Αξιότιμε κύριε Χατζηνικολάου
Με σεβασμό
προς το πρόσωπό σας και την πρόσφατη συμβολή σας στο ζήτημα των λεγόμενων
«παράλληλων επισκόπων», θα μου επιτρέψετε ορισμένες διευκρινίσεις αναφορικά με
την περίπτωση του Ευάγριου και του Δημόφιλου, οι οποίοι –κατά τη γνώμη σας–
υπήρξαν ταυτόχρονα επίσκοποι Κωνσταντινούπολης. Η εκκλησιαστική και ιστορική
πραγματικότητα, ωστόσο, όπως μαρτυρείται από τις πηγές, δεν φαίνεται να
επιβεβαιώνει την εν λόγω παραλληλία.
Κατ’ αρχάς, ο
Δημόφιλος είχε καθαιρεθεί από τη Σύνοδο της πόλης του Αρίμινου το έτος 359 –
γεγονός αναμφισβήτητο, όπως και εσείς ομολογείτε. Το 370, με τη στήριξη του
τότε αιρετικού αυτοκράτορα, οι αρειανοί, οι οποίοι δεν είχαν αποδεχθεί την
καθαίρεσή του γι’ αυτό και τον μετέθεσαν από την επισκοπή της Βέροιας και τον
εγκατέστησαν στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Κατά
το ίδιο έτος, ο άγιος Ευστάθιος Αντιόχειας χειροτονεί τον Ευάγριο ως επίσκοπο
Κωνσταντινούπολης, θεωρώντας τον θρόνο κενό· και αμέσως μετά έχουμε την εξορία
και των δύο αυτών ανδρών υπό του τότε αιρετικού αυτοκράτορα Ουάλη. Η πράξη αυτή (της χειροτονίας του Ευάγριου)
στηρίζεται στη θεολογική και κανονική θέση ότι η καθαίρεση σημαίνει την
αφαίρεση της ιεροσύνης, (είναι γνωστό ότι αυτό λένε οι Οικουμενικές Σύνοδοι).
Συνεπώς, η εκκλησιαστική πραγματικότητα του 370 δεν μαρτυρεί ύπαρξη δύο
ισότιμων και κανονικών επισκόπων, αλλά έναν κανονικά χειροτονημένο ορθόδοξο
επίσκοπο τον Ευάγριο, σε αντίθεση προς έναν ήδη
καθαιρεμένο τον Δημόφιλο.
Εύλογα, βέβαια, γεννάται το ερώτημα: εφόσον η καθαίρεση συνεπάγεται – όπως ορθώς σημειώθηκε – την αφαίρεση της ιεροσύνης, πώς είναι δυνατόν ο μέγας Θεοδόσιος να αντιμετωπίζει τον Δημόφιλο ως επίσκοπο λίγο πρίν την δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο;
Η
απάντηση εντοπίζεται εντός της εκκλησιαστικής παράδοσης: η εξήγηση είναι ότι
προηγήθηκε αποκατάσταση -
κανονική τακτοποίηση
του Δημόφιλου από την πλευρά των ορθόδοξων. Η
εκκλησιαστική πράξη προβλέπει, όταν πρόκειται για περιπτώσεις καθαιρεμένων και
στην περίπτωσή μας για λόγο αίρεσης, ή και εκτός Εκκλησίας αιρετικών προσώπων,
ότι προκειμένου να αναλάβει κάποιος εκ νέου επισκοπικά (ή και μη, αλλά πάντως
ιερατικά) καθήκοντα· οφείλει
προηγουμένως να έχει μετανοήσει και να έχει ομολογήσει την ορθόδοξη πίστη. Εν
συνεχεία, απαιτείται η αποδοχή του από την Εκκλησία και η κανονική αποκατάσταση
- τακτοποίηση της ιεροσύνης του και στον τόπο στον οποίο θα τοποθετηθεί ως
κληρικός. Παρόμοιες περιπτώσεις έχουμε συναντήσει τόσο σε καθαιρεμένους για
λόγο αίρεσης κληρικούς όσο και σε πρόσωπα εκτός Εκκλησίας, όπως πρώην παπικούς,
οι οποίοι έγιναν δεκτοί σε κοινωνία
ακόμη και άνευ χειροτονίας κατ’ οικονομία.
[Βλ. του μεγάλου Βασιλείου επιστολή 263
¨τοις Δυτικοις¨ όπου αναφέρεται
σε μία τέτοιου είδους περίπτωση του
πνευματομάχου Ευστάθιου Σεβάστειας. Η περίπτωση
του Ευστάθιου, μάλιστα, παρουσιάζει δομική ομοιότητα με αυτήν του Δημόφιλου·
και στους δύο διαπιστώνεται καθαίρεση, στη συνέχεια υποκριτική μετάνοια, και
τελικώς η Εκκλησία προβαίνει – για λόγους ενότητας – σε αποδοχή και
αποκατάσταση. Κατά συνέπεια, η κατανόηση
της μίας περίπτωσης προσφέρει ερμηνευτικό κλειδί και για την άλλη].
Και
πρέπει να προστεθεί εδώ, στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν υπάρξει αυτή η
κανονική αποκατάσταση – τακτοποίηση του καθαιρεμένου κληρικού· τότε οι
ορθόδοξοι οι οποίοι έστω μόνο θα συμπροσευχηθούν μαζί του καθιστούν τους
εαυτούς τους ακοινώνητους από τους υπόλοιπους ορθόδοξους και πρέπει να
καθαιρεθούν και αυτοί. Είναι γνωστό ότι ισχύει η κανονική αρχή «ο κοινωνών
ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω και αυτός».
Ο δε 11 Αποστολικός Κανόνας εν προκειμένω είναι σαφής και προστάζει: «Εί
τις καθηρημένω, Κληρικός ών, Κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός».
Το ουσιώδες, λοιπόν, ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: πότε επήλθε η αποκατάσταση – κανονική τακτοποίηση του Δημόφιλου; Έλαβε χώρα πριν από τη χειροτονία του Ευάγριου, οπότε πράγματι θα μιλούσαμε για παράλληλους επισκόπους; Ή συνέβη μεταγενέστερα, οπότε και δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παραλληλία, καθότι η καθαίρεση του Δημόφιλου εξακολουθούσε να ισχύει κατά τη χειροτονία του Ευάγριου;
Η απάντηση είναι καθαρή και λογικά αναπόδραστη: δεν δύναται η αποκατάσταση του Δημόφιλου να είχε προηγηθεί της χειροτονίας του Ευάγριου. Διότι, σε μία τέτοια περίπτωση, δεν θα υφίστατο καμία ανάγκη χειροτονίας νέου επισκόπου· ο Δημόφιλος, ήδη μετανοημένος και αποδεκτός από τους ορθόδοξους, θα είχε επανέλθει στη θέση του επισκόπου κανονικώς και σε κοινωνία. Συνεπώς, η ύπαρξη της χειροτονίας του Ευάγριου τεκμηριώνει από μόνη της ότι ο Δημόφιλος κατά το έτος 370 δεν είχε αποκατασταθεί εκ μέρους των ορθόδοξων επισκόπων στην ιεροσύνη και στον τόπο του.
Η
αποκατάσταση του Δημόφιλου πραγματοποιήθηκε μετά
την εξορία του Ευάγριου. Μόνο τότε ο Δημόφιλος κατέστη «δεκτός» εν τη Εκκλησία,
και αυτό υπό την προϋπόθεση μετάνοιας και ορθόδοξης ομολογίας – αν και
προσχηματικής (βλ. το απόσπασμα του μεγάλου Βασιλείου παρακάτω) –. Επομένως, δεν
νοείται παραλληλία επισκόπων στο κρίσιμο χρονικό
σημείο της χειροτονίας του Ευάγριου, αφού τότε ο θρόνος ήταν ουσιαστικά και
κανονικά εν χηρεία.
Ακριβώς
επ’ αυτού, ο μέγας Βασίλειος, στην επιστολή 48
«Ευσεβείω επισκόπῳ Σαμοσάτων», αναφέρει
χαρακτηριστικά:
«Η δε Κωνσταντινούπολις έχει τον
Δημόφιλον πολύν ήδη χρόνον, ως και αυτοί ούτοι
απαγγελούσι και προκεκήρυκται πάντως τη οσιότητί σου. Και τι περί αυτόν πλάσμα
[=false appearance (= ψεύτικη
εμφάνιση), λεξικὀ Lampe] ορθότητος και ευλαβείας παρά πάντων συμφώνως των αφικνουμένων
θρυλείται, ως και τα διεστώτα της πόλεως
μέρη εις ταυτόν συνελθείν και των πλησιοχώρων τινάς των επισκόπων την ένωσιν
καταδέξασθαι».
Ο
Δημόφιλος, δηλαδή, προσποιήθηκε
τον ορθόδοξο, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πεισθούν κάποιοι πιστοί και
κάποιοι επίσκοποι των περιχώρων και να ενωθούν μαζί του. Ο άγιος Βασίλειος δεν
αναφέρει ρητώς πότε έγινε αυτό· ωστόσο, εκ των συμφραζομένων και των ιστορικών
δεδομένων, συνάγεται ότι πρόκειται για γεγονός μεταγενέστερο
της εξορίας του Ευάγριου, όπως ήδη
τεκμηριώθηκε.
Περαιτέρω,
ούτε γίνεται λόγος ρητώς για καθαίρεση ή αποκατάσταση του Δημόφιλου· πλην όμως
αυτά εννοούνται,
καθώς η καθαίρεσή του είναι αναντίρρητη και δεδομένη. Το αναγνωρίζετε άλλωστε
και εσείς, σεβαστέ κύριε Χατζηνικολάου, στο άρθρο σας. Να ο λόγος για τον οποίο
ο μέγας Θεοδόσιος, το έτος 379, θεωρεί τον
Δημόφιλο ως επίσκοπο Κωνσταντινούπολης· διότι,
επαναλαμβάνεται, υπήρξε
αποκατάστασή του η οποία έλαβε
χώρα μετά την εξορία του Ευάγριου.
Επομένως, το συμπέρασμα είναι σαφές: κατά την χειροτονία του Ευάγριου το 370, δεν υφίσταται καμία παραλληλία επισκόπων στην Κωνσταντινούπολη. Ο θρόνος, από εκκλησιολογικής άποψης, ήταν χηρεύων.
Και έτσι έχόντων των πραγμάτων ερχόμαστε στους δύο λόγους που αναφέρετε για να αποδείξετε ότι η περίπτωση Δημόφιλου - Ευάγριου αποτελεί περίπτωση παράλληλων επισκόπων.
· «πρώτον δεν δύναται να θεωρηθή άκυρος η χειροτονία του Δημοφίλου το 370 και επομένως ούτε εν χηρεία ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 370-380, "διότι αρχαίον ην έθος το δέχεσθαι τους από αιρετικών χειροτονηθέντας" και εξής».
Εδώ χρειάζεται μία θεμελιώδης διάκριση,
την οποία δυστυχώς παραβλέπετε, αγαπητέ κύριε Χατζηνικολάου: Άλλο πράγμα η χειροτονία
και άλλο η καθαίρεση.
Συγκεκριμένα:
Η χειροτονία του Δημόφιλου δεν
αμφισβητείται· ήταν έγκυρη,
ή καλύτερα ενυπόστατη.
Κανείς δεν ισχυρίζεται το αντίθετο. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η χειροτονία του
ήταν έγκυρη που δι’ αυτής έλαβε την ιεροσύνη ο Δημόφιλος, μπορούσε και να του αφαιρεθεί
(η ιεροσύνη) μέσω έγκυρης και νόμιμης καθαίρεσης – η
οποία και έγινε στη Σύνοδο της πόλης του Αρίμινου το 359. Η καθαίρεση δεν
ακυρώνει τη χειροτονία (δεν σημαίνει ότι δεν έγινε
ποτέ), αλλά έχει ακριβώς το νόημα της αφαίρεσης της
ιεροσύνης που με τη χειροτονία έλαβε[1].
Το
αν «ἀρχαῖον ἦν ἔθος» να γίνονται δεκτοί όσοι χειροτονήθηκαν από αιρετικούς όταν
υπάρχει καθαίρεση όπως εν προκειμένω αφορά την
αποδοχή μετά από αποκατάσταση – όχι τη χρονική
στιγμή πριν από αυτήν.
Επομένως, η βάση του συλλογισμού σας είναι εσφαλμένη,
και όλα τα επόμενα που εξαρτώνται από αυτήν καταλήγουν επίσης εσφαλμένα. Η
σωστή θεμελίωση του επιχειρήματος πρέπει να γίνει ως εξής:
Δεν δύναται να θεωρηθή άκυρη η καθαίρεση
του 359 του Δημόφιλου – όπως ἐσφαλμένως γράφετε περί ακυρότητα της χειροτονίας
του – και εφόσον
δεν υπήρξε αποκατάστασή του από τους ορθόδοξους μέχρι και την εξορία του
Ευάγριου το 370, ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης
ήταν εν χηρεία κατά την χειροτονία του ορθόδοξου Ευάγριου.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξαν
παράλληλοι επίσκοποι το έτος 370. Η
χειροτονία του Ευάγριου τελέσθηκε επί
χηρεύοντος επισκοπικού θρόνου ως προς τους ορθόδοξους.
Αντιθέτως,
μετά την εξορία
του Ευάγριου και εφόσον υπήρξε αποκατάσταση
του Δημόφιλου, έστω και εξαιτίας υποκριτικής μετάνοιας, τότε πράγματι ο θρόνος δεν
ήταν εν χηρεία· αλλά αυτό αφορά μεταγενέστερο
στάδιο, όχι τη χρονική στιγμή της χειροτονίας του
Ευάγριου.
Το ερώτημα, επαναλαμβάνω, δεν είναι αν ήταν
έγκυρη η χειροτονία του Δημόφιλου – αυτό είναι δεδομένο.
Αλλά αν ισχύει
η καθαίρεσή του κατά την χειροτονία του Ευάγριου το 370, δηλαδή αν
ο Δημόφιλος είχε αποκατασταθεί μέχρι τότε. Και η
απάντηση, όπως αποδείχθηκε, είναι όχι.
Συνεπώς,
και η αναφορά σας στον Δοσίθεο – «διότι ἀρχαῖον ἦν ἔθος τὸ δέχεσθαι τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν
χειροτονηθέντας» – ναι μεν αληθής, αλλά αφορά την μεταγενέστερη
αποδοχή του Δημόφιλου μετά
την αποκατάστασή του και όχι
την κατάσταση πριν
από τη χειροτονία του Ευάγριου. Αυτή η αποδοχή, όπως ήδη τεκμηριώθηκε, είχε την
αναγκαία προϋπόθεση μετάνοιας
και ορθόδόξης ομολογίας,
αν και υποκριτικής – όπως και στην περίπτωση του Ευστάθιου Σεβάστειας, για την
οποία ο μέγας Βασίλειος γράφει στην επιστολή 263
«τοις Δυτικοίς».
Ο μέγας Θεοδόσιος δεν μπορούσε να επικαλεστεί την καθαίρεση του Δημόφιλου διότι υπήρχε η αποκατάσταση του μετά την εξορία του Ευάγριου και δια τούτο του ζήτησε να ακολουθήσει την ορθόδοξη πίστη. ( Έγραψα παραπάνω αρκετά γι’ αυτό ας ανατρέξει ο αναγνώστης ).
Δεν συμφωνούν λοιπόν αγαπητέ κύριε Χατζηνικολάου τα επιχειρήματα σας με τις πηγές ως προς την περίπτωση Δημόφιλου – Ευάγριου ως προς την ύπαρξη παράλληλων επισκόπων. Οι πηγές θέλουν τον Ευάγριο να χειροτονήθηκε σε επισκοπή στην οποία είχαν εγαταστήσει καθαιρεμένο επίσκοπο οι αρειανοί. ( Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι, η αποκατάστασή του στην ιεροσύνη και στον τόπο του από τους ορθόδοξους συνέβη μετά την εξορία του Ευάγριου).
Νικόλαος Τριανταφύλλου
[1] Αλλά και αν εκληφθεί η καθαίρεση όχι ως
αφαίρεση «αλλ’ ως αργήν μένειν και μη εις
ενέργειαν και πράξιν βαλλομένην» την ιεροσύνη, (βλ. οσίου Νικοδήμου,
Πηδάλιον, σελ. 29). Και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε, ότι ο θρόνος ήταν
κενός. Ο δικαίως καθαιρεμένος για αίρεση κληρικός δεν χάνει μεν την ιεροσύνη
του αλλά δεν μπορεί να την ενεργήσει. Άλλωστε όλες οι σύνοδοι εφόσον πρώτα
καθαιρούσαν μετά χειροτονούσαν και εγκαθιστούσαν νέους κληρικούς στους τόπους
των καθαιρεμένων. Αυτὸ δείχνει ότι εξελάμβαναν τους θρόνους εν χηρεία. Και στην
περίπτωσή μας ο Δημόφιλος ήταν δικαίως καθαιρεμένος για αίρεση που δεν είχε
αποκατασταθεί στην ιεροσύνη και στον τόπο του από τους ορθόδοξους τουλάχιστον
μέχρι την εξορία του Ευάγριου.