Εν ετέρα μορφή

Ο Χριστός αναστημένος εμφανίζεται "εν ετέρα μορφή".
Η Μαρία η Μαγδαληνή, στον κήπο του μνημείου, Τον περνάει για κηπουρό.
Οι δυό οδοιπόροι, στο δρόμο για την Εμμαούς, Τον νομίζουν τυχαίο διαβάτη.
Οι μαθητές, που ψαρεύουν στην Τιβεριάδα, τον ακούνε να τους ζητάει κάτι "βρώσιμον" και δεν υποψιάζονται πάλι πως είναι Αυτός που τους περιμένει στην όχθη.
Όλοι Τον ανακαλύπτουν ξαφνικά και αυτονόητα, αλλά αφού αρχικά πλανηθούν.
Είναι ο γνώριμος "υιός του ανθρώπου", αλλά "εν ετέρα μορφή".
Αυτή η ετερότητα μένει απροσδιόριστη στις ευαγγελικές διηγήσεις.
Ωστόσο, αν και άρρητη, μοιάζει γνωστή και αυτονόητη για την εμπειρία της Εκκλησίας.
Είναι η μορφή του "εκ νεκρών ζώντος", η ανθρωπότητα στον καινούργιο τρόπο υπάρξεως, που έχει περάσει μέσα από τον θάνατο, που έχει πατήσει "θανάτω" τον θάνατο.
Για να βεβαιώσει την Ανάστασή Του ο Χριστός δείχνει στους έντρομους μαθητές τα σημάδια του θανάτου στο σώμα Του.
Αυτό το σώμα έχει προσλάβει το θάνατο και τον έχει μεταποιήσει σε ζωή η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι, απλά και μόνο, η επιβίωση ενός προσώπου μετά τον θάνατο, μια κάποια θαυματουργική νεκρανάσταση που προεκτείνεται στο φυσικό βίο.
Είναι η "κατάποσις του θνητού υπό της ζωής", είναι ο θάνατος μεταποιημένος σε ζωή, είναι ένας άλλος τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου.
Στα όριά του ο άνθρωπος δεν αλλάζει φύση ή πρόσωπο, ωστόσο, η καινούργια του ύπαρξη δεν μπορεί να είναι παρά "εν ετέρα μορφή".
Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι η καινούργια ανθρωπότητα, ο νέος Αδάμ-είναι η Εκκλησία, που αποδέχεται το θάνατο με την κατάδυση στο νερό του βαφτίσματος κι αργότερα με τη μετάνοια και την άσκηση και συνανίσταται με το Χριστό πατώντας το θάνατο.
Είναι ο κάθε άνθρωπος που δέχτηκε να πεθάνει ως φυσική ατομικότητα και εγωκεντρική μονάδα, και αναστήθηκε ως πρόσωπο, σε κοινωνία και αγαπητική σχέση μέσα στην Εκκλησία.
Μόνο που η καινούργια αυτή ανθρωπότητα, οι πρώτοι καρποί της καθολικής μας ανάστασης, οι άγιοι της Εκκλησίας, κυκλοφορούν ανάμεσά μας "εν ετέρα μορφή".
Εμφανίζονται στα μάτια μας ή επιμένουμε να τους ερμηνεύουμε ως ηθικά, απλώς, πρότυπα, ακραίες περιπτώσεις άσκησης και αυταπάρνησης, ακατανόητες για την κοινωνική μας θρησκευτικότητα, που περιμένει πάντοτε την Ανάσταση σαν κοσμική σωτηρία: "ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ".
Η πραγματικότητα της Ανάστασης μας διαφεύγει, γιατί δεν ξέρουμε να ψηλαφίσουμε τα σημάδια του θανάτου, δεν ξέρουμε να αναγνωρίσουμε την αλήθεια της ζωής, το μοναδικό τρόπο υπάρξεως, στην αποδοχή του θανάτου.
Γι' αυτό και οι "εκ νεκρών ζώντες" περνάνε από το βίο μας απαρατήρητοι "εν ετέρα μορφή".
Ο αναστημένος Χριστός εισέρχεται στο υπερώο της Ιερουσαλήμ "των θυρών κεκλεισμένων"- όταν όλες οι θύρες της προσδοκίας του Μεσσία έχουν πια σφαλιστεί.
Όταν απελπιστούμε πραγματικά για όλες τις μεσσιανικές μας επιδιώξεις, όταν πεισθούμε για την ουτοπία όλων των κοινωνικών, ηθικολογικών, ανακαινιστικών μας οραμάτων, όταν τα προγράμματα ευζωίας αποδειχθούν στα μάτια μας σκιές και είδωλα ζωής, όταν, δηλαδή, ψηλαφίσουμε το θάνατο του ανθρώπου, τότε είναι η ώρα της Ανάστασης.
Η Ανάσταση έρχεται μυστικά, "εκκύπτουσα ωσεί όρθρος".
Θα έχουμε ίσως δαπανήσει μια ολόκληρη πορεία ζωής με ατέλειωτες ηθικολογικές συζητήσεις, με αναπάντητους φόβους και απελπισμούς και μεσσιανικές προσδοκίες, ως την εσπέρα που σε κάποια Εμμαούς, ο Αναστημένος Χριστός θα αποκαλυφθεί "εν τη κλάσει του άρτου".
Στην απλή κίνηση της ευλογίας του άρτου και του οίνου, που συντελείται αδιάκοπα μέσα στην Εκκλησία, θα αναγνωρίσουμε τότε τη δυνατότητα της αναστημένης ζωής.
Λίγο ψωμί και λίγο κρασί, που είναι η άρνηση και ο θάνατος της λογικής μας, των θεωριών μας περί "υπερτάτου όντος", των αποδείξεων περί υπάρξεως Θεού, των οργανωτικών μας συστημάτων για την ανάπλαση της κοινωνίας, αυτό το λίγο ψωμί και το λίγο κρασί είναι ο αναστημένος Χριστός.
"Εν ετέρα μορφή".
Η ετερότητα της μορφής του Αναστημένου Χριστού είναι το κλειδί της όντως ζωής η αποκρυπτογράφησή της είναι η είσοδος στη ζωή.
Η είσοδος δεν είναι μόνο στενή, μοιάζει συχνά "κεκλεισμένη".
Την κλείνουν τα πάθη μας, το απελπισμένο μας γάντζωμα στις επιφάσεις της ζωής, στην εγωκεντρική μας εξασφάλιση.
Μόνο αν όλα αυτά νεκρωθούν, όχι θεωρητικά, αλλά πάνω στο ίδιο το κορμί μας, μόνο με έκτυπα τα σημάδια του θανάτου στο σώμα μας, μπορούμε να μπούμε, "των θυρών κεκλεισμένων", στη ζωή. Πριν από μας έχει εισέλθει ο Αναστημένος Χριστός.
Αυτός κάνει δυνατή την είσοδό μας.
Η ετερότητα της μορφής Του αποκαλύπτει το μυστικό της εισόδου: είναι ο "εκ νεκρών ζων".
Τα σημάδια του θανάτου στο σώμα μας, η άσκηση, η αυταπάρνηση, η αγαπητική αυτοπροσφορά, είναι σημάδια της δικής του ζωής, που έχει πατήσει "θανάτω" τον θάνατο.
Γι' αυτή την είσοδο στη ζωή, πρόσκληση ανοιχτή και αμετάθετη είναι ο πασχαλινός όρθρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας:
"Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου ημών".
Αυτή η χαρά, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, μας κατακλύζει καθώς προσερχόμαστε με μια μικρή φλόγα ελπίδας στη λαμπάδα μας και στην καρδιά μας- αυτή η χαρά είναι η ζωή, είναι η Ανάσταση.

Σε μια μοναχική γυναίκα:


Παραπονιέσαι για τη μοναξιά στη μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σαν μυρμηγκοφωλιά, και εσύ και πάλι αισθάνεσαι σαν στην έρημο. Στις μεγάλες γιορτές η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Παντού πλημμυρίζει η χαρά, ενώ εσένα σε πιέζει η λύπη. Οι εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Ανάστασης σου φαίνονται σαν κάποια άδεια δοχεία, τα οποία εσύ γεμίζεις με δάκρυα. Όταν αυτές οι άγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ή μπροστά σου, αισθάνεσαι πιο ήρεμη. Αλλά όταν πλησιάσουν και έρθουν, η θλίψη και η ερημιά κυριεύουν την ψυχή σου. Τι να σου κάνω; Θα σου διηγηθώ την ιστορία για τα Χριστούγεννα της Ιωάννας διότι ίσως σε ωφελήσει. Θα αφήσω όμως να σου διηγείται εκείνη όπως τα είχε διηγηθεί σε μένα:
«Σαράντα και κάτι χρόνια βλέπω εγώ αυτό τον κόσμο σαν γυναίκα. Ποτέ καμιά χαρά, εκτός από λίγη σαν παιδί στο σπίτι των γονέων μου. Αλλά μπροστά στον κόσμο δεν έδειχνα λυπημένη. Μπροστά στους ανθρώπους υποδυόμουν τη χαρούμενη, και στη μοναξιά έκλαιγα. Όλοι με θεωρούσαν ένα ευτυχισμένο πλάσμα, αφού ως τέτοια έδειχνα. Ακούω, όλοι γύρω μου παραπονούνται, και οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι. Και σκέφτομαι, γιατί κι εγώ να παραπονιέμαι στους δυστυχισμένους για τη δική μου δυστυχία, και μόνο να αυξάνω τη λύπη γύρω μου; Θεέ, να δείχνω χαρούμενη έτσι θα είμαι πιο χρήσιμη στον δυστυχισμένο κόσμο, ενώ το μυστικό μου θα το κρύβω μεσα μου και θα κλαίω στη μοναξιά μου.
 Προσευχόμουν στον Θεό, για να μου εμφανισθεί με κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ένα δάχτυλό Του να αισθανθώ. Προσευχόμουν έτσι, για να μην σβήσω από την κρυμμένη λύπη. Από κάθε έσοδο έκανα ελεημοσύνη οπουδήποτε είχα ευκαιρία. Επισκεπτόμουν αρρώστους και ορφανούς, και έφερνα χαρά με τη δική μου φαινομενική χαρά. Πιστεύω σε Σένα, αγαθέ μου Θεέ, έλεγα συχνά, αλλά Σε παρακαλώ, εμφανίσου μου με κάποιο τρόπο, για να Σε πιστεύω ακόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε βοήθει μου τη απιστία»(Μάρκ.9,24), επαναλάμβανα αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιο. Και πράγματι, βίωσα να μου εμφανιστεί ο Κύριος.
Δυσκολότατες για μένα ήταν οι μεγάλες γιορτές. Μετά από τη Λειτουργία κλεινόμουν στο δωμάτιο και έκλαιγα ολόκληρα τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Όμως τα προηγούμενα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ο Θεός. Αυτό έγινε ως εξής. Πλησίαζε αυτή η μεγάλη μέρα. Εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω όλα έτσι όπως η μητέρα μου ετοίμαζε: και κρέας, και ζυμαρικά, και γλυκά, και όλα τʼ άλλα. Άπλωσα σανό στο σπίτι, πέταξα από τρία καρύδια σε κάθε γωνιά του δωματίου, ας είναι η Αγία Τριάδα ελεήμων σε όλες και τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Και κάνοντας όλα αυτά ασταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στείλε μου επισκέπτες αλλά εντελώς πεινασμένους και φτωχούς! Σε παρακαλώ, εμφανίσου μʼ αυτόν τον τρόπο! Που και που μου ερχόταν η σκέψη: τρελή Ιωάννα, τι επισκέψεις περιμένεις τα Χριστούγεννα! Αυτή την άγια μέρα ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του, ποιος θα μπορούσε να έρθει ως επισκέπτης σε σένα; Κι εγώ έκλαιγα και έκλαιγα... Όμως και πάλι επαναλάμβανα εκείνη την προσευχή και ετοίμαζα.
Όταν τα Χριστούγεννα γύρισα από την Εκκλησία, άναψα το κερί, έστρωσα το τραπέζι, έβαλα όλα τα φαγητά, και τότε άρχισα να περπατώ από δω κι από κει στο δωμάτιο. Θεέ μου, μην με εγκαταλέιψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στο δρόμο λίγοι περνούσαν. Είναι Χριστούγεννα, αλλά και ο δρόμος μας είναι απόμερος. Όμως μόλις το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια κάποιου, εγώ πεταγόμουν στην πόρτα! Άραγε είναι ο επισκέπτης μου;  Δεν  είναι. Να, προσπέρασε. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, και εγώ μόνη. Άρχισα να κλαίω και κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ότι με εγκατέλειψες εντελώς! Έκλαιγα έτσι και σιγοέκλαιγα συνεχώς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος την πόρτα, και εγώ άκουσα φωνές: δώσε αδελφέ, δώσε αδελφή! Γρήγορα έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ένας τυφλός και ο οδηγός του, και οι δυο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ο Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα εγώ χαρούμενα. Αληθώς γεννήθηκε! κροτάλιζαν με τα δόντια εκείνοι τρέμοντας. Έλεος, αδελφή, ελέησέ μας! Δεν σου ζητάμε χρήματα. Από το πρωί κανένας δεν μας πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ή από ένα ποτήρι με ρακί. Πεινάμε πολύ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου ως τον τρίτο ουρανό. Τους οδήγησα στο σπίτι και τους έβαλα στο γεμάτο τραπέζι. Τους σέρβιρα κλαίγοντας από χαρά. Εκείνοι με ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαις, κυρία;». Από χαρά, κύριοί μου, από καθαρή και φωτεινή χαρά! Εκείνο για το οποίο προσευχόμουν στον Θεό ο Θεός μου το έδωσε. Μερικές μέρες εγώ Του προσεύχομαι, να μου στείλει ακριβώς τέτοιους επισκέπτες όπως είσαστε εσείς, και να, Αυτός μου έστειλε. Δεν ήρθατε εσείς έτσι τυχαία, αλλά σας έστειλε ο αγαθός μου Κύριος. Αυτός σήμερα μου φανερώθηκε μέσα από σας. Αυτά είναι τα πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στη ζωή μου. Τώρα ξέρω, ότι είναι ζωντανός ο Θεός μας. Δόξα σʼ Εκείνον και ευχαριστία! «Αμήν», απάντησαν οι αγαπητοί μου επισκέπτες. Τους κράτησα έως το βράδυ, τους γέμισα τις τσάντες και τους αποχαιρέτησα».
Τέτοια ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα της Ιωάννας. Δώσε Θεέ, να είναι φέτος ακόμα πιο χαρούμενα. Προσευχήσου κι εσύ, κόρη, να σου φανερωθεί ο ουράνιος Πατέρας με κάποιο τρόπο –και στον Θεό οι τρόποι είναι πολλοί- και θα ζήσεις θαύμα. Μην ετοιμάζεσαι για λύπη σε τούτη τη μεγάλη μέρα, αλλά να ετοιμάζεσαι για χαρά. Και ο Πανορατικός, ο Παντελεήμων, θα σε κάνει χαρούμενη.

Επιστολαί Αγ. Νεκταρίου

Επιστολή 18η

Εν Αθήναις τη 22 Νοεμβρίου 1905

Θυγάτηρ εν Κυρίω αγαπητή Οσία Ξένη, εύχομαί σοι πατρικώς.
(ν΄ αναγνωσθή εις επήκοον πασών των αδελφών)

Χθες εχειροτόνησα μαθητήν τινα εις διάκονον. Η του ονόματος αυτού αλλαγή ως πρόσφατον γεγονός και διαμένον εν τη μνήμη μου, εκίνησε σήμερον την πρωϊαν τον κάλαμόν μου, να γράψω προς υμάς περί του λόγου της αλλαγής των ονομάτων των εισερχομένων εις το στάδιον των πνευματικών αγώνων και αναλαμβανόντων πολέμους προς τας αρχάς και τας εξουσίας του άρχοντος του παρόντος αιώνος, των μαχομένων υπέρ της επικρατήσεως της βασιλείας του Θεού και επιζητούντων δια της τελειότητος τον στέφανον της νίκης. Περί τούτου έκρινα αναγκαίον και λίαν επείγον, να γράψω προς σε σήμερον, ορμηθείς εκ τινων δυσαρέστων σκηνών λαβουσών χώραν μεταξύ αδελφών, εξ ων συμπεραίνω, ότι εν αυταίς, ζη ο παλαιός άνθρωπος συν τοις πάθεσι και ταις κατά κόσμον επιθυμίαις, τον οποίον ώφειλον να σταυρώσωσιν επί του σταυρού, ον ανέλαβον, να φέρωσιν ως του Κυρίου μαθήτριαι. Η γνώσις της υπάρξεως ελαττωμάτων αναξίων όλως μοναχαίς, με κατέθλιψε, διο προς διδασκαλίαν των μη αποταξαμένων τω κόσμω και τοις κοσμικοίς ελαττώμασι γράφω ταύτην μου την επιστολήν, εν η πραγματεύομαι περί του λόγου της αλλαγής των ονομάτων των μοναχών. Παρά τοις επαγγελλομένοις τον κατ΄ αρετήν βίον οσιωτάτοις μοναχοίς επεκράτησεν η του ονόματος αλλαγή. Αύτη έχει δύο σπουδαιοτάτους λόγους. Πρώτος λόγος την απάρνησιν του παρελθόντος εντελώς και την αδιάλειπτον ανάμνησιν της μεταβολής του βίου, και δεύτερον, ίνα παράδειγμα έχωμεν τον άγιον εν τω σταδίω του βίου μας, ούτινος το όνομα φέρομεν. Η αλλαγή του ονόματος φέρει λήθην του παρελθόντος και υπενθυμίζει αδιαλείπτως την γενομένην μεταβολήν τω μεταβαλόντι το πολίτευμα και τας ανειλημμένας υποχρεώσεις, ας οφείλει να εκπληροί μετά πολλής αγάπης και προθυμίας. Το όνομα είναι συνδεδεμένον με το ίδιον εγώ τοσούτον στενώς, ώστε να αδυνατώμεν, να χωρίσωμεν το ημέτερον εγώ ήτοι την προσωπικότητά μας από του ονόματος, διο και η μνήμη του ενός συνεφέλκεται την μνήμην του ετέρου και η προς το εν αναφορά γίνεται ταυτοχρόνως και προς το έτερον. Εντεύθεν η αναπόσπαστος μνήμη του παλαιού ανθρώπου εν όσω το παλαιόν φέρωμεν όνομα, και τουναντίον η μνήμη του νέου ανθρώπου, όταν το νέον ακούωμεν όνομα. Δια την ηθικήν ταύτην δύναμιν, ην κέκτηται η αλλαγή, επεκράτησε κατά πρώτον λόγον η του ονόματος αλλαγή. Αλλ΄ η αλλαγή αύτη του ονόματος αποβάλλει την εαυτής δύναμιν, όταν η θέλησις ημών αδρανή να εκτελή και πράττη τας υποθήκας, τας υπό του νέου ονόματος υπενθυμιζομένας τοις μοναχοίς. Τούτο δε γίνεται, διότι ζη εν αυτοίς ο παλαιός άνθρωπος και αγαπώσι μάλλον αυτόν ή τον νέον άνθρωπον, διο και αδιαφορούσι προς τας συνεχείς υπομνήσεις τας γινομένας αυτοίς υπό της κλήσεως του νέου ονόματος. Η αδιαφορία αύτη προς τας υποχρεώσεις, τας υπενθυμιζούσας τοις μοναχοίς το όνομα, μαρτυρεί ετέρου τινος κακού την ύπαρξιν, την αθέτησιν της φωνής της συνειδήσεως. Διότι εν πάση αθετήσει του καθήκοντος της νέας πολιτείας του υπό του ονόματος αεί υπενθυμιζομένου, η συνείδησις εξεγείρεται και διαμαρτύρεται, αλλά δεν εισακούεται, διότι κυριαρχεί ο παλαιός άνθρωπος, όστις περιφρονεί τας αξιώσεις του νέου ανθρώπου, τας εκφραζομένας υπό της φωνής της συνειδήσεως. Η περιφρόνησις αύτη φθάνει μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε και να αποδοκιμάζη την φωνήν της συνειδήσεως, ως αξιούσα μωρά και παράλογα, και επί τέλους τη επιβάλλει και σιωπήν. Η κατάστασις αύτη είναι ομοία προς την πώρωσιν της συνειδήσεως. Ο δε μοναχός ο περιφρονήσας την φωνήν την υψουμένην περί της τηρήσεως των υποχρεώσεών του, ούτος έπαθε, ό,τι πάσχουσι και οι παθόντες πώρωσιν συνειδήσεως και ουαί αυτώ. Ο τοιούτος θέλει κατακριθή, διότι δεν επολιτεύθη κατά Θεόν, διότι έθηκε το ίδιον εγώ και την ιδίαν γνώσιν υπεράνω της των Οσίων Πατέρων, και διότι ου καλώς προσήνεγκε. Προσέφερον τω Θεώ θυσίας οι αδελφοί ο Κάϊν και ο Άβελ, αλλ΄ ου καλώς προσήνεγκεν ο Κάϊν και απεδοκιμάσθη υπό του Θεού. Προσήνεγκεν ο Οζίας θυμίαμα τω Θεώ με χρυσούν θυμιατήριον, αλλά κατεκρίθη υπό του Θεού, διότι ου καλώς προσήνεγκε. Και ο Σαούλ προσέφερε θυσίας τω Θεώ αλλά κατεκρίθη και απεδοκιμάσθη αυτός και ο οίκος αυτού, διότι ου καλώς προσέφερε. Προσέφερον και οι Ιουδαίοι θυσίας, αλλ΄ ο Θεός απεδοκίμαζεν αυτάς και έλεγε: «μισεί αυτάς η ψυχή μου», ώστε ου μόνον το προσφέρειν θυσίας και προσφοράς και προσεύχεσθαι τούτο ικανόν προς ευαρέστησιν του Θεού, αλλά το καλώς προσφέρειν ήτοι εν συναισθήσει της ατελείας και της αναξιότητος του προσφέροντος. Αλλ΄ ίνα υπάρχη τοιαύτη συναίσθησις απαιτείται τελεία αυταπάρνησις και υποταγή τοις ρήμασι του Θεού, και ταπείνωσις και εργασία πνευματική αδιάλειπτος. Εάν λοιπόν μόνον δι΄ αυτών επαξίως προσφέρωμεν θυσίας τω Θεώ, πρώτην δε και μεγίστην θυσίαν προσφέρωμεν τω Θεώ την ημετέραν καρδίαν, πως η θυσία ημών και η προσφορά έσονται ευπρόσδεκτοι τω Θεώ, όταν ούτε ημείς εσμέν άξιοι να εμφανισθώμεν, προσφέροντες θυσίαν ευάρεστον, ούτε τα προσφερόμενα εισιν άξια τω Θεώ, ως προσφορά; Δια τούτο μη επαναπαυώμεθα επί ταις δεήσεσι και προσφοραίς ημών, εάν πρότερον δεν φροντίσωμεν μετά πολλής επιμελείας να καταστήσωμεν και ημάς αυτούς αξίους ιερομύστας και τας θυσίας ημών ευπροσδέκτους τω Θεώ. Διο πλανώνται και μάλιστα πλάνην δεινήν, οι νομίζοντες, ότι πάσα λατρεία και πάσα θυσία εισιν ευάρεστοι τω Θεώ. Λατρεία ευάρεστος τω Θεώ και θυσία ευπρόσδεκτος πνεύμα συντετριμμένον και καρδία συντετριμμένη, και ουχί πνεύμα επηρμένον και πεφυσιωμένον και καρδία άτεγκτος και εμπαθής. Ταύτα λοιπόν επιζητεί η του ονόματος αλλαγή κατά πρώτον λόγον. Κατά δε τον δεύτερον λόγον επιζητεί την υποχρέωσιν του έχειν υπόδειγμα αρετής και τελειότητος τον βίον και το πολίτευμα του αγίου, ούτινος το όνομα φέρομεν και καθ΄ άπαντα ημών τον βίον ν΄ αγωνιζώμεθα, όπως τελειωθώμεν επόμενοι τω παραδείγματι αυτού. Το υπόδειγμα της αρετής του αγίου ενισχύει μεγάλως τον εν τω σταδίω αγωνιζόμενον, εξ αυτού διδάσκεται, να ταπεινούται και εάν εκ βασιλικών κατάγεται προγόνων, μανθάνει να υπομένη και εάν τα δεινά εισιν αφόρητα, μανθάνει ν΄ αγαπά και τους μισούντας αυτόν, μανθάνει να τιμά και αυτούς τους ατιμάζοντας αυτόν, μανθάνει να ζη υπέρ των αδελφών και ν΄ αποθνήσκη υπέρ του νόμου του Θεού και των θείων Αυτού εντολών, μανθάνει να αγαπά την εσχάτην θέσιν και τέρπηται εν τη αφανεία. Και τι δεν μανθάνει; Εάν αριθμήσω εν καθ΄ εν τα όσα εκ του παραδείγματος των αγίων μανθάνομεν, δεν θέλει μοι επαρκέσει ούτε ο χρόνος, ούτε ο χάρτης προς μνημόνευσιν.
Δια τους λόγους λοιπόν τούτους αλλάσουν οι μοναχοί τα ονόματα. Όθεν εφιστώ εκ καθήκοντος επιβαλλομένου μοι, ως Πατρός Πνευματικού, την υμετέραν προσοχήν επί το ζήτημα τούτο, και επιθυμώ να μανθάνω, ότι αεί προσέχετε την υπόμνησιν των καθηκόντων, α ανελάβετε, ην ποιείται υμίν το όνομά σας το μοναχικόν. =

Σας εύχομαι και διατελώ προς Θεόν ευχέτης.
+Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.

ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ

Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να κάμη κατακλυσμόν να χαλάση τον κόσμον επρόσταξε τον Νώε να φτιάση ένα καράβι επάνω εις την γην να είναι τριακόσιες οργιές μακρύ, πενήντα πλατύ, τριάκοντα υψηλό, να το πολεμάη εκατό χρόνους έως να το τελειώση, διατί έχουνε να σε ερωτούν οι άνθρωποι: Τι κάνεις Νώε; Και έχεις να τους λέγης πως ο Θεός σε επρόσταξε να κάμης ένα καράβι, διατί θέλει να χαλάση τον κόσμον και οι άνθρωποι έχουν να σε περιγελούν και εσύ να μην σε μέλη, μόνον τη δουλειά σου τήραξε να κάμης. Αρχίνισε ο Νώε και έφτιανε το καράβι, επήγαιναν οι άνθρωποι και τον ερωτούσαν: Νώε, τι κάμνεις; Τους έλεγεν ο Νώε: Ο Θεός με επρόσταξεν ένα καράβι να κάμω, διατί θέλει να χαλάση τον κόσμον. Του έλεγαν οι άνθρωποι: Εσύ, Νώε, είσαι τρελλός! Και τι έπαθεν ο Θεός εδά; Ετρελλάθη και θέλει να χαλάση τον κόσμον; Ο Νώε την δουλειά του ετήραξε να κάνη και έως τους εκατό χρόνους το ετελείωσε.

Συνεχίζεται.

ΣΑΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΜΑΜΗΔΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ!


Μέγα θέμα έχει προκύψει με τις αιτήσεις σχολείων για παρουσία ιμάμηδων στα ελληνικά σχολεία στο μάθημα της θρησκειολογίας, οι οποίοι θα απαντούν σε ερωτήσεις και απορίες των μαθητών, επεξηγώντας τι πρεσβεύει το Ισλάμ! Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, μια απλή αίτηση, η οποία αν μάλιστα συνοδεύευται από την έγκριση του συμβούλου Θεολόγων, αρκούν για την πρόσκληση και την παρουσία ιμάμηδων στις σχολικές αίθουσες των ελληνικών σχολείων...

Εν τω μεταξύ ο ιατρός και δημοτικός σύμβουλος Αλέξανδρος Νομικός, με αφορμή το ρεπορτάζ της "¨Ελεύθερης Ώρας" απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Παιδείας κ. Μπαμπινιώτη στον οποίο απευθύνει ερωτήματα-φωτιά!
 
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
 
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του δημοσιογράφου κ. Μάκη Βραχιολίδη στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ» (22 Μαρτίου 2012), αναφέρεται ότι «Η σταδιακή κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών επέρχεται με την εισαγωγή της Θρησκειολογίας η οποία ήδη φέρνει τους μαθητές των σχολείων σε πρώτη επαφή με το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό. Ο στόχος να απαλειφθεί σε λίγα χρόνια η Ορθοδοξία από επίσημη θρησκεία των Ελλήνων, δεν είναι μακρινός. Ήδη έχει γίνει λόγος για το βιβλίο της Ε’ Δημοτικού που εξυμνεί την θρησκεία του Ισλάμ.
Οι μαθητές όμως της Β’ Λυκείου εμπεδώνουν το Ισλάμ ή τον Ιουδαϊσμό μέσω του μαθήματος της Θρησκειολογίας, όχι μόνον με το να επισκέπτονται τεμένη και εβραϊκές συναγωγές, αλλά τώρα μπορούν να προσκαλούν ιμάμηδες ή ραβίνους στην σχολική τους αίθουσα για να ακούσουν από κοντά τα όσα πρεσβεύει η δική τους θρησκεία!
Μια απλή αίτηση του …ενδιαφερόμενου σχολείου, αρκεί για να προσκαλέσει ιμάμηδες ή ραβίνους στο μάθημα της Θρησκειολογίας οι οποίοι μπορούν να απαντούν σε ερωτήσεις και απορίες των μαθητών, γύρω από το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό αντίστοιχα!!!
Μια τέτοια αίτηση έφτασε προ ημερών στην Β’ Διεύθυνση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, η οποία επρόκειτο να διαβιβαστεί στο Υπουργείο Παιδείας προκειμένου να δώσει το οριστικό Ο.Κ. για την παράσταση του ιμάμη στο μάθημα για το Ισλάμ, που θα διδαχτεί στο Α’ Λύκειο Χολαργού. Η αρμόδια επί εκπαιδευτικών θεμάτων της Β’ Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Άνθη, μας είπε: «Εμείς ακολουθούμε το νομικό πλαίσιο του Υπουργείου Παιδείας που καθορίζει ποιοι μπορούν να μπουν μέσα στα δημόσια σχολεία, ως ειδικοί επιστήμονες κ.λ.π.».
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο για την είσοδο ιμάμηδων ή ραβίνων, νομικό πλαίσιο. Είναι το ίδιο που ισχύει για κάθε Έλληνα πολίτη, επιστήμονα, φωτογράφο κ.λ.π. Πρόκειται για την εγκύκλιο Γ2/49181/18-05-2005 ΥΠ.Ε.Π.Θ. η οποία αναφέρει:
«Άδεια εισόδου σε Σχολεία
Με αφορμή ερωτήματα που ετέθησαν στις υπηρεσίες μας αναφορικά με την πραγματοποίηση προγραμμάτων επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, εκδηλώσεων, δραστηριοτήτων, διεξαγωγή ερευνών στα σχολεία καθώς και τη διανομή εκπαιδευτικού ή άλλου εντύπου και ηλεκτρονικού υλικού, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Δεν επιτρέπεται η ικανοποίηση τέτοιων αιτημάτων χωρίς την έγκριση των αρμοδίων Δ/νσεων του ΥΠΕΠΘ που έχουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη σχετική αρμοδιότητα».
Φρονώντας πως η ασάφεια του υφισταμένου νομοθετικού πλαισίου δύναται να οδηγήσει σε εκ διαμέτρου αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, μιας και ελλοχεύει κίνδυνος εκδήλωσης θρησκευτικού φανατισμού και κλίματος μισαλλοδοξίας, θα ήθελα να σας ρωτήσω:
1. Ο Ελληνοκεντρικός χαρακτήρας της Εκπαιδευτικής διαδικασίας και ο Χριστοκεντρικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών τίθενται υπό επαναδιαπραγμάτευση;
2. Σε περίπτωση που μερίδα των μαθητών δεν επιθυμεί να παρακολουθήσει την διδασκαλία εκπροσώπου άλλου δόγματος, υπάρχει πρόνοια να απαλλαγεί από την υποχρέωση παρακολούθησης της συγκεκριμένης διδακτικής ώρας;
3. Οι διδάσκοντες εκπρόσωποι άλλων δογμάτων πρέπει υποχρεωτικά να είναι εκπαιδευτικοί (δηλαδή κατά τεκμήριο κατάλληλοι για διδασκαλία) ή δεν διευκρινίζεται το συγκεκριμένο σημείο;
4. Η πρόσκληση του εκπροσώπου άλλης Θρησκείας γίνεται κατόπιν απλού αιτήματος του Θεολόγου του σχολείου, χωρίς να λαμβάνεται υπ΄όψιν η γνώμη των μαθητών και των συμβουλίων των μαθητικών κοινοτήτων;
 
Με τιμή
Αλέξανδρος Ι. Νομικός
Ιατρός-Παθολογοανατόμος
Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΠΑΠΑΓΟΥ-ΧΟΛΑΡΓΟΥ

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.

δ΄. γιος Γρηγόριος Θεολόγος

Θά ναφέρωμε ν συνεχεί καί κάποια λλα παραδείγματα πό τούς γίους διά νά διαπιστώσωμε τήν θέσι τν Πατέρων ες τό ν λόγ θέμα μολονότι θά ρκουν καί τά ναφερθέντα πό τούς μεγάλους φωστρες τς τρισηλίου Θεότητος.
γ. Γρηγόριος Θεολόγος εναι καί ατός πόλυτα σύμφωνος μέ τήν διδασκαλία το 15ου ερο Κανόνος τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. πό τόν βίο του διδασκόμεθα τι ο ρθόδοξοι κάτοικοι τς Κωνσταντινουπόλεως δέν πικοινωνοσαν κκλησιαστικς μέ τόν ρειανό Πατριάρχη Δημόφιλο, χωρίς φυσικά ατός νά χη καθαιρεθ πό Σύνοδο, οτε εχαν κν ναό στήν πρωτεύουσα ρθόδοξο, διότι λοι κατείχοντο πό τούς ρειανούς, ο ποοι εχαν πικρατήσει μέ τήν βοήθεια τς πολιτικς ξουσίας. Εναι
κρως συγκινητική περιγραφή πού κάνει γιος νώπιον τν Πατέρων τς Β΄ Οκουμενικς Συνόδου, λίγο πρίν τήν ναχώρησί του πό κε. Ες τό σημεο το λόγου του, τόν ποο παραθέτομε, περιγράφει πς το τό ρθόδοξο ποίμνιο ταν τόν προσεκάλεσαν πρός βοήθεια καί νίσχυσι, διότι ρθοδοξία κινδύνευε νά φανισθ.
«Τοτο τό ποίμνιον ν τε μικρόν τε καί τελές ν, σον πί τος ρωμνοις, καί οδέ πομνιον, λλά πομνης τι μικρόν χνος, λεψανον, σντακτον, καί νεπσκοπον,
καί ἀόριστον, μτε νομήν λευθραν χον, μτε μνδρ περιεχμενον, πλανμενον ν ρεσι, καί σπηλαοις καί τας πας τς γς, λλο λλαχο διεσπαρμνον τε καί διερριμμνον, ς καστον τυχε σκεπμενον, νεμμενον, καί διακλπτον γαπητικς τήν αυτο σωτηραν · οον κενο τό πομνιον, λοντες ξσαν, ζλη διλυσεν,
σκοτμαινα διεσκδασεν · θρηνοσι μέν προφται, τος το σραήλ πεικζοντες πθεσι, παραδεδομνου τος θνεσιν · θρηνσαμεν δέ καί μες, φ’ σον θρνων πρττομεν ξια. Τ ντι γάρ καί μες ξσθημεν καί περρφημεν, καί πί πν ρος καί βουνόν διεσπρημεν, ς ν ρημίᾳ ποιμνος · καί πονηρς τις χειμών κατσχε τήν κκλησαν, καί δεινοί θρες πιπεπτκασιν, ο μηδέ νν μετά τήν αθραν μν
φειδμενοι · λλ’ ναισχυντοντες εναι, καί το καιρο δυναττεροι · καί σκυθρωπ τις σκοτμαινα πλαβε πντα καί συνεκλυψε, πολύ τς ντης τν Αγυπτων πληγς
βαρυτρα, το ψηλαφητο λγω σκτους, φ’ ο μικρο δεν μηδέ λλλους δεν δυνθημεν...» (ΕΠΕ 2, 240,21). Στήν πέροχη ατή περιγραφή το Θεολόγου παρατηρομε τά ξς: ρθόδοξος ποίμνη το ποδεκατισμένη στόν σχατο βαθμό, σύντακτος καί νεπίσκοπος. Δηλαδή λος σχεδόν λαός εχε προσχωρήσει στόν ρειανισμό καί ο ναπομείναντες περασπισταί τς πίστεως σαν λάχιστοι καί χωρίς πίσκοπο. Ατοί φυσικά δέν νεγνώριζον τόν ρειανό Πατριάρχη Δημόφιλο, οτε εχαν κκλησιαστική πικοινωνία μαζί του, λλά φίσταντο τά δεινά τς αρέσεως «ς ν ρημίᾳ ποιμνος · καί πονηρς τις χειμών κατσχε τήν κκλησαν, καί δεινοί θρες πιπεπτκασιν» πως χαρακτηριστικά ναφέρει.
Ες λλη του μιλία γιος ναφερόμενος ες τό τι Θεός ερίσκεται κε πού πάρχει ληθινή πίστις καί χι κε πού πάρχουν ο ναοί καί τά ξωτερικά γνωρίσματα τς κκλησίας λέγει: «χουσιν οτοι (ο αρετικοί) τούς οκους μες τόν νοικον οτοι τούς ναούς, μες τόν Θεν · καί τό ναοί γενσθαι Θεο ζντος καί ζντες, ερεα μψυχα, λοκαυτματα λογικά, θματα τλεια, θεοί διά Τριάδος προσκυνουμνης. Οτοι δμους, μες γγλους · οτοι θρσος, πστιν μες · οτοι τό πειλεν, μες το προσεχεσθαι · οτοι τό βλλειν, μες τό φρειν · οτοι χρυσόν καί ργυρον, μες λγον κεκαθαρμνον» (ΕΠΕ 2, 116, 6).

Συνεχίζεται.