Ἡ ἀποτείχισις ἀποτελεῖ ἀποκοπήν ἀπό τήν αἵρεσιν, ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, κ. Τρακάδα!

Τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, πρ. Ἀν. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

Ἄν καί φοβοῦμαι ὅτι ὁ διάλογος μέ τόν κ. Τρακάδαν ἔχει ἤδη κουράσει τούς ἀναγνώστας, ἐν τούτοις ὑποχρεοῦμαι νά ἐπανέλθω, διότι ἐπανῆλθεν ὁ κ. Τρακάδας μέ νέας ἀντιφάσεις, παρανοήσεις καί ἀβάσιμα συμπεράσματα πού ἀπορρέουν ἀπό τήν αἵρεσιν τοῦ «Δυνητισμοῦ», τήν ὁποίαν κηρύττει. Δέν ἐκπλήσσομαι, βεβαίως, διότι ὅλ’ αὐτά εἶναι «ἴδιον τῶν Αἱρετικῶν» (βλ. Δοσιθέου Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. Θ՛, Κεφ. Α՛, Παρ. ΙΔ՛). Εἰς τό νέον ἄρθρον του («Ο.Τ.», 26-7-24) ἀναμασᾶ τά ἤδη ἀνασκευασθέντα «ἐπιχειρήματά» του, λέγει ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀποτελεῖ ἀποκοπήν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, καί καταλήγει εἰς τό παντελῶς ἀστήρικτον συμπέρασμα, ὅτι ἐφόσον δέχομαι ἔγκυρα μυστήρια εἰς τούς Οἰκουμενιστάς, δέν χωρεῖ ἄλλη συζήτησις καί ὀφείλουν οἱ ἀποτειχισμένοι νά ἐπανέλθουν εἰς κοινωνίαν μέ αὐτούς, διά νά μή διακινδυνεύσουν τήν σωτηρίαν των! Ἀπαντῶ ἐν συντομίᾳ.

1. Κατ’ ἀρχάς, ὁ κ. Τρακάδας μ’ ἐρωτᾶ ἄν μέ τόν ὅρον «ψευδεπίσκοπος» ἐννοῶ «ἐπίσκοπον» χωρίς ἱερωσύνην, κάτι πού θά ἦτο ἀντίφασις, ἐφόσον ἔγραψα ὅτι τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἔγκυρα. Ἐξ ἄλλου, εἰς τό πρῶτον ἄρθρον μου ἐν τῷ πλαισίῳ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου («Ο.Τ.», 10-11-23) διευκρίνισα ὅτι ὁ ὅρος αὐτός ἀπαντᾶται εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου. Κατά τόν Δοσίθεον Ἱεροσολύμων (ἔ.ἀ., Βιβλ. Ι՛, Μέρος Ε՛, Κεφ. ΙΒ՛, Παρ. Α՛ Δ՛), ὁ ὅρος αὐτός ἀναφέρεται εἰς τόν «ἐπίσκοπον» διά τόν ὁποῖον ἰσχύει τοὐλάχιστον ἕν ἀπό τά ἀκόλουθα τρία: (α) πάσχει κανονικῶς ἡ τοποθέτησίς του· (β) δέν ἔχει ἔγκυρον χειροτονίαν· καί (γ) ἡ διδασκαλία του δέν εἶναι Ὀρθόδοξος.

2. Ἀριστοτέχνης εἰς τήν «κοπτοραπτικήν» (διά τήν ὁποίαν κατηγορεῖ ἀδίκως τόν ὑποφαινόμενον!), ὁ κ. Τρακάδας «πανηγυρίζει» μέν πού δέχομαι ἔγκυρα μυστήρια εἰς τούς Οἰκουμενιστάς, ἀλλά παραλείπει ν’ ἀναφέρῃ καί τήν ἀμέσως ἑπομένην ἐπισήμανσίν μου: «Εἰς τό σημεῖον τοῦτο, ὅμως, ἀπαιτεῖται μεγίστη προσοχή: Ὁ κοινωνῶν ἐν γνώσει μέ αὐτούς [σ.σ. τούς Οἰκουμενιστάς], παρά τάς ὡς ἄνω θείας ἐντολάς δι’ ἀποτείχισιν, λαμβάνει μέν Χριστόν, ἀλλ’ ὡς παραβάτης τῶν θείων αὐτῶν ἐντολῶν ‘δαρήσεται πολλάς’ ...» («Ο.Τ.», 19–7–2024). Πρός τεκμηρίωσιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ, παρέθεσα τό χωρίον Α՛ Κορ. 11:27-31, ὅθεν προκύπτει ὅτι οἱ ἐν γνώσει κοινωνοῦντες μέ αἱρετικούς ὄχι μόνον δέν ἁγιάζονται, ἀλλά κατακρίνονται, διότι μεταλαμβάνουν ἀναξίως. Τήν ἐπισήμανσιν αὐτήν κάμνει καί ὁ Δοσίθεος (ἔ.ἀ. Βιβλ. Α՛, Κεφ. ΙΣΤ՛, Παρ. Δ՛). Συνεπῶς, διατί νά κοινωνήσουν οἱ ἀποτειχισμένοι μέ τούς Οἰκουμενιστάς; Τά μυστήριά των ἔχουν ἁγιαστικήν Χάριν μόνον διά τούς ἐν ἀγνοίᾳ κοινωνοῦντας, οἱ ὁποῖοι «δαρήσονται ὀλίγας», ὅπως ἐπεσήμανα, κατά τό Λουκ. 12:47-48, ἐφόσον «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρὸς μου μοναὶ πολλαί εἰσιν» (Ἰω. 14:2). Παρεμπιπτόντως, ἄς τονισθῇ ὅτι οἱ γονεῖς καί οἱ ἀνάδοχοι πρέπει ὁπωσδήποτε ν’ ἀπαιτοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς νά βαπτίζουν κανονικῶς τά παιδία, μέ τρεῖς καταδύσεις καί ἀναδύσεις, καί ὄχι μέ «ποδόλουτρον»!

3. Γράφει ὁ κ. Τρακάδας: «Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὅστις ἀποκόπτεται ἀπό αὐτήν, δηλ. καί ἀπό τόν μή καταδικασμένον οἰκουμενιστήν ... ὅσοι ἀποκόπτονται, ἀποκόπτονται ἀπό τά ἔγκυρα μυστήρια ... ἐφ’ ὅσον ἡ ’Εκκλησία εἶναι ἡ Ταμειοῦχος τῆς Χάριτος, ὅτιδήποτε ἄλλο δέν εἶναι, καθώς μόνον μία Ἐκκλησία δύναται νά ὑφίσταται. Οἱ ἀποτειχισμένοι εἰς ποίαν Ἐκκλησίαν ἀνήκουν, ἐάν δέν ἀνήκουν πλέον εἰς τήν Ταμειοῦχον τῆς Χάριτος;». Ἐδῶ ὑπάρχουν δύο διαστροφαί. Πρῶτον, ὅπως ἐπεσήμανα εἰς τά προηγούμενα ἄρθρα μου, ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἄθροισμα καταδεδικασμένων ὑπό Οἰκ. Συνόδων αἱρέσεων, ἄρα εἶναι προφανῶς καταδεδικασμένη αἵρεσις, ἔχει δέ καταδικασθῆ καί εἰς τάς ἡμέρας μας ὑπό τοπικῶν Συνόδων καί τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως ὑπό τῆς ΡΟΕΔ (1983). Δεύτερον, ἡ ἀποτείχισις δέν ἀποτελεῖ ἀποκοπήν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ἀπό τήν αἵρεσιν, διό καί ἐπαινεῖται ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ՛ Συνόδου! Φαντασθεῖτε ἡ Σύνοδος ν’ ἀπένειμεν ἐπαίνους εἰς ὅσους ... ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν! Ὁποία διαστροφή! Ὁ ἀποτειχιζόμενος δέν πηγαίνει εἰς ἄλλην «ἐκκλησίαν», ἀλλά μετακινεῖται ἀπό τό «νοσοῦν» εἰς τό «ὑγιαῖνον» μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως γράφει ὁ Δοσίθεος (ἔ.ἀ., Βιβλ. Ι΄, Μέρος Ε΄, Κεφ. ΙΑ΄, Παρ. Δ΄), ὅταν οἱ Πατριάρχαι διδάσκουν καί πράττουν παρά τά διατεταγμένα, τότε «κρίνονται, καθαιροῦνται, καί ἀποβάλλονται ὑπό τοῦ ὑγιαίνοντος μέρους τῆς Ἐκκλησίας» (ἡ ἔμφασις προσετέθη). Σημειωτέον ὅτι τινές ἐπικαλοῦνται τό παύλειον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει «σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. 5:27), διά νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι ἡ παραδοχή ὅτι ὑπάρχει καί «νοσοῦν» μέρος εἰς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι δῆθεν αἱρετική, μή κατανοοῦντες ὅτι τό χωρίον αὐτό ἀναφέρεται εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὄντως δέν ἔχει σπίλον ἢ ρυτίδα, καί ὄχι εἰς τά μέλη της, τά ὁποῖα ἔχουν καί σπίλους καί ρυτίδας.   

4. Γράφει ἐπίσης ὁ κ. Τρακάδας ὅτι δέν ὑπάρχει δῆθεν αἵρεσις τοῦ «Δυνητισμοῦ» καί ὅτι ἀπό τά χωρία πού ἔχω παραθέσει δέν συνάγεται ὑποχρεωτική ἀποτείχισις πρό τῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν. Εἰς τό ἄρθρον τῆς 19-7-24, παρέθεσα τό ἀκόλουθον χωρίον τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Πᾶς ἄνθρωπος, τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται, ἐξακολουθήσας ἀπείρῳ ποιμένι, καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος· τίς γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος;» (P.G. 26, σ. 1321). Ἐδῶ λέγει ὁ Ἅγιος ὅτι πᾶς ἄνθρωπος ἔχει λάβει ἀπό τόν Θεόν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως μεταξύ τῆς ὀρθῆς καί τῆς ἐσφαλμένης γνώμης, διό καί θά κολασθῇ ἄν δεχθῇ ὡς ἀληθῆ τήν ψευδῆ δοξασίαν ἑνός ἀπείρου/ἀμαθοῦς/ἀνικάνου «ποιμένος», ἀντί ν’ ἀκολουθήσῃ τήν φωνήν τῆς συνειδήσεώς του, πού εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προϋπόθεσιν, βεβαίως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος διάγει τόν βίον του ἐν ἁπλότητι καί καθαρᾷ καρδίᾳ καί ζητεῖ συνεχῶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἰς αὐτό τό χωρίον, εἶναι φανερόν ὅτι ὁ αἱρετικός «ποιμήν» δέν ἔχει καταδικασθῆ. Εὑρίσκεται εἰς τήν μερίδα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά διδάσκει αἱρετικάς δοξασίας λόγῳ ἀπειρίας ἤ ἀμαθείας. Ἐν τούτοις, ὁ πιστός φέρει τήν πλήρη εὐθύνην διά τόν κολασμόν του ἄν δέν ἀποτειχισθῇ ἀπό τόν ἐν λόγῳ ψευδοποιμένα! Τοὐτέστιν, ἡ ἀποτείχισις εἶναι ὑποχρεωτική ἀπό αὐτόν, παρά τό γεγονός ὅτι αὐτός δέν ἔχει εἰσέτι καταδικασθῆ. Ἕν ἀκόμη παράδειγμα μή κατανοήσεως ἐκ μέρους τοῦ κ. Τρακάδα τῶν χωρίων πού ἔχω παραθέσει.

 

5. Ὁ κ. Τρακάδας δικαιολογεῖ τήν «ἁγιοποίησιν» (αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή λέξις ἐν προκειμένῳ) τῶν γνωστῶν γερόντων ὑπό τοῦ ὑβριστοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὀλετῆρος τῆς Ἐκκλησίας «πατριάρχου» Βαρθολομαίου, διότι, λέγει, αὐτή δέν ἦλθεν ἄνωθεν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας! Δέν γνωρίζει ἆραγε τήν προπαγάνδαν πού προγήθη μέ ἐκδόσεις κ.λπ.; Εὑρισκόμενος εἰς Αὐστραλίαν καί ἐν τῷ Οἰκουμενισμῷ, ὁ γράφων ἐβίωσα αὐτήν τήν προπαγάνδαν περί τό 1996, ὅταν κατέφθανον εἰς τάς ἐνορίας τῆς Ἑλληνικῆς παροικίας φορτία μέ αὐτά τά βιβλία! Γαλουχηθείς εἰς τόν «εὐσεβισμόν», δέν ἀντελήφθην τότε τήν πονηρίαν τῶν Οἰκουμενιστῶν νά θέσουν εἰς ἐφαρμογήν τό «δόξαν παρ' ἀλλήλων λαμβάνοντες» (Ἰω. 5:44), «ἁγιοποιοῦντες» γέροντας πού συνέπλεον μέ αὐτούς καί τούς ἐνεκωμίαζον. Ἐρωτῶ: Ὑπάρχει ἆραγε κάποιος ἀπό τήν ἐποχήν πού ἐπεκράτει ὁ Ἀρειανισμός (4ος αἰών) ἤ ὁ Μονοφυσιτισμός (5ος αἰών), ἤ ὁ Μονοθελητισμός (7ος αἰών) ἤ ἡ Εἰκονομαχία (8ος-9ος αἰών) ὁ ὁποῖος συνεπορεύθη μέ τήν μερίδα τῶν αἱρετικῶν, κοινωνῶν μετ' αὐτῶν καί ἐγκωμιάζων αὐτούς, καί κατόπιν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νά τόν ἁγιοκατέταξε; Προφανῶς, ὄχι, ἀκόμη καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἐκήρυττεν αἵρεσιν! Οἱ Πατέρες ἐξηγοῦν: «Οἱ μέν [σ.σ. αἱρετικοί] τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, σ. 1164Α)· «ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται, καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός» (Μ. Ἀθανασίου, P.G. 27, σ. 1369C)· «λέγει γάρ ὁ Θεός τῷ Μωϋσεῖ, Ἀποσχίσθητε ἀπό τῶν ἀνδρῶν τούτων [σ.σ. τῶν ἀσεβῶν], ἵνα μή συναπόλησθε» (Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. Η՛, Κεφ. Δ՛, Παρ. Δ՛)· «οἱ Κανόνες καί τῶν Πατριαρχῶν ἄρχουσιν, εἰ γάρ ἔξω τῶν Κανόνων ποιοῦσιν, οὐ στοιχοῦμεν αὐτοῖς» (Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. Β՛, Κεφ. Ε՛, Παρ. ΙΔ՛)· καί «ἐκεῖνοι μνημονεύονται, ὅσοι ὀρθοτομοῦσιν» (Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. Ι՛, Κεφ. Δ՛). Ἀκούετε, κ. Τρακάδα, ὅσοι δέν ὀρθοτομοῦν δέν πρέπει νά μνημονεύωνται! Οἱ ἐπί Βέκκου μαρτυρήσαντες Ἁγιορεῖται, εἰς τήν γνωστήν ἐπιστολήν των πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγον (1275) λέγουν ὅτι ὅσοι μνημονεύουν μή ὀρθοτομοῦντας «ἐπισκόπους» παίζουν θέατρον ἐνώπιον τῶν φρικτῶν μυστηρίων! (Βλ. V. Laurent καί J. Darrouzes, Dossier Grec de L´Union de Lyon (1273-1277), Institut Francais D´Etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 377-403.) Σημειωτέον ὅτι καί εἰς τά νέα αὐτά χωρία οὐδαμῶς ὑπονοεῖται ὅτι πρόκειται διά καταδικασθέντας αἱρετικούς, ἀλλ’ ἰσχύουν καί διά μή καταδικασθέντας. Λοιπόν, ἐκείνους πού ἡ Ἁγία Γραφή, αἱ Σύνοδοι καἰ οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν «ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ», ἐπειδή ἐκοινώνουν (ἐν γνώσει) μέ αἱρετικούς, τούς ἀναθεματίζουν καί ἀποφαίνονται ὅτι αἱ ψυχαί των χάνονται μαζί μέ αὐτάς τῶν αἱρετικῶν, ἡμεῖς θά τιμῶμεν ὡς ἁγίους;

6. Ὁ κ. Τρακάδας κλείνει τό ἄρθρον του μέ ἑνωτικόν πνεῦμα, κάμνων ἔκκλησιν πρός τούς ἀποτειχισμένους διά τόν συντονισμόν τῶν δυνάμεών μας, προκειμένου νά συγκροτηθῇ μία ἀληθῶς Πανορθόδοξος Σύνοδος κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπεδίωκε καί ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος (+1955), ὅπως καί ὅλοι οἱ ἀποτειχισμένοι πού ἔχουν ὀρθόδοξον φρόνημα, ἀλλά μέσῳ τῆς ἐμπράκτου ἐνστάσεως, ἤτοι τῆς ἀποτειχίσεως, καί ὄχι μέ «χαρτοπόλεμον» (Καθηγητής Ἰ. Κορναράκης, +2013).  

7. Ὡς ἄνθρωπος, εἶναι κατανοητόν νά κάμνῃ λάθη ὁ κ. Τρακάδας. Δέν δικαιοῦται, ὅμως, νά ψεύδεται, νά μέ κατηγορῇ ἀδίκως ὅτι δῆθεν χρησιμοποιῶ ἐπιπολαίως διάφορα χωρία, τά ὁποῖα αὐτός ἀδυνατεῖ νά κατανοήσῃ, καί ὅτι δῆθεν ἀγνοῶ τά βασικά. Ἐκτός τοῦ προαναφερθέντος παραδείγματος (βλ. παρ. 4), ἐπισημαίνω διά πολλοστήν φοράν καί ὅτι δέν εἶναι ἀληθής ὁ ἰσχυρισμός του ὅτι «ὅλοι οἱ κανονολόγοι ἀρχαῖοι καί νέοι ἑρμηνεύουν δυνητικά τόν Κανόνα καί ὑποστηρίζουν ὅτι εἰσάγει δικαίωμα». Ἐννοεῖ δικαίωμα εἰς τήν κοινωνίαν μέ τήν αἵρεσιν, βεβαίως, ἐνῷ, ὅπως ἐπεσήμανα εἰς τό ἄρθρον τῆς 31-5-24, ἀντιφάσκει πρός ἑαυτόν, παραδεχθείς ὅτι «ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δὲν ἐπιτρέπει τὴν κοινωνίαν μὲ αἱρετικούς»! Ὡς ἕν τρίτον παράδειγμα μή κατανοήσεως τῶν χωρίων καί τῶν ἱερῶν κανόνων πού ἔχω παραθέσει, εἰς τό ἄρθρον τῆς 19-7-24, ὅπως γίνεται εὐκόλως ἀντιληπτόν ἀπό τά συμφραζόμενα, παρέθεσα τό χωρίον «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3:10-11) διά νά δείξω ὅτι δέν χρειάζεται Σύνοδος διά ν’ ἀποφασίσῃ ἄν εἶναι αἱρέσεις αἱ προφανεῖς βλασφημίαι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐφόσον αὐταί ἔχουν χιλιάκις καταδικασθῆ, γεγονός πού τούς καθιστᾶ αὐτοκατακρίτους. Λοιπόν, «ἐπιπολαίως» παρέθεσα αὐτό τό χωρίον;

Ὡς ἕν τέταρτον παράδειγμα, ὁ κ. Τρακάδας, εἰς τήν προσπάθειάν του νά πλήξῃ τήν ἀξιοπιστίαν μου, γράφει ὅτι ἡ περίπτωσις τοῦ Ὠριγένους πού ἀνέφερα ὡς παράδειγμα διά τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἀποτειχίσεως «ἀπεδείχθη ἐσφαλμένη, καθώς ὁ Ὠριγένης εἶχεν ἤδη καταδικασθῆ». Δέν τό ἀπεδείξατε αὐτό, κ. Τρακάδα, ἁπλῶς τό ὑποθέτετε! Εἰς τό ἄρθρον τῆς 31-5-24 ἔγραψα: «Ἐκ τῶν ὑστέρων, συνεβουλεύθην πολλούς ἱστορικούς, οἱ ὁποῖοι γράφουν μέν πολλά διά τόν Ὠριγένην, ἀλλά δέν ἀναφέρουν καταδίκην του ὡς αἱρετικοῦ ἐν ὅσῳ αὐτός ἔζη». Ἀπό τούς ἱστορικούς πού συνεβουλεύθην, ὀλίγοι μόνον (τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αἰῶνος) γράφουν ὅτι ἀφωρίσθη ὁ Ὠριγένης ἐν ὅσῳ ἔζη, χωρίς ὅμως νά παραθέτουν τάς πηγάς των, ἄρα καί αὐτοί ἁπλῶς τό ὑποθέτουν! Συμφώνως πρός τήν πηγήν πού παρέθεσα (Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. Γ΄, Κεφ. Η΄, Παρ. Β΄), τό παράδειγμα αὐτό δέν εἶναι ἐσφαλμένον, ἐφόσον ἡ πηγή ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὠριγένης ἐξεδιώχθη ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλεξανδρείας, ὄχι ὅμως καί ὅτι ἀφωρίσθη! Ἄν εἶχεν ἀφορισθῆ ἐν ὅσῳ ἔζη, θά τό ἔγραφεν ὁ Δοσίθεος, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τόν Ὠριγένην «ἄθεον» (ἔ.α., Βιβλ. Β΄, Κεφ. Ε΄, Παρ. ΙΒ΄) καί «ἐλεεινόν» (ἔ.ἀ., Βιβλ. Α΄, Κεφ. ΙΔ΄, Παρ. Δ΄) καί ἀναφέρει ὅτι καθῃρέθη ὑπό τοῦ Ἀλεξανδρείας Δημητρίου, λόγῳ τῆς εὐνουχίσεώς του καί τῆς παρ’ ἐνορίαν χειροτονίας του, καί ὄχι λόγῳ τῶν αἱρέσεών του (ἔ.ἀ., Βιβλίον Α΄, Κεφ. Ι΄, Παρ. Ζ΄). Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ὠριγένης καί τά συγγράμματά του ἀνεθεματίσθησαν συνοδικῶς μετά τόν θάνατόν του, τό πρῶτον μέ πρωτοβουλίαν τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου (ἔ.ἀ., Βιβλ. Γ΄, Κεφ. ΙΓ΄, Παρ. ΣΤ΄) καί τό δεύτερον ὑπό τῆς Ε՛ Οἰκ. Συνόδου (ἔ.ἀ., Βιβλ. Α΄, Κεφ. ΙΔ΄, Παρ. Δ΄). Αἱ ἰδικαί σας «ἀποδείξεις» περί τοῦ ἀντιθέτου, κ. Τρακάδα, βασίζονται εἰς εἰκασίας καί προφανεῖς παρερμηνείας λέξεών τινων, ὅπως ἡ λέξις «ἐκκήρυκτος».

Πηγή:  Ἐφημερίς «Ὀρθόδοξος Τύπος», Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024, ἀρ. φύλλου 2508, σελ. 7


Dimitris Hatzinikolaou, former Associate Professor University of Ioannina, Dept. of Economics University Campus, 45110 Ioannina, HELLAS

E-mail: dhatzini@uoi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου