Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος.

λλο θέμα εναι, ν κάποιοι μετά τήν ποτείχισι δημιουργον παρατάξεις καί «κκλησίες», δηλαδή σχίσματα καί λλο, ξαιτίας ατο το φόβου, νά προτιμομε τήν πλήρη νσωμάτωσί μας μέ τήν αρεσι διά μέσου τς ναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως το αρετικο πισκόπου. Καί σέ τελευταία νάλυσι εναι προτιμώτερο τό σχίσμα πό τήν αρεσι, διότι τό σχίσμα δημιουργεται ξαιτίας προσωπικν παθν καί δυναμιν, ν αρεσις εναι λλο Εαγγέλιο, κκλησία προσωποπαγής καί θεμελιωμένη χι στήν Πεντηκοστή καί στούς γ. ποστόλους, λλά στήν αθαίρετη διδασκαλία καί ρμηνεία κάστου, αρεσις ποία δηγεσέ λλο Χριστό, τόν ντίχριστο καί δέν εναι τίποτε λλο πό τήν θεοποίησι τς νθρωπίνης λογικς καί τς παιτήσεως τς ποταγς το Θεο ες ατήν.
ς μικρότερο κακό κρίνει τό σχίσμα πό τήν αρεσι καί γ. Νικόδημος γιορείτης ρμηνεύοντας τόν Α΄ Κανόνα το Μ. Βασιλείου. ναφέρει τά ξς: «Σχισματικοί δέ νομάζονται κενοι που διαφέρονται πρόν τήν καθολικήν κκλησίαν, χι διά δόγματα πίστεως, λλά διά κάποια ζητήματα κκλησιαστικά καί εκολοϊάτρευτα. Αρετικοί δέ νομάζονται κενοι τν ποίων διαφορά παρευθύς μέσως εναι περί τς ες Θεόν πίστεως, τοι ο κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα, χωρισμένοι πό τούς ρθοδόξους καί παντελς πομεμακρυσμένοι» (Πηδάλιον, σελ. 588). Εναι λοιπόν ρμόδιο νά ναφέρωμε κάποιες σκέψεις διά τό σχίσμα, τό πς συντελεται καί διατί ναφέρει παρών Κανών τελειώνοντας τι, ο ποτειχισμένοι πό τόν αρετικό πίσκοπο πρό συνοδικς κρίσεως, χι μόνο δέν κάνουν σχίσμα λλά «σχισμάτων καί μερισμν τήν κκλησίαν σπούδασαν ρύσασθαι». Τό σχίσμα δύναται νά ννοηθ ς μία κκλησιαστική κτροπή, πό τήν ννοια τι πίσκοπος εναι ρθόδοξος ες τήν πίστιν καί ρθοτομε τόν λόγον τς ληθείας καί κάποιοι κληρικοί γιά προσωπικούς λόγους καί φερόμενοι μπαθς δέν τόν ναγνωρίζουν, λλά ποσχίζονται πό ατόν, προβάλλοντας κάποια κκλησιαστικά ζητήματα ες τά ποα πιθανόν ατός νά σφάλλη. Ατή θά λέγαμε εναι κλασσική μορφή το σχίσματος, ποία βεβαίως θεωρεται μέγιστον μάρτημα δι’ ατούς πού ποσχίζονται πό τόν ρθοτομοντα τόν λόγον τς ληθείας πίσκοπον· δέ γιος ωάννης Χρυσόστομος διά νά δείξη τό μέγεθος το κακο ναφέρει τι οτε τό αμα το μαρτυρίου δεν συγχωρε ατόν πού θά τολμήση νά δημιουργήση σχίσμα στήν κκλησία. Λέγει γιος: «Οδέν οτως κκλησίαν δυνήσεται διαιρε ς φιλαρχία · οδέν οτω παροξύνει τόν Θεόν, ς τό κκλησίαν διαιρεθναι. Κν μυρία μεν ργασάμενοι καλά, τν τό σμα ατο διατεμόντων οκ λάττονα δώσομεν δίκην ο τό πλήρωμα κατατέμνοντες το κκλησιαστικόν... Τατα μοι οχί πρός τούς ρχοντας ερηται μόνο, λλά καί πρός τούς ρχομένους. νήρ δέ τις γιος επέ τι δοκον εναι τολμηρόν, πλήν λλ’ μως φθέγξατο. Τί δέ τοτο στίν; Οδέ μαρτυρίου αμα ταύτην δύνασθαι ξαλείφειν τήν μαρτίαν φησεν. Επέ γάρ μοι, τίνος νεκεν μαρτυρες; ο διά τήν δόξαν το Χριστο; τοίνυν την ψυχήν προέμενος πέρ το Χριστο, πς τήν κκλησίαν πορθες πέρ ς τήν ψυχήν προήκατο Χριστός» (P.G. 62,85).

Συνεχίζεται.

Δεν ξεχνώ ότι ἀποτελοῦν «καθεστώς» :

 

ž Η πατριαρχική γκύκλιος το 1920,
ž   πίσημη «ρσις τν ναθεμάτων» τό 1965 πο πό τήν φύση τούς εναι αώνια,
ž   πίσημη χορηγία τν Μυστηρίων πρός τούς παπικούς το 1969 πό τό Πατριαρχεο τς Μόσχας,
ž   συμμετοχή τν ρθοδόξων στό Παγκόσμιο Συμβούλιο κκλησιν (ΠΣΕ) ς δρυτικά του μέλη πό τό 1948 (οτε ο Παπικοί δέν καταδέχτηκαν ποτέ νά γίνουν μέλη το ΠΣΕ) ,
ž   συνοδική ναγνώριση τν Λατίνων στό Μπάλαμαντ τό 1993,
ž   συνοδική ναγνώριση τν Μονοφυσιτν στό Σαμπεζύ πό 9 ρθόδοξες κκλησίες καί ο μετά ατν νωτικές ποφάσεις τν Πατριαρχείων λεξανδρείας καί ντιοχείας,
ž   πίσημη ναγνώριση το βαπτίσματος καί τς ερωσύνης τν Λουθηρανν στό Φράιζινγκ πό τόν Γερμανίας Αγουστίνο καί τήν περί ατόν Σύνοδο,

«Οίτινες την υγιή ορθόδοξον πίστιν προσποιούντες ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετερόφροσιν, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσιν, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν» (Μεγ. Βασιλείου, P.G. 160, 101Α)

Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους»


Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό την μορφήν γυμνού συναισθηματισμού, είναι εις την πραγματικότητα ολιγόπιστος άρνησις του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αληθείας (Β΄ Θεσ. 2,13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (αυτόθι 2,10).  Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια, η αγάπη ζη και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδία εκάστης θεανθρωπίνης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και εκάστη εξ αυτών κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπον Κύριον Ιησούν ως τον μόνον ο οποίος είναι η σάρκωσις και η εικών της Θείας Αληθείας, δηλαδή της Παναληθείας. Εάν τυχόν θα ήτο η αλήθεια ό,τιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, θα ήτο αύτη μικρά, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τοιαύτη θα ήτο η αλήθεια, εάν ήτο νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα. Ο άνθρωπος, η ανθρωπότης, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή ό,τιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπον και μάλιστα το Πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατος και μη πεπερασμένη, αιωνία. Διότι εις τον Κύριον Ιησούν η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιοι: η Αλήθεια η αιώνιος και η Ζωή η αιώνιος (πρβλ. Ιω. 14,6   1,4. 17). Εκείνος ο οποίος πιστεύει εις τον Κύριον Ιησούν αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του εις τας θείας της απεραντοσύνας. Αυξάνει με όλον το είναι του, με όλην την διάνοιάν του, με όλην την καρδίαν και την ψυχήν του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζώμεν «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον ούτω δυνάμεθα να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4,15). Τούτο πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3,18), πάντοτε εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι άλλως δεν δύναται ο άνθρωπος να αυξάνη εις Εκείνον, «ος εστιν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή εις τον Χριστόν. Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητώς ή ασυνειδήτως ψεύδονται ο εις εις τον άλλον. Τοιούτος διάλογος είναι οικείος εις τον «πατέρα του ψεύδους», τον Διάβολον, «ότι ψεύστης εστίν και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8,44). Οικείος είναι και εις όλους τους εκουσίους ή ακουσίους συνεργάτας του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το καλόν των δια του κακού, να φθάσουν εις την «αλήθειάν» των με την βοήθειαν του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας. Άλλως τοιούτος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Όθεν και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12,9). Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεσις της αγάπης και της αληθείας είναι σημείον ελλείψεως της θεανθρωπίνης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρωπίνης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήτο ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Οι Ορθόδοξοι μόνον ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» εν τη αληθεία και εν τη αγάπη έχουν και αναγγέλουν, από της εποχής των Αποστόλων έως σήμερον, αυτήν την θεανθρωπίνην σωτηριώδη αγάπην προς τον κόσμον και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του συγχρόνου Οικουμενισμού πράττουν μόνον εν πράγμα: φέρουν εις φως τας φυματικάς ουμανιστικάς ρίζας των, δηλαδή την αρρωστημένην φιλοσοφίαν των και την κατ΄ άνθρωπον, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2,8), ανίσχυρον ηθικήν των. Φανερώνουν επί πλέον την κρίσιν της ανθρωπιστικής πίστεώς των εις την αλήθειαν και την δοκητιστικήν αναισθησίαν των δια την ιστορίαν της Εκκλησίας, δηλαδή δια την αποστολικήν και καθολικήν συνέχειάν της, εν τη αληθεία και εν τη χάριτι. Ο δε αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται δια του στόματος του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθειαν της πίστεως: «Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ΄ αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης, βεβαίως το αληθές υφεστώσα».(Μαξίμου Ομολογητού, PG  90,  c.  1189A.). Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του αυτού Αγίου: «Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφων ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγόμενα εις εν; Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι, μη ούτω μανείην, αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών. Προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε και αγάπης θείας χωρισμόν το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν». (Μαξίμου Ομολογητού Επ. 12, PG  91,  c.  465C).

ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ, ΜΑΣΚΕΣ = ΝΕΟ-ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑ


Στην πνευματική περίοδο που καθορίστηκε από την Εκκλησία και που ονομάζεται Τριώδιο αναμίχθηκαν δυστυχώς εκδηλώσεις, έθιμα, θρησκευτικές ειδωλολατρικές τελετές, και δημιούργησαν ένα ενιαίο σύνολο, γνωστό σήμερα σαν καρναβάλι. Η παράδοση του καρναβαλιού είναι πολύ παλαιά. Συνδέεται με τις ειδωλολατρικές εκδηλώσεις των Αρχαίων Ελλήνων προς τιμή του θεού του κρασιού, του Διονύσου, του λεγομένου και Βάκχου. Αυτές οι τελετές που είχαν έντονο ειδωλολατρικό θρησκευτικό χαρακτήρα, επέδρασαν και στη Δύση αλλά και στην Ανατολή.

Το ξεφάντωμα και το μασκάρεμα αλλοιώνουν το πνευμα της περιόδου του Τριωδίου και παράλληλα φανερώνουν την τάση του ανθρώπου να μη ασχολείται με τον εαυτό του, να μη εισέρχεται  «στο ταμείον του» , που είναι ο χώρος της καρδιάς, αλλά να βγαίνη έξω και να ασχολείται με τα αλλότρια και τα εξωτερικά πράγματα.

Η μάσκα και τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζεται κάποιος, σε αντίθεση με αυτό που επιδιώκει, δηλαδή να κρυφθή, αποκαλύπτουν και ξεσκεπάζουν τον εσωτερικό του κόσμο και φανερώνουν όλα τα πάθη του.

Για μας τους Χριστιανούς και την Εκκλησία οι καρναβαλιστικές εκδηλώσεις είναι έθιμο ειδωλολατρικό, είναι πομπές και έργα σατανικά. Είναι λατρεία του Σατανα.
Δυστυχώς, σε παρόμοιες ειδωλολατρικές εκδηλώσεις, έλαβε μαρτυρικό θάνατο ο Απόστολος Τιμόθεος, επίσκοπος Εφέσου, και μαθητής του Απ. Παύλου, όταν προσπάθησε να διδάξη και να παρακινήση στο σταμάτημα των αταξιών και οργίων.

Καλούμαστε ο καθένας προσωπικά, αλλά και όλοι οι συλλογικοί φορείς, να κρατήσουμε σταθερά την Ορθόδοξη Παράδοσή μας, εναντίον των νέο-ειδωλολατρικών καρναβαλιστικών τελετών και χορών. Να ενημερώνουμε όσους δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Να απέχουμε από παρόμοιες συγκεντρώσεις και μασκαροχορούς.

Όταν το φως αυτών σβεσθή....

Oι Ηγούμενοι των δέκα εννέα Μονών του Αγίου Όρους, δεν θα πρέπει να ξεχνούν, ότι το Άγιον Όρος έχει αξίαν και χρησιμότητα μόνον και μόνον όταν εκπέμπη απανταχού της γης το γλυκύ και ανέσπερον της Ορθοδοξίας Φως. Οι Φάροι είνε χρήσιμοι εάν και εφ΄ όσον φωτίζωσι τους ναυτιλλομένους, ίνα αποφεύγωσι τους σκοπέλους. Όταν το φως αυτών σβεσθή, τότε δεν είνε μόνον άχρηστοι, αλλά και επιβλαβείς, διότι μεταβάλλονται και αυτοί εις σκοπέλους…