Τό «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον»
ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς αὐτήν γίνεται διά τῆς ἀληθοῦς καί Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ὡς ἐκ τούτου ἐάν κάποιο μέλος ἐκπέσει εἰς
αἵρεσιν, ἐκπίπτει καί τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτό προφανῶς ὁ ἱερός Κανών διδάσκει, ὅτι δέν ὑφίσταται σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικά φρονοῦντας καί πράττοντας. Ἄν πάλι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐνῶ δηλαδή ὁ Ἐπίσκοπος δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττει αἵρεσιν κατεγνωσμένη, οἱ κληρικοί δέ καί οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτόν,
(περιμένοντας προφανῶς τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου), τότε ἀποδεικνύομε ἐμπράκτως:
α. ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική,
β. ὅτι ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς αὐτήν δέν γίνεται διά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά διά τοῦ Ἐπισκόπου,
γ. ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο διά λόγους πίστεως σημαίνει σχίσμα καί ὄχι ὀρθόδοξο ὁμολογία καί, κατά τήν ὁρολογία τοῦ Κανόνος ἀπόδοσις «τῆς πρεπούσης
τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις»,
δ. ὅτι ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ποτέ, οὔτε πρόκειται νά εἶναι, ἄσπιλος καί ἀμώμητος, ἀλλά ἦταν καί θά εἶναι ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη, ἐφ’ ὅσον πάντοτε ὑπῆρχαν καί θά ὑπάρχουν, εἰδικά στίς ἡμέρες μας, Ἐπίσκοποι αἱρετικοί μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου καί
ε. ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστις (ἡ Ὀρθοδοξία) εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου στήν διάθεσι καί στήν διάκρισι (μᾶλλον διάβρωσι) τῶν Ἐπισκόπων καί δέν ἀποτελεῖ τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Καθολ. ἐπιστ. Ἰούδα στιχ. 3). Δηλαδή κοντολογίς ἀνατρέπομε ὅλη τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί πίστι, ἄν παραμείνωμε ἐνσωματωμένοι σ’ ἕναν τέτοιο Ἐπίσκοπο. Αὐτό, ὡς ἐκ περισσοῦ ἀναφέρομε ὅτι, εἶναι ἡ καρδιά καί ἡ ὅλη δομή καί ὕπαρξις τοῦ Παπισμοῦ. Γίνεται λοιπόν φανερό ὅτι ὁ παρών Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἱερός Κανών (ὅπως θά καταδείξωμε στή συνέχεια συγκρίνοντάς τον μέ ἄλλους), ὁ ὁποῖος δύναται ἄλλοτε νά τηρῆται καί ἄλλοτε νά μήν τηρῆται· ἕνας Κανών, δηλαδή, πού παρέχει ἁπλῶς προτροπή καί δυνατότητα ἐφαρμογῆς καί δέν ἐπισημαίνει ἀνάγκη · ἀλλά εἶναι ἕνας ἱερός Κανών ὁ ὁποῖος μέσα σέ λίγες γραμμές καταγράφει μία ὁλόκληρο ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἐπισφραγισμένη μέ ἀγῶνες καί θυσίες ἁγίων καί Ὁμολογητῶν· ὁριοθετεῖ ἐπιπλέον τήν ὀρθόδοξον ὁδό, διασφαλίζει ἄσπιλο καί ἀμόλυντο τήν Ἐκκλησία καί ἀπαγορεύει εἰς τήν πίστι κάθε ἀνθρώπινη αὐθαιρεσία. Ὡς ἐκ τούτου γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κινδυνεύει ἀπό τούς ἀποτειχιζομένους ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἐπίσκοπο καί φυσικά ἀπό ὅσους τόνἀκολουθοῦν καί τόν ἀποδέχονται ὡς Ἐπίσκοπο, ἐνσωματωμένοι ἐκκλησιαστικά μέ αὐτόν.