Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΠΑΠΙΚΟΝ ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΚΑΙ Η ΠΑΠΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ
Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ “πρωτείον δικαιοδοσίας” (JURISDICTIONIS) μένει κύρια και μόνιμη έκφραση της παπικής αλλοτριώσεως, αλλά και η ανίατη, ως φαίνεται, νόσος της Λατινικής Εκκλησίας. Αυτή ήταν η συνείδηση των Βυζαντινών Ορθοδόξων, που προσέκρουαν καθ όλη την διάρκεια των ενωτικών διαλόγων (11ος–15ος αι.) στην παπική εμμονή στο πρωτείον εξουσίας και την συνεχή απαίτηση των Παπών δια την επιβολή του στους Ανατολικούς. Είναι δε γεγονός, ότι τα περί Πάπα δόγματα (πρωτείον, αλάθητον, ο Πάπας VICARIUS –αντιπρόσωπος– του Χριστού κ.λπ.) ήταν και είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιτυχή έκβαση των σημερινών διαλόγων, όπως και κατά την “βυζαντινή” περίοδο. Πρέπει δε να υπογραμμισθή, ότι από τον δυτικό μεσαίωνα και κυρίως από την Α´ Βατικανή Σύνοδο (1869-70), με την δογματοποίηση του αλαθήτου, πρωτείο και αλάθητο συμπορεύονται ως η πεμπτουσία του Παπισμού.....
Στον διεξαγόμενο διάλογο δίνεται η εντύπωση, ότι το βάρος πίπτει στο πρωτείον, και μάλιστα κατά την πρώτη χιλιετία (ταυτίζονται όμως πρωτείο και “πρεσβεία τιμής”;), είναι δε απολύτως βέβαιο, ότι μία τυχόν κοινά αποδεκτή διατύπωση (FORMULA) θα οδηγήσει αναπότρεπτα στην αποδοχή του παπικού πρωτείου και στην μεταγενέστερη εκδοχή του. Αυτός είναι ο στόχος του Παπισμού και των ιδικών μας δυτικοφρόνων. Και δια μεν το “παπικό πρωτείο” έχουν γραφή πολλά εκατέρωθεν.
Για την ορθόδοξη τοποθέτηση στο πρόβλημα αρκεί να μελετήσουμε τον ογκώδη τόμο “Εκκλησιολογία” (Αθήναι 1973) του μακαρίτου διδασκάλου μας Ιω. Καρμίρη. Δια το “παπικόν αλάθητον” όμως, που είναι η συμπλήρωση του πρωτείου και θα αποτελέσει κατ αδήριτη νομοτέλεια το επόμενο βήμα του διαλόγου ελάχιστα λέγονται. Αν δεν γίνει μετά την αναγνώριση του πρωτείου αυτομάτως και η αποδοχή του αλαθήτου, διότι, όπως θα δούμε ο παπικός θεσμός είναι αδιανόητος χωρίς την άμεση διασύνδεση πρωτείου και αλαθήτου.
Τι είναι δε ως δόγμα πίστεως το αλάθητον; Κατά την “Εγκύκλιον της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου κατά των λατινικών καινοτομιών” (1838) πρόκειται για θεοποίηση του Πάπα (“ο παρ αυτών –δηλαδή των Λατίνων– θεοποιούμενος πάπας”). Κατά τον όσιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς “το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα… δεν είναι άλλο παρά η αναγέννησις της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού”. Ο καθηγητής δε Ιω. Καρμίρης, δεχόμενος την άμεση σύνδεση πρωτείου και αλαθήτου, παρατηρεί: “Τα συγκροτούντα τον παπικόν θεσμόν δύο δόγματα του πρωτείου και του αλαθήτου είναι απαράδεκτα υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας” (όπ.π.σ. 621). Τα δύο δε αυτά παπικά δόγματα είναι “το κυριώτερον αίτιον της θλιβεράς διαιρέσεως της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας” (σ. 645).
Εξ άλλου, το παπικόν πρωτείον είναι η πηγή όλων των άλλων καινοτομιών της Λατινικής Εκκλησίας. Η ανύψωση δε του Πάπα υπέρ των Οικουμενικών Συνόδων μένει, όπως θα δούμε, μέχρι σήμερα αμετακίνητη. Ο “Λεβιάθαν”, συνεπώς, που καταβροχθίζει την έννοια της Εκκλησίας, είναι ο παπικός θεσμός. Η μεγαλύτερη αυταπάτη των Ορθοδόξων συνομιλητών είναι η επιδίωξη επανερμηνείας του πρωτείου, το οποίο, όπως και αν χαρακτηρισθή, θα παραμένει πρωτείο αντιεκκλησιαστικό και πατερικά απαράδεκτο, ως απ αρχής φορτισμένο με την πολιτική-κοσμική σημασία του. Η προσχηματική, μάλιστα, πρόταση Παπικών και Οικουμενιστών να γίνει δεκτό το παπικό πρωτείον ως “πρωτείον διακονίας”, αποδεικνύεται απατηλό πυροτέχνημα. Διότι η μεγαλύτερη έκφραση ειλικρινείας, φιλαληθείας καί διακονίας θα ήταν η επίσημη άρνηση εκ μέρους του Παπισμού όλων των παπικών καινοτομιών, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται τα ειδικά περί Πάπα δόγματα. Είναι, άλλωστε, ιστορικά γνωστό, ότι ο Παπισμός μετέρχεται πολλά τεχνάσματα, δια να γίνονται δεκτές οι θέσεις του.
Στην Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) λ.χ. έγινε δεκτό το πρωτείο του Ρώμης, “ως περιέχεται εν ταις πράξεσι των οικουμενικών συνόδων και τοις ιεροίς κανόσι”. Αυτή ήταν η διατύπωση των Ανατολικών, για να αποφευχθή η αποδοχή του παπικού πρωτείου κατά την δυτική εκδοχή του. Τότε όμως αναδύθηκε η παπική πονηρία και απάτη. Και ιδού πως:
Ο ΣΤ´ κανόνας της Α´ Οικουμενικής αρχίζει με την φράση: “Τα αρχαία έθη κρατείτω”. Στην λατινική–παπική μετάφραση όμως προτάχθηκε η φράση: “ROMANA ECCLESIA SEMPER PRIMATUM HABUIT” (η ρωμαϊκή εκκλησία είχε πάντα το πρωτείο), ώστε να θεωρηθή και το πρωτείο “αρχαίον έθος” της Εκκλησίας. Τα “πρεσβεία τιμής”, που δέχονταν οι Ανατολικοί, όταν ο Πάπας είναι “εν τη Εκκλησία”, προβάλλονταν από τους Δυτικούς ως παπικόν πρωτείον (δικαιοδοσίας).
Παρόμοιο τέχνασμα αποδεικνύεται σήμερα το και από την ορθόδοξη πλευρά, δυστυχώς, προβαλλόμενο “πρωτείον διακονίας”, διότι μπορεί μεν να νοηθή ευαγγελικώς και ορθοδόξως (πρβλ. Μάρκ. 10,44). Το πρόβλημα όμως είναι, πως νοείται παπικώς. Την απάντηση δίδει η ισχύουσα σήμερα ογκώδης παπική Κατήχησις. Το βιβλίο δε αυτό, που συντάχθηκε με την απόφαση της Β´ Βατικανής Συνόδου (1962-65) από Επιτροπή, την προεδρία της οποίας είχε ο σημερινός Πάπας ως Καρδινάλιος Γιόσεφ Ράτσιγκερ, είναι η επίσημη φωνή της Λατινικής Εκκλησίας, που προβάλλει την Πίστη και το ήθος της σ όλο το πλήρωμά της θεολογικά, αλλά και εκλαϊκευτικά, το προσφέρει δεν ως πρόταση σωτηρίας στους προτιθεμένους να εισέλθουν στους κόλπους της. Τι λέγει όμως για τα παπικά αυτά δόγματα η “Κατήχησις της Καθολικής Εκκλησίας (Βατικανό- Κάκτος 1996); Παραθέτουμε μερικές παραγράφους, που ανήκουν στην “Παράγραφο” (=Κεφάλαιον) 4, με τίτλο “Οι πιστοί του Χριστού– Ιεραρχία, Λαϊκοί, αφιερωμένη ζωή” :
Ο Σύλλογος των Επισκόπων και ο Αρχηγός του, ο Πάπας
880. Ο Χριστός “συγκρότησε τους δώδεκα (Αποστόλους) υπό μορφή Συλλόγου, δηλαδή σταθερού σώματος, επικεφαλής, του οποίου τοποθέτησε τον Πέτρο, που τον διάλεξε ανάμεσά τους”[2]. “Όπως ο Άγιος Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου, αποτελούν ένα και μόνο αποστολικό σύλλογο, έτσι και ο επίσκοπος Ρώμης, διάδοχος του Πέτρου, και οι επίσκοποι, διάδοχοι των Αποστόλων, σχηματίζουν μεταξύ τους ένα σύνολο”[3].
881. Ο Κύριος μόνο τον Σίμωνα, στον οποίο έδωσε το όνομα Πέτρος, τον έκανε την πέτρα της Εκκλησίας Του. Σ' αυτόν εμπιστεύθηκε τα κλειδιά[4], τον όρισε ποιμένα όλου του ποιμνίου[1]. “Αλλά αυτό το αξίωμα να δένει και να λύνει, που δόθηκε στον Πέτρο, δόθηκε επίσης, χωρίς καμιά αμφιβολία, στο σύλλογο των Αποστόλων, ενωμένων με τον αρχηγό τους”[2]. Το ποιμαντικό αυτό καθήκον του Πέτρου και των άλλων Αποστόλων ανήκει στα θεμέλια της εκκλησίας και συνεχίζεται από τους επισκόπους κάτω από το πρωτείο του Πάπα.
882. Ο Πάπας, επίσκοπος Ρώμης και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, “είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των πιστών”[3]. “Πραγματικά, ο επίσκοπος Ρώμης, με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί”.
883. “Ο σύλλογος η το σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως αρχηγό του”. Ο ίδιος αυτός σύλλογος “είναι επίσης φορέας της υπέρτατης και πλήρους εξουσίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία, την οποία όμως δεν μπορεί να ασκεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του επισκόπου Ρώμης”[5].
884. “Ο σύλλογος των επισκόπων ασκεί την εξουσία πάνω σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο”[6]. “Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από το διάδοχο του Πέτρου”[7].
885. “Ο σύλλογος αυτός, με την πολλαπλή του σύνθεση, εκφράζει την ποικιλία και την παγκοσμιότητα του λαού του Θεού, και, με τη συνάθροισή του κάτω από έναν αρχηγό, εκφράζει την ενότητατού ποιμνίου του Χριστού”[8](…).
890. (…) Το ποιμαντικό καθήκον του Διδακτικού Σώματος έγκειται στην επαγρύπνηση, ώστε ο Λαός του Θεού να παραμένει στην αλήθεια, η οποία ελευθερώνει. Για να εκπληρώνουν αυτή την υπηρεσία, οι ποιμένες της Εκκλησίας προικίσθηκαν από τον Χριστό με το χάρισμα του αλάθητου σε θέματα πίστεως και ηθών. Η άσκηση αυτού του χαρίσματος μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους.
891. “Αυτό το αλάθητο έχει ο επίσκοπος Ρώμης, κεφαλή του συλλόγου των επισκόπων, χάρη στο αξίωμά του, όταν, σαν πρώτος ποιμένας μαζί με το διάδοχο του Πέτρου, ασκούν το ύψιστο διδακτικό τους αξίωμα”, προπάντων στην Οικουμενική Συνοδό[2]. Όταν, με το υπέρτατο Διδακτικό της Σώμα, η Εκκλησία προτείνει μία αλήθεια “να την πιστεύσουμε ως αποκαλυμμένη από τον Θεό”[3] και σαν διδασκαλία του Χριστού, “οφείλουμε να παραδεχθούμε μέσα στην υπακοή της πίστεως αυτούς τους ορισμούς”[4]. Το αλάθητο αυτό επεκτείνεται στις ίδιες διαστάσεις, όπου επεκτείνεται και η παρακαταθήκη της θεϊκής Αποκαλύψεως[3].
892. Η θεϊκή συμπαράσταση προσφέρεται επίσης στους διαδόχους των Αποστόλων, όταν διδάσκουν ενωμένοι με το διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, και με ιδιαίτερο τρόπο προσφέρεται στον επίσκοπο Ρώμης, ποίμενα όλης της Εκκλησίας (…).
895. “Η εξουσία αυτή, που την ασκούν προσωπικά στο όνομα του Χριστού, είναι δική τους, τακτική και άμεση, έστω και αν η άσκησή της ρυθμίζεται τελικά από την ανώτατη εξουσία της Εκκλησίας”6. Αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται οι επίσκοποι ως αντιπρόσωποι του Πάπα, του οποίου η τακτική και άμεση εξουσία σε όλη την Εκκλησία δεν εκμηδενίζει, αλλ αντίθετα επιβεβαιώνει και προστατεύει την εξουσία των επισκόπων. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται σε κοινωνία με όλη την Εκκλησία υπό την καθοδήγηση του Πάπα”.
Καταγράφουμε τις βασικότερες επισημάνσεις μας:
1. Το πρωτείον του Πάπα εξακολουθεί να στηρίζεται στον Άγιο Πέτρο.
2. Θεμέλιο της ενότητας «αιώνιο και ορατό» είναι ο Πάπας.
3. Ο Πάπας μένει «αντιπρόσωπος του Χριστού» και ποιμένας ΟΛΗΣ της Εκκλησίας, με «υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία» (Episcopus Universalis).
4. Ο Πάπας υπέρκειται των Οικουμενικών Συνόδων.
5. Ο Πάπας έχει –κατ εξοχήν– το αλάθητον ως «κεφαλή» όλων των Επισκόπων και «πρώτος ποιμένας» της Εκκλησίας.
6. Όλα τελούνται (από τους Επισκόπους) «υπό την καθοδήγηση του Πάπα».
Είναι κατάδηλος ο παποκεντρισμός, θα μπορούσε –ίσως– να δικαιολογηθή στον δυτικό μεσαίωνα, αλλ όχι και σήμερα.
Παρ όλα αυτά οι ημέτεροι φιλοπαπικοί εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τον Παπισμό “πλήρη Εκκλησία”. Αλλά “πλήρης” και “καθολική” Εκκλησία είναι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και Πατέρων. Ίσως όμως θεωρούμε και τον Παπισμό, όπως και σήμερα είναι, “πλήρη Εκκλησία”, διότι δεν τον συγκρίνουμε με τους Αγίους μας, αλλά με τους αθλίους εαυτούς μας…
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ὁ ὁραματισμὸς του γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος»
«Ὁ Πατροκοσμᾶς1 εἶναι ἀπό τις γνωστότερες ἐκκλησιαστικές μορφές τῶν προεπαναστατικῶν χρόνων, ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας2, μολονότι ἡ δράση καί προσφορά του δέν ἀνήκουν κυρίως στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης. Αὐτό ἔχει μέ ἔμφαση ὑπογραμμίσει ὁ καθηγητής Gerhard Podskalsky, πού συμπεριέλαβε και τόν Πατροκοσμᾶ σέ καθαρά ἐπιστημονικό ἔργο του, ὡς μοναδική ἐξαίρεση.
Ἀρκοῦν δέ πρός διακρίβωση
τῆς σημασίας του γιά το ὑπόδουλο Γένος, ὅσα ἐγκωμιαστικά λέγει γι’ αὐτόν ὁ ἴδιος
ὁ γερμανός ἐρευνητής: «Ἐξαιρετικά δημοφιλής ἱεραπόστολος καί ἐθνοδιδάσκαλος».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα, πού «διέθετε μιά θρησκευτική εὐσέβεια
ξένη πρός τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία»--«Τά κηρύγματά του συγκλόνισαν τό Λαό τόσο ἀπό
ἐθνική, ὅσο καί ἀπό θρησκευτική ἄποψη»--γι’ αὐτό ἐθεωροῦντο «ἀπό
κοινωνικοπολιτική ἄποψη ἀνατρεπτικά»3. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι στό στόμα τοῦ Λαοῦ
καί τῶν Τραγουδιῶν του σώθηκε ὁ ἀπόηχος τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ τοῦ μεγάλου
διδάχου τοῦ Γένους.
Συγκρίσεις ἐποχῶν
1. Ἡ περίοδος, στήν ὁποία
ζοῦμε, ἒχει μεταβατικό χαρακτήρα, διότι μᾶς εἰσήγαγε στή λεγομένη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ,
πού προσδιορίζεται στρατιωτικοπολιτικά ἀπό τη ΝΕΑ ΤΑΞΗ πραγμάτων. Ἀνάλογο ὅμως
χαρακτήρα εἶχε καί ἡ ἐποχή τοῦ Πατροκοσμᾶ, καθώς ὁ κόσμος βίωνε ἀνακατατάξεις,
πνευματικές καί πολιτικοκοινωνικές, πού ὁδήγησαν τελικά στήν ἔκρηξη τῆς Μεγάλης
Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789, ἤ γιά μᾶς τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ
1821. Καί τότε καί σήμερα παρατηρεῖται πραγματική ἢ τεχνητὴ κρίση ταυτότητας. Αὐτό
ὅμως συνέβαινε –καί συμβαίνει- ὄχι στην πλατειά λαϊκή βάση, ἀλλά κυρίως στόν χῶρο
τῆς πολιτικῆς καί τῆς λογιοσύνης.
Ὁ διαφωτισμός τότε, ἡ
μετανεωτερικότητα σήμερα, συνδέονται μέ μιά μετακενωτική κίνηση, πού σημαίνει
μονοδρομική μεταφορά αὐτούσιων κατά κανόνα δομῶν τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν στήν
«καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν», μέ παράλληλη ὑποτίμηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί τῶν
συστατικῶν της. Και τότε μέν τονιζόταν ἰδιαίτερα ἡ ἑλληνικότητα ὡς στροφή στην ἀρχαιότητα,
(ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονταν οἱ τότε ἀρχαιολάτρες), με παράλληλη ὑποτίμηση ἤ καί
περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Βυζαντίου. Σήμερα ὅμως, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό
τό «πρόβλημα τῶν ταυτοτήτων», ὑποτιμᾶται καί αὐτή ἡ ἑλληνικότητα γιά χάρη μιᾶς
σχεδιαζόμενης μεταστάσεως σέ μιάν ἄλλη («νέα») ταυτότητα, ἐπιβαλλόμενη ἀπό τήν ἔνταξή
μας στην Ἑνωμένη Εὐρώπη καί τήν εἴσοδό μας στή Νέα Ἐποχή. Τότε ἐπιδιωκόταν ὁ ἐξευρωπαϊσμός
μας με τήν περιθωριοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας σήμερα ὁ ἴδιος σκοπός
συνδέεται μέ την ἀποσύνδεσή μας καί ἀπό αὐτή την ἐθνικότητά μας. Καί στίς δύο
περιπτώσεις ὁ λόγος εἶναι γιά ἐκσυγχρονισμό καί ἀνανέωση, πού συγκαλύπτουν τίς ἀθέμιτες
ἐξαρτήσεις τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς.
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Γένους
2. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς φλεγόταν
ἀπό τόν ἱερό πόθο, ἀλλά καί την χαρισματική βεβαιότητα γιά την ἀνάσταση τοῦ
Γένους, συνδεδεμένη ὄχι μέ μιά μικρή καί ἐθνικιστικά, δηλαδή φυλετικά, νοούμενη
πατρίδα, ἀλλά μέ τήν Ρωμαίικη-ἑλληνορθόδοξη Οἰκουμένη στην παλαιά εὔκλειά της.
Συζητοῦσε με τό Λαό γιά τό «πότε θά ἔρθει το ποθούμενο», μιλώντας -ὅπως οἱ
Κολλυβάδες, ὁ Ρήγας καί οἱ Φαναριῶτες- γιά τό ρωμαίικο: «Αὐτό μια μέρα θά γίνει
ρωμαίικο», ἐπανελάμβανε. Καί αὐτά σέ περίοδο, πού εἶχαν ἐνταθεῖ οἱ ἐξισλαμισμοί.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους
προσανατολιζόταν στήν Πόλη καί τήν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Πόλης τῶν ὀνείρων
τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους προσδοκᾶ καί στίς «Προφητεῖες» του,
προσπαθώντας νά κινητοποιήσει τόν πόθο τῆς παλιγγενεσίας, ἀναθερμαίνοντας την «ἀποσταμένη
ἐλπίδα». Καί ὁ Λαός καταξίωνε τά κηρύγματά του, ἐντάσσοντάς το στό τραγούδι
του: «Βοήθα μας Ἅη-Γιώργη / καί σύ Ἅγιε Κοσμᾶ / νά πάρουμε τήν Πόλη / καί τήν ἁγιά-Σοφιά».
Ὄχι μόνο τήν Ἀθήνα!
Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἑλληνορθόδοξης
Ρωμανίας (Βυζαντίου) ἦταν τότε ἡ κυριαρχοῦσα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ Λαοῦ ἰδεολογία.
Ὑπῆρχαν μυστικοί πόθοι τοῦ Γένους. Ἡ λαϊκή ποίηση ὑποσχόταν (στήν Παναγία), ἢδη
μετά την Ἅλωση: «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά Σου θάναι». (Ὅταν τά ἒχει
ἡ Παναγία, εἶναι καί δικά ΜΑΣ, ἐνῶ, ὅπως στήν ἐποχή μας, τό ἀντίστροφο δέν εἶναι
βέβαιο...).Συνήθεις σ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας ἦσαν οἱ ἐκφράσεις «πότε θά
γίνει ρωμαίικο», «ὅταν θά γίνεται Ρωμανία» (ποντιακό).
Ὁ Πατροκοσμᾶς, μαζί μέ
τους Νεομάρτυρες -ἱερομάρτυρας και αὐτός- ἀνανέωνε τήν αὐτοπεποίθηση, τό αὐτοσυναίσθημα
τῶν Ραγιάδων, τονώνοντας μέ τό κήρυγμά του γιά «τό ρωμαίικο» καί την ἐθνική
συνείδηση. Καί ὡς μόνο μέσο γι’ αὐτή τήν ἐνδυνάμωση τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως
θεωροῦσε τήν ἐμμονή στήν πίστη: «Το κορμί σας ἄς τό καύσουν΄ ἄς το τηγανίσουν΄
τά πράγματά σας ἄς τά πάρουν, μή σᾶς μέλλει. Δώσατέ τα. Δέν εἶναι δικά σας.
Ψυχή και Χριστός σᾶς χρειάζονται. Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση δεν ἠμπορεῖ
νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός και τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά
φυλάττετε, νά μή τά χάσετε».
Νά μή τρέχουν εἰς Αὐλάς
3. Αὐτός «ὁ λιανός καί
κοντός καί τυλιγμένος μέσα στό ράσο του»4 λαϊκός ἱεροκήρυκας σαγήνευε τούς ἀκροατές
του, γιατί ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τήν ὁδό τῶν Ἁγίων μας ἀκολούθησε
καί ὁ Πατροκοσμᾶς, ἐντασσόμενος στήν πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ και τῆς
θεώσεως». Ἔγινε δόκιμος ἁγιορείτης ἀσκητής: «Ἐπῆγα εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκλαιγα
διά τές ἁμαρτίες μου», σημειώνει. Ἔτσι ἔθεσε τά θεμέλια τῆς ἱεραποστολικῆς
δράσεώς του. Ἱεραποστολή χωρίς πνευματικές-ἀσκητικές προϋποθέσεις δέν μπορεῖ να
ὑπάρξει στήν Ὀρθοδοξία.Ὅταν ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα θεμελιωθεῖ ἁπλῶς στήν
ἀτομική ἠθική καί τήν ἀκαδημαϊκή γνώση, τότε εἰσάγεται ὁ δυτικός ἀκτιβισμός
στήν πράξη μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς ἀνῆκε στήν παράταξη τῶν κολλυβάδων, καί ὑπάρχουν ἀποδείξεις
γι’ αὐτό.Ἡ ἡσυχαστική δέ ἐμπειρία του ἦταν προϋπόθεση τῆς θεολογίας του. Εἶναι
πατερικός κατά πάντα, καί αὐτό προέρχεται ἀπό τίς κοινές μέ τούς Πατέρες ἐμπειρίες
του. Τό προορατικό χάρισμα καί τό μαρτύριό του, μέ ὅλα τά θαυμαστά στοιχεῖα,
πού συνδέονται μέ αὐτό, εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς ἐνοικήσεως μέσα του τῆς ἁγιοτριαδικῆς
Χάριτος, πού τόν καταξίωσε σέ προφήτη τοῦ Λαοῦ Του. Ἡ θυσιαστική ἀγάπη του γιά
το Γένος καί ἡ ἐπιλογή τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης ἦταν καρπός τοῦ ὀρθοδόξου
φρονήματός του. Και αὐτό συνιστοῦσε καί στούς διαθέτοντες, λόγῳ τῆς σπουδῆς
τους, τά κατάλληλα προσόντα: «Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι, ὁποῦ σπουδάζουν, νά μή
τρέχουν εἰς ἀρχοντικά και αὐλάς μεγάλων (νά μή γίνωνται δηλαδή αὐλοκόλακες) καί
νά ματαιώνωσι (=χαραμίζουν) τήν σπουδή τους, διά νά ἀποκτήσουν πλοῦτον καί ἀξίωμα,
ἀλλά νά διδάσκωσι μάλιστα τόν κοινόν Λαόν, ὅπου ζῶσι μέ πολλήν ἀπαιδευσίαν και
βαρβαρότητα...»5.
«Οἱ πίστες τοῦ διαβόλου»
4. Ὁ πόθος τοῦ Πατροκοσμᾶ
για τήν κοινή τοῦ Ἔθνους ἀνάσταση συνδέθηκε μέ τήν ἐπιλογή τῶν κατάλληλων γιά
τήν πραγμάτωση τοῦ στόχου αὐτοῦ μέσων. Και αὐτά ἦταν: Ἡ ἀναθέρμανση στο ἀδυνατισμένο
συνειδησιακά, λόγῳ τῆς δουλείας, Ἔθνος τῆς ἀληθινῆς Πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ἔμαθα
–λέγει- πώς μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ και Θεοῦ δέν εἴσθενε Ἕλληνες
(δηλαδή εἰδωλολάτρες), δέν εἶσθε ἀσεβεῖς αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἴσθενε εὐσεβεῖς
ὀρθόδοξοι χριστιανοί... τέκνα καί θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας...»6. Αὐτά σημαίνουν:
Ὁδηγεῖ ὄχι ἀόριστα σέ Θεό, ἀφοῦ καί οἱ Μασόνοι γιά Θεό μιλοῦν, ἀλλά στόν μόνο ἀληθινό
Θεό, τον ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό, τήν μόνη φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν κόσμο
(πρβλ. Ἰωάν. 17, 6). Ζητεῖ τήν ἀποσύνδεση τοῦ Ἔθνους ἀπό κάθε ἴχνος εἰδωλολατρίας
(νεοπαγανισμοῦ) καί αἱρέσεως, πού εἶναι ἐκφράσεις ἀσεβείας καί βλασφημίας πρός
τόν Θεό. «Ὅλες οἱ πίστες –θρησκευτικές δηλαδή διδασκαλίες- εἶναι, λέγει,
ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ διαβόλου». Αὐτό σημαίνει: Καί ὁ ἀλλοτριωμένος
φράγκικος χριστιανισμός και ὅλες οἱ «θρησκεῖες», πού διαπορθμεύονται στή Χώρα
μας ἀπό τήν ἄθεη καί αἱρετική Δύση. «Μόνον ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν και Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν -τῶν Ἁγίων δηλαδή- εἶναι καλή και ἁγία». Ἕλληνας ἔξω ἀπό την Ὀρθοδοξία
κατ’ αὐτόν δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ. «Ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοί (μόνον) τήν Ἁγίαν Τριάδα πιστεύομεν, δοξάζομεν καί προσκυνοῦμεν. Αὐτή
εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ἔξω ἀπό τήν Παναγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοί εἶναι
δαίμονες...»7. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν λόγων του.
Τό κήρυγμά του εἶναι
Τριαδοκεντρικό, ἀλλά καί Χριστοκεντρικό.Ὁ Χριστός γιά τόν Πατροκοσμᾶ εἶναι ὁ
Θεός, ἀλλά καί «ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καί δεσπότης». Καταλαβαίνουμε τήν αἴσθηση
αὐτοῦ τοῦ λόγου σέ ἕνα λαό, πού εἶχε ἢδη μέσα στήν παρατεινόμενη δουλεία του νά
ὀνομάζει «αὐθέντη» τόν τύραννο Σουλτάνο καί «δεσπότη» τόν ἐπίσκοπό του. Καί αὐτό
συνεχίζεται, στήν παρατεινόμενη δουλεία μας μέχρι σήμερα. Τό κήρυγμά του ὅμως
δεν ἦταν μιά ἄχρωμη ἠθικολογία, ἀλλά Θεολογία, πού προβαλλόταν ὡς τό ὀντολογικό
θεμέλιο τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Διότι ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, μετουσιωμένη σέ
φρόνημα, πηγάζει τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὁ ὀρθόδοξος τρόπος ὑπάρξεως. Ἤ ἑνωνόμεθα ἤ
χανόμεθα 5. Τό ἀναγεννητικό ἔργο τοῦ Ἁγίου μας ἀπέβλεπε στήν ἀνάσταση καί τῆς
ρωμαίικης κοινωνίας, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε συνειδητοποιήσει, ὅτι «γινήκαμε
χειρότεροι ἀπό τά θηρία». Ὡς γνήσιος ἁγιορείτης, ἐνεφορεῖτο ἀπό τό κοινοβιακό -
κοινοτικό ἰδεῶδες τῆς πατερικῆς παράδοσης, μέ κύριο φορέα και ἐκφραστή του τόν
Μ. Βασίλειο. Ὁ Ἅγιος Πατέρας ἢθελε τήν ἐνορία ὡς ἀδελφότητα, μέ κοινοβιακή -
κοινοτική συγκρότηση καί συλλογικότητα.Ἤξερε, ἂλλωστε, ὅτι στήν κοινότητα-ἐνορία
σώθηκε το ὑπόδουλο Γένος. Κατά μία μαρτυρία τοῦ ἑνετοῦ Προβλεπτῆ τῆς Λευκάδας, ὁ
Γέροντας προέτρεπε τούς κατοίκους τῆς Πρέβεζας να μή ἐκκλησιάζονται στίς ἐνορίες
ἐκεῖνες, πού δέν εἶχαν ἐνσωματωθεῖ σέ ἀδελφότητα. Τό μήνυμα τῆς ἐνέργειάς του: ἤ
ἑνωνόμαστε ἤ χανόμαστε. Καί αὐτό ἰσχύει και σήμερα! Ὅριζε, μάλιστα ἐκλογή τῶν ὑπευθύνων
μέ βάση ὀρθόδοξη («μέ τή γνώμη ὅλων τῶν χριστιανῶν») . Γιά τήν ὀρθή ὅμως
λειτουργία τῆς προτεινόμενης ἀπό αὐτόν κοινωνίας κήρυττε τήν κατά Χριστόν ἰσότητα
τῶν δικαιωμάτων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τή μόρφωση τῆς γυναίκας, τήν ἱερότητα τοῦ
γάμου, μέ βάση τή λειτουργική ἰδιαιτερότητα τῶν φύλων καί τη θέση τους στό
κοινωνικό σῶμα, τήν Ἐκκλησία. Ἤθελε τόν ἄνδρα στήν οἰκογένεια «ὡσάν βασιλέα»
καί τήν γυναῖκα «ὡσάν βεζύρη»8 (πρωθυπουργό δηλαδή), καί ἀπόδοση δικαιοσύνης ἀπέναντι
σε ὅλους, καί τούς Ἑβραίους («...ὅσοι ἀδικήσατε χριστιανούς ἤ ἑβραίους»). Ἀποδεικνύει
ἔτσι, ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, ὅταν λειτουργεῖ, δέν χρειάζεται ἀντιρατσιστικούς
νόμους. Ὁ ρατσισμός, τόν ὁποῖο προσπαθοῦν σήμερα νά θεραπεύσουν, δεν ὐπῆρξε
ποτέ ὑπόθεση τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά τῆς Εὐρώπης, στήν ὁποία ὑποδουλωθήκαμε.
Στήν κοινωνία πού αὐτός
προέβαλλε, ζητοῦσε ἀλληλοσεβασμό ἀρχόντων καί ἀρχομένων, σεβασμό στούς ἱερεῖς
παραπάνω ἀπό τούς βασιλεῖς καί τούς ἀγγέλους, ἀλλά καί στούς προεστούς και τούς
γεροντοτέρους. Τίς ρωμαίικες, ἑλληνορθόδοξες ρίζες τῆς κοινωνικῆς του προτάσεως
ἀποκαλύπτει ἡ θέση του γιά τούς προεστούς -τούς κοτσαμπάσηδες. «Ὅ,τι χρεία τύχη
τῆς χώρας, τους προεστούς γυρεύουν καί σεῖς κοιμᾶστε ξέγνοιαστοι»9. Βλέπετε, οἱ
Τοῦρκοι δέν εἶχαν τά γνωστά ἀπό τήν κατοχή ναζιστικά ἀντίποινα. Ἕνα «σαμποτάζ»
τό πλήρωσαν ὅλα τά Καλάβρυτα! Οἱ Ὀθωμανοί ἀποκεφάλιζαν τό ἔθνος, κρεμώντας τόν
Πατριάρχη καί τίς κορυφές τοῦ Γένους, ὣς τούς Προεστούς. Ἀκολουθώντας τόν Ἀπ.
Παῦλο (Ρωμ. 13,1 κ.ἑπ.) συνιστᾶ στό λαό νομιμοφροσύνη, ἀλλ’ ὂχι δουλικότητα.
«Νά πείθωνται (=να ὑπακούουν) εἰς τάς κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς»» (Πρβλ.
Πράξ. 5,29), σέ ὅσα δηλαδή «δέν ἀντιστέκονται στό Εὐαγγέλιο». Ὅπως λέγει καί ὁ
Μ. Βασίλειος σχετικά: «ἐν οἷς ἐντολή Θεοῦ μή ἐμποδίζηται» (PG 35,972/3).
Διαχρονική ὅμως σημασία ἒχει
καί ἡ διάκριση, πού κάνει μεταξύ τῶν δύο θηρίων, τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ,
πού μόνιμα συνιστοῦν τίς θανατηφόρες ἀπειλές τοῦ Γένους (Ἔθνους) μας: «Και
διατί δέν ἔφερεν ὁ Θεός –λέγει- ἄλλον βασιλέα, πού ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντά
(τά δυτικά βασίλεια) νά τούς τό δώση (=τό βασίλειό μας), μόνον ἤφερε τον Τοῦρκον
μέσαθε ἀπό τήν Κόκκινη Μηλιά καί τοῦ τό ἐχάρισε;» (Φοβερός λόγος, ἀλλά αὐτό ἔγινε,
διότι «ἤξευρεν ὁ Θεός, πὼς τά ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τήν πίστιν, καί (ἐνῶ)
ὁ Τοῦρκος δέν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (χρήματα) δῶσ’ του καί καβαλλίκευσέ τον ἀπό τό
κεφάλι...»10. Δέν ἔδινε μόνο ἀπάντηση στούς ἑνωτικούς εὐρωπαΐζοντες κάθε ἐποχῆς,
ἀλλά καί στους μεταπατερικούς Οἰκουμενιστές μας, πού ἐπιμένουν νά μή διακρίνουν
τήν ἐγωπαθολογική τύφλωσή τους, ὅτι ὁ ἀληθινός κίνδυνος προέρχεται ἀπό τήν
διαστροφή τῆς πίστεως καί λιγότερο ἀπό την ὁποιαδήποτε ἀθεΐα.Γι’ αὐτό δέν
διστάζει νά ἀποκαλεῖ τόν πάπα (τόν παπικό θεσμό) ὡς ἀντίχριστο (Α΄ Ἰω. 2, 18)
καί νά λέγει «τόν πάπαν νά καταρᾶσθε», προβλέποντας χαρισματικά τή θέση τοῦ
Πάπα στο παγκόσμιο σήμερα σύστημα ἐξουσίας, ὡς «Πλανητάρχη Νο δύο»...
Ὁ Πατροκοσμᾶς, περαιτέρω, ἱεραρχεῖ
τήν Πατρίδα στήν Ὀρθοδοξία, λέγοντας: «Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καί
ματαία εἶναι ἀπό τοῦ ἁγίου Ἄρτης τήν ἐπαρχίαν, ἀπό τό Ἀπόκουρον...». «Ἐμεῖς,
Χριστιανοί μου, δέν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα»11 (πρβλ. Ἑβρ. 13,14). Ἡ προτεραιότητα
δίνεται πάντα στήν Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, στήν ὁποία ὁ Πατροκοσμᾶς ἱεραρχεῖ τά
πάντα. Προέβλεπε ὅτι ἡ νόσος τῆς ἐποχῆς μας θά εἶναι ἡ παντοειδής χρήση τῆς Ὀρθοδοξίας
ἁπλά γιά τή στήριξη τῆς ἀπολυτοποιημένης «ἑλληνικότητας». Ὁ Πατροκοσμᾶς –θά τό
πῶ γιά μια ἀκόμη φορά καί ἐδῶ, ἦταν πρῶτα Ὀρθόδοξος καί μετά Ἕλληνας. Ἡ ἀναντίρρητη
φιλοπατρία του, ἱεραρχόταν στήν Ὀρθοδοξία του, χωρίς τήν ὁποία πεθαίνει ἡ Ἑλλάδα,
πού μᾶς ἐκληροδότησαν οἱ Πατέρες μας.
Παιδεία καί γλῶσσα
6. Διέβλεπε ὅμως, ὅτι ἡ ἐπιδιωκόμενη
ἀνάσταση καί ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ὄφειλε νά στηριχθεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς
Παιδείας12. Θεωρεῖ ἔτσι «ἁμαρτία» νά μένουν «τά παιδιά ἀγράμματα καί τυφλά»·
«Καλύτερα νά μένουν φτωχά καί γραμματισμένα παρά πλούσια καί ἀγράμματα». Τά ἀγράμματα
παιδιά χαρακτηρίζει «γουρουνόπουλα», ἐλέγχοντας ἔτσι την ἀδιαφορία τῶν γονέων
γιά τή μόρφωσή τους. Γνήσιος πατερικός και ἔξω ἀπό τόν σκοταδισμό εἶναι ὁ λόγος
του. «Ἡ πίστις μας δεν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεῖς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί πεπαιδευμένους...».
Ἔχουμε ἐδῶ ἀπήχηση τῆς διακήρυξης τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «οὔκουν ἀτιμαστέον
τήν παίδευσιν, ὅτι οὕτω δοκεῖ τισίν» (Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασ. ΙΑ΄). Ἔβλεπε ὅμως
τήν παιδεία πατερικά ὡς ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί ὄχι ὡς εὐρωπαΐζοντα
φωταδισμό, πού ἀφήνει ἀνέγγιχτη καί ἀκάθαρτη τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Τό σχολεῖο
γιά τόν Πατροκοσμᾶ ἦταν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας, ναός τῆς θεοκεντρικῆς παιδείας.
Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι οἱ πολλές ἐκκλησιές δέν ὠφελοῦν τήν πίστη χωρίς καλλιέργεια
τοῦ ἀνθρώπου. Μήπως, ἀλήθεια, και μεῖς, στήν εὐρωπαϊκή πλέον δουλεία μας, ἀντί
νά ἀνεγείρουμε πολλούς καί πολυτελεῖς ναούς ἤ μοναστήρια-φρούρια, θά πρέπει να
στρέφουμε τήν φροντίδα καί μέριμνά μας καί στήν ἀνέγερση καί τον ἐξοπλισμό
σχολείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας; Τό παιδευτικό ὅραμα, πού μᾶς
κληροδότησε ὁ Ἅγιός μας, δέν εἶναι ὁ homo oeconomicus, capitalisticus και marxisticus, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μέ τό ὅραμα τῆς παιδείας
συνδέεται ἀχώριστα καί ἡ κένωσή του στό θέμα τῆς γλώσσας. Ἡ γλωσσική καί ὑφολογική
ἁπλότητά του δέν ὀφειλόταν, βέβαια, στήν ἀνεπάρκειά του.Ὁ ἴδιος κατεῖχε ὑψηλή
παιδεία, παρέλαβε ὅμως τον γλωσσικό κώδικα τῆς ἐποχῆς του καί τόν συνταίριαξε
μέ τή γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Λατρείας, ἁπλοποιώντας τίς μορφές, ἀλλά
διακρατώντας τόν γλωσσικό πλοῦτο τῆς παράδοσής μας. Ὁ «δημοτικισμός» ὅμως τοῦ
Πατροκοσμᾶ δέν εἶναι καρπός ἰδεολογικῶν και κομματικῶν ἐμμονῶν, ἀλλά φυσικός
καί ἀβίαστος. Δέν ἦταν οὔτε δημοτικιστής, οὔτε καθαρευουσιάνος, ὅπως ἐπιμένουμε
νά εἴμαστε ἐμεῖς. Οἱ μορφές πάντα ἁπλουστεύονται στή μακραίωνη πορεία τοῦ Ἔθνους,
ὁ γλωσσικός του ὅμως πλοῦτος μένει, ὁλόκληρος καί ζωντανός μέσα στή λατρεία
μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς δεν ἐβίασε τή γλώσσα, οὔτε κοραϊκά, οὔτε ψυχαρικά. Ἀπέφυγε
κάθε ἀκρότητα, διότι σκοπός του ἦταν ἡ ὠφέλεια τῶν ἀκροατῶν του.Ὁ
«δημοτικισμός» του ἦταν ἐθνικός. Γι᾽ αὐτό δίπλα στίς λαϊκές ἐκφράσεις παραθέτει
αὐτούσια χωρία τῆς Γραφῆς καί τῆς Λατρείας. Ὅ,τι δέχεται ὁ Λαός καί
καταλαβαίνει. Αὐτό ἐπιδιώκει, ὅταν ἀγωνίζεται γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς
γλώσσας καί στό χῶρο τοῦ σχολείου. Δέν πρόκειται για ἐθνικισμό καί φυλετισμό, ἀλλά
για πρόταξη τῆς γλώσσας, στήν ὁποία σώζεται ὅλος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός
μας.
Μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητος
7. Αὐτός ἧταν ὁ ὁραματισμός
τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ γιά τό ἀναγεννώμενο Γένος/Ἔθνος. Ἕνα ὅραμα, πού ἐρείδεται στίς ἁγιοπατερικές
πνευματικές προϋποθέσεις. Μέ τήν κατήχηση καί νουθεσία του ἀναπροσδιορίζει ὀρθόδοξα
τήν ταυτότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, πού ἐκαλεῖτο καί πάλι νά συνεχίσει τήν
πρωταγωνιστική ἀποστολή του στήν Ὀρθόδοξη Οἰκογένεια. Ὁραματιζόταν μιά ρωμαίικη
κοινωνία «κατοικία τοῦ Θεοῦ, κατοικία τῶν ἀγγέλων», ὅπως καί ὁ ἱερός
Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «Γῆν οὐρανώσωμεν, γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»! Μια ἀταξική ἀδελφοποιία
στά ὅρια ἑνός ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στήν μοναστική ἀδελφότητα
καί τήν προέκτασή της στόν κόσμο, τήν ὀρθοδοξοπατερικά δομημένη ἐνορία. Ἡ
πολιτεία καί ἡ δράση του κινοῦνται μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας. Εἶχε
συνείδηση, ὅτι ὁ κόσμος ἐξελίσσεται καί ὅτι ὁ νέος κόσμος, πού εἰσαγόταν ἀπό
τήν ἀλλοτριωμένη Δύση, ἀπειλοῦσε ἀκάθεκτα τόν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής
μας. Γι᾽ αὐτό εἶναι πάντα ἐπίκαιρος ὁ λόγος του, ἰδιαίτερα στή σύγχρονή μας ἑλληνική
πραγματικότητα, πού ἀπό τό 1830 εἶναι μόνιμο θλιβερό προτεκτοράτο τῆς Εὐρώπης.
Καί τό ἐρώτημα εἶναι: Τί μένει ἀπό τόν ὁραματισμό τοῦ Πατροκοσμᾶ σήμερα;
Αἱ προφητεῖαι του
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἒπραξε
πατερικά τό καθῆκόν του ἀπέναντί μας. Μᾶς περιέγραψε μέ πληρότητα
τι εἶναι Ὀρθοδοξία καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἱστορική πραγμάτωσή της. Βλέποντας ὅμως
τήν σημερινή τραγική κατάστασή μας, διαπιστώνουμε ὃτι οἱ Νεοέλληνες διαψεύσαμε
τίς προσδοκίες τοῦ Πατροκοσμᾶ κυριολεκτικά. Αὐτό ὅμως τό διεῖδε καί ἐκεῖνος
χαρισματικά στις «προφητεῖες» του: Μᾶς ἤθελε φύλακες καί ὁμολογητές τῆς ἀμωμήτου
Πίστεώς μας, συνιστώντας να «ἔχουμε σταυρό στό μέτωπο, για νά μᾶς γνωρίζουν ὅτι
εἴμεθα χριστιανοί»13, καί μεῖς καταντήσαμε: μασόνοι, μαρξιστές, ἄθεοι,
παπόδουλοι, βλάσφημοι καί δαιμονολάτρες νεοπαγανιστές. Ἤθελε τον Κλῆρο μας ἡγέτη
τοῦ Ἔθνους στήν ὀρθόδοξη μαρτυρία καί ὁμολογία. Καί ὅμως αὐτός προεῖδε ὅτι οἱ
κληρικοί θά γίνουν «οἱ χειρότεροι καί οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων»14 Καί κάτι
φοβερότερο: Εἶπε ὅτι «οἱ παπάδες θά χαλάσουν τήν θρησκεία»! Ἀρκεῖ νά φέρουμε
στό νοῦ μας τήν ὑποδούλωσή μας στον βλάσφημο Οἰκουμενισμό καί την ἀντίχριστη
κίνηση τῆς Πανθρησκείας. Προβλέποντας τήν στρεβλή πορεία τῆς παιδείας μας θά πεῖ,
ὅτι «Τό κακό θά ἔρθῃ ἀπό τούς διαβασμένους»16, ἐννοώντας ἀσφαλῶς τούς
διαφωτιστές καί μετανεωτερικούς διανοουμένους μας. Μήπως δέν περιέγραφε τήν ἐποχή
μας, ὅταν ἔλεγε: «Θά βγοῦν πράγματα ἀπό τά σχολεῖα, πού ὁ νοῦς σας δέν
φαντάζεται»17. Ἀδιάψευστα δέ περιγράφει προορατικά και τήν κοινωνική ζωή μας, ὅταν
ἔλεγε ὅτι οἱ Πολιτικοί μας Ἡγέτες «θά βάλουν φόρο στίς κόττες καί στά
παράθυρα»18! Εὐστοχότερη ὅμως ἐπισήμανση τῆς δημοσιονομικῆς ὀργάνωσής μας δέν
θά μποροῦσε σήμερα νά ἐπινοηθεῖ, ἀπ’ ὅσο ἡ προφητεία του: «Οἱ ληστές (γράφε: oἱ διαχειριζόμενοι τίς τύχες μας) θα φύγουν ἀπό τά βουνά
καί θά κατεβοῦν στίς πόλεις καί θά φοροῦν ποδήματα»19. Κάτι πού θυμίζει τό «ὁ
δολοφόνος μέ τό φράκο»! Ἀλλά και γιά τά νομοθετήματα, πού ρυθμίζουν (γρ. ἀπορρυθμίζουν)
τόν ἠθικο-κοινωνικό μας βίο ἐπαληθεύθηκε ἡ πρόβλεψή του: «Θά δοῦμε και θά
ζήσουμε τά Σόδομα καί τά Γόμορρα»20! Προβλέποντας δέ το ρεῦμα τῆς ἀναγκαστικῆς
μετανάστευσης τῶν καιρῶν μας, θά πεῖ: «Ἐσεῖς θά πᾶτε νά κατοικήσετε ἀλλοῦ καί ἂλλοι
θἀρθοῦν νά κατοικήσουν σέ σᾶς»21, βλέποντας την ἐγκατάλειψη τῆς Χώρας ἀπό τους Ἕλληνες
καί τήν εἰσβολή τῶν ξένων (λαθρομεταναστῶν).
Διαβάζοντας τίς «προφητεῖες»
του, νομίζεις ὅτι γράφθηκαν για τήν ἐποχή μας, σέ ὅ,τι ἀφορᾷ στην ἀποστασία καί
πνευματική νέκρωσή μας. Στόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, κινούμενος καί ὁ ἐπίσης ἡσυχαστής
Μακρυγιάννης θα ἐκφράσει τήν ἀντίθεσή του προς τήν ἐθνική πορεία μας: «Ἄν μᾶς ἔλεγε
κανένας αὐτήνη τή λευτεριά, ὁπού γευόμαστε, θά περικαλούσαμεν τόν Θεόν, νά μᾶς ἀφήσει
εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπεῖ
πατρίδα, τί θα πεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιμία, τί ἀρετή, καί τιμιότης».
Ζώντας στήν ἐθνική μας ἀποτυχία, πού διεῖδαν, ὁ καθένας μέ τον τρόπο του,
Πατροκοσμᾶς καί Μακρυγιάννης, δέν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ταπεινή ἱκεσία:
Χριστέ καί Παναγιά μου, καί σύ, Ἅγιε Κοσμᾶ,
Βοηθῆστε τήν Ἑλλάδα, νά ἀναστηθεῖ ξανά!
Σημειώσεις:
1. Ὁ ἀείμνηστος Κώστας
Σαρδελῆς εἶχε καταγράψει τό 1974 (!) ἑκατοντάδες ἐπιστημονικές μελέτες γιά τόν
Πατροκοσμᾶ (Κων. Σαρδελῆ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀναλυτική Βιβλιογραφία, 19742) καί
ἔκτοτε, ἀπασχολεῖται συνεχῶς ἡ ἒρευνα μέ τό πρόσωπό του. Βλ. Τή διατριβή τῆς Ἄρτεμης
Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ, Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί οἱ Βενετοί (1777-1779). Τά τελευταῖα
χρόνια τῆς δράσης του καί το πρόβλημα τῶν Διδαχῶν, Θεσσαλονίκη 1984. Αὐγουστίνου
Ν. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), Ἀθῆναι 1977. Ἰωάννου Β. Μενούνου,
Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές. Φιλολογική μελέτη-Κείμενα. Ἀθήνα (1979). π. Γ.Δ.
Μεταλληνοῦ, Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός-Ἀπόστολος τῆς ἑνότητας τοῦ Γένους, στό:
Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, σ. 85-110. Τοῦ Ἰδίου, Ἡ διαλεκτική τῶν
ταυτοτήτων τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, στό: Μαρτυρίες γιά θέματα
πνευματικά καί κοινωνικά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 97-110. Ἄρθρα: στη ΘΗΕ, τ. 7,
1965, στ. 894-899 (Νικ. Σωτηρόπουλος), καί στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Ἐκδοτικῆς
Ἀθηνῶν, τ. 5 (1991) σ.42-43 (Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ) κ.π.ἄ.
2.Μολονότι, πέρα τῆς ἀλληλογραφίας του, δεν ἔγραψε καμμιά μελέτη.
3.Gerhard Podskalsky, (μετάφρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ), Ἡ Ἑλληνική
Θεολογία
ἐπί Τουρκοκρατίας (1453-1821), Ἀθήνα 2005, σ. 427-428.
4. Εὐθυμίας Μοναχῆς (Ἰουλίας Γκελτῆ), Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
μέσα στήν ἱστορία, Ἀθῆναι 2004, σ. 525.
5. Βλ. καί τίς ἐπιστολές του στό: Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ὅπ. π., σ.317 ἑπ.
6. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 115/116.
7. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 142 ἑπ., 119/120.
8. Ἰωάννου Μενούνου, σ. 134, 184 ἑπ. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 197.
9. ’Ιωάννου Μενούνου, σ. 281/2, σ. 144.
10.Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 154, Ἰωάννου Μενούνου, σ. 270.
11. Στό ἴδιο, σ. 116, 143/144, 149/150.
12. G. Pοdskalsky, ὃπ.π.,σ. 349.
13.Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π. σ. 349.
14. Στό ἴδιο, σ. 342.
15.Μ. Τρίτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Φωτιστής τοῦ Γένους, ὁ Προφήτης, Θεσσαλονίκη
2000, σ. 361.
16. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π., σ. 342.
17. Εὐθυμίας Μοναχῆς, Οἱ προφητεῖες..., σ. 421.
18.Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ. π., σ. 343.
19. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 432.
20. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 434 ἑπ.
Που βαδίζουμε αλήθεια, οι σημερινοί Ορθόδοξοι;
Ο χριστιανός ο οποίος θέλει να είναι ευθύς απέναντι του Θεού, οφείλει να διερωτηθή: Μήπως υπηρετώ το κακώς εννοούμενο προσωπικόν μου συμφέρον και όχι αυτό που ορίζει η Εκκλησία μου; Μήπως υπηρετώ άθελά μου τις σκοτεινές δυνάμεις και όχι την αλήθεια; Απάντηση εις το ερώτημα αυτό θα μπορέση να πάρη, αν αφήση ελεύθερη τη συνείδησίν του να ομιλήση ανεπηρέαστη από το πάθος και την πλάνη, με βάσιν την αλήθειαν και τον Νόμον του Θεού. Νοείται άραγε ένας χριστιανός να ενεργή εις την ζωήν του με κριτήρια αντίθετα προς το Νόμον και τας εντολάς του Θεού, αντίθετα προς τας Παραδόσεις και τους Ιερούς Κανόνας που εστήριξαν δια μέσου των αιώνων την Πίστιν μας; Κενοί περιεχομένου λοιπόν είναι εις την εποχήν μας οι Ιεροί Κανόνες και Παραδόσεις της Εκκλησίας μας; Που βαδίζουμε αλήθεια, οι σημερινοί Ορθόδοξοι; Μήπως στήνεται ήδη ο τάπης δια την υποδοχήν του Αντιχρίστου; Μήπως επαληθεύονται εις τας ημέρας μας τα λόγια του Προφήτου: «Τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι και ιάσομαι αυτούς»; Θα αγνοήσουμε λοιπόν, αδελφοί αυτά που γίνονται από τους Οικουμενιστές, γεγονότα καταλυτικά της Πίστεώς μας, και δια της σιωπής και αδιαφορίας θα επιβραβεύσουμε την προδοσία της Πίστεώς μας;
Πρός τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Προσερχόμαστε, σήμερα, ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γιά νά προσκυνήσουμε μέ εὐλάβεια καί υἱϊκό σεβασμό τή χαριτόβρυτη εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀγαλλόμενοι γιά τήν ἀνυπέρβλητη τιμή καί δόξα τῆς Βασιλίσσης τῶν Οὐρανῶν καί Μεγάλης μας Μητέρας. Βλέπουμε στήν εἰκόνα τόν Κύριο καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό καί Θεό τῆς Θεοτόκου, νά βαστάζει στά χέρια του τήν πανάγια ψυχή της, πού συμβολικῶς παριστάνεται μέ τή μορφή ἑνός βρέφους. Ἀτενίζουμε κι ἐμεῖς, μαζί μέ τούς Ἀποστόλους, τούς Προφῆτες, τούς Δικαίους καί μέ σύμπασα τή θριαμβεύουσα ἐπουράνια Ἐκκλησία τήν πάνσεπτη μορφή Της, πού ἔγινε «φαεινή λυχνία τοῦ ἀΰλου πυρός, τό θυμιατήριο τοῦ θείου ἄνθρακος, ἡ στάμνος, ἡ ράβδος καί ἡ θεόγραφος πλάκα, ἡ κιβωτός ἡ ἁγία καί ἡ τράπεζα τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς», ὅπως ἐπισημαίνει δοξολογικῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος μετά τήν Κοίμηση καί τόν ἐνταφιασμό Της στή Γεθσημανή παρέμεινε μόνο τρεῖς ἡμέρες στόν τάφο, γιατί ἀναστήθηκε ὅπως καί ὁ Υἱός της καί ἐκάθισε ἐκ δεξιῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας «πεποικιλμένη τῇ Θείᾳ Δόξῃ».
Ἀξιώθηκε τῆς μοναδικῆς αὐτῆς τιμῆς καί δόξης, διότι μόνη Αὐτή στόν κόσμο κυοφόρησε ἐπί ἐννέα μῆνες ὡς ἀνθρώπινο βρέφος τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, δανείζοντάς του ἀπό τήν ἁγνή σάρκα Της τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Τόν γέννησε ὡς ἄνθρωπο, τόν ἀνέθρεψε, τόν κράτησε στά χέρια Της, τόν διηκόνησε ὡς ἄνθρωπο. «Μετέστη πρός οὐρανόν», ἀλλά δέν «κατέλιπε τόν κόσμον ἐν τῇ Κοιμήσει καί τῇ Μεταστάσει Αὐτῆς».
Μετά τήν Κοίμησή της μόνη Αὐτή, πρίν ἀπό τή μέλλουσα τελική Κρίση τῶν πάντων, μετέστη στήν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της καί ἀπό ἐκεῖ παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον τή ζωή τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας. Ὅποτε ζητοῦμε μέ πίστη τή βοήθειά Της ἡ Παναγία μας προστρέχει στά προβλήματά μας καί ἀδιαλείπτως ἀναπέμπει ἱκεσίες ὑπέρ ἡμῶν στό θρόνο τῆς Θείας Μεγαλωσύνης. Ὡς Μητέρα τῆς Ζωῆς ἡ Παναγία μας κάνει αἰσθητή τήν παρουσία Της σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς. Θαυματουργεῖ, ὁμιλεῖ, κλαίει, δακρύζει, μυροβλύζει, ἐμφανίζεται ζωντανή. Ἁπλώνει τά ἄχραντα χέρια Της πάνω ἀπό τά πεδία τῶν μαχῶν, μπαίνει σέ χειρουργεῖα, θεραπεύει ἀνίατες ἀσθένειες, ταξιδεύει σέ θάλασσες καί στεργιές.
Ἰδιαιτέρως ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες γνωρίσαμε καί γνωρίζουμε τήν κεντρική θέση τῆς Παναγίας μας στήν ἱστορική πορεία τοῦ Γένους μας, τό ὁποῖο ἀφ’ὅτου ἀγκάλιασε τήν Πίστη στόν Υἱό καί Θεό της, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἔκανε τήν Παναγία μας Μητέρα του, Σκέπη, Προστασία καί Ὁδηγήτριά του. Τήν κατέστησε Πολιοῦχο στή νέα πρωτεύουσά του, τή Βασιλίδα τῶν πόλεων, τήν ἀνέδειξε Ὑπέρμαχο Στρατηγό καί σύμβολο τοῦ πολιτισμοῦ του.
Οὐδέποτε ἡ Παναγία μας ἄφησε χωρίς τήν προστασία της τό Γένος τῶν Ἑλλήνων. Ἀνέτρεψε καί ἀπέτρεψε ἀναρίθμητα δεινά καί συμφορές ἀνά τούς αἰῶνας. Τά γεμάτα ἀπό τάματα θαυματουργά εἰκονίσματά Της σέ κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα τῆς Πατρίδος μας μαρτυροῦν εὔγλωττα τά ἀμέτρητα θαύματα καί τίς θεραπεῖες ἀπό ἀνίατα νοσήματα πού ἐπετέλεσε στούς πιστούς συμπατριῶτες μας. Αὐτή γίνεται Γέφυρα καί Σκάλα, γιά νά μεταφέρει «τούς ἐκ γῆς πρός Οὐρανόν». Σκορπίζει χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη στούς θλιβομένους, διαλύει τά νέφη τῶν πειρασμῶν καί μᾶς ἀνοίγει τήν πύλη τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Γι’αὐτό καί εὐγνωμόνως ψάλλουμε: «Οὐδείς προστρέχων ἐπί σοί, κατῃσχυμένος ἀπό σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνή Παρθένε Θεοτόκε˙ ἀλλ΄αἰτεῖται τήν χάριν, καί λαμβάνει τό δώρημα, πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως».
Ἡ σημερινή ἑορτή μᾶς ὑπενθυμίζει τή μεγάλη ἀλήθεια πώς, μόνο κοντά στόν Θεό, διατηρώντας ἀκράδαντη τήν πίστη μας, μέσα στή μάνα μας τήν Ἐκκλησία, μέ τή βοήθεια καί Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν προστασία τῆς Παναγίας καί τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων μας, θά ξεπεράσουμε τίς ὅποιες δυσκολίες, σέ πεῖσμα ὅλων ὅσοι ἐπιβουλεύονται τήν Πατρίδα μας καί τίς ζωές μας.
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, μαζί μας ἔχουμε τήν Παναγία, «Προστασία ἀκαταίσχυντο καί μεσιτεία πρός τόν Ποιητήν ἀμετάθετον». Ἄς καταστήσουμε τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας ταμεῖο καί κατοικία τῶν ἀρετῶν τῆς Θεοτόκου, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὥστε νά «ἐπιθυμήσῃ τοῦ κάλλους τῶν ψυχῶν» μας καί νά εἶναι πάντοτε μαζί μας.
Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα σέ ὅλους. Εἴθε ἡ Παναγία, πού εἶναι ἡ Προστάτις τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας, νά προστατεύει καί νά σκεπάζει τήν πατρίδα μας, τόν λαό μας, καί νά μᾶς στηρίζει στίς δύσκολες στιγμές πού διερχόμαστε σήμερα. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!
Διάπυρος πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον Εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης Πλάτων