Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς.

Ες τό σημεον ατό εναι νάγκη νά παρουσιάσωμε κροθιγς τήν τιμή πού ποδίδει δια κκλησία ες τούς
ποτειχισθέντες πρό συνοδικς κρίσεως πό τούς δημοσί καί γυμν τ κεφαλ κηρύττοντας αρεσιν πισκόπους. τιμή ατή συνίσταται ες τό τι τούς κατατάσσει ες τούς γίους καί μολογητές τς πίστεως, φ’ σον μετά τήν ποτείχισι καί δι’ ατς τήν μή ναγνώρισι το αρετικο πισκόπου, κολουθε συνήθως διωγμός καί τό μαρτύριο, συνεργούσης πρός τοτο καί τς πολιτικς ξουσίας. Καί θά ναφερθομε πρός τοτο ες τήν Εκονομαχία καί μάλιστα κατά τήν περίοδο τήν πρό τς Ζ΄ Οκουμενικς Συνόδου κατά τήν ποία, πως προαναφέραμε, δέν το κν
κατεγνωσμένη αρεσις καί πιπλέον πισφραγισμένη πό Σύνοδο 348 πισκόπων ο ποοι κατέστησαν τήν αρεσι γραμμή τς «κκλησίας». Ες τήν Πατριαρχίαν λοιπόν το πρώτου εκονομάχου Πατριάρχου νόματι ναστασίου (730-754) μετά τήν βιαία κβολή το γ. Γερμανο το μολογητο, χομε κατ’ ρχάς τούς δέκα μάρτυρες τούς ν τ Χαλκ λεγομένη Πύλ. Ατοί μάλιστα γιναν ατία νά φονευθ σπαθάριος ποος νλθε στήν κλίμακα, προκειμένου νά κατεβάση τήν εκόνα το Χριστο, ποία ερίσκετο πάνω πό τήν Χαλκ πύλη. ορτάζονται τήν 9η Αγούστου. Ες ατήν τήν πρξιν, τς κατακρημνίσεως δηλαδή καί θανατώσεως
το σπαθαρίου, φαίνεται τι συμμετεχαν καί λλοι γιοι καί εδικά γυνακες. Μεταξύ ατν ταν γ. Θεοδοσία, ποία ορτάζει τήν 29η Μαΐου. Δοσίθεος εροσολύμων μς περιγράφει λακωνικά να συγκλονιστικό γεγονός σχετικά μέ τόν εκονομάχο Πατριάρχη ναστάσιο. Λέγει πί λέξει τά ξς: «ξέβαλε το θρόνου ατο τόν Γερμανόν Πατριάρχην Κόνων (Λέων Γ΄ σαυρος 717-741), το ντιχρίστου πρόδρομος ς κάλη ατόν γιος οτος Πατριάρχης, τ δεκάτ τρίτ τει ατο, καί βαλεν ντ’ κείνου τόν Σύγγελον ναστάσιον, τόν νέον προδότην ούδαν, τόν συμφωνήσαντα τ Κόνωνι καί πιβουλεύσαντα τ γέροντι ατο. λλ’ α σεμναί καί τίμιαι γυνακες τς Κωνσταντινουπόλεως ν προεξρχεν γία Θεοδοσία ορταζομένη Μαΐου εκοστ νάτ ρμησαν ες τήν κκλησίαν, καί τό βδέλυγμα τς ρημώσεως, καί τος λίθοις καί τος ξύλοις βρίζουσαι καί μισθωτόν ποκαλοσαι καί λύκον καί προδότην ούδαν, δίωξαν. θεν κενος πλθε πρός τόν βασιλέα καί προσεκλαύθη καί παρεκίνει ατόν κδικσαι ατόν. λλά καί ες τήν χαλκν πόρταν, που ν Θεανδρική κείνη καί δεσποτική εκών το Χριστο, ν κε βαλεν μέγας Κωνσταντνος, βαλόντος τήν σκάλαν το βασιλικο πηρέτου να ατήν κεθεν κβάλ, α Κωνσταντινοπολίτιδες κβαλοσαι ατήν, ς ξρχεν γία Θεοδώρα, καί κρημνίσασαι ατόν, λαβον ντί μισθο ατν τόν διον θάνατον. Διήρκησε δέ κε Θεανδρική ατη εκών κατά τόν Κωδινόν τη τετρακόσια δέκα πέντε» (Δοσιθέου εροσ., Δωδεκάβιβλος, τόμος ΣΤ΄, κεφ. ΙΘ΄, παραγρ. Η΄, σελ. 440, κδ. Ρηγόπουλου 1982). Εναι ντως συγκλονιστικό καί φοβερό τό γεγονός ατό.

Συνεχίζεται.

Είδα κάποτε το διάβολο, έξω από το κελλί του μαθητού μου...

Πήγαν κάποτε μερικοί Γέροντες να επισκεφτούν τον Όσιο Αντώνιο. Μαζί τους ήταν κι ο Αββάς Ιωσήφ. Ο Μέγας Πατήρ, για να τους δοκιμάσει, διάλεξε κάποιο Γραφικό ρητό και ρώτησε έναν-έναν να πει την ερμηνεία του. Άρχισε τότε ο καθένας να το εξηγεί σύμφωνα με τις γνώσεις του. "Δεν το βρήκες, απαντούσε, σʼ όλους ο Όσιος." Έφτασε κι η σειρά του Αββά Ιωσήφ. "Τι λες εσύ γιʼ αυτό, Ιωσήφ; τον ρώτησε ο Μέγας Αντώνιος." "Εγώ δε γνωρίζω απʼ αυτά, αποκρίθηκε εκείνος." "Ο Αββάς Ιωσήφ έδωσε τη σωστή απάντηση, είπε τότε ο Όσιος, θαυμάζοντας την ταπεινοσύνη του."

Μαζεύτηκαν κάποτε οι Πατέρες της σκήτης να συνομιλήσουν πνευματικά και λησμόνησαν να καλέσουν τον Αββά Κόπρι. Άρχισαν να συζητούν για το πρόσωπο του Μελχισεδέκ και δεν συμφωνούσαν στις γνώμες. Τότε θυμήθηκαν τον Αββά Κόπρι κι έστειλαν να τον φωνάξουν για να πάρουν την γνώμη του. Σαν άκουσε εκείνος την υπόθεση της διαφωνίας και το θέμα, που τόση ώρα έχασαν για να συζητούν, κτύπησε τρεις φορές το στόμα του και είπε: "Αλλοίμονο σου, Καλόγερε. Άφησες κατά μέρος εκείνα που γυρεύει από σένα ο Θεός και ψάχνεις να βρεις αυτά που ποτέ δε θα σου ζητήσει." Ακούγοντας τα σοφά του λόγια οι άλλοι Γέροντες, έφυγαν από τη σύναξη και γύρισαν συλλογισμένοι στα κελλιά τους.

Είδα κάποτε το διάβολο, έξω από το κελλί του μαθητού μου, έλεγε ένας διορατικός Γέρων, να παραμονεύει. Έριξα τότε μια ματιά μέσα να δω τι έκανε εκείνος. Είχε ανοιχτή εμπρός του την Αγία Γραφή κι ήταν βυθισμένος στη μελέτη. Μόλις τελείωσε το διάβασμα κι έκλεισε το βιβλίο, όρμησε μέσα ο διάβολος να τον πειράξει.

Το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας: Άγ. Ιουστίνος (Πόποβιτς)

Ο θεανθρώπινος σκοπός και το νόημα του μυστηρίου του Βαπτίσματος πραγματοποιείται τελειώτατα εν τω μυστηρίω της θείας Ευχαριστίας, η τελεία δηλαδή χριστοποίησις και θεανθρωποίησις των ανθρώπων. Εν τη θεία Ευχαριστία βιούται κατά χάριν ολόκληρος η θεανθρωπίνη Οικονομία της σωτηρίας, από την Σάρκωσιν μέχρι και την Ανάληψιν, διότι, κατά τον θεόπνευστον λόγον του αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, η Θεία Λειτουργία είναι η επανάληψις όλης της Θεανθρωπίνης Οικονομίας της σωτηρίας. Τούτο ιδίως τονίζεται εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, όπου λέγεται: «Πεπλήρωται και τετέλεσται, Χριστέ ο Θεός ημών, το μυστήριον της οικονομίας Σου». Η καρδία της θείας Ευχαριστίας είναι εκείνο το οποίον οι Πατέρες εξέφρασαν δια του γνωστού ρητού: Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, δια να γίνη ο άνθρωπος θεός. Δια τούτο και ο μεταλαμβάνων ορθόδοξος χριστιανός, όταν κοινωνή των Θείων Μυστηρίων ομολογεί ταπεινώς: «Θεού το Σώμα και θεοί με και τρέφει, θεοί το πνεύμα, τον δε νουν τρέφει ξένως». Το θείον σώμα και αίμα του Χριστού εν τη θεία Ευχαριστία ονομάζονται και είναι θεουργικά διότι θεοποιούν τους κοινωνούντας αυτών, οι οποίοι εν τη θεία Ευχαριστία ζουν και βιούν εν εαυτοίς το μεγαλύτερον θαύμα και το μεγαλύτερον ευαγγέλιον όλων των κόσμων: πληρούνται εις παν το πλήρωμα του Θεού (Εφ. 3,19. Πρβλ. Κολ. 2,10).Η θεία Ευχαριστία είναι η κορυφή του θεανθρωπίνου μυστκού εμπειρισμού, διότι εν αυτή φανερώνεται εμπράκτως ότι από την Σάρκωσιν του Θεού Λόγου ο Θεάνθρωπος Χριστός κατέστη η κεντρική και αιωνία πραγματικότης όλων των κόσμων του Θεού, ειδικώς δε των ανθρωπίνων κόσμων μας. Δια της θείας Ευχαριστίας ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο μεθ΄ ημών Θεός, ο Εμμανουήλ (Ματθ. 1,23), και τούτο αιωνίως. Ο πλέον πιστός μάρτυς τούτου είναι η Εκκλησία, το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, η θεία Ευχαριστία είναι επίσης Σώμα Χριστού, δια τούτο η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία ταυτίζονται, και αλληλοπεριχωρούνται: Η Εκκλησία εν τη Ευχαριστία και η Ευχαριστία εν τη Εκκλησία. Όπου δεν είναι ο Θεάνθρωπος εκεί δεν υπάρχει η Εκκλησία, όπου δε δεν υπάρχει η Εκκλησία εκεί ούτε υπάρχει και η Ευχαριστία. Έξω από την ταυτότητα αυτή, δηλαδή της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας, είναι η αίρεσις, η ψευδοεκκλησία και αντιεκκλησία. Ως Σώμα του Χριστού η Εκκλησία υπάρχει μόνον εν τη θεία Ευχαριστία και η θεία Ευχαριστία ως το σώμα και το αίμα του Χριστού υπάρχει μόνον εν τω σώματι της Εκκλησίας του Χριστού. Η Εκκλησία δια της θείας Ευχαριστίας είναι καθολική ενότης και ένωσις του Χριστού μετά των πιστών, και των πιστών μετά του Χριστού και μετ΄ αλλήλων. Εν τη θεία Ευχαριστία η Εκκλησία φανερώνεται ως το εν Σώμα του Χριστού, διότι όλοι οι πιστοί που κοινωνούν του σώματος και του αίματος του Χριστού αποτελούν εν σώμα, το Σώμα του Χριστού. «Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μεταλαμβάνομεν (Α΄ Κορ. 10, 16-17). Ο «εις άρτος» ούτος είναι ο Χριστός, και το εκ των πολλών «εν σώμα» είναι το σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Και εις την Ευχαριστίαν και εις την Εκκλησίαν ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι εις, και επίσης είναι «τα πάντα εν πάσι» (Κολ. 3, 11).