Ἄλλο θέμα εἶναι, ἄν κάποιοι μετά τήν ἀποτείχισι δημιουργοῦν παρατάξεις καί «ἐκκλησίες», δηλαδή σχίσματα καί ἄλλο, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ φόβου, νά προτιμοῦμε τήν πλήρη ἐνσωμάτωσί μας μέ τήν αἵρεσι διά μέσου τῆς ἀναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Καί σέ τελευταία ἀνάλυσι εἶναι προτιμώτερο τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεσι, διότι τό σχίσμα δημιουργεῖται ἐξαιτίας προσωπικῶν παθῶν καί ἀδυναμιῶν, ἐνῶ ἡ αἵρεσις εἶναι ἄλλο Εὐαγγέλιο, Ἐκκλησία προσωποπαγής καί θεμελιωμένη ὄχι στήν Πεντηκοστή καί στούς ἁγ. Ἀποστόλους, ἀλλά στήν αὐθαίρετη διδασκαλία καί ἑρμηνεία ἑκάστου, αἵρεσις ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἄλλο Χριστό, τόν ἀντίχριστο καί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν θεοποίησι τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς καί τῆς ἀπαιτήσεως τῆς ὑποταγῆς τοῦ Θεοῦ εἰς αὐτήν.
Ὡς μικρότερο κακό κρίνει τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεσι καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Σχισματικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὅπου διαφέρονται πρόν τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, ὄχι διά δόγματα πίστεως, ἀλλά διά κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα. Αἱρετικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ἡ διαφορά παρευθύς ἤ ἀμέσως εἶναι περί τῆς εἰς Θεόν πίστεως, ἤτοι οἱ κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα, χωρισμένοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί παντελῶς ἀπομεμακρυσμένοι» (Πηδάλιον, σελ. 588). Εἶναι λοιπόν ἁρμόδιο νά ἀναφέρωμε κάποιες σκέψεις διά τό σχίσμα, τό πῶς συντελεῖται καί διατί ἀναφέρει ὁ παρών Κανών τελειώνοντας ὅτι, οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὄχι μόνο δέν κάνουν σχίσμα ἀλλά «σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Τό σχίσμα δύναται νά ἐννοηθῆ ὡς μία ἐκκλησιαστική ἐκτροπή, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὀρθόδοξος εἰς τήν πίστιν καί ὀρθοτομεῖ τόν λόγον τῆς ἀληθείας καί κάποιοι κληρικοί γιά προσωπικούς λόγους καί φερόμενοι ἐμπαθῶς δέν τόν ἀναγνωρίζουν, ἀλλά ἀποσχίζονται ἀπό αὐτόν, προβάλλοντας κάποια ἐκκλησιαστικά ζητήματα εἰς τά ὁποῖα πιθανόν αὐτός νά σφάλλη. Αὐτή θά λέγαμε εἶναι ἡ κλασσική μορφή τοῦ σχίσματος, ἡ ὁποία βεβαίως θεωρεῖται μέγιστον ἁμάρτημα δι’ αὐτούς πού ἀποσχίζονται ἀπό τόν ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας Ἐπίσκοπον· ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διά νά δείξη τό μέγεθος τοῦ κακοῦ ἀναφέρει ὅτι οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δεν συγχωρεῖ αὐτόν πού θά τολμήση νά δημιουργήση σχίσμα στήν Ἐκκλησία. Λέγει ὁ ἅγιος: «Οὐδέν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖ ὡς φιλαρχία · οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν, ὡς τό Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι. Κἄν μυρία ὦμεν ἐργασάμενοι καλά, τῶν τό σῶμα αὐτοῦ διατεμόντων οὐκ ἐλάττονα δώσομεν δίκην οἱ τό πλήρωμα κατατέμνοντες το ἐκκλησιαστικόν... Ταῦτα μοι οὐχί πρός τούς ἄρχοντας εἴρηται μόνο, ἀλλά καί πρός τούς ἀρχομένους. Ἀνήρ δέ τις ἅγιος εἰπέ τι δοκοῦν εἶναι τολμηρόν, πλήν ἀλλ’ ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δέ τοῦτο ἐστίν; Οὐδέ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τήν ἁμαρτίαν ἔφησεν. Εἰπέ γάρ μοι, τίνος ἕνεκεν μαρτυρεῖς; οὐ διά τήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ; Ὁ τοίνυν την ψυχήν προέμενος ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, πῶς τήν Ἐκκλησίαν πορθεῖς ὑπέρ ἧς τήν ψυχήν προήκατο ὁ Χριστός» (P.G. 62,85).
Συνεχίζεται.