Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν καταγραφή τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καί τῶν δογματικῶν ὅρων τῶν Συνόδων. Ὅλα ἐξέφραζον τήν ἤδη ὑπάρχουσα καί βιουμένη Ἀποστολική πίστι καί Παράδοσι καί ἁπλῶς κατεγράφοντο διά τήν
καταπολέμησι τῆς ἑκάστοτε ἀναφυομένης αἱρέσεως, ἡ ὁποία προσέβαλε αὐτήν τήν Παράδοσι. Ἰσχύει δηλαδή καί ἐδῶ τό ἁγιογραφικό χωρίο «δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται...» (Α΄ Τιμ. 1, 9), δηλαδή ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἐνεργεῖ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐμπειρικά καί δέν χρειάζεται Κανόνας διά νά ὁριοθετήση τήν γραμμή του, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικά ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς πάραυτα. Οἱ
Κανόνες χρειάζονται διά τούς χλιαρούς καί ἀποπροσανατολισμένους καί ἐφ’ ὅσον ἑρμηνεύονται σωστά περιφρουροῦν τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ λανθασμένη ὅμως ἑρμηνεία βοηθᾶ τήν διαιώνισι τῆς αἱρέσεως καί τόν ἰδικό μας ἐφησυχασμό.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις πρέπει νά προχωρήσωμε εἰς τήν ἐξέτασι τοῦ δευτέρου καί σημαντικωτέρου διά τίς ἡμέρες μας τμήματος τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος. Ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποίαν ἐπιτρέπει καί ἐπιβάλλει ὁ παρών Κανών τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς κρίσεως, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὅτι, πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων καί Συνόδων», δηλαδή νά εἶναι μία γνωστή αἵρεσις διά τήν ὁποία ἔχουν ὁμιλήσει καί καταδικάσει κάποια ἐγκεκριμένη Σύνοδος ἤ κάποιοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀσφαλῶς δημιουργεῖ μία ἀσφάλεια δι’ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται, ἐπειδή ἕπονται κατ’ ἴχνος τῶν ἁγίων Πατέρων ὄχι μόνο θεωρητικῶς (δηλαδή ὡς πρός τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως) ἀλλά καί πρακτικῶς (δηλαδή ὡς πρός τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς). Διότι ἡ θεωρητική μόνο διάγνωσις ἤ καί καταδίκη τῆς αἱρέσεως χωρίς τήν πρακτική, σημαίνει Ὀρθοδοξία μόνο διά τῶν λόγων, πίστι ἄνευ τῶν ἔργων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή, Ἰακ. 2,19 δύνανται νά τό ἔχουν καί οἱ δαίμονες. Αὐτή ἡ ἔκφρασις τοῦ παρόντος Κανόνος σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι τό κῦρος τῶν ἐγκεκριμένων Συνόδων καί τῶν ἁγ. Πατέρων ὑπέρκειται τοῦ κύρους οἱουδήποτε Ἐπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου ἤ καί ὁλοκλήρου ἐνδημούσης Συνόδου · ὅτι ἡ Παράδοσις διασώζεται καί συνεχίζεται μέ τήν συμπόρευσι καί συνταύτησι μέ τούς ἁγίους καί ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀναιρέση ἤ ἀλλοιώση ὅσα οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν. Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος, «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων», δέν σημαίνει ὅτι διά μία «μή κατεγνωσμένη» αἵρεσι ὀφείλομε ὑπακοή εἰς τούς Ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεσις δέν εἶναι κατεγνωσμένη (καταδικασμένη), ὁ δρόμος τῆς ἀποτειχίσεως δέν εἶναι ἀσφαλής. Σέ τέτοια ἀποτείχισι, μή κατεγνωσμένης αἱρέσεως, προέβησαν οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς τήν περίπτωσι τῆς Εἰκονομαχίας κατά τό χρονικό διάστημα ἀπό τῆς ἐνάρξεώς της μέχρι τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη. Ἐδῶ ὑπάρχει καί ἐπιπλέον τό γεγονός ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέστησαν καί ἀπετειχίσθησαν
ὄχι μόνο εἰς μή κατεγνωσμένην αἵρεσι, ἀλλά καί ἐπισφραγισθεῖσα ἀπό Σύνοδο 348 Ἐπισκόπων (εἰς τήν Σύνοδον τήν λεγομένην τῆς Ἱερείας), σύμφωνα μέ τό χρονικόν τοῦ Θεοφάνους (P.G. 108, 861A). Ἐπίσης ἡ ἔκφρασις «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων» δέν περιθωριοποιεῖ τήν ἁγ. Γραφή, οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντίαν της, ἀλλά σημαίνει τό ἐπιπλέον · δηλαδή ἄν ὑπάρξη αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς φορεῖς της, χωρίς νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό τούς ἁγ. Πατέρες ἤ τίς Συνόδους. Ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος διδάσκη δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο ἤ διδάσκη οἱαδήποτε ἐξελικτική θεωρία, ἀπό αὐτόν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι ἀμέσως νά ἀποτειχίζωνται, διότι ἡ ἁγ. Γραφή ὑπέρκειται τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων. Κατά τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἄν ὁ Ἐπίσκοπος ἀκυρώνη διά τῶν διαζυγίων τό νόμιμο γάμο ἤ ἀθετῆ δημοσίως οἱαδήποτε εὐαγγελική ἐντολή. Διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σημαίνει
τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι ὅλου τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου, τό ὁποῖο διδάσκεται σαφῶς καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγ. Γραφή (Ἰακ. 2,10 · Λουκ. 16,17). Εἶναι σημαντικό καί πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ὁ ἱερός Κανών δέν ὁμιλεῖ γιά «κατεγνωσμένο» αἱρετικό, ἀλλά γιά «κατεγνωσμένη αἵρεσι» · Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ κατεγνωσμένη αἵρεσις καί ἄλλο ὁ κατεγνωσμένος αἱρετικός. Δηλαδή, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος πού δέν εἶχε χαρακτηρισθῆ ὡς αἱρετικός, ἀρχίζει νά κηρύττη μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, καθίσταται κι αὐτός κατεγνωσμένος ὡς φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπό κάτι νόθο, ἐπιβλαβές καί ἀλλότριο πρός τήν ὑγιᾶ πίστι τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς μία ἔνδειξις διαμαρτυρίας ἤ ἐπισπεύσεως τῶν ἀναλόγων διαδικασιῶν τῆς Συνόδου, διά τήν καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ.
Συνεχίζεται.