Η Θεία Ενανθρώπιση στην Ορθόδοξη και στην Δυτική θεολογία. . Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Η Θεία Ενανθρώπιση στην Ορθόδοξη και στην Δυτική θεολογία. .

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Εισαγωγικά

Οι διαφορές στην Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας  και της Ρωμαιοκαθολικής  είναι πάρα πολλές. Εκτός από τις γνωστές (filioque, Πρωτείο Πάπα, Αλάθητο Πάπα, Μαριολατρία, λειτουργικές πρακτικές κ.α) διαφέρουν και στη  θεολογία των Μεγάλων Δεσποτικών εορτών. Οι  μεγάλες διαφορές στην πίστη,  αποτελούν ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΑ  εμπόδια στην επιχειρούμενη ένωση.

Α.Η έννοια της Λύτρωσης

Η έννοια της ΛΥΤΡΩΣΗΣ έχει διαφορετική ερμηνεία στην Ορθόδοξη και στην  Ρωμαιοκαθολική θεολογία,

Στην  Ορθόδοξη θεολογία η  λύτρωση δεν είναι απλώς απελευθέρωση από την αμαρτία ή την τιμωρία. Σημαίνει συμμετοχή στη ζωή του Θεού και θεοποίηση του ανθρώπου (θέωση). Στόχος της λύτρωσης είναι η μεταμόρφωση του ανθρώπου, η ενότητα με τον Θεό και η αναδημιουργία του ανθρώπου σύμφωνα με την εικόνα του Θεού. Αυτό το πετυχαίνουμε με τα Μυστήρια της Εκκλησίας και τον προσωπικό πνευματικό αγώνα σε όλες τις μορφές (ορθή πίστη και ορθή πράξη). Η Ορθοδοξία βλέπει τον άνθρωπο ως δημιούργημα κατά εικόνα Θεού (Γένεση 1:26-27), αλλά η αμαρτία τον αποξένωσε από την πλήρη κοινωνία με τον Θεό. Η λύτρωση δεν περιορίζεται στην εξάλειψη της αμαρτίας· είναι ολόκληρη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύση.

Μέσω της Ενανθρώπησης, ο Λόγος «συμμετέχει στην ανθρώπινη φύση» για να την ανυψώσει στη ζωή της θείας χάρης. Η λύτρωση είναι, επομένως, κοινωνία με τον Θεό μέσω του Χριστού, η οποία επιτυγχάνεται όχι μόνο ηθικά αλλά και υπαρξιακά.

Στην Ορθοδοξία, η λύτρωση είναι μεταμορφωτική, μυστική, υπαρξιακή και θεολογικά βιωματική, επικεντρωμένη στη συμμετοχή στη ζωή του Θεού.

Στην Δυτική-Παπική θεολογία η  λύτρωση θεωρείται κυρίως συγχώρεση αμαρτιών και αποκατάσταση της δικαιοσύνης του Θεού, δηλαδή της ηθικής τάξης που δημιούργησε ο Θεός. Η λύτρωση, σε αυτή τη θεολογία, είναι κυρίως εξιλεωτική και ηθική, στοχεύοντας στη συμφιλίωση ανθρώπου και Θεού. Η Ενανθρώπηση και η Σταύρωση του Χριστού είναι μέσα ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης (satisfactio).

Ο Χριστός ενεργεί ως μεσίτης: αναλαμβάνει την τιμωρία της αμαρτίας και παρέχει στους ανθρώπους χάρη και συγχώρεση. Στη Δυτική θεολογία, η λύτρωση είναι σωστική, δικαιωτική και ηθική, με έμφαση στη συγχώρεση της αμαρτίας και στην αποκατάσταση της θείας τάξης, περισσότερο παρά στη μυστική συμμετοχή στη ζωή του Θεού.

Β. Η Θεία ενανθρώπιση και η βλάσφημη Παπική αίρεση για την  ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης.

Ο πρώτος που διατύπωσε την πλάνη αυτή ήταν ο «αρχιεπίσκοπος» Καντερβουρίας Άνσελμος (1033-1109), ιδρυτής του Σχολαστικισμού στη Δύση και «άγιος» της παπικής «εκκλησίας».

Στο σύγγραμμά του: «Cur Deus homo?» (Γιατί ο Θεός (έγινε) άνθρωπος;), διαπραγματεύεται το «πως» της απολυτρώσεως, χρησιμοποιώντας δικανικά και λογικά επιχειρήματα.

Την υιοθέτησε ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), δίνοντάς της πιο σαφή καθορισμό, ως προς το περιεχόμενό της, την αποδέχτηκε ως «διδασκαλία της Εκκλησίας» η «Σύνοδος» του Τριδέντου (1545-1563) και τέλος η Α΄ «Σύνοδος» του Βατικανού (1870), την όρισε «δόγμα πίστεως» για την παπική «εκκλησία»!

Σύμφωνα με την άκρως κακόδοξη αυτή θεωρία, η πτώση του ανθρώπου δεν εκλαμβάνεται ως αστοχία, ως μια λαθεμένη επιλογή, όπως διδάσκει η Εκκλησία, αλλά ως «προσβολή της Θείας Δικαιοσύνης και του μεγαλείου του Θεού».

Η πτώση των Πρωτοπλάστων αποτέλεσε μια τρομακτικών διαστάσεων ύβρη και προσβολή κατά του Δημιουργού, προκαλώντας μια μεγάλη ενοχή, με την παράβαση του αιώνιου θείου νόμου.

Ήταν δε τόσο μεγάλη η προσβολή κατά του Θεού, όσο και η αξία του προσβαλλόμενου Θεού. Γι’ αυτό απαιτούνταν ανάλογη εξιλέωση, για την αποκατάσταση της «τρωθείσας θείας μεγαλειότητας και της ηθικής τάξεως».

Ο προσβαλλόμενος Θεός διατελούσε σε θυμό και μόνιμη αγανάκτηση και απέχθεια εναντίον του ανθρωπίνου γένους, το οποίο έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες της προσβολής κατά του Θεού.

Ο πεπερασμένος άνθρωπος, αφού δεν μπορούσε ποτέ να παράσχει ικανοποίηση στον άπειρο Θεό, θα έπρεπε να περιμένει μόνο τον αιώνιο θάνατο. Το όργανο για την επαναφορά του ανθρώπου σε μια ορθή σχέση με τον Θεό θα έπρεπε να είναι ένας Θεάνθρωπος (Χριστός), με του οποίου την άπειρη αξία ο άνθρωπος εξαγνίστηκε σε μια πράξη συνεργασίας –αναδημιουργίας».

Ο Χριστός σαρκώθηκε για να ικανοποιήσει την Θεία Δικαιοσύνη, να κατευνάσει την θεία οργή και να αποκαταστήσει την ηθική τάξη και όχι να απολυτρώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία του Σατανά, την δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο, να ενώσει τον άνθρωπο με το Θεό και να τον θεώσει, όπως δοξάζει η Εκκλησία.

Ο παπικός «θεολόγος» J. Phole, ομολογεί, ότι «η ενσάρκωση μπορεί να εννοηθεί ως αναγκαίος όρος της απολύτρωσης, μόνο κάτω από την προϋπόθεση ότι ο Θεός απαίτησε επαρκή (δηλ. άπειρη) ικανοποίηση για τις αμαρτίες των ανθρώπων»

Ο Χριστός «αναγκάστηκε» να σαρκωθεί, όχι να απολυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, τη φθορά και τον θάνατο, αλλά από το «θείο θυμό», για να «ικανοποιήσει» την «τρωθείσα θεία δικαιοσύνη»!

Η υπέρτατη θεία δωρεά της σωτηρίας κατανοείται ως μια δικανική διαδικασία, απογυμνωμένη πλήρως από το στοιχείο της αγάπης του Θεού.

Εφόσον η σωτηρία είναι αποτέλεσμα συναλλαγής και δικανικών κανόνων, υπερτονίζεται η επιτέλεση «καλών έργων» και υποβιβάζεται η εσωτερική αλλαγή του ανθρώπου, η συνεχής μετάνοια, η οποία προσελκύει τη θεία χάρη και τον αγιασμό, με απώτερο στόχο την θέωση. Όσα περισσότερα «καλά έργα» επιτελεί ο πιστός, τόσο περισσότερο «ευαρεστεί» το Θεό.

Από ορθοδόξου θεολογικής απόψεως η «Περί Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης» θεωρία κρίνεται άκρως κακόδοξη και βλάσφημη, η οποία προσβάλλει καίρια την περί Θεού και την περί απολυτρώσεως διδασκαλία της Εκκλησίας.

Μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η φοβερή αυτή παπική αίρεση δεν τέθηκε ποτέ θέμα συζήτησης στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους.

Διερωτόμαστε: οι ορθόδοξοι συμμετέχοντες σ’ αυτούς δεν θεωρούν απαραίτητο να τεθεί και αυτή η σοβαρή πλάνη στο τραπέζι των συζητήσεων;

Είναι δυνατόν ποτέ να δεχτούμε «ένωση» με τους παπικούς, αποδεχόμενοι (και) αυτή την κακοδοξία, η οποία στρεβλώνει, όπως προαναφέραμε, ριζικά την περί Θεού και Θείας Οικονομίας βιβλική και πατερική διδασκαλία;

 

Γ. Το Δόγμα της Ασπίλου Συλλήψεως της Θεοτόκου και η Θεία Ενανθρώπηση

Το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου αποτελεί μία από τις βασικότερες και πλέον χαρακτηριστικές διαφοροποιήσεις της Ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας από την Ορθόδοξη παράδοση. Η έννοια της «ασπίλου» συλλήψεως (Immaculata Conceptio) υποστηρίζει ότι η Παναγία, προοριζόμενη να γεννήσει τον Υιό και Λόγο του Θεού, έπρεπε να είναι απολύτως αναμάρτητη από τη στιγμή της σύλληψής της.

Σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική διδασκαλία:

  • Η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από κάθε προσωπική αμαρτία.
  • Ήταν επίσης ελεύθερη από το προπατορικό αμάρτημα, που σύμφωνα με την Παπική αντίληψη μεταδίδεται σε όλους τους ανθρώπους μέσω της φυσικής γέννησης.
  • Η άσπιλη  σύλληψή της πραγματοποιήθηκε χάρη στην πρόνοια του Θεού, παρά το ότι είχε φυσικούς γονείς, τον Ιωακείμ και την Άννα.

Οι Παπικοί στηρίζουν την αντίληψη αυτή στον ορθολογισμό και το σχολαστικισμό, ισχυριζόμενοι ότι μόνο μία «θεία» γυναίκα θα μπορούσε να γεννήσει τον Θεό Λόγο, αναγάγοντας έτσι τη Θεοτόκο σε επίπεδο σχεδόν θεϊκό.


2. Ιστορική Ανάπτυξη του Δόγματος

  • Το δόγμα εισήχθη τον 12ο αιώνα από τους Βρετανούς μοναχούς Έντμερ και Όσμπερτ.
  • Το 1140 στη Λυών καθιερώθηκε η σχετική εορτή της Παναγίας.
  • Η θεσμοθέτηση ως επίσημο δόγμα έγινε τον 19ο αιώνα, στις 8 Δεκεμβρίου 1854, με τον Πάπα Πίο Θ’.

Η βασική ραχοκοκαλιά της διδασκαλίας στηρίζεται στο χωρίο Λουκά 1:28 («Χαίρε, Κεχαριτωμένη Μαρία»), το οποίο οι Παπικοί παρερμηνεύουν ως ένδειξη αναμαρτησίας της Παναγίας. Η Ορθόδοξη ερμηνεία, αντίθετα, αναγνωρίζει ότι η λέξη «κεχαριτωμένη» δηλώνει την πληρότητα της χάρης του Θεού που έλαβε η Παναγία, όχι απαραίτητα έλλειψη αμαρτίας.


3. Θεολογική Κριτική του Δόγματος

Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιτίθεται στο δόγμα της ασπίλου συλλήψεως για λόγους σωτηριολογικούς και θεολογικούς:

  1. Μοναδικότητα της Υπερφυσικής Γέννησης του Χριστού
    • Ο Χριστός είναι ο μόνος που γεννήθηκε ασπίλως, δηλαδή χωρίς τη μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος.
    • Η σύλληψή Του έγινε «εκ Πνεύματος Αγίου» και όχι φυσικά, ώστε να μην επηρεάζεται από την ανθρώπινη αμαρτία.
  2. Η ανθρώπινη φύση της Θεοτόκου
    • Η Ορθόδοξη παράδοση διδάσκει ότι η Θεοτόκος ήταν «άνανδρος» και «αειπάρθενος», δηλαδή παρέμεινε παρθένος πριν, κατά και μετά τον τοκετό.
    • Ο Άγιος Ιωσήφ λειτουργούσε μόνο ως προστάτης και κηδεμόνας, όπως περιγράφεται στα Ματθ. 1:18-19.
  3. Σωτηριολογικές συνέπειες
    • Η υπερτονισμένη αγιότητα ή η «θεοποίηση» της Παναγίας στην Παπική θεολογία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης που έλαβε ο Χριστός.
    • Όπως σημειώνει ο Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Εάν η Παρθένος έφερε άλλη φύση, τότε ο Κύριος, προσλαμβάνοντας αυτήν, θεώσε άλλη φύση και όχι τη κοινή όλων των ανθρώπων φύση».

4. Συμπέρασμα

Το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πώς η υπερβολική μαριολογία στην Παπική παράδοση διαφοροποιείται από την Ορθόδοξη διδασκαλία, με άμεσο αντίκτυπο στη σωτηριολογία.

Η Ορθοδοξία τιμά την Παναγία ως Υπεραγία Θεοτόκο, που επέλεξε ο Θεός για τη γέννηση του Σωτήρα, αλλά διατηρεί τη σαφή διάκριση μεταξύ του Χριστού και της ανθρώπινης μητέρας Του:

  • Ο Χριστός είναι ο μοναδικός ασπίλως γεννηθείς.
  • Η Θεοτόκος είναι η «πλήρης Χάριτος», αλλά άνθρωπος με όλες τις συνέπειες της ανθρώπινης φύσης, χωρίς να παραβιάζεται η σωτηριολογική διάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου