1. Εἰσαγωγή
Ὡς γνωστόν, αἱ
διάφοροι συκοφαντίαι κατά τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου (π.ἑ.), αἱ
ὁποῖαι ἐκτοξεύονται πανταχόθεν, κυρίως ἐκ μέρους τῶν Οἰκουμενιστῶν,
οὐδέποτε ἔχουν ἐκλείψει ἀπό τό 1924 καί ἐντεῦθεν. «Οἱ Παλαιοημερολογῖται
ἀνήγαγον τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον εἰς δόγμα πίστεως, ἑπομένως εἶναι χρονολάτραι,
σχισματικοί καί αἱρετικοί!», κραυγάζουν ψευδῶς οἱ Οἰκουμενισταί καί οἱ συνήγοροί
των, ὅπως ὁ ἀλήστου μνήμης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Οἱ νεο-αποτειχισμένοι, ὅπως οἱ πατέρες Ε. Τρικαμηνᾶς (βλ. Ἡ Διαχρονική
Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισακόπου Κηρύσσοντος ἐπ’
Ἐκκλησίας Αἵρεσιν, DeGiorgio Ἐκδ., Τρίκαλα, 2012, σελ. 227-258 καί 302-303),
Θ. Ζήσης, Εὐγένιος, Σάββας Λαυριώτης κ.ἄ., υἱοθετοῦν καί διαδίδουν μίαν κακόδοξον ἑρμηνείαν τῆς Ἱ. Παραδόσεως καί τοῦ
Πνεύματος τῶν Ἱ. Κανόνων, ἤτοι ὅτι μέ τήν χειροτονίαν νέων ἐπισκόπων τό 1935,
οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. ἐδημιούργησαν δῆθεν σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (βλ.
π.χ. https://www.youtube.com/watch?v=Vn-0OZU7DW4). Μέ τήν ἑρμηνείαν αὐτήν φαίνεται νά συμφωνῇ καί ὁ Καθ. τοῦ Κανονικοῦ
Δικαίου τοῦ Α.Π.Θ. κ. Κ. Κυριαζόπουλος (https://apotixisi.blogspot.com/2025/06/blog-post_85.html). Πρός «ἐπίρρωσίν» της, ἐπικαλοῦνται τούς Ἱ. Κανόνας πού ἀπαγορεύουν τήν
χειροτονίαν ἐπισκόπου εἰς ἐπισκοπήν ὅπου ὑπάρχει ἤδη ἄλλος ἐπίσκοπος, ὅπως τόν
Η' Κανόνα τῆς Α' Οἰκ. Συνόδου καί τόν ΙΣΤ' τῆς
Πρωτοδευτέρας (ΑΒ'). Βεβαίως, οἱ Ἱεροί αὐτοί Κανόνες πρέπει νά τηρῶνται
ἀπαρασαλεύτως ὅταν ὑπάρχῃ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί οἱ ἤδη ὑπάρχοντες
ἐπίσκοποι εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ὅταν, ὅμως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος μίας ἐπαρχίας εἶναι αἱρετικός, δηλαδή λύκος βαρύς πού
κατασπαράσσει τό ποίμνιόν του (Πρ. 20:29-30), τότε εἶναι αὐτονόητον ὅτι ὄχι
μόνον ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται νά τοποθετηθῇ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος εἰς
τήν θέσιν του! Πολλῷ δέ μᾶλλον ὅταν ὁλόκληρος ἡ διοικοῦσα ἱεραρχία εἶναι
αἱρετική ἤ σχισματική, ὁπότε ἡ ἀνάγκη ἐπεμβάσεως καί χειροτονίας Ὀρθοδόξων
Ἐπισκόπων εἶναι προφανής. Ὡς θά ἴδωμεν κατωτέρω, αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τῶν Ἱ. Κανόνων
καί αὐτό ἐφήρμοζον ἀνέκαθεν οἱ Ὀρθόδοξοι. Ἡ ὡς ἄνω κακόδοξος ἑρμηνεία ἔχει ἤδη
ἀναιρεθῆ ἀπό τόν κ. Ν. Μάννην (http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2018/12/blog-post_52.html) καί ἄρα τά ὅσα ἀκολουθοῦν ἀποτελοῦν συμπλήρωμα προηγουμένων ἄρθρων καί
ἐπιστολῶν. Ἄς σημειωθῆ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὅτι τό παρόν ἄρθρον ἐπικεντρώνεται εἰς τό
θέμα τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1935. Διά τήν δογματικήν διάστασιν τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος,
ὁ ἀναγνώστης παραπέμπεται εἰς εἰδικήν μελέτην μας μέ τίτλον «Τό ἡμερολογιακόν ζήτημα ἐξ ἐπόψεως δογματικῆς».
2. Ἱστορικόν
ὑπόβαθρον
Ἀπό τό 1924
καί ἐντεῦθεν ἡ διοικοῦσα «ἱεραρχία» τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐν δυνάμει σχισματική καί αἱρετική, ἄρα ὑπόδικος ἐνώπιον
Πανορθοδόξου Συνόδου διά καθαίρεσιν καί ἀναθεματισμόν. Διότι, πρῶτον, μέ τήν
εἰσαγωγήν τοῦ καταδικασθέντος ὑπό τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων (1583, 1587 καί
1593) νέου ἑορτολογίου (ν.ἑ.) διέσπασε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί, δεύτερον,
τό ἔκαμε χάριν τῆς προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτή εἶναι ἐν συντομίᾳ ἡ
δογματική διάστασις τοῦ ν.ἑ. Προϊόντος δέ τοῦ χρόνου, ἡ «ἱεραρχία» ὑπέπεσε εἰς
πολλάς ἀκόμη αἱρέσεις, ὅπως: (1) Σεργιανισμός (πρβλ. τήν τελείαν σύμπλευσιν τῆς
«ἱεραρχίας» μέ τάς ἀντιχρίστους «κυβερνήσεις»)· (2)
Οὐνιτισμός (ἀπό 7-12-1965, ὅταν ἔγινεν ἐπισήμως «ἄρσις τῆς ἀκοινωνησίας» μέ τόν
«πάπαν»)· (3) Νεο-εικονομαχία (πρβλ. τάς ἀπαγορευτικάς διά τήν προσκύνησιν τῶν
ἱερῶν εἰκόνων κορδέλλας ἐπί «πανδημίας τοῦ κοροναϊοῦ»,
τήν ἀπαγόρευσιν τῆς θείας κοινωνίας κ.λπ.)· (4) Νεο-αρειανισμός (πρβλ. τήν νέαν
αἵρεσιν ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι «πρῶτος ἄνευ ἴσων» εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα)· (5) ἡ
αἵρεσις «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου» (πρβλ. τά «ἐμβόλια κατά τοῦ κοροναϊοῦ», τά
ὁποῖα παρεσκευάσθησαν μέ κυτταρικάς σειράς φονευθέντων ἐπί τῷ σκοπῷ αὐτῷ
ἐμβρύων, διά τά ὁποῖα ἐκραύγαζον ψευδεπίσκοποί τινες «ἀπ’ ἐδῶ τό ἐμβόλιο ἀπ’
ἐκεῖ ὁ τάφος» καί ὅτι ὅσοι δέν τά δέχονται εἶναι «ναζί», «ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ»,
«ἐκτός Ἐκκλησίας» κ.λπ.)· (6) ἡ νομιμοποίησις τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἐκ μέρους τῶν
«πολιτικῶν», τούς ὁποίους ἡ «ἱεραρχία» δέχεται εἰς κοινωνίαν καί ἄρα ὑπόκειται
εἰς τό ἀνάθεμα τῶν Οἰκ. Συνόδων, κατά τό
γνωστόν «ὁ μή λέγων ἀνάθεμα τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα ἔστω» (Ε' Οἰκ. Σύνοδος)·
κ.λπ. Ἐπιπλέον, ἡ διοικοῦσα «ἱεραρχία» εὑρίσκεται καί
εἰς πολλά σχίσματα, ἤτοι Ἑορτολογικόν, Οὐκρανικόν, «ἐμβολιαστικόν» κ.ἄ.,
σύρουσα εἰς τόν ὄλεθρον καί τόν ἀκατήχητον λαόν. Ἐν ἀγαστῇ δέ συνεργασίᾳ μέ τόν
ἀντίχριστον Καίσαρα, ἐδίωξε καί διώκει τούς Ὀρθοδόξους τοῦ π.ἑ. μέ ἐξορίας,
καταδίκας «ἐπί ἀντιποιήσει ἀρχῆς», ἀποσχηματισμούς, σφράγισμα τῶν ναῶν των,
δημεύσεις τῆς περιουσίας των κ.λπ., φθάσασα εἰς τό ἔσχατον σημεῖον νά τούς
δολοφονῇ, ὅπως τήν νεο-μάρτυρα Ἁγίαν Αἰκατερίνην Ρούτη (+1927). Ἡ δέ ὑπόλοιπος
(μασονοκρατουμένη) «Ὀρθοδοξία» συμπλέει σιωπηρῶς μέ τούς αἱρετικούς διώκτας τῶν
Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν τάς ὡς ἄνω αἱρέσεις καί σχίσματα, διότι αὐτό
ἐπιτάσσει τό μέγα «ἀφεντικόν» των, ἡ Μασονία (βλ. μ. Ἀβερκίου Ἡ Μασονία ἀπό
Αὐθεντικές Πηγές: Παγκόσμια Κυβέρνηση -Παγκόσμια Θρησκεία, Ἐκδ.
«Παλίμψηστον», Θεσ/νίνη, 2024).
Εἰς πρῶτον στάδιον, στόχος των εἶναι ἡ πλήρης ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς
τόν Παπισμόν. Ὁ στόχος αὐτός κατέστη φανερός μέ τάς πατρ/κάς Ἐγκυκλίους τῶν
ἐτῶν 1902 καί 1920, αἱ ὁποῖαι ὁμιλοῦν διά προσέγγισιν καί ἕνωσιν μέ τάς δύο
μεγάλας «ἀναδενδράδας τοῦ Χριστιανισμοῦ», τόν Παπισμόν καί τόν Προτεσταντισμόν,
διό καί ἡ «ἀνάγκη» συνεορτασμοῦ τῶν ἑορτῶν μέ αὐτάς. Κατέστη ἐπίσης φανερός ἀπό
δηλώσεις, συνέδρια, ἄρθρα, βιβλία καί πράξεις τῶν Οἰκουμενιστῶν. Χάριν
παραδείγματος, ἰδού τί ἔγραψεν τό 1922, δύο ἔτη πρό τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ν.ἑ., ὁ
Βιζύης Ἄνθιμος: «ὅτι διά τοῦ ζητήματος τοῦ
Ἡμερολογίου, ἐπιτυγχανομένης τῆς ἑνοποιήσεως αὐτοῦ, θέλει ἀναμφισβητήτως
ἐπιτελεσθῆ τό πρῶτον σπουδαῖον βῆμα πρός ἐπίτευξιν τῆς μελετωμένης καί ὑπό τῶν
πραγμάτων ἐπιτακτικῶς ἐπιβαλλομένης Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» (Τό
Ἡμερολογιακόν Ζήτημα, 1922, σελ. 141, ἡ ἔμφασις προσετέθη). Τά μασονικά
αὐτά σχέδια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἦσαν γνωστά τό 1935 εἰς τούς τρεῖς ἀποτειχισθέντας
Ἐπισκόπους, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον, Δημητριάδος Γερμανόν καί Ζακύνθου
Χρυσόστομον, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπό τά κείμενα τοῦ πρώτου ἐξ αὐτῶν, λ.χ.: «Ἀλλ’ Αὕτη [σ.σ. ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία] πάντοτε ἀπέκρουε τό
Γρηγοριανόν ἡμερολόγιον ὡς μίαν καινοτομίαν τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, ἀσυμβίβαστον
πρός τάς παραδόσεις τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ὡς μίαν προσπάθειαν ταύτης,
ὅπως ὑπαγάγῃ ὑπό τήν ἀπολυταρχικήν κυριαρχίαν τοῦ Πάπα καί τήν ὀρθόδοξον
Ἐκκλησίαν» (βλ. πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου, Ἅπαντα,
Τόμ. 1, σελ. 98, ἡ ἔμφασις ὑπάρχει εἰς τό πρωτότυπον). Τά ὡς ἄνω ἀποδεικνύουν
ὅτι ἡ εἰσαγωγή τοῦ ν.ἑ. ἦτο αἵρεσις καί ὡς τοιαύτη ἔπρεπε ν’ ἀντιμετωπισθῆ.
Προφανῶς, ἡ ἐπέλασις μίας αἱρέσεως καί ὁ διωγμός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀντιμετωπίζονται
μέ ὁμιλίας, συλλαλητήρια καί ἀρθρογραφίαν, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται ὠργανωμένη δυναμική
ἀντίδρασις τῶν Ὀρθοδόξων ὑπό τό φῶς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Δέν ἦτο δυνατόν νά
εἰρηνεύσῃ ἡ Ἐκκλησία μετά τήν πραξικοπηματικήν ἐπιβολήν τοῦ ν.ἑ. (1924), ἐφόσον
ἡ παγκόσμιος «ὀρθοδοξία» συνέπραττε σιωπηρῶς μετά τῶν διωκτῶν, κυρίως διά τῆς
ἐκκωφαντικῆς παραλείψεώς της νά συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον πρός διευθέτησιν
τοῦ ζητήματος. Ἑπομένως, ἐπεβάλλετο οἱ τρεῖς ἀποτειχισθέντες Ἐπίσκοποι νά
χειροτονήσουν νέους Ἐπισκόπους, τόσον διά τάς ἀνάγκας τοῦ ποιμνίου των, τό
ὁποῖον ἀπετελεῖτο τότε ἀπό 800 περίπου παραρτήματα ἀνά τήν Ἑλλάδα μέ πλέον τοῦ
ἑνός ἑκατομμυρίου πιστούς (Ἅπαντα, ἔ.ἀ., Τόμ. 1, σελ. 135.), ὅσον καί
διά τήν συνέχειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐνστάσεως (τήν διαδοχήν των). Ἡ πρᾶξις των αὐτή
οὐδόλως ἐσήμαινεν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. ἵδρυσαν τήν «ἰδικήν των Ἐκκλησίαν
εἰς τήν Ἑλλάδα», ὅπως ἰσχυρίζονται ἐσφαλμένως οἱ ὡς ἄνω ἐπικριταί, λέγοντες
μάλιστα καί τό ἄτοπον σόφισμα, ὅτι ἡ χειροτονία νέων Ἐπισκόπων τό 1935 ὑπό τῶν
Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ. ὁμοιάζει δῆθεν μέ τήν ἐγκατάλειψιν τῆς Ἑλλάδος μετά τήν
ἐπέλασιν τῶν κατακτητῶν![1]
Ὁ Ὁμολογητής καί Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος (1955+) τονίζει εἰς τά κείμενά
του ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. δέν ἀποτελοῦν
ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν εἰς τήν Ἑλλάδα, ἀλλ’ εἶναι ἡ φρουρά, ἥτις θ’ ἀγωνισθῇ διά
νά ἐπαναφέρῃ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν θριγκόν τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπ’
ὅπου ἐξέκλινε (Ἅπαντα, ἔ.ἀ. Τόμ. 1, σελ.
383, καί Τόμ. 2, σελ. 24).
Βεβαίως, ἡ θέσις αὐτή τοῦ Ἁγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου εἶναι ἀπολύτως
σύμφωνος μέ τήν ἁγιοπατερικήν διδασκαλίαν περί «ὑγιαίνοντος» μέρους τῆς
Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως, ἤτοι τούς ἀποτειχιζομένους ἀπό τήν
αἵρεσιν, καί «νοσοῦντος» μέρους, ἤτοι τούς κοινωνοῦντας μέ τήν αἵρεσιν. Ὁ Μ.
Βασίλειος κάμνει αὐτήν τήν διάκρισιν εἰς πολλά ἔργα του (βλ. τό βιβλίον τοῦ π. Εὐγενίου μέ τίτλον Ἡ Ἔννοια
τοῦ Μολυσμοῦ, 2023, σελ. 553-554, 582-585). Τό αὐτό κάμνει καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (Patrologia Graeca, ἐφεξῆς P.G., 99, 1285D καί 1288A). Διό καί ὁ Δοσίθεος (ἔ.ἀ., Τόμ. 5ος, σελ. 630, Βιβλ. Ι΄, Μέρος Ε΄, Κεφ. ΙΑ΄,
Παρ. Δ΄), γράφει ὅτι ὅταν οἱ Πατριάρχαι διδάσκουν καί πράττουν παρά τά
διατεταγμένα, τότε «κρίνονται, καθαιροῦνται, καί
ἀποβάλλονται ὑπό τοῦ ὑγιαίνοντος μέρους τῆς Ἐκκλησίας» (ἡ ἔμφασις
προσετέθη).
Ὁμοίως, ὁ ὅσιος Ἱερώνυμος Αἰγίνης ἔλεγεν ὅτι «ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος, διά τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου, ‘ἠσθένησεν’ καί ὅτι αὐτή ἡ ἀλλαγή
ἔγινε ἀρχή καί πρόξενος πολλῶν κακῶν» (https://krufo-sxoleio.blogspot.com/2025/02/blog-post_25.html). Τέλος, Ὁ μακ. Θεολόγος Ἀριστοτέλης Δελήμπασης γράφει τά ἑξῆς, τεκμηριώνων
τά γραφόμενά του μέ παραπομπάς εἰς τό Εὐαγγέλιον, τήν Ζ' Οἰκ. Σύνοδον, τόν Ἅγιον
Ἰω. Χρυσόστομον κ.λπ.: «Αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά ἡττηθοῦν ἐν
πίστει. Δηλαδή, εἶναι δυνατόν νά νοσήσουν πνευματικῶς καί νά ἴδῃ τις 'νόσημα ἐν
τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας πεφυτευμένον' ... Ὡς γνωστόν, ἡ Ἐκκλησία 'ὡμοιώθη' ἐν τῇ
Γραφῇ πρός ἀγρόν ἔχοντα 'σῖτον' καί 'ζιζάνια' ... Νοσοῦντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας
νοοῦνται οἱ πλανώμενοι μέν περί τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί ἁμαρτάνοντες, μή
κριθέντες δέ εἰσέτι ἐκκλησιαστικῶς» (Πάσχα Κυρίου, 1985, σελ. 809). Τό ἐρώτημα
δι’ ὅσους λέγουν ὅτι οἱ τοῦ «ὑγιαίνοντος» μέρους κάμνουν σχίσμα ἄν
χειροτονήσουν ἰδικούς των Ἐπισκόπους εἶναι: Πῶς θά ἐξυπηρετῆται πνευματικῶς τό «ὑγιαῖνον» μέρος καί πῶς θά ἐπιβιώσῃ χωρίς Ἐπισκόπους;
Σημειωθήτω ὅτι μέχρι καί τήν κοίμησίν του, ὁ Ἅγιος
δέν ὑπέγραφεν ὡς «Ἀρχιεπίσκοπος ΓΟΧ», ἀλλ’ ὡς «πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος».
Ἑπομένως, ἡ κατηγορία ὅτι ὁ Ὁμολογητής αὐτός Ἅγιος τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἦτο δῆθεν
δημιουργός σχίσματος ἀποτελεῖ δεινήν συκοφαντίαν!
3. Οἱ Ἱ. Κανόνες
ἑρμηνευόμενοι ὑπό τό φῶς τῆς Ἱ. Παραδόσεως
Ἔχοντες ὑπ’
ὄψιν τήν ὡς ἄνω περιγραφεῖσαν (λίαν συντόμως) κατάστασιν αἱρέσεως καί διωγμοῦ
πού ἐπεκράτει εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος κατά τό χρονικόν διάστημα
1924-1935, ἄς ἐξετάσωμεν ἐάν αἱ ἐν λόγῳ χειροτονίαι τοῦ 1935 ἦσαν ἤ ὄχι
σύμφωνοι μέ τήν Ἱ. Παράδοσιν. Κατ’ ἀρχάς, τονίζομεν δύο τινά: (1) ὅπως ἔλεγεν ὁ
ἀείμνηστος π. Γεώργιος Μεταλληνός (+2019), προκειμένου νά ἑρμηνευθῇ ὀρθῶς ἕν
ἱστορικόν γεγονός, θά πρέπῃ νά μεταφερθῶμεν νοερῶς εἰς τόν χρόνον καί τάς συνθήκας
πού ἐπεκράτουν ὅταν ἔλαβε χώραν τό γεγονός αὐτό· καί (2) ὅπως γράφει ὁ Δοσίθεος
Ἱεροσολύμων (1641 – 1707) εἰς τήν Δωδεκάβιβλον (Ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη,
1982), τά «παρά Κανόνας» καί τά «παρ’ ἐνορίαν»
γινόμενα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι μέν κατακριτέα ὅταν πράττωνται ἀπό ἀρχομανίαν,
φιλοχρηματίαν, ὑπερηφάνειαν, κενοδοξίαν κ.λπ., ἀλλ’ εἶναι ἐπαινετά ὅταν
πράττωνται οἰκονομικῶς ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. ἐν καιρῷ ἀνάγκης
καί διωγμοῦ Της. Ὑπό τοιαύτας συνθήκας, ἀσφαλῶς δέν ἐμποδίζουν οἱ
σχετικοί κανόνες τάς ἐν λόγῳ πράξεις, τάς ὁποίας ὑπό κανονικάς συνθήκας ρητῶς
ἀπαγορεύουν. Πρός ἐπίρρωσιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ, ὁ Δοσίθεος ἀναφέρει πολλά
παραδείγματα μεγάλων ἁγίων πού ἐνήργησαν «παρά Κανόνας» καί «παρ’ ἐνορίαν» πρός
ὠφέλειαν τῆς Ἐκκλησίας.
Χάριν παραδείγματος, γράφει: «Σημείωσαι ὅτι ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος, καί οἱ
τότε Ἐπίσκοποι οἱ μεταθέντες τόν ἅγιον Γρηγόριον εἰς Κωνσταντινούπολιν, τόν
Κανόνα τόν κωλύοντα τήν μετάθεσιν [σ.σ. ΙΕ' τῆς Α' Οἰκ. Συνόδου] ἐγίνωσκον ὅτι ἐποίησαν
αὐτόν οἱ πατέρες διά τούς ὑπερηφάνους, τούς διά κενοδοξίαν πηδῶντας ἀπό θρόνου
εἰς θρόνον … οὐ μήν ὁ Κανών ἐμποδίζει καί τά
οἰκονομικῶς καί ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας γινόμενα, διά τοῦτο εἶπον
τινές γλαφυρώτερον, ὅτι ὁ Κανών τήν μετάβασιν τήν οὖσαν ἐπιβατικήν δηλονότι,
καί οὐ τήν μετάθεσιν τήν οὖσαν διά χρείαν ἀναγκαίαν ἐκώλυσεν … καί ὁ θεῖος
Ἀθανάσιος, Εὐσέβιος καί Βασίλειος ἐχειροτόνησαν παρ’ ἐνορίαν, καί δή καί ὁ
Ἐπιφάνιος εἰς Κωνσταντινούπολιν, καί εἰς Ἱεροσόλυμα τόν ἀδελφόν τοῦ Ἱερωνύμου»
(Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2ος, σελ. 16-19, Βιβλ. Γ', Κεφ. Β', Παρ. Γ', ἡ
ἔμφασις προσετέθη). Ἐπίσης, γράφει: «Σημείωσαι πρῶτον, ὅτι τό παρ’ ἐνορίαν
ἐνεργεῖν παράνομόν ἐστίν, ὅθεν ὁ μέγας Βασίλειος, καίτοι σοφώτατος καί
ἁγιώτατος ὤν, γνώμην ὅμως ἀπαιτεῖ παρά τοῦ ἱεροῦ Εὐσεβίου, εἰ ἀπροσκριμάτιστόν
ἐστι χειροτονεῖν εἰς ἀλλοτρίαν Ἐπαρχίαν ἐν ὥρα ἀνάγκης· δεύτερον, ὅτι δίκαιον ὑπάρχει ἐν ὥρα ἀνάγκης βοηθεῖν ταῖς πολεμουμέναις
ἤ θλιβομέναις Ἐκκλησίαις, καί χειροτονεῖν ἐν αὐταῖς Ἐπισκόπους καί
Πρεσβυτέρους, καί σχεδόν ἐνεργεῖν ἐν αὐταῖς ὡς ἴδιοι Ἐπίσκοποι, ὡς ἐποίησαν οἱ
ἅγιοι Εὐσέβιος καί Ἀθανάσιος» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1ος,
σελ. 500-502, Βιβλ. Β', Κεφ. ΙΘ', Παρ. Α' – ΣΤ', ἡ ἔμφασις προσετέθη). Ἀλλά καί
ὁ Ἅγιος Ἰ. Χρυσόστομος προέβη εἰς πολλάς ὑπερορίους καθαιρέσεις καί χειροτονίας
Ἐπισκόπων καί, ἐνῷ κατηγορήθη διά τοῦτο, ἐν τούτοις, ἀργότερον, ἡ Δ' Οἰκ.
Σύνοδος δέν τόν κατέκρινε (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2ος, σελ. 53-54,
Βιβλ. Γ', Κεφ. Δ', Παρ. Ζ', καί Πηδάλιον, 11η Ἔκδ., Ἐκδ.
Ἀστήρ, Ἀθῆναι, 1993, ὑποσ. 1 εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ ΚΗ' Κανόνος τῆς Δ' Οἰκ.
Συνόδου, σελ. 207).
Ὁ Δοσίθεος, λοιπόν, τονίζει εἰς πολλά σημεῖα ὅτι ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γενικῶς ὅταν ἐπρόκειτο διά ὠφέλειάν Της, ἐγίνοντο πολλαί
ὑπερόριοι χειροτονίαι καί ἄλλαι εἰσπηδήσεις εἰς ἀλλοτρίας ἐπαρχίας. Ὅπως
σημειώνει ὁ Σωκράτης, «τοῦτο γάρ πρότερον διά
τούς διωγμούς ἐγίνετο ἀδιαφόρως» (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Βιβλ.
V, Κεφ. Η', P.G. 67, σελ. 576-580, ἡ ἔμφασις προσετέθη). Ὅταν, ὅμως, ἐπῆλθεν εἰρήνη, ἡ Β' Οἰκ.
Σύνοδος, διά τοῦ Β' αὐτῆς Κανόνος, ἀπηγόρευσεν τοιαύτας πράξεις (Δωδεκάβιβλος,
ἔ.ἀ., Τόμ. 2ος, σελ. 44-46, Βιβλ. Γ', Κεφ. Δ').
Ἀλλ’ ὅταν ὑπάρχῃ «εὔλογος αἰτία», αἱ «παρά Κανόνας» πράξεις εἶναι σύμφωνοι μέ
τό Πνεῦμα τοῦ ΙΔ' Ἀπ. Κανόνος, τοῦ ὁποίου τό θέμα εἶναι αἱ μεταθέσεις
Ἐπισκόπων. Ἐνίοτε, μάλιστα, ὡς θά ἴδωμεν κατωτέρω, αἱ πράξεις αὐταί εἶναι ἐπαινεταί!
4. Τά περί
«παραλλήλων ἐπισκόπων»
Εἰς τό θέμα
τῶν «παραλλήλων ἐπισκόπων», οἱ ὡς ἄνω ἐπικριταί τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1935 ἔχουν
ὡς ἀφετηρίαν τόν ἐσφαλμένον ἰσχυρισμόν ὅτι δέν ἔχει ὑπάρξει ποτέ εἰς τήν πρό
τοῦ 1935 ἐποχήν τοιοῦτον φαινόμενον (βλ. καί π. Ε. Τρικαμηνᾶ, ἔ.ἀ., σελ. 248).
Εἰς τό πολυσυζητηθέν θέμα τοῦ Εὐαγρίου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὡς
«παραλλήλων ἐπισκόπων» τοῦ Ἀρειανοῦ Δημοφίλου εἰς τόν θρόνον τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ὁ π. Εὐγένιος λέγει ὅτι ἐφόσον ὁ Δημόφιλος εἶχε καθαιρεθῆ
ἀπό τήν ἐν Ἀριμίνῳ Σύνοδον (359 μ.Χ.), ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος
370, ὅταν ὁ Ἀντιοχείας Μέγας Εὐστάθιος ἐχειροτόνησε τόν Εὐάγριον, θά πρέπῃ, ἐξ
Ὀρθοδόξου ἐπόψεως, νά θεωρηθῇ ὅτι διετέλει ἐν χηρείᾳ, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ
Δημόφιλος εἶχεν ἀποκατασταθῆ ἀπό τήν ἐν Νίκῃ τῆς Θράκης «κακότροπον» Σύνοδον,
καί παρά τό γεγονός ὅτι τό 370 μ.Χ., πρίν ἀπό τήν χειροτονίαν τοῦ Εὐαγρίου, οἱ
Ἀρειανοί τόν ἐχειροτόνησαν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Τά μέν γεγονότα εἶναι
αὐτά πού περιγράφει ὁ π. Εὐγένιος (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1ος, σελ.
419-420, Βιβλ. Β', Κεφ. Ι', Παρ. Α'· 454-455, Βιβλ. Β', Κεφ. ΙΔ', Παρ. Ε'· καί 477-478, Βιβλ. Β',
Κεφ. ΙΖ', Παρ. Ζ'), τό δέ συμπέρασμά του εἶναι ἐσφαλμένον διά τούς ἑξῆς δύο
λόγους.
Πρῶτον, δέν δύναται νά θεωρηθῇ ἄκυρος ἡ χειροτονία τοῦ Δημοφίλου τό 370,
καί ἑπομένως οὔτε ἐν χηρείᾳ ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν περίοδον
370-380, διότι «ἀρχαῖον ἦν τό δέχεσθαι τούς ἀπό Αἱρετικῶν χειροτονηθέντας» (Δωδεκάβιβλος,
ἔ.ἀ., Τόμ. 1ος, σελ. 317, Βιβλ. Β', Κεφ. Δ', Παρ. ΣΤ'). Ἐξ ἄλλου, παρά τήν
καταδίκην τοῦ Ἀρειανισμοῦ ὑπό τῆς Α' Οἰκ. Συνόδου (325 μ.Χ.), τό Τριαδικόν
Δόγμα δέν εἶχε πλήρως ἀποσαφηνισθῆ πρίν ἀπό τήν Β' Οἰκ. Σύνοδον (381), λόγῳ τῶν
πολλῶν παραλλαγῶν τοῦ Ἀρειανισμοῦ πού εἶχον ἐμφανισθῆ («Ὅμοιοι», «Ἀνόμοιοι»,
«Ὁμοιούσιοι», «μιᾶς Ὑποστάσεως», «Μακεδονιανοί» κ.ἄ.).
Δεύτερον, ἐάν τό 380 ὁ Δημόφιλος ἐθεωρεῖτο ὄντως καθῃρημένος, ὅπως
ὑποστηρίζει ὁ π. Εὐγένιος, ὁ Αὐτοκράτωρ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἐξεδίωξε τόν
Δημόφιλον ἐπειδή ἦτο αἱρετικός, δέν θά ἐπεκαλεῖτο τήν αἵρεσιν τοῦ Δημοφίλου διά
νά τόν ἐκβάλῃ τοῦ θρόνου, ἀλλ’ ὡς πολιτική ἀρχή καί ἐγγυητής τῆς ἐννόμου τάξεως
εἰς τήν Αὐτοκρατορίαν, θά ἐπεκαλεῖτο τήν καθαίρεσιν τοῦ 359 καί θά ἔλεγεν εἰς
αὐτόν: «ἐφόσον εἶσαι καθῃρημένος, φύγε ἀπό τόν θρόνον». Ἀντί αὐτοῦ, ὅμως, τοῦ
εἶπεν: «ἤ προσθέσθαι τῷ ὁμοουσίῳ ἤ τῆς πόλεως ἐξιέναι· ὅπερ μᾶλλον ἐποίησεν» (Σωκράτους
Ἐκκλ. Ἱστ., Βιβλ. V, Κεφ. Ζ', P.G. 67, σ. 573, καί Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ.
2ος, σ. 15, Βιβλ. Γ', Κεφ. Β', Παρ. Β').
Θά πρέπῃ ἐδῶ νά τονισθοῦν τά ἑξῆς δύο γεγονότα. Πρῶτον, ἐνῷ ὁ Ἅγιος
Θεοδόσιος δέν θεωρεῖ τόν Δημόφιλον καθῃρημένον, ἐν τούτοις ὄχι μόνον ἐπιτρέπει
εἰς τόν Θεολόγον Γρηγόριον νά λάβῃ τόν
θρόνον ὡς «παράλληλος ἐπίσκοπος» τοῦ Δημοφίλου, ἀλλά καί ἐκδιώκει τόν Δημόφιλον
ἀπό τήν πόλιν, μέ τήν αἰτιολογίαν ὅτι δέν ἀκολουθεῖ τά ὁρισθέντα ὑπό τῆς Α'
Οἰκ. Συνόδου! Προβαίνει δέ εἰς τήν ἐνέργειαν αὐτήν τό ἔτος 380, χωρίς νά
περιμένῃ τήν ἀπόφασιν τῆς ἐπικειμένης τότε νά συγκληθῇ Β' Οἰκ. Συνόδου, πρώτιστον
ἔργον τῆς ὁποίας θά ἦτο ἡ καθαίρεσις τοῦ Δημοφίλου. Τοὐτέστιν, ἡ πολιτική ἀρχή
ὑποκατέστησε τήν Ἐκκλησιαστικήν καί ἐνήργησεν Ὀρθοδόξως μέ δογματικά κριτήρια,
ἐκτιμήσασα ὀρθῶς τήν πνευματικήν ζημίαν πού προκαλοῦν οἱ αἱρετικοί ὅταν
κατέχουν τούς θρόνους. Προφανῶς δέ, αὐτή δέν ἦτο ἡ πρώτη φορά πού συνέβη τοιοῦτόν
τι. Ἐπ’ αὐτοῦ, γράφει ὁ Δοσίθεος: «Ἀείποτε ἐν τοῖς μεγάλοις δυστυχήμασιν, ἅπερ
ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ συγχωρεῖ γίνεσθαι εἰς τόν λαόν αὐτοῦ, δίδωσι κατόπιν ἡ
ἄπειρος αὐτοῦ εὐσπλαχνία ἱκανήν τήν παρηγορίαν, καί ἔχομεν
εἰς τοῦτο μυρία παραδείγματα …
ἦλθε φῶς τοῖς ἐν σκότει ἡ ἡγεμονία τοῦ ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου … ἐπεδήμησε τό
Ἔαρ τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου … ἔφθασεν ἡ εὐδαιμονία τοῦ Ἰουστίνου [σ.σ. τοῦ
Θρακός], ἐφ’ οὗ ἐβεβαιοῦντο αἱ τέσσαρες Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ὡς τά τέσσαρα
Εὐαγγέλια τιμώμεναι … ἠλευθεροῦντο οἱ ἐξωρισμένοι Ἐπίσκοποι, ἐφυγαδεύοντο οἱ Αἱρετικοί, ἡνοῦτο ἡ Ἐκκλησία»
(Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 3ος, σελ. 9, Βιβλ. Ε', Κεφ. Α', Παρ. Α', ἡ
ἔμφασις προσετέθη). Ἀκούετε, π. Εὐθύμιε, π. Θεόδωρε, π. Εὐγένιε, π. Σάββα καί
κ. Κυριαζόπουλε, πού, ἐνῷ κατά τά ἄλλα ἀγωνίζεσθε καλῶς, ἐντούτοις κηρύττετε κακοδόξως
ν’ ἀφήνωνται οἱ αἱρετικοί νά ἐπικρατοῦν καί νά διαλύουν τήν Ἐκκλησίαν ἀντί νά
φυγαδεύωνται; Ἀκούεις, π. Εὐθύμιε, πού ἔγραψες διά τόν Θεολόγον Γρηγόριον, ὅτι
δῆθεν «ὁ ἅγιος δέν ἦλθε διά νά κάνῃ τόν Ἐπίσκοπο εἰς τήν πρωτεύουσα» (ἔ.ἀ.,
σελ. 250);
Δεύτερον, ἐνῷ οἱ Αἰγύπτιοι καί οἱ Μακεδόνες Ἐπίσκοποι «ἐψιθύριζον κατά τοῦ
Γρηγορίου, προβαλλόμενοι Κανόνα ἐμποδίζοντα τήν μετάθεσιν» (ὅπως κάμνουν σήμερα
οἱ ὡς ἄνω διά τούς Ὀρθοδόξους τοῦ π.ἑ.), ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὄχι μόνον δέν
ἐξεδίωξε τόν Θεολόγον Γρηγόριον, ἀλλά καί τόν ἐπεβράβευσε, δούς «τάς Ἐκκλησίας
πάσας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῷ Θεολόγῳ Γρηγορίῳ, ὅν τινα ὁ Θεός ἔπεμψεν ἀπό τῆς Καππαδοκίας εἰς τήν
Κωνσταντινούπολιν τῷ καιρῷ τῆς
ἐπικρατείας τῶν Αἱρετικῶν, καί ἐπειδή οὐκ εἶχον οἱ ὀρθόδοξοι κἄν μίαν
Ἐκκλησίαν, αὐτός μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς εὐκτήριον … καί ἐκεῖ εἶχε τήν
παλαίστραν τῶν ἀγώνων αὐτοῦ κατά τῶν Αἱρετικῶν» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ.,
Τόμ. 2ος, σελ. 15-16, Βιβλ. Γ', Κεφ. Β', Παρ. Β', ἡ ἔμφασις προσετέθη). Ὁ
Δοσίθεος γράφει ἐπίσης: «ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν
Θεολόγον Γρηγόριον εἰσηγήσει Βασιλείου τοῦ μεγάλου καί τοῦ Ἀντιοχείας Μελετίου … ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος τῷ Γρηγορίῳ τήν
Κωνσταντινουπόλεως προεδρίαν ἐβεβαίωσε, καί ἰδέ
πώς ἐν καιρῷ ἀνάγκης ὁ Ἀντιοχείας
ἐβεβαίωσε τόν Γρηγόριον εἰς τόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως» (Δωδεκάβιβλος,
ἔ.ἀ., Τόμ. 1ος, σελ. 455, Βιβλ. Β', Κεφ. ΙΔ', Παρ. Ε', ἡ ἔμφασις προσετέθη).
Βλέπομεν καί πάλιν, λοιπόν, ὅτι ἐν καιρῷ διωγμοῦ καί αἱρέσεως, αἱ «παραβιάσεις»
τῶν Ἱ. Κανόνων πού γίνονται ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα γίνονται ὑπό
μεγάλων Ἁγίων, εἶναι πράξεις ἐπαινεταί, ὄχι κατακριτέαι.
Ὁ Δοσίθεος ἀναφέρει πολλά ἄλλα παραδείγματα «παραλλήλων ἐπισκόπων», πέραν
αὐτῶν πού ἀνέφεραν προηγούμενοι ἀρθρογράφοι καί ἐπιστολογράφοι, ὄχι βεβαίως ὅλα
ἐπαινετά. Ἄς ἀναφέρωμεν μερικά μόνον ἀπό ἐκεῖνα πού φαίνεται ὅτι ἔγιναν ἐπ’
ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ἁπλῶς διά νά καταδείξωμεν ὅτι δέν συνέβη τό φαινόμενον
διά πρώτην φοράν τό 1935. Τό πράττομεν χάριν πληρότητος τοῦ ἄρθρου, χωρίς νά
ὑπάρχῃ ἀνάγκη πρός τοῦτο, καθότι τό προαναφερθέν παράδειγμα τοῦ Θεολόγου
Γρηγορίου δέν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιβολιῶν εἰς οὐδένα ἀντικειμενικόν
παρατηρητήν.
Πρῶτον, χάριν εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, «ὁ Μελέτιος ἅγιος
ὤν, εἶπε πρός τόν Παυλῖνον, δεῦτε οὖν ἔχωμεν τό Εὐαγγέλιον εἰς τό μέσον, καί
ποιμαίνωμεν ἅμα τά πρόβατα, καί ὅταν ἀποθάνῃ ὁ εἶς ἐξ ἡμῶν, ὁ ἕτερος ἔστω μόνος
Ἀντιοχείας Ἐπίσκοπος. Ἀλλ’ ὁ Παυλῖνος τῆς Αἱρέσεως ὄζων, ἥτις τίκτει πεισμονήν
οὐκ ἠθέλησεν» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2ος, σελ. 77, Βιβλ. Γ', Κεφ. Ζ',
Παρ. Α'). Τό παράδειγμα αὐτό ἀνέφερε καί ὁ κ. Μάννης εἰς τό ἄρθρον του, ἀλλ’
εἶναι τόσον χαρακτηριστικόν διά τό ἐξεταζόμενον θέμα πού νομίζω ὅτι θά ἦτο
παράλειψις νά μή συμπεριληφθῇ καί ἐδῶ. Διότι δείχνει ἕνα Ἅγιον νά «παραβιάζῃ»
τούς Ἱ. Κανόνας χάριν τῆς εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας.[2]
Δεύτερον, ἐπί Μ. Κωνσταντίνου, ὁ Μακάριος Ἱεροσολύμων ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον
Λύδδης τόν Ὀρθόδοξον ὁμολογητήν Μάξιμον, ἀλλ’ ὁ λαός ἐχειροτόνησεν ἄλλον ὡς
Λύδδης (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1ος, σελ. 427, Βιβλ. Β', Κεφ. ΙΑ', Παρ.
Α'). Τρίτον, ὁ Ἀλεξανδρείας Ἡρακλᾶς καθῄρεσε τόν Θμουΐδος Ἀμμώνιον, ἐπειδή
αὐτός ἐκοινώνησε μέ τόν βλάσφημον Ὡριγένην καί ἐτοποθέτησε τόν Φίλιππον εἰς τήν
θέσιν του. «Παρακληθείς ὅμως ὁ Πάπας Ἡρακλᾶς ὑπό τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως,
συνεχώρησε τῷ Ἀμμωνίῳ τό ἁμάρτημα, καί ὥρισεν
εἶναι καί τούς δύο ἐκεῖ Ἐπισκόπους … καί ἄλλα τοιαῦτα συνέβη, ἅπερ ἰδέ
διεσπαρμένα εἰς τήν παροῦσαν βίβλον» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ.,
Τόμ. 2ος, σελ. 92, Βιβλ. Γ', Κεφ. Η', Παρ. Β', ἡ
ἔμφασις προσετέθη).
Τέλος, ἄς
προστεθῆ καί ὅτι ὁ Καθηγητής π. Β. Στεφανίδης, ἀναφερόμενος εἰς τό
Βουλγαρικόν σχίσμα (1872), ἀφοῦ πρῶτον ἀναφέρει ὅτι ἡ
συγκρότησις τοπικῆς συνόδου ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Κων-λεως ἦτο ἀπαραίτητος διά
τήν κήρυξιν τοῦ σχίσματος, ἐπάγει: «Τό πατριαρχεῖον καί ἡ ἐξαρχία ἐδικαιοῦντο, μετά τήν κήρυξιν τοῦ σχίσματος, νά στέλλωσιν
ἀρχιερεῖς, ὅπου ἤθελον» (Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία: Ἀπ’ Ἀρχῆς Μέχρι Σήμερον, Ἐκδ.
Παπαδημητρίου, Β' Ἔκδοσις, Ἀθῆναι, 1959, σελ. 738-739, ἡ ἔμφασις προσετέθη). Τό ἐκπληκτικόν, ὅμως, εἶναι
ὅτι τό αὐτό λέγει καί ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «Ἄν ὁ Φιλάρετος [σ.σ. τῆς
ΡΟΕΔ] ἐπίστευεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε πέσει εἰς αἵρεσιν, τότε ἠδύνατο νά παρέμβῃ ἐν αὐτῇ ... νά χειροτονήσῃ
ἐξ ἀρχῆς Ἱερεῖς (ἤ καί Ἐπισκόπους) διά τό πλήρωμα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας» (Τά Δύο
Ἄκρα, σ. 86, ἡ ἔμφασις προσετέθη).
Βεβαίως, λόγῳ τοῦ γνωστοῦ μένους του ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ., ὁ
π. Ἐπιφάνιος τονίζει ὅτι ὁ
Φιλάρετος ὤφειλε νά μήν τούς ἀναγνωρίσῃ, διότι αὐτοί δῆθεν κηρύσσουν
«ἄ λ λ ο υ ε ἴ δ ο υ ς α ἵ ρ ε σ ι ν», ἐφόσον δῆθεν ἀνήγαγον τό ἡμερολόγιον
εἰς δόγμα σωτηρίας! (Ἡ ἔμφασις ὑπάρχει εἰς τό πρωτότυπον.) Ἐπειδή, ὅμως, ἡ
κατηγορία αὐτή τοῦ π. Ἐπιφανίου εἶναι ψευδής, ἕπεται ὅτι ὀρθῶς ἡ ΡΟΕΔ ἀνεγνώρισε
καί συνέδραμε εἰς τόν ἀγῶνα τῶν
Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ. μέ χειροτονίας Ἐπισκόπων. Καί, ἐάν εἶχε τοιοῦτον δικαίωμα ἡ
ΡΟΕΔ, διατί νά μήν τό ἔχουν Ἱεράρχαι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας; Συμπεραίνομεν, λοιπόν, ὅτι, ἐφόσον
τό 1935 οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. ἐκήρυξαν συνοδικῶς
τήν «ἐπίσημον ἐκκλησίαν» σχισματικήν, ἕπεται ὅτι εἶχον
τό δικαίωμα νά χειροτονήσουν ἰδικούς των Ἐπισκόπους. Συνεπῶς, ἡ ὡς ἄνω
θεωρία περί «παραλλήλου Ἐκκλησίας» δέν ἰσχύει εἰς τήν περίπτωσιν πού μία τοπική
ἱεραρχία πίπτει εἰς αἵρεσιν ἤ σχίσμα.
5. Συμπεράσματα
Βλέπομεν,
λοιπόν, ὅτι, κατά τήν Ἱ. Παράδοσιν, ἐν καιρῷ εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἱ.
Κανόνες δέον ὅπως τηρῶνται ἀπαρεγκλίτως, ἐνῷ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς
Ἐκκλησίας, αἱ «παραβιάσεις» των, ὅταν αὐταί στοχεύουν πρός ὠφέλειάν Της, δέν
πρέπει νά κατακρίνωνται, κατά τό γνωστόν «ἐξ
ἀνάγκης καὶ νὸμου μετάθεσις γίνεται» (Ἑβρ. 7:12, ἡ ἔμφασις προσετέθη), ἀλλά μᾶλλον νά ἐπαινῶνται! Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἄν καί
αὐστηροί εἰς τήν τήρησιν τῆς Ἱ. Παραδόσεως, ἐν τούτοις, ὅταν τό ἀπῄτουν αἱ
περιστάσεις, δέν ἔμεναν εἰς τήν στεῖραν ἐφαρμογήν τοῦ γράμματος τῶν Ἱ. Κανόνων,
ἀλλ’ ἐφήρμοζον τό Πνεῦμά των, μέ στόχον νά βοηθήσουν τήν Ἐκκλησίαν. Αὐτή εἶναι
ἡ Ἱ. Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῷ ἡ ὡς ἄνω κακόδοξος ἑρμηνεία της εἶναι
ἀντιευαγγελική, ἀντιπαραδοσιακή, νομικιστική, τυπολατρική καί ἐν τέλει αἱρετική.
Θυμίζει τήν κατηγορίαν τῶν Ἰουδαίων κατά τοῦ Κυρίου, ἐπειδή Ἐκεῖνος ἐθεράπευεν
ἀσθενεῖς τό Σάββατον!
Τό παρόν ἄρθρον παρουσιάζει ἀρκετά περιστατικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν
ἱστορίαν διά νά δείξῃ τοῦ λόγου τό ἀληθές καί νά φανῇ ὅτι αἱ χειροτονίαι τοῦ
1935 ἦσαν ἀναγκαῖαι διά τήν ἐπιβίωσιν τοῦ κινήματος τῆς ἀποτειχίσεως τῶν
Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ. (1924), τήν ὁποίαν ἔκαμον ὄχι διά τάς «13 ἡμέρας», ὅπως
διατείνονται ψευδῶς οἱ διαστρεβλωταί τῆς Ἀληθείας, ἀλλ’ ἐπειδή ἐγνώριζον ὅτι ἡ καινοτομία τοῦ ν.ἑ. ἦτο μέρος ἑνός μεγαλυτέρου
σχεδίου, ἤτοι τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν», διό καί ἐκραύγαζον: «μᾶς
ἐφράγκεψαν»! Τοὐτέστιν, αἱ χειροτονίαι τοῦ 1935 ἔγιναν διά νά ὑπάρξη οὐσιαστική
καί μακρόπνοος ἀντίδρασις καί ἀνατροπή τῶν σχεδίων τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἐάν
ἐτύγχανε τῆς δεούσης ὑποστηρίξεως τῶν Ὀρθοδόξων, δέν θά ἐπηκολούθουν αἱ
ὑπόλοιποι προδοσίαι τῆς Πίστεως (βλ. Τμῆμα 2), εἰς τάς ὁποίας προέβησαν οἱ ψευδεπίσκοποι
τοῦ ν.ἑ., ὡς μαριονέτται τῆς Μασονίας.
Ἄς ἀναλογισθοῦν, λοιπόν, τάς εὐθύνας των ὅσοι «ψιθυρίζουν», ἤ μᾶλλον
διατυμπανίζουν, ὅτι τό 1924 δέν ὑφίστατο δῆθεν λόγος ἀποτειχίσεως, διότι ἡ
εἰσαγωγή τοῦ ν.ἑ. ἦτο δῆθεν ... ἀστρονομικόν ζήτημα, ἐνῷ κατ’ ἀλήθειαν ἦτο
καρπός τοῦ «Μασονικοῦ δένδρου» (βλ. μ. Ἀβερκίου, ἔ.ἀ., σελ. 388-389, 441, 454,
514)! Προφανῶς, καί σήμερον ἀπαιτεῖται μία δυναμική καί ὠργανωμένη παρέμβασις,
ὅπως ἐκείνην τοῦ 1935, ἀλλά, δυστυχῶς, δέν ὑπάρχουν ἀναστήματα ὡς τοῦ Ἁγίου πρ.
Φλωρίνης Χρυσοστόμου. Ἡ δέ ἔντονος προπαγάνδα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν ὡς ἄνω «ἀντι-οικουμενιστῶν»,
οἱ ὁποῖοι μέ τήν ὡς ἄνω κακοδοξίαν των, «βούτυρον εἰς τό ψωμί» τῶν
Οἰκουμενιστῶν, διασποῦν τήν ἀποτείχισιν, καθιστᾶ τό ἐγχείρημα σχεδόν ἀδύνατον.
Ἡ προπαγάνδα αὐτή, ἀλλά καί τά σοβαρά λάθη τῶν
Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ., ὅπως εἶναι ἡ ἵδρυσις Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων (Θ.Ν.Π.,
ν. 4301/2014), ἔχουν δημιουργήσει σύγχυσιν καί ἔχουν ἐγκλωβίσει τόν λαόν εἰς διάφορα
πνευματικά ἀδιέξοδα.
Σημειώσεις
[1] Ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ προσφάτως «ἁγιοποιηθείς» γ. Παΐσιος εἶπεν εἰς μίαν
συζήτησιν μοναχῶν κάτι παρόμοιον, προκειμένου νά χλευάσῃ τούς Ὀρθοδόξους τοῦ
π.ἑ., ἐπειδή, κατ’ αὐτόν καί κατά τούς Οἰκουμενιστάς γενικώτερον, ἔφυγον δῆθεν
ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ἐπειδή δέν τούς ἤρεσεν ὁ πατριάρχης (βλ. Ἱ. Χριστοδούλου
Ἁγιορείτου, Ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος, 1994, σελ. 219).:
— «Ἄχ, πατέρες, σκέπτομαι νά φύγω ἀπό τήν
Ἑλλάδα!»
— «Γιατί, γέροντα;»
— «Διότι δέν μοῦ ἀρέσει ὁ Παπανδρέου»!
[2] Ἡ λέξις «παραβιάζῃ» ἐτέθη εἰς εἰσαγωγικά, διότι ναί μέν παραβιάζεται τό
γράμμα τῶν Ἱ. Κανόνων, τηρεῖται ὅμως τό Πνεῦμά των, καθότι ἐθεσπίσθησαν δ’
αὐτόν ἀκριβῶς τόν σκοπόν, ἤτοι νά διασφαλίζουν τήν εἰρήνην καί τήν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας.
Η Αποκατάσταση του Δημοφίλου έγινε μετά την εξορία του Ευαγρίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνεπώς επί Ευαγρίου η επισκοπή ήταν κενή γι αυτό έγινε η Χειροτονία του.
Ο Άγιος Γρηγόριος λέει ότι Β οίκ. Τον έκανε Επίσκοπο Κων/πόλεως. Ο Άγιος ήταν στην πόλη απλώς για βοήθεια των Ορθοδόξων όχι ως Κωνσταντινουπολεως.
@27 Ιουνίου 2025 στις 10:44 μ.μ. Νά βοηθήσῃ μέ ποίαν ἰδιότητα; Ὅταν λειτουργοῦσε στόν ναόν τῆς Ἁγ. Ἀναστασίας μέ ποίαν ἰδιότητα τό ἔκαμε; Ὡς τί τόν ἔστειλαν ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι Βασίλειος καί Μελέτιος; Ἔπρεπε, δηλαδή, νά λάβῃ ἄδειαν ἀπό τόν Αὐτοκράτορα καί τούς Ἀρειανούς καί νά στήσῃ Ἐπισκοπεῖον διά τήν μίαν οἰκογένειαν Ὀρθοδόξων πού ὑπῆρχε ὅλο κι ὅλο στήν Κων-λιν διά νά θεωρῆται Ἐπίσκοπος Κων-λεως; Γι' αὐτήν τήν οἰκογένειαν, αὐτός δέν ἦτο ὁ κανονικός Ἐπίσκοπος Κων-λεως; Ἄν ὄχι, τότε, κατ' ἐσᾶς, ἔκαναν ... «σχίσμα»! Ὅταν ὁ Κύριος καί οἱ Ἀπόστολοι περιώδευαν τήν Οἰκουμένην καί ἐδίδασκον, ἐβάπτιζαν κ.λπ., ἔστηναν ἐπισκοπεῖα προηγουμένως; Βλέπετε σέ τί ἄτοπα σᾶς ὁδηγοῦν οἱ τυπολατρικές-νομικιστικές-αἱρετικές ἀντιλήψεις σας; Καί τό κάνετε αὐτό γιά ν' ἀμαυρώσετε καί πρό πάντων ν' ἀκυρώσετε τόν ἱερόν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ. Διότι χωρίς χειροτονίες ἐπισκόπων, τό κίνημα θά ἔσβηνε σέ λίγα χρόνια! Αὐτό δέν θά θέλατε; Ἀφήνετε τά μῆλα καί πιάνετε τά φύλλα! Αὐτό κάνετε, δυστυχῶς. Καταφρονεῖτε δέ τήν Ἀποστολικήν διδαχήν, ὅτι «ἐξ ἀνάγκης καὶ νὸμου μετάθεσις γίνεται» (Ἑβρ. 7:12). Καί εἶναι βέβαιον ὅτι θά κατηγορούσατε τόν Κύριον ἐπειδή Ἐκεῖνος ἐθεράπευεν ἀσθενεῖς τό Σάββατον!
Διαγραφήο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει:
ΔιαγραφήἘντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί, Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστε ὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Ἐγώ τίς εἰμι; Ἱερεύς; ἀλλ' οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής;
Οι ρώσοι της διασποράς έχοντας ανάμεσα τους πολλούς αγίους πέρασαν και πήγαν σε μη χριστιανικά κράτη και δεν μολύνθηκαν, αντίθετα ο θεός τους δόξασε δίνοντας τα χαρίσματα του σε κάποιους εξ αυτών.
Κ. Χατζηνικολάου, είναι πρώτη φορά που κάνει λάθος κάποιος Άγιος;
ΔιαγραφήΕδώ έκαναν σε θέματα πίστεως και δεν μπορούν να κάνουν σε αυτό;
Και εκ του αποτελέσματος των χειροτονιών σας αποδείχτηκε ξανά.
Ο αγών δυστυχώς ναυάγισε όταν έγινε η αποκατάσταση - εν καιρώ Αιρέσεως και διωγμού - της Συνόδου.
Είναι συκοφαντική η κατηγορία ότι χαιρόμαστε για για την ακύρωση των ΓΟΧ, αντιθέτως λυπούμαστε για αυτή την έκβαση Διότι κατέστησε τον αγώνα μια ουτοπία εν μέσω πολέμου.
Φανταστείτε να αποτειχιστούν όλοι οι "κανονικοί" ΓΟΧ (δηλαδή όσοι έχουν μυστήρια όχι Αγύρτες) από το Σχίσμα των ΓΟΧ και επέστρεφαν στην προ του 1935 νόμιμη κατάσταση πόσο μεγάλο πλήθος λαού θα χτυπούσε τους Αιρετικούς Οικουμενιστές και πιθανών μερικοί από τους κοινωνούντες με αυτούς που έχουν καλό φρόνημα να αποτειχιστούν και να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος για να καταδικάσει τους αμετανόητους Αιρετικούς Οικουμενιστές και τους αμετανόητους Σχισματικούς ΓΟΧ.
Δεν θα αφήσει ο Θεός το ποίμνιο χωρίς ιερείς.
Όταν κάποιοι Αποτειχισμένοι ιερείς προσχώρησαν στο Σχίσμα των ΓΟΧ και ο Λαός παρέμεινε στην Αποτείχιση ο Πανάγαθος έβγαλε νέους ιερείς στην Αποτείχιση.
Δεν αφήνει ο Θεός....