς ώραν ο νόμος της αμαρτίας, επανέλθη δε εν τω αγώνι και επιμείνη εν αυτώ, νικά ο αγωνιζόμενος και η ειρήνη επανέρχεται.
Ταύτα εις απάντησιν της Αμαλίας.
Σας εύχομαι και διατελώ προς Θεόν ευχέτης.
Ο κατά πνεύμα Πατήρ σας
+Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.