Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Eρμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


α΄. Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου.

Διά τήν πρώτη ἀποτείχισι τήν λεγομένη τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου ἀναφέρουμε ὅτι ἡ αἰτία πού ἔγινε ἦταν ἡ κατά τό ἔτος 1924 ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου. Βεβαίως ἐδῶ δέν πρόκειται διά τήν κατάργησι ἑνός δόγματος ἤ μίας Παραδόσεως, ἡ ὁποία ἔχει δογματικό χαρακτῆρα, ὅπως ἦτο ἡ Εἰκονομαχία, δεδομένου καί τοῦ ὅτι δέν πρόκειται περί καταργήσεως, ἀλλά περί ἀλλαγῆς ἤ διορθώσεως σέ κάτι πού τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά οὐσιαστικά τό δέχεται ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἐπί πλέον τό ἡμερολόγιο αὐτό καθ’ ἑαυτό δέν δύναται νά χαρακτηρισθῆ ὡς ἐκκλησιαστικό, ὅπως οἱ εἰκόνες καί οἱ ἁγιογραφίες, διότι χρησιμοποιεῖται ἐκτός Ἐκκλησίας καθημερινά σέ πλεῖστες ὅσες ὑποθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Εἰς τό θέμα αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε διότι ἔχει γίνει κάποια παρεξήγησις ἀπό τούς ἰδίους τούς Παλαιοημερολογίτες, σέ σημεῖο νά ἐκθειάζωμε, νά ἐξυψώνωμε καί νά ἀποδίδωμε στό παλαιό ἡμερολόγιο κάποιες ἰδιαίτερες εὐλογίες καί ἀπεναντίας τό νέο ἡμερολόγιο νά τό θεωροῦμε καταραμένο, δαιμονικό καί νά ἰσχυριζώμεθα ὅτι
ὅποιος τό ἀκολουθεῖ δέν σώζεται. Αὐτό προφανῶς ἀποτελεῖ πλάνη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι ἔφυγαν ἀπό τήν προαίρεσι καί τήν πρόθεσι μέ τά ὁποῖα ὁ καρδιογνώστης Θεός κρίνει τά πάντα καί ἐκόλλησαν πεισματωδῶς εἰς αὐτά καθ’ ἑαυτά τά πράγματα, ἀποδίδοντας ἀναλόγως εἰς αὐτά, ἀνεξαρτήτως τῆς προαιρέσεως μέ τήν ὁποία τά χρησιμοποιεῖ ἕκαστος, κάποιες ἰδιαίτερες ἰδιότητες.
Τίποτε ἀπό αὐτά πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εὐλογημένο, ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά παίρνει ἀναλόγως εὐλογία ἤ κατάκρισι ἀπό τήν προαίρεσι τοῦ χρήστου. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἶναι εὐλογημένος ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος ἐπειδή τά χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία στήν τέλεσι τοῦ οὐσιωδεστέρου μυστηρίου της, διότι κάποιος δύναται νά τά χρησιμοποιήση πρός λαιμαργίαἤ μέθη. Οὔτε εἶναι εὐλογημένη ἡ βυζαντινή ψαλμωδία, ἐπειδή τήν χρησιμοποιεῖ στήν λατρεία της ἡ Ἐκκλησία, διότι δύναται κάποιος νά συνθέση μέ τή βυζαντινή
μελωδία ὕμνους καί τροπάρια αἱρετικά. Οὔτε πάλι εἶναι αὐτά καθ’ ἑαυτά κατακεκριμένα τά εἰδωλόθυτα, διότι δύναται κάποιος χριστιανός νά μετέχη εἰς αὐτά ἐν ἀγνοίᾳ καί μέ ἀγαθή προαίρεσι, πιστεύοντας ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό
πλήρωμα αὐτῆς» (Α΄ Κορ. 10,26). Δι’ αὐτό καί ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τήν περί εἰδωλοθύτων διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου ἀναφέρει: «Τί οὖν ἀπέχῃ, φησίν; Οὐχ ὡς μέλλων ἀκάθαρτος γίνεσθαι, μή γένοιτο, ἀλλά διά τόν ἀδελφόν, καί ἵνα μή κοινωνός γένωμαι δαιμονίων καί ἵνα μή κρίνωμαι παρά τοῦ ἀπίστου. Ἐνταῦθα γάρ οὐκέτι λοιπόν ἡ φύσις, ἀλλ’ ἡ παρακοή καί ἡ πρός δαίμονας φιλία ποιεῖ με ἀκάθαρτον, καί ἡ προαίρεσις τόν μολυσμόν ἐργάζεται» (ΕΠΕ 18Α, 114,13). Ὡς ἐκ τούτου ἀναφέρονται παραδείγματα στούς βίους τῶν ἁγίων εἰς τά ὁποῖα κάποιοι ἅγιοι ἤπιαν δηλητήριο μέ ὁμολογιακή διάθεσι καί πίστι στόν Θεό καί δέν ἐβλάφθησαν, ἐνῶ ἀντιθέτως συνέβη κάποιοι νά κοινωνήσουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀναξίως καί μέ κακή προαίρεσι καί νά δαιμονισθοῦν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου