Ο Παλαιός των Ημερών δεν είναι ένα ατομικό Πρόσωπο, Σταύρου Ασλανίδη

Ο Παλαιός των Ημερών δεν είναι ένα ατομικό Πρόσωπο, ούτε ο Θεός συνολικά είναι τρία ατομικά Πρόσωπα, ούτε ερχόταν στα δεξιά Του άλλο ατομικό Πρόσωπο.

Σταύρου Ασλανίδη

Μετά από συνέχεια

Η παρούσα εργασία επιδιώκει να δώσει την ερμηνεία για το ποιος ήταν αυτός που φανερώθηκε με το Πρόσωπο του «Παλαιού των Ημερών». Πριν από αυτό, χρειάζεται να γραφούν πολλά ακόμα, προκειμένου να στηριχθεί μια ερμηνεία σε στέρεες βάσεις, ως θεολογική συμφωνία. Εάν δεν προηγηθεί μια θεολογική κατανόηση σύμφωνη με το πνεύμα της Εκκλησίας σχετικά με το πώς γίνεται η διάκριση στα περί του Θεού και συμφωνία για την παντελή απουσία της διαίρεσης του Θεού σε επιμέρους, τότε εύκολα γίνεται διαστρέβλωση στο γράμμα της Γραφής . Αυτό σημαίνει ότι οδηγός σε κάθε ερμηνεία οφείλει να είναι το ορθό δόγμα.


Όλα αυτά λέγονται για να κατανοηθεί το πώς είδε το όραμα ο Δανιήλ. Αν, ωστόσο, δεν κατανοηθεί το αδιαίρετο του Θεού, η διάκριση και η μία και τέλεια ένωση Θεού και ανθρώπου, ακόμα κι αν δοθεί η ερμηνεία στη θεοφάνεια, όπως και έχει δοθεί από τους πατερικούς συγγραφείς, αυτή δεν θα γίνει κατανοητή. Διότι το μυαλό του ανθρώπου κλίνει εκ φύσεως στο λογικό και το σωματικό. Με αυτά συνηθίζει να λειτουργεί και από αυτά πηγάζουν όλες οι παραστάσεις και οι σκέψεις. Αυτές είναι πολύ οικείες λειτουργίες του νου, και σε κάθε δυσκολία κατανόησης, εκεί θα πάει ο νους του ανθρώπου, αν δεν ασκηθεί στη μυστική θεολογία. Η εξάρτησή μας από τη λογική αυξάνεται συνεχώς στον κόσμο και στα κοσμικά, και χρειάζεται να επιμείνουμε στην διαφορές τους με την θεολογία. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα και η ροπή της σκέψης στα σωματικά, ώστε να αναχαιτιστεί η επιρροή της και ο νους να στραφεί αντίθετα, πιστεύουμε ότι χρειάζεται να γίνει μια θεολογική κατανόηση της διάκρισης και της άρνησης της διαίρεσης. Η πίστη θα αποκαλύψει την ερμηνεία, ενώ αντίθετα, η ερμηνεία από μόνη της δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ή, ακόμα κι αν γίνει, πολύ γρήγορα θα ξεχαστεί. Αυτός είναι ο λόγος που επιμένουμε σε αυτό το θέμα, πριν προχωρήσουμε στις πολλές ερμηνείες και παρερμηνείες του οράματος του Δανιήλ. Προς το παρόν, θέλουμε να κατανοηθεί ότι ένας και απλός είναι ο Θεός και, φυσικά, σ' Αυτόν τον ένα – και όχι σε δύο χωρισμένα Πρόσωπα – αναφέρεται ο Δανιήλ.

Οι συνέπειες και το αγεφύρωτο χάσμα που έφερε η πτώση από τον παράδεισο

Έτσι λοιπόν, θα παραμείνουμε στο αδιαίρετο του Θεού, για να το κατανοήσουμε. Μόνο μια διαίρεση υπάρχει σε όσα αφορούν τον Θεό. Αυτή είναι η απόλυτη αλήθεια: Ο Θεός είναι μόνο και Μόνος Άκτιστος. Ο άνθρωπος και κάθε κτίσμα είναι μόνο και μόνο κτίσμα. Υπάρχει ανάμεσά τους ένα τέλειο χάσμα και καμία σύνδεση δεν μπορεί να τους φέρει σε κοινωνία, πλην της μίας που θα αναφερθεί παρακάτω. Όχι μόνο με τη φύση, όχι μόνο με τις αισθήσεις, αλλά δεν έχουμε καμία γνώση, ούτε κοινωνία, ούτε επικοινωνία, ούτε σύμβολο, ούτε ξέρουμε το όνομα Του. Ακόμα και το όνομα «Θεός» δηλώνει την ενέργειά Του και όχι το ποιος είναι.

Η απομόνωση από τον Θεό ήρθε από τότε που ο Αδάμ έπεσε από τον παράδεισο, και αυτό το χάσμα ποτέ δεν έλλειψε, δεν μειώθηκε, ούτε υπήρξαν διαλείμματα σε αυτό. Ο Θεός δεν σταμάτησε ούτε διέκοψε τις επιπτώσεις της πτώσης και της αμαρτίας, δεν παρέβη την υπόσχεση που έδωσε στον Αδάμ και την Εύα· κράτησε ως τέλος τις συνέπειες της πτώσης. Δεν πήγε στον Αβραάμ, στον Δανιήλ και γενικά στους προφήτες· δεν υπερπήδησε ποτέ τις συνέπειες της πτώσης. Η αιτία για την πτώση δεν ήταν ο Θεός, ούτε η φύση του Αδάμ, αλλά ήταν η αμαρτία. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν μπορούσε να αλλάξει από μόνος Του την πτώση και να ξεχάσει την αμαρτία (το δεν μπορούσε δεν λέγεται κατά τη δύναμη, αλλά κατά την ελευθερία Του), ούτε μπορούσε να επισκεφτεί τους δίκαιους, ενώ οι άνθρωποι παρέμεναν μέσα στην αμαρτία.

Αυθτός που μπορούσε να κάνει μια τέτοια επίσκεψη και την έκανε, ήταν και είναι μόνο ο Χριστός, με την άκρα ταπείνωση. Αφού είχε το δικό Του σώμα, δεν κοινώνησε κατά την επίσκεψή Του με την αμαρτία, αφού όλος παρέμεινε πάντοτε αναμάρτητος. Δεν μπορούσε όμως παρομοίως ο Πατέρας να επισκεφτεί τον άνθρωπο, διότι ο άνθρωπος ήταν αμαρτωλός και θα κοινωνούσε ο Θεός αναγκαστικά με την αμαρτία. Ωστόσο, και ο Χριστός λόγο ηθικής είχε τούτο τον περιορισμό: δεν ήθελε να έρθει δίπλα στην αμαρτία. Ωστόσο όπου ήταν προς το όφελος των ανθρώπων, αφού Αυτός είχε σώμα, ήταν ο μόνος που ήρθε δίπλα σε τελώνες και Φαρισαίους, δέχτηκε δίπλα Του με φιλανθρωπία και την πόρνη, και τον ληστή, και τον προδότη. Αυτός, συγκαταβατικός και με το δικό Του σώμα, έδωσε την πρόγευση της σωτηρίας αιώνες πριν να έρθει ο ίδιος στον χρόνο, με τη Σάρκωση, τη Γέννηση, το Έργο Του, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του.

Σε αυτήν την κατάρα και το χάσμα που έφερε η πτώση, ήρθε η Μια γέφυρα η οποία ένωσε τελείως και πλήρως τον άνθρωπο με τον Θεό: ο Χριστός. Δεν είχε κανένα ελάττωμα, δεν είχε καμία έλλειψη, ποτέ δεν ήρθε κάποιο συμπλήρωμα, ποτέ δεν προστέθηκε κάτι επιπλέον, από κάποιο άλλο Πρόσωπο. Σαρκώθηκε ο Κύριος και αυτό έγινε με τέλεια ένωση κτιστού και άκτιστου. Το τέλειο από μόνο του σημαίνει ότι ούτε υπήρχε ανάγκη να έρθει κάτι επιπλέον, αλλά κυρίως ότι δεν άφησε κάποια εκκρεμότητα για την οποία όφειλε ή θα μπορούσε να έρθει κάποιος άλλος για να την συμπληρώσει. Ακόμα, το έργο του Χριστού δεν μπορούσε να επαναληφθεί, να φέρει και άλλος την κοινωνία Θεού και ανθρώπου, διότι στον Θεό δεν υπάρχουν επαναλήψεις ποτέ, ούτε καν υπάρχει ο χρόνος. Η έλευση του Χριστού είναι η Μία και μοναδική και τέλεια θεοφάνεια του Θεού στον κόσμο. Οι δύο φύσεις, Θεϊκή και ανθρώπινη, ενώθηκαν τέλεια, ασύγχυτα και χωρίς να μεταβληθούν ή να υπερισχύσει η μία έναντι της άλλης, δίνοντας το ένα Πρόσωπο του Χριστού, και Αυτός ήλθε για τη σωτηρία μας.

Εκείνο που θεωρούμε σημαντικό είναι να κατανοηθεί η Τριαδική Μονάδα στον Θεό. Τα τρία Πρόσωπα είναι Αδιαίρετα και ολόκληρος ο Θεός που φανερώθηκε δεν ήταν δύο ή τρία ατομικά Πρόσωπα, δεν ήταν κάτι από εδώ και κάτι από εκεί. Δεν ήταν ο ένας που καθόταν και Κάποιος άλλος που μετακινούνταν. Δεν ήταν ο Ένας και μαζί Του κάποιος Άλλος. Τόσο στο όραμα του Δανιήλ, όσο παντού και πάντα – όπως στον Δανιήλ, έτσι και στον Αβραάμ, στον Πρόδρομο, στους τρεις πρόκριτους μαθητές – φανερώθηκε μία θεοφάνεια, ένας Τριαδικός και αδιαίρετος Θεός, και αυτό δεν συνέβη ξανά και ξανά στον χρόνο, αλλά οι άνθρωποι έβλεπαν ξανά και ξανά την μία Άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, τίποτα και ποτέ κάτι διαφορετικό ανάμεσά τους. Τα διαφορετικά ονόματα και τα σύμβολα των θεοφανιών δηλώνουν το πλήθος στα επίγεια και όχι στα ουράνια. Δηλαδή, η ενέργεια είναι μία και κοινή στα τρία Πρόσωπα ως προς την πηγή της, ως προς τον Θεό. Ωστόσο, είναι πολλές ως προς την αποστολή της στην κτίση και σε κάθε κτίσμα αφήνει το έργο της.

Αναφερόμαστε σε ό,τι αφορά τον Θεό και την Θεότητά Του με διάκριση και ταυτόχρονα σεβόμαστε την παραμονή Του στο άγνωστο.

Η διαίρεση, όποιον και όπου αν αφορά, απαιτεί γνώση για το είδος, το τρόπο και το ιδίωμα του χωρισμού. Απαιτεί κατανόηση του ποιος παραμένει ο ιδιαίτερος χαρακτήρας σε κάθε χωριστό μέρος. Για να προχωρήσουμε στη διαίρεση, πρώτα πρέπει να γνωρίζουμε ποιος είναι ο ιδιωτικός χώρος, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, η μορφή, η εμφάνιση. Απαιτεί εμπειρία για το ποιος είναι ποιος κατά τη συνομιλία και τη συναναστροφή. Πρέπει να ξέρουμε ποιανού είναι το έργο, η ενέργεια, η ομιλία, η επιφανής φανέρωση. Απαιτεί εξουσία να αναγνωριστεί το είδος και δεξιότητα να αναγνωρίζονται τα είδη που προκύπτουν από τον διαχωρισμό. Ακόμα περισσότερο, απαιτείται οικειότητα και συγγένεια, ή μια συμβατότηταη τιμή και η προσκύνηση. Πριν από το ποιος είναι ο Παλαιός των Ημερών, πρέπει να κατανοηθούν τα σχετικά με τα θέματα αυτά και ότι ο Θεός δεν έχει απολύτως τίποτα από αυτά, διότι αν αυτά ήταν διαφορετικά και ιδιωτικά στα τρία Πρόσωπα, τότε θα καθιστούσαν σε πλήθος νέα υποστατικά ιδιώματα. Η προκλητική εικόνα μιας τριπρόσωπης παράστασης που αγνοεί όλα αυτά είναι μια καλοστημένη διαστρέβλωση που προσβάλλει τον Θεό των Χριστιανών.

Αντί να μιλάμε και να πράττουμε σαν να έχουμε πολλές μορφές και διαιρέσεις στον Θεό, οφείλουμε να πιστεύουμε στα κηρύγματα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία διδάσκουν όχι για διαιρέσεις αλλά μόνο για τη διάκριση στον Θεό:

  • «Ο Θεός έχει τρία Πρόσωπα, αλλά είναι ένας».
  • «Ο Χριστός έχει μία αδιαίρετη Υπόσταση, αλλά δύο ασύγχυτες και αδιαίρετες φύσεις».
  • «Κάθε Πρόσωπο του Θεού διακρίνεται αχώριστα σε ουσία και ενέργεια. Ενώ είναι αδιαίρετες, εντούτοις μεθεκτή είναι μόνο η ενέργειά Του».
  • «Όλος ο Υιός είναι στον ουρανό και ταυτόχρονα όλος ο Τριαδικός Θεός είναι στη γη».
  • Η Θεοφάνεια δεν είναι μια πράξη που επαναλαμβάνεται.
  • Από τον Θεό δεν φανερώθηκε κάποτε το ένα Πρόσωπο, κάποτε τα δύο και άλλοτε τα τρία Πρόσωπα. Ούτε πάλι απουσιάζει κάποτε το ένα και κάποτε το άλλο Πρόσωπο από την τριαδική ομήγυρη του Θεού.
  • Η Τριαδική Μονάδα δεν διασπάται σε Τριάδα, σε Τριπρόσωπο Θεό, ούτε σε Μονάδα, όπως ο Πατέρας μέσα από το σύμβολο του Παλαιού των Ημερών, ή το Άγιο Πνεύμα ως περιστερά. Πάντα έχουμε Τριάδα και Μονάδα μαζί και ποτέ δεν αυτονομούνται μεταξύ τους. Δεν έμεινε το ένα Πρόσωπο Θεός με τον Αβραάμ και δεν πήγαν τα άλλα δύο Πρόσωπα Θεοί στον Λωτ.
  • Ο Θεός δια της Σαρκώσεως ήρθε δίπλα μας. Τον αγαπούν όσοι τηρούν τις εντολές Του. Αυτός έφερε στον κόσμο το Πρόσωπο και τη Θεότητά Του. Δεν είναι μια ένωση με φανταστικά ομοιώματα και ινδάλματα, αλλά με ασύγχυτη και αμετάβλητη ένωση των δύο φύσεων. Ο Χριστός (και μέσα στο Άκτιστο Φως Του) αγιάζει και κατοικεί στους αγίους. Αυτός φανερώνεται μέσα από το έργο και τα μυστήρια της Εκκλησίας. «Αυτόν βλέπουν οι καθαροί στην καρδιά».

Ποτέ δεν διαχωρίζουμε πρακτικά τον Θεό. Αυτά που λέγονται για τα Πρόσωπα του Θεού δηλώνουν την ύπαρξη της διάκρισης στον Θεό, την οποία εμείς δεν μπορούμε ούτε να προσεγγίσουμε, ούτε να εξιχνιάσουμε, ούτε να γνωρίσουμε, ούτε να καταλάβουμε, ούτε να διαπιστώσουμε... Ο Απρόσιτος, εφόσον πραγματικά πιστεύουμε και σεβόμαστε ότι παραμένει πάντοτε Απρόσιτος, δεν μπορεί να διαιρεθεί. Η διαίρεση, δηλαδή το να πούμε «από εδώ Θεός και από εκεί άλλος Θεός», προϋποθέτει οικειότητα και εξουσία· θέλει πρώτα να Τον ορίσουμε και μετά να προσεγγίσουμε χωριστά κάτω από τη διαίρεση. Αντίθετα, το Απρόσιτο δηλώνει παντελή αδυναμία, όχι μόνο στο να προσεγγίσουμε κατά Πρόσωπο (ή το σύμβολο που κάποιοι αφελείς το τοποθετούν ως αντί-πρόσωπο του Θεού) αλλά και το ιδιωτικό περιβάλλον Του.

Ωστόσο, αν και είναι παντελώς απρόσιτη η κατανόηση των αληθειών που αφορούν τον Θεό, έχουμε διδαχθεί και πιστεύουμε στην τριαδική ύπαρξή Του. Αυτός που μας ενημέρωσε για την ύπαρξή Τους είναι ο μόνος που ξέρει τα πάντα για τον Θεό, η μόνη Αλήθεια, ο μόνος Μεσίτης, ο μόνος Δρόμος, η μόνη Πύλη, ο μόνος που είδαμε, ο μόνος που ήρθε κοντά μας, ο μόνος επιφανής, ο μόνος στον οποίο βαπτιζόμαστε, Αυτός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας. Το κτιστό μυαλό, ακόμα και των αγγέλων, ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει ή να κατακτήσει την εμπειρία της αλήθειας, γιατί η αλήθεια δεν είναι έργο, ενέργεια ή αποτέλεσμα που προέρχεται από το μυαλό. Μπορεί μόνο κατά χάρη να γνωρίσει την μόνη Αλήθεια, και αυτή η κατά χάρη αλήθεια, είναι η κατά χάρη Θέωση (η σωτηρία), διότι η Αλήθεια είναι και την έφερε στον κόσμο ο Χριστός. Κατέβηκε ο Χριστός από τον ουρανό για τη δική μας σωτηρία.

Αυτός είναι και ο πνευματικός αγώνας μας και η προσκύνησή μας. Η Αλήθεια ήρθε ενυπόστατη κοντά μας, την μεταλαμβάνουμε στα μυστήρια της Εκκλησίας· ο Κύριος είπε «Εγώ είμαι η Αλήθεια» και εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει αλήθεια. Δια Αυτού και προς Αυτόν είναι η πίστη στην ύπαρξη και η εμπειρία της ενέργειας και των ενεργημάτων Του. Όσο καλός και να είναι ένας άνθρωπος, όσα και να έχει διαβάσει στην Παλαιά Διαθήκη, χωρίς Χριστό ή έξω από το βίωμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να δει τον Θεό. Μέσα στην Εκκλησία λοιπόν, με Μεσίτη τον Χριστό, γνωρίζουμε τον Χριστό. Σύμφωνα και μετά τη διδασκαλία Του προς τους μαθητές Του, τους δόθηκε από τον Κύριο η εξουσία για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. Σύμφωνα με αυτήν την παραγγελία, η αναφορά και η ομολογία μας είναι στο ένα αδιαίρετο όνομα που έχει την αναφορά του με διάκριση στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα.

Ομολογούμε μόνο με λόγο, όσα διδαχθήκαμε και αυτά ήρθαν με άρρητο Λόγο ή με άρρητη Εμπειρία.

Πράγματι, δεν μπορούμε να πούμε σε εμπειρικό επίπεδο αυτό που πιστεύουμε και διδαχθήκαμε από τον Χριστό. Μόνο ρηματικά τα ομολογούμε, αλλά βιωματικά δεν μπορούμε να πούμε ή να παραστήσουμε:

  • «Από εδώ το Ένα ατομικό Πρόσωπο και από εκεί το Άλλο».
  • «Σήμερα προσεγγίσαμε το Ένα ατομικό Πρόσωπο και αύριο το Άλλο».
  • «Ο Δανιήλ είδε τον αντί-πρόσωπο του Πατέρα και ο Πρόδρομος του Αγίου Πνεύματος».
  • «Δεν υπάρχουν αριθμητικά πολλές και διαφορετικές θεοφάνειες. Δεν λέμε: στον Ιορδάνη φανερώθηκε το Ένα Πρόσωπο και στο Θαβώρ δεύτερη φορά το ίδιο, κάποιο ή κάτι άλλο».
  • «Το Ένα ατομικό Πρόσωπο Κάθεται στον θρόνο Του και στα δεξιά Του το Άλλο».
  • «Στον ουρανό προσεγγίζουμε τον Τριαδικό Θεό και στη γη μόνο Του τον Χριστό».
  • «Σήμερα εορτάζει ο Ένας Θεός (π.χ. το Άγιο Πνεύμα) και αύριο ο Άλλος».
  • «Με ένα σύμβολο (ή με αντι-προσωπεία ή με προσωπείο) ο Ένας, με το άλλο ο Άλλος και ο επόμενος με το σώμα που Σαρκώθηκε».
  • «Δεν παρουσιάζεται ο Ά-Λογος Πατέρας, δίπλα ο χωρίς Αιτία Υιός και παραπέρα, κάπου υψηλότερα το ιδιωτεύον Άγιο Πνεύμα».

Αν γίνει κάποια από αυτές τις διαστρεβλώσεις της Τριαδικής Μονάδας του Θεού, έχουμε την αποδοχή της τριθεΐας, του Νεστοριανισμού και πολλών άλλων αιρέσεων.

Η τριθεΐα και η πολυθεΐα προέρχονται όχι από αγάπη για τα Πρόσωπα του Θεού, αλλά συνεπάγονται τη ματαίωση της έλευσης, της παρουσίας και του έργου του Χριστού. Αυτή η τριπρόσωπη παράσταση του Θεού είναι, εκτός από όλα τα άλλα, η μητέρα της Χριστομαχίας.

Η δίψα του κοσμικού ανθρώπου είναι να γνωρίσει το σύνολο της θεολογίας με τη σκέψη. Από τη νηπιακή του πνευματική ζωή, ζητά ακόμη να προσεγγίσει τον Θεό με τη λογική, χωρίς να κατανοεί ότι η δόξα του Θεού αποκαλύπτεται μέσα από τον αγώνα του Σταυρού. Αυτή η άτεκνη αναζήτηση, η αφελής τόλμη, είναι αναμενόμενη λόγω της άγνοιάς τους. Ωστόσο, το παράλογο είναι ότι υπάρχουν ορισμένοι πρόθυμοι – ενταγμένοι και εντεταλμένοι στα μέλη της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων και ατόμων με το αξίωμα της ιεροσύνης – οι οποίοι επιδεινώνουν και εντείνουν το πρόβλημα αυτό. Είναι εκείνοι που εργάστηκαν και παρήγαγαν έργο προς αυτή την κατεύθυνση εδώ και πολλά χρόνια. Χωρίς να σέβονται το απρόσιτο του Θεού, νέοι και ιθύνοντες, επιζητούν και συναγωνίζονται, να δοκιμάσουν από την άρρητη τροφή των αρρήτων, και μάλιστα αναζητούν να φθάσουν στο ύψιστο σημείο, που είναι η όραση των Προσώπων του Θεού. Όλοι αυτοί, με αφέλεια, τρώνε το μολυσμένο μήλο της υπερηφάνειας· υψώνουν, δηλαδή, τον θρόνο τους και ισχυρίζονται ότι βλέπουν τα ομοιώματα του Θεού τους. Στη συνέχεια, τα αντιγράφουν, κατασκευάζουν παραστάσεις και προσκυνούν καρικατούρες και ινδάλματα. Έτσι, μολύνουν με τις πράξεις τους την Εκκλησία και παρασέρνουν στην ασέβεια και τους άλλους.

Αυτή η ασέβεια εκδηλώνεται με την εκκοσμίκευση όλων όσων αφορούν τον Θεό. Χωρίς φόβο, σωματοποιούν με σύμβολα το πιο απρόσιτο μέρος του Θεού, το Πρόσωπό Του. Αυτό αποτελεί, πρωτίστως, πνευματικό εμπόριο. Διαμοιράζεται όχι ως άρρητο μυστήριο μόνο στους αξίους, αλλά ως μυστήριο σχισμένο σε τρία κομμάτια, και το βέβηλο δίνεται σε όλους. Έτσι, ματαιώνεται η μορφή του πλήρους Θεού, του Χριστού, που προσφέρει την προσκύνηση με κόπο, μέσω της τήρησης των εντολών, με τον Σταυρό και μέσα στην Εκκλησία. Αντίθετα, έρχεται μια μοντέρνα θεωρία με φυγόπονη άνεση, που εισάγει την αντίληψη ενός νέου «θεού». Αυτός ο καινούριος «θεός» τους, δήθεν, προσφέρει σε όλους τους ανθρώπους τη χάρη και την προσκύνηση, την χαρίζει φθηνά και τζάμπα (χωρίς προϋπόθεση την αγιοσύνη και τον Σταυρό), και γι' αυτό προτιμάται.

Έχουμε, λοιπόν, δύο αντίθετες εικονίσεις του Θεού. Η πρώτη όραση και προσέγγιση είναι του Χριστού και της Εκκλησίας Του: ο Θεός ήρθε με ταπείνωση στη φάτνη, έζησε ταπεινά και σταυρώθηκε με άκρα ταπείνωση. Οι πιστοί συναντώνται με την όρασή Του μέσω της τήρησης των εντολών, της καθαρότητας της καρδιάς και του Σταυρού. Μόνο με αυτόν τον δρόμο οι άξιοι βλέπουν τον Χριστό μέσα στο Άκτιστο Φως Του. Από την άλλη πλευρά, ανταγωνίζεται αυτήν την Αλήθεια η παράλληλη εμφάνιση μιας ψεύτικης όρασης του Θεού. Αυτή την όραση περίμεναν οι Ιουδαίοι. Σύμφωνα με την επιθυμία κάποιων, αυτή η όραση έρχεται από τον ουρανό, με μεγάλη δόξα, φώτα και θεάματα. Κατά μια αντίθετη αντίληψη από την ταπεινή εμφάνιση του Χριστού στη γήινη παρουσία Του, ισχυρίζονται ότι ο Πατέρας εμφανίζεται δήθεν, αλλάζοντας πρόσωπα και σύμβολα, με πολύ δόξα και από τον ουρανό.

Έχοντας πείσει τους εαυτούς τους, αποδέχτηκαν μια σωματική ερμηνεία των λόγων της Γραφής. Αποθρασύνονται με αυτό το «εύρημά» τους, μεσολαβούν και συμμετέχουν σε ένα απλόχερο και πλουσιοπάροχο μοίρασμα των Αγίων και των Οσίων. Αυτό ακριβώς που ήθελαν, όπως το ήθελαν, το βρήκαν οι σχολαστικοί στις Γραφές. Είναι σύνηθες για τους ανθρώπους που υπακούουν στο δικό τους θέλημα, να διαβάζουν ό,τι θέλουν και να βρίσκουν ακριβώς αυτό που επιθυμούν. Έτσι διάβασαν και την περιγραφή του οράματος του Δανιήλ. Όπως το ζητούσαν, έτσι και πίστεψαν στη διαίρεση του Θεού. Παρόλο που ο Δανιήλ έζησε πολύ πριν τη νίκη έναντι της αμαρτίας, αυτοί πιστεύουν ότι ο Θεός άλλαξε στάση απέναντι στην αμαρτία και επισκέφτηκε τον προφήτη επειδή ήταν καλός και υπάκουος στο θέλημά Του!!! Χωρίς καμία απορία ή με καμία νύξη για την αμαρτία πριν να ελευθερώσει το κόσμο ο Χριστός, σαν να μην υπήρχε ή σαν να είναι κάτι αδιάφορο στην όραση του Θεού!!! Αυτή είναι μια πραγματικά αντίχριστη και αντίθετη με τον Σταυρό και την πνευματική ζωή, μια μοντέρνα μετα-πατερική θεολογία.

Αλλά οι σχολαστικοί δεν σταματούν μόνο σε λόγια και ερμηνείες, αλλά επιδίδονται σε δράση για να κάνουν πιο ολοκληρωμένη την παράνοιά τους. Γράφουν κείμενα, φτιάχνουν εικόνες, προτείνουν τριπλές προσκυνήσεις και εφευρίσκουν ατομικές εορτές για τα Πρόσωπα του Θεού. Με όλα αυτά, πιστοποιούν την εκκοσμίκευση του «θεού» τους. Δίνουν σχήματα και υποσχέσεις με δήθεν προσέγγιση και επικοινωνία με τον Θεό τους. Διδάσκουν όχι μόνο ότι είδαν τα χωριστά σύμβολα και ομοιώματα του «θεού», αλλά ότι άκουσαν και τη φωνή του Πατέρα. Έτσι, αποκτούν τον «θεό» που ήθελαν.

Με αυτόν τον τρόπο, ματαιώνουν, δεν δέχονται ή, τουλάχιστον, δεν αρκούνται στον πλήρη Θεότητας Χριστό στη θεοφάνεια και στις δωρεές Του. Μετατρέπουν την εικόνα του Χριστού σε ένα ατομικό πρόσωπο, ώστε να γίνεται ο ένας εκ των τριών, και προσθέτουν εξωτερικά και σωματικά δίπλα Του δύο άλλους «θεούς». Αναρωτιούνται τάχα αν χωρά ή δεν χωράει όλη η Αγία Τριάδα μέσα και μαζί με τον Χριστό. Έτσι, παίρνουν την πρωτοβουλία και «βγάζουν» μέσα από τον Χριστό τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Πώς τολμούν να κάνουν όλα αυτά; Ζητάμε να μας πουν: στο τριπρόσωπο σχήμα που κατασκεύασαν, πού ακριβώς βρίσκεται ο Θεός τους; Μήπως σχίστηκε στα τρία; Αυτό αποδεικνύει την τριθεΐα τους. Τοποθετούν σε παράταξη τρία σωματικά σχήματα, το καθένα δίπλα στα άλλα, με το καθένα να διατηρεί τη δική του μορφή και αυτονομία!!! Η Αγία Τριάδα έχει μετατραπεί στο σχήμα μιας αριθμητικής τριάδας.

Έτσι, τόσο ο Χριστός όσο και ο Πατέρας παρουσιάζονται ως αυτόνομοι. Το Άγιο Πνεύμα, με τη σειρά του, έχει την αυτονομία του στην παράσταση, έχει και την ατομική ημέρα εορτής Του. Αυτή η προσκύνηση προωθείται πλουσιοπάροχα από τους σχολαστικούς και προσφέρεται ανεξαιρέτως σε όλους.

Ποια άλλη αίρεση έχει φτάσει ποτέ σε τέτοιο σημείο ασέβειας; Τι άλλο χειρότερο μπορούμε να περιμένουμε να δούμε; Η τριπρόσωπη παράσταση είναι ο αντίχριστος, γιατί ματαιώνει το έργο, το Πρόσωπο και την πλήρη Θεότητας εικόνα του Χριστού. Τον αντικαθιστά, παύει να τον δέχεται ως πλήρη Θεό και τον παρουσιάζει «γυμνό» από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Διότι παρουσιάζουν τον Θεό μέσα από ένα καινοφανές τριπρόσωπο ομοίωμα, όπου κάθε Πρόσωπο παρουσιάζεται στη σειρά, ξεχωριστό και μόνο του. Παριστάνεται έξω από Αυτόν – ακόμα κι αν αυτό φέρνει δόλια το όνομα του Πατέρα ή του Αγίου Πνεύματος – αυτό (το ομοίωμα) καθίσταται το ατομικό είδωλό Του, γίνεται ένας σύνθετος «θεός» (με τα δήθεν σύμβολα των δύο Προσώπων και τη σωματική εικόνα του Χριστού) σε μια τριπρόσωπη παράσταση, δίπλα από το Πρόσωπο του Θεού και πλήρη Θεότητας Χριστού. Αυτό, λοιπόν, το πολυπρόσωπο είδωλο είναι ο αντίχριστος. Αυτό έρχεται για να καθίσει εν τόπω αγίω, μέσα στις εκκλησίες, να είναι παρόν στην τέλεση των μυστηρίων και να προσκυνείται!! Ήδη, η τιμή, η δόξα και η προσκύνηση που αξίζουν στον Θεό δίνονται σε ένα είδωλο. Η αντίχριστη παράσταση έχει γίνει ο μεγάλος «προφήτης», αφού κάθισε στη θέση του Θεού με ένα σωματικό σχήμα και προσκυνείται ως θεός!!!

 

Οι σχολαστικοί, λοιπόν, ήρθαν και καταδυναστεύουν την αλήθεια, γίνονται ο πόλος για την πλήρη εκκοσμίκευση του Θεού στη λατρεία Του. Αναλαμβάνουν από μόνοι τους την πρωτοβουλία και την εξουσία, μοιράζοντας ελπίδες για την όραση του τριπρόσωπου Θεού τους. Με την προσκύνηση του πλέον αισθητού θεού τους, επικρατεί η φυγόπονη προσκύνηση και ματαιώνεται ο δρόμος του σταυρού. Αυτό είναι έργο των σχολαστικών και δική τους μεγαλοδωρία. Έφεραν, με συνοπτικές και ξεκούραστες διαδικασίες, εκτός της Εκκλησίας και του Χριστού, μια άλλη και «ξένη» προσκύνηση. Έτσι ετοιμάζεται ο δρόμος που όλοι περιμένουμε.

 

Η πίστη στερεώνεται με τον σταυρό και αυτός είναι η δόξα της.

Η Γραφή περιγράφει τον Θεό στα οράματα, πιθανώς για να παρακινήσει να αναλάβουμε το σταυρό. Διότι η όραση θέλει να είναι καθαρή η καρδιά, και η καθαρότητα από τις αμαρτίες έρχεται με τον σταυρό. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τρόπο που αυτό ζητείται, ανάλογα με την εποχή. Αλλιώς περιγράφεται η πνευματική ζωή για τους νήπιους πνευματικά, και διαφορετικά για τους ώριμους και πνευματικούς. Έτσι, λοιπόν, η προσκύνηση της Τριάδος δόθηκε αλλιώς στον προφήτη Δανιήλ και διαφορετικά στον Προφήτη Πρόδρομο, αφού ο δεύτερος είχε θανατώσει κάθε σαρκική επιθυμία στην έρημο. Ωστόσο, πιο ξεκάθαρα φάνηκε στους μαθητές, επειδή αυτοί γνώρισαν από αυτήν τη ζωή την Πεντηκοστή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για την όραση, γνώση και ακοή του Θεού, όλα δόθηκαν στην Πεντηκοστή. Το έργο για να έρθει η Πεντηκοστή παραδόθηκε που συνδέεται με τον σταυρό, την Ανάσταση και την Ανάληψη, και όλοι πριν από αυτό προγεύονταν ακριβώς την ίδια την Πνεηκοστή, και διέφερε η ο βαθμός της αποκάλυψης της. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, η αμαρτία καταργήθηκε με τον σταυρό. Χωρίς το έργο του Σταυρού, πριν ή μετά τη Σταύρωση του Χριστού και την Ανάστασή Του. Κανείς δεν είδε τον Θεό, χωρίς ή μακρυά από το Άγιο Πνεύμα που ήρθε την Πεντηκοστή.

Γι' αυτό δεν συμφωνούμε με τη στάση των σχολαστικών, όχι μόνο στο ότι παρουσιάζουν την Τριθεΐα, και την Χριστομαχία, αλλά ακόμα και για το ότι φθάνουν στη ματαίωση του σταυρού. Η δια σταυρού πνευματική ζωή αντικαθίσταται από τη φυγόπονη έλευση του θεού τους, και η δυνατότητα της υψηλής αυτής προσκύνησης διευρύνεται από τους αξίους και δίνεται τάχα σε όλους, κατά την γνώμη των σχολαστικών.

Η Θεολογία, και ειδικά όσα αναφέρονται στη θεοφάνεια, είναι αγαθά που δίνονται ως μοναδική, άρρητη και απερίγραπτη εμπειρία από τον Χριστό. Δεν δίνονται από τους σχολαστικούς, ούτε είναι αντικείμενο της θύραθεν παιδείας.

Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τον λόγο σχετικά με τη διάκριση στον Θεό με κάποια παραδείγματα;

Θα αναφερθούμε στο θέμα και με κάποια παραδείγματα από τον κτιστό κόσμο. Αυτό, όμως, να μην παρεξηγηθεί. Ο Θεός δεν έχει καμία ομοιότητα και δεν μοιάζει με τίποτα από την κτίση. Ωστόσο, είμαστε αναγκασμένοι να καταφύγουμε επικουρικά και σε αυτό για να στηρίξουμε τα όσα λέμε. Αναγκαζόμαστε, λοιπόν, να πούμε και κάποια παραδείγματα, διότι η αδυναμία του ανθρώπου δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εξ αρχής με τον πνευματικό λόγο, ούτε μπορεί να διακρίνει τι είναι το πνευματικό.
Πρέπει, όμως, να δούμε ποια είναι τα παραδείγματα και ποιος είναι ο σκοπός τους στη Χριστιανική γραμματεία. Εδώ ακριβώς πρέπει να υπάρξει προσοχή στη διάκριση μεταξύ των Υποστάσεων και στα παραδείγματα, και στο αδιαίρετο του Θεού. Είναι αλήθεια ότι τα παραδείγματα δεν μπορούν να προέρχονται από αλλού, παρά μόνο από τα σωματικά. Στα κτίσματα, όμως, υπάρχει σαφώς η διαίρεση. Όταν, λοιπόν, πάμε από το παράδειγμα στο πρωτότυπο, για να δούμε αυτό που θέλει να μας δώσει το παράδειγμα, δεν μεταφέρουμε και τη διαίρεση στην ερμηνεία τους, γιατί όπως είπαμε μία συνεπής διαίρεση υπάρχει και αυτή είναι το χάσμα μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Δηλαδή, στο κείμενο του Δανιήλ, μιλάει για δύο Πρόσωπα: ο ένας είναι ο Παλαιός των Ημερών και ο άλλος ο Υιός του Ανθρώπου. Αυτό, όμως, το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης γράφτηκε και αναγνώσθηκε από ανθρώπους εκείνης της εποχής των οποίων το πνευματικό επίπεδο της θεολογίας ήταν πολύ φτωχό, για αυτό ήταν η περιγραφή του με πολλές αισθητές παραστάσεις. Αυτό, όμως άλλαξε όταν ήρθε η Καινή Διαθήκη και μετά από Αυτήν, άλλαξε περισσότερο. Τελευταίος άγιος που ερμήνευσε ακόμα πιο υψηλά την θεολογία των οραμάτων ήταν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Μιλώντας στους ησυχαστές και σε ένα κοινό πιστών που είχε ψηλό πνευματικό υπόβαθρο και λεξιλόγιο, ο λόγος ήταν πολύ πνευματικός, πυκνός και με υψηλά νοήματα.

Η Χριστιανική, λοιπόν, γραμματεία μας έδωσε, για την αδυναμία του ανθρώπου, σχήματα και παραδείγματα. Όσο πιο παλιά περιγράφηκε, τόσο πιο υλικά και χοντροκομμένα ήταν τα λόγια του. Θέλει, όμως, προσοχή, διότι κάποιοι, διαστρεβλώνοντας τη σημασία τους και εκμεταλλευόμενοι τις υλικές και σωματικές εκφράσεις που περιέχει κυρίως η Παλαιά Διαθήκη, λένε ότι μας δόθηκαν αυτές οι υλικές και σωματικές παραστάσεις για να γίνουν εικόνες και εν τέλει για να προσκυνηθεί μέσα από αυτά ο Θεός.

Εντούτοις, αυτές οι εκφράσεις προς τον Θεό που δίνονται δεν Τον καθιστούν σωματικό, ούτε είναι ανθρωπόμορφος ο Θεός, ούτε έχει σώμα. Δίνονται μόνο νοητά, ως ρηματικά παραδείγματα· δεν δίνονται για να υποκαταστήσουν την πίστη, για να παρουσιαστούν σχήματα ως εικόνες και για να έρθει στις αισθήσεις το πνευματικό, και μάλιστα το άρρητο. Όλος ο πνευματικός αγώνας και η άσκηση γίνεται για το αντίθετο από αυτό.

Από την μια μεριά οι σχολαστικοί θέλουν να φέρουν στη γη, να εντάξουν στις εικόνες, να προσκυνήσουμε το αισθητό και το σωματικό. Αντίθετα, η Εκκλησία και όλος ο πνευματικός αγώνας επιζητούν από τον πιστό να φεύγει σιγά-σιγά από το αισθητό και να πηγαίνει στο πνευματικό. Αυτό θέλει η άσκηση και η νηστεία, να μείνει ο ανθρωπος στην φροντίαδα του πνεύματος και πνευματικά να έρθει ποιο κοντά στον Θεό. Ζητάει από αυτόν τον κόσμο να προσκυνήσει τη μέλλουσα εικόνα του Θεού. Ωστόσο, αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους σχολαστικούς. Επειδή αυτοί κάνουν την αντίθετη πορεία, φέρνουν τη πνευματική εικόνα του Θεού στη γη, δήθεν την συμπιέζουν σε ένα υλικό σύμβολο για να προσκυνηθεί. Σε αυτούς αντιλέγουν με νόημα τα λόγια του Αποστόλου:


«καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου. Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σάρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα.» (Α΄ Κορ. 15,49-52).

Η θεοφάνεια είναι και παραμένει η ίδια, δεν έχει πριν και μετά αλλά έχει, μυστικά και σεβαστά για το άγνωστό τους. Τα παραδείγματα είναι η σκιά για να προχωρήσουμε στο φως. Απλά κάνουν πιο συγκεκριμένο το λόγο, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η νοητική προσέγγιση. Κανονικά δεν θα χρειαζόμασταν παραδείγματα· ωστόσο, η λογική και ο σχολαστικισμός επικρατούν όταν η θεολογία μένει στο πνευματικό. Για την αδυναμία μας λοιπόν, η θεολογία τα χρησιμοποιεί, αλλά αυτό γίνεται με μέτρο και τονίζοντας ότι τα παραδείγματα δεν είναι η αλήθεια, ούτε μέσα από τα παραδείγματα έρχεται η αλήθεια, αλλά αυτή έρχεται από τον σταυρό, επειδή ο σταυρός είναι η δόξα των Χριστιανών. Θα χρησιμοποιηθούν κάποια παραδείγματα για να φανεί η διάκριση στα περί του Θεού και για να προσεγγισθεί η αδιαίρετη θεότητα μέσα από τη μία προσέγγισή τους. Η Μονάδα τους συναντάται στην αδιαίρετη δυάδα, ενώ είναι αδύνατη η εμπειρία της διαίρεσής τους και ο διαχωρισμός τους.

 

Παραδείγματα

Όπως αναφερθήκαμε ήδη, οι Άγιοι μας δίνουν σαν παράδειγμα αδιαίρετης δυάδας τη φωτιά και το φως της. Αυτό δηλώνει κοσμικά και λαμβάνεται μόνο ως αφετηρία για την επουράνια αλήθεια. Είναι μια αφετηρία για το πώς δεχόμαστε τον Πατέρα και τον Υιό ως αχώριστη δυάδα. Ο Πατέρας και ο Υιός παρουσιάζονται με τη διακριτική τους διπλή και ταυτόχρονα μία αδιαίρετη θέση και μορφή που έχουν. Το παράδειγμα λέει στο ασθενές του ανθρώπου: όπως η φωτιά και το φως της – είναι μια δυάδα με διάκριση, με αδιαίρετη μορφή και ενέργεια – έτσι ο Πατέρας και ο Υιός, έτσι η ουσία και η ενέργεια του Θεού, έτσι οι δύο φύσεις του Χριστού, έτσι όλος ο Θεός στον ουρανό και το απαύγασμά Του που ήρθε στη γη.

Άλλο παράδειγμα είναι το σύμβολο του σταυρού. Αυτός είναι μια μονάδα στην οποία εμπεριέχονται και διακρίνονται δύο ξύλα. Ένα κάθετο ξύλο, πάνω στο οποίο έρχεται και κρέμεται ένα οριζόντιο ξύλο. Ο αγιασμός συναντά δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού, αδιαίρετα, αχώριστα και μη μετακινούμενα. Όταν, λοιπόν, έχουμε τα δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού, ξέρουμε και με σεβασμό διαφυλάττουμε τη διακριτική κάθετη συνύπαρξη μεταξύ τους, και αυτά παραμένουν σε ένα ενιαίο και απολύτως αδιαίρετο σύμβολο. Δεν αξίζει τον σεβασμό και την προσκύνηση μια οποιαδήποτε δυάδα ξύλων, αλλά όταν αυτά συνδέονται με τη σταθερή συνύπαρξή τους και το αδιαίρετο σχήμα του σταυρού. Προσκυνούμε, λοιπόν, τον σταυρό και όχι χωριστά τα δύο ξύλα.

 

Ακόμη και ο Άγιος είναι μια αδιαίρετη ενότητα: σώματος και ψυχής. Κάθε Άγιος, δεν αντιπροσωπεύει μια απλοποιημένη μονάδα, αλλά μια ουσιαστική δυάδα που ενώνει αδιάσπαστα τη σωματική και την πνευματική του υπόσταση. Αυτή η δυάδα, αν και αποτελείται από δύο διακριτά στοιχεία (σώμα και ψυχή), αποτελεί ένα μόνο πρόσωπο. Όλη η λατρευτική πράξη – από την εικόνα και τον εορτασμό μέχρι την προσκύνηση του – απευθύνεται πάντα στο ένα αδιάσπαστο πρόσωπό του. Η οποιαδήποτε απόπειρα να διαχωριστεί αυτή η δυάδα, να απεικονιστούν τα μέρη του ξεχωριστά ή να προσκυνηθούν χωριστά, είναι μια καινοφανής και εσφαλμένη πρακτική που παραποιεί την πίστη μας.

Έτσι, λοιπόν, η Ύπαρξη του Πατρός και του Υιού και η Γέννηση είναι διακριτά, αλλά αυτό δεν σημαίνει την χωριστή εικόνα ενός γέροντα και στα δεξιά Του ενός νεαρότερου και Υιού Του, και σε αυτό να προστεθεί το λεγόμενο σύμβολο του Αγίου Πνεύματος. Αντίθετα, η πίστη μας διδάσκει Τριάδα ομοούσια και αδιαίρετη. Όλος ο Θεός είναι ο Πατέρας, όλος είναι ο Θεός ο Υιός και όλος ο Θεός είναι το Άγιο Πνεύμα.

Απρόσιτος και Απερίγραπτος είναι εκείνος ο Θεός που δεν μπορεί να διαιρεθεί.

Να διευκρινίσουμε τι σημαίνει το αδιαίρετο. Το αδιαίρετο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως παράλληλη εξήγηση από το ότι ο Θεός είναι Απρόσιτος. Ο Απρόσιτος Θεός, αν πράγματι είναι αληθινά Απρόσιτος και δεν είναι κατ' επίφαση, τότε είναι αδύνατο να διαχωρίζεται σε κομμάτια και σχίσματα. Λέμε, και πάλι, στον καθένα που μπορούμε να δούμε ή να διαχωρίσουμε ή να βάλουμε στη σειρά τα κομμάτια του, να του δώσουμε σύμβολα, τότε αυτός δεν είναι Απρόσιτος. Ωστόσο, σημειώνουμε ότι αυτό που μπορεί να συνυπάρξει με το Απρόσιτο είναι η λεκτική αναφορά και η πίστη στην ύπαρξη διακριτών «χαρακτήρων» και «χαρακτηριστικών» Του.

Το ότι έχει «Τρία Πρόσωπα και μια Ουσία» ο Θεός, αυτό δεν έχει νοηματική σχέση με τρία κτίσματα και την ουσία τους. Δυστυχώς, όμως, η ύπαρξη του Προσώπου λαμβάνεται ακόμα και στη Θεολογία σχολαστικά, όπως διαιρείται ο Πέτρος και ο Παύλος· διαιρείται και λαμβάνει διαφορετική θέση ο Παλαιός των Ημερών από τον Υιό του Ανθρώπου. Από εδώ και στον θρόνο τοποθετείται ο ένας και από εκεί και σε κίνηση ο άλλος!!! Ωστόσο, αν φάνηκε ο Πατέρας με σύμβολο και στα δεξιά Του φάνηκε αυτοβούλως ο Υιός, αυτό καθιστά ως ψέμα το ότι είναι απρόσιτος και απερίγραπτος ο Θεός. Αν πάλι είναι απερίγραπτος και απρόσιτος, δεν μπορεί να φάνηκε η δυάδα του Θεού, αυτοπροσώπως ή με σύμβολά Τους.

Η διαίρεση, των Προσώπων του Θεού δηλώνει και τον ορισμό των χαρακτηριστικών που λαμβάνονται στη διαίρεση και αναγνωρίζονται σύμφωνα με αυτά τα χαρακτηριστικά. Είναι αλήθεια: ο Παύλος και ο Πέτρος έχουν άλλη αξία, άλλη μορφή, άλλες ενέργειες, άλλο έργο, άλλους συγγενείς, άλλους φίλους και μαθητές. Αλλά στον Θεό τίποτα από αυτά δεν υπάρχει. Κάθε διαίρεση, λοιπόν, φανερώνει υπό συνθήκες ποιος είναι ποιος, τη μορφή κάποιας οικειότητας στο πρόσωπο και στο περιβάλλον του (πάντα οι οικείοι ξέρουν τα του οίκου)· η συνάντηση δηλώνει δύναμη και εξουσία – πάντα το όνομα και η επίκληση σημαίνει τουλάχιστον μια ελάχιστη εξουσία. Ωστόσο, και πάλι ο Απρόσιτος δεν επικαλείται με το όνομα Του, κανένα όνομα δεν Τον διακρίνει. Ο Θεός δεν σκέφτεται, δεν συνομιλεί και δεν αλλοιώνεται με τη σκέψη και κατά τον τρόπο της ανταπόκρισης στα αιτήματα.

Η μορφή, η ορατή εμφάνιση, η ομιλία, η εορτή, το σύμβολο... αν υπήρχαν στις Υποστάσεις του Θεού, σε προσωπικό χαρακτήρα, τότε θα αποτελούσαν επιπλέον υποστατικά (ιδιωτικά και ιδιαίτερα) ιδιώματα του Θεού, θα είχε πλήθος υποστατικά ιδιώματα το κάθε Πρόσωπο του Θεού. Ωστόσο, τα μόνα υποστατικά ιδιώματα είναι η Γέννηση και η Εκπόρευση. Από Αυτά, το μόνο που μας δόθηκε είναι η ονομασία Τους, ενώ αγνοούμε παντελώς τη σημασία τους,το πως επηρεάζει τον Θεό. Ξέρουμε ότι η Γέννηση και η Εκπόρευση είναι η μόνη διαφορά στα Πρόσωπα, αλλά αυτή αφορά τον τρόπο ύπαρξής Τους και αυτά είναι τα μόνα ιδιωτικά χαρακτηριστικά Τους. Αυτή αποτελεί και είναι η μία αιτία και η μόνη διαφορά ανάμεσα στα Πρόσωπα του Θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου