Εἰς μίαν μόνο περίπτωσι δικάζονται καί καταδικάζονται ἀστραπιαῖα καί χωρίς τίς ἀπαιτούμενες ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες διαδικασίες οἱ Ἐπίσκοποι · ὅταν δηλαδή θελήσουν νά ἀποστατήσουν ἀπό τό αἱρετικό σῶμα καί τήν αἱρετική νοοτροπία τῶν ὑπολοίπων Ἐπισκόπων καί νά μετατεθοῦν εἰς τήν Ὀρθοδοξία (π.χ. ὁ προσφάτως καθαιρεθείς χωρίς καμμία νόμιμη διαδικασία Ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης τοῦ Κοσσυφοπεδίου τῆς Σερβίας, σεβ. Ἀρτέμιος). Αὐτό ὅμως τό γνωρίζουν σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι καί δι’ αὐτό οἱ κινήσεις των, οἱ ὁμολογίες των καί ἡ ἐν γένει διαγωγή
των εἶναι ἐναρμονισμένες μέ τήν ὅλη αἱρετική πορεία τῶν συναδέλφων των καί δέν ἀποσκοπεῖ εἰς τήν διάρρηξιν τῶν δεσμῶν μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, ἀλλά εἰς την δημιουργία ἐντυπώσεων καί μάλιστα ὀρθοδοξοφανείας καί ὑπερασπίσεως δῆθεν τῶν πατρώων θεσμῶν.
Ὅλες οἱ περιπτώσεις σήμερα ἀποτειχίσεως καί διακοπῆς μνημονεύσεως διά θέματα πίστεως θεωροῦνται ὡς σχίσματα, ὄχι μόνον ἀπό τούς Ἐπισκόπους (αὐτό θά ἦτο φυσικό) ἀλλά καί ἀπό ἀντιοικουμενιστές κληρικούς καί θεολόγους, ἐνῶ ὅπως εἴδαμε καί στούς τρεῖς αὐτούς ἱερούς Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τό σχίσμα δέν δημιουργεῖται μέ τήν ἀποχώρησι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο διά θέματα πίστεως, ἀλλά διά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἄριστα παρουσίασε ὁ ἅγ. Νικόδημος ἑρμηνεύοντας το ἐνδιάμεσο τμῆμα τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος.
Τό δεύτερο τμῆμα λοιπόν τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ἀρχίζει ἀπό τό «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη...» καί φθάνει ὡς τό τέλος τοῦ Κανόνος. Αὐτό τό τμῆμα εἶναι μία διασάφησις καί ἐπεξήγησις ὄχι μόνο εἰς τό πρῶτο τμῆμα τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἀλλά και εἰς τούς δύο προηγουμένους, οἱ ὁποῖοι παρομοίως κατεδίκαζον ὅσους διέκοπτον τήν μνημόνευσι πρό συνοδικῆς κρίσεως διά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐδημιουργοῦσαν σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησία. Τό ὅτι τό τμῆμα αὐτό τοῦ Κανόνος εἶναι διασάφησις καί διά τούς δύο προηγουμένους ἱερούς Κανόνες φαίνεται ἐναργέστατα ἀπό τό ἐνδιάμεσο τμῆμα τό ὁποῖον λέγει:
«Ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε και ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων και σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων». Δηλαδή ὅ,τι ἀνέφερε ὁ ΙΓ΄ Κανών διά τήν ἀπόσχισι ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὁ ΙΔ΄ διά τήν ἀπόσχισι ἀπό τους Μητροπολίτας καί ὁ ΙΕ΄ διά τήν ἀπόσχισι ἀπό τούς Πατριάρχας, τά συνοψίζει ὅλα λέγοντας εἰς τό ἐνδιάμεσο τμῆμα τήν ἔκφρασι «ἐκ τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων». Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐπεξήγησις τοῦ δευτέρου καί σημαντικωτέρου τμήματος ἀφορᾶ καί εἰς τούς τρεῖς ἱερούς Κανόνες. Ἐπίσης μέ τό δεύτερο αὐτό τμῆμα τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς θεωροῦν ὅτι ἔδωσαν κάθε δυνατή ἐπεξήγησι διά τό πότε δημιουργεῖται σχίσμα εἰς την Ἐκκλησία καί πότε ἐπιβάλλεται ἡ ἀπόσχισις πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί, ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἑπόμενος ΙΣΤ΄ ἱερός Κανόνας ἀσχολεῖται μέ τελείως διαφορετικό θέμα, δηλαδή μέ τήν χειροτονία Ἐπισκόπου σέ ἐπαρχία ἐκκλησιαστική, στήν ὁποία ζεῖ ὁ Ἐπίσκοπος καί δέν ἔχει
καταδικασθῆ τελεσίδικα ἤ παραιτηθῆ ὁ ἴδιος. Ἄρα λοιπόν τό δεύτερο αὐτό τμῆμα τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος εἶναι ἡ κατακλεῖδα καί ἐπισφράγισις τοῦ ὅλου θέματος καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει μεγίστη σημασία ἡ ὀρθή κατανόησίς του καί βεβαίως ἡ περαιτέρω τοποθέτησις ἑκάστου. Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφερθῆ ἐδῶ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου, μέ τό δεύτερο τμῆμα τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος, ἀναφέρουν κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό αὐτά πού ἀνέφεραν στούς δύο προηγουμένους καί στό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος ΙΕ΄. Αὐτό, τό τελείως διαφορετικό, εἶναι τά θέματα τῆς πίστεως, τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως. Θα ἠδύνατο λοιπόν ἄριστα, τό δεύτερο τμῆμα, νά ἀποτελέση ἀπό μόνο του ξεχωριστό ἱερό Κανόνα, τήν στιγμή μάλιστα πού ἀναφέρεται σέ κάτι πολύ σημαντικώτερο ἀπό τά προηγούμενα. Ἡ ἐνσωμάτωσίς του καί μάλιστα ὡς κατάληξις τῶν τριῶν Κανόνων σημαίνει κατά τήν γνώμη μας ὅτι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν διά κάτι γνωστό, ἀποδεκτό ἀπό τή συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ὄχι μόνο ἀποτελεῖ
παγία Παράδοσί της, ἀλλά καί τό ὅτι ἔχει διασφαλισθῆ και διευκρινισθῆ ἀπό πλῆθος ἄλλων ἱερῶν Κανόνων. Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες εἶναι αὐτοί πού ὁμιλοῦν διά τούς αἱρετικούς καί τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς. Δέν πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Πρωτοδευτέρα αὐτή Σύνοδος ἐπί ἁγ. Φωτίου θεωρεῖται ἀπό τίς τελευταῖες χρονολογικά, διότι συνῆλθε μετά τίς Οἰκουμενικές καί τίς ἐγκεκριμένες ἀπό αὐτές τοπικές Συνόδους, μετά δέ καί ἀπό τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί
ἐθέσπισαν ἱερούς Κανόνες ἐγκεκριμένους ἀπό Οἰκουμενικές καί, ἀκόμη, μετά ἀπό πλῆθος αἱρέσεων οἱ ὁποῖες εἶχαν ταράξει ἐσωτερικά τήν Ἐκκλησία, μέ πρόσφατη μάλιστα τήν Εἰκονομαχία. Ὡς ἐκ τούτου οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ὁμιλοῦσαν διά κάτι γνωστό, τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε παγία γραμμή καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού συνοπτικά ἀναφέρεται στό τέλος τῶν τριῶν αὐτῶν Κανόνων διά τό ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων πρός τούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι δημοσίως κηρύττουν κάποια αἵρεσι. Τό ἐνδιάμεσο λοιπόν τμῆμα τοῦ παρόντος ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος, τό ὁποῖον ἄριστα ἑρμηνεύει ὁ ἅγ. Νικόδημος, διευκρινίζει σέ τί ἀναφέρονται οἱ δύο προηγούμενοι Κανόνες καί τό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος. Εἶναι δέ εἰσαγωγή διά τό δεύτερο τμῆμα καί ἔχει τήν ἑξῆς, μετά ἀπό ὅσα ἀναφέραμε, ἔννοια: «Ἐπειδή ἀναφέραμε στούς τρεῖς αὐτούς Κανόνες διά τήν ἀπαγόρευσι τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τήν δημιουργία σχισμάτων ἐξ αἰτίας τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἐπισκόπου, Μητροπολίτου καί Πατριάρχου, καί προκειμένου νά μή νομίση κάποιος ὅτι αὐτά πού ἐνομοθετήσαμε ἰσχύουν καί διά τά θέματα τῆς πίστεως, σᾶς διευκρινίζομε κατωτέρω περιληπτικῶς τά ἑξῆς». Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ἐνδιαμέσου τμήματος τό ὁποῖο συνδέει τό δεύτερο τμῆμα τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος μέ τό πρῶτο του τμῆμα καί τούς δύο προηγουμένους. Ὡς ἐκ τούτου, ἐφ’ ὅσον οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου πρωτίστως ἀπευθύνονται στούς συγχρόνους των Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζον τήν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ὁμιλοῦν δι’ ἕνα θέμα ὄχι μόνο γνωστό, ἀλλά καί αὐτονόητο, τό ὁποῖο ἦτο κατοχυρωμένο ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί πλῆθος ἱερῶν Κανόνων πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς. Τοιουτοτρόπως ὁμιλοῦν λακωνικά καί συνοπτικά καταγράφοντας μέσα σέ λίγες γραμμές ὅλη, θά λέγαμε, τήν Ὀρθόδοξο
Παράδοσι εἰς τό θέμα αὐτό. Εἶναι ἄλλο λοιπόν θέμα τό ὅτι, ἐκεῖνο πού ἦταν γνωστό καί αὐτονόητο στήν ἐποχή τῶν Πατέρων τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἔγινε εἰς τήν ἐποχή μας ἄγνωστο καί ἀκατανόητο, λόγῳ προφανῶς τῆς ἀποκοπῆς μας ἀπό τήν διαχρονική αὐτή Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί τήν συμπόρευσί μας μέ τή Νέα Ἐποχή. Τότε ὅμως οἱ ἱεροί Κανόνες πού κατεγράφοντο, ἐξέφραζον πλήρως τήν ἤδη
ὑπάρχουσα Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ σήμερα, ἐπειδή προφανῶς ἐχάσαμε αὐτήν τήν Παράδοσι, προσπαθοῦμε νά εὐθυγραμμισθοῦμε εἰς αὐτήν μέσῳ τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Συνεχίζεται.